Top menu

"Ματωμένο χώμα". Ένα διήγημα του Δημήτρη Παπαδημητρίου

 

Η ισπανική γρίπη ξέσπασε στην Ευρώπη το 1918 κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπολογίζεται ότι προκάλεσε τον θάνατο 20 – 50 εκατομμυρίων ανθρώπων. Στην πραγματικότητα η προέλευση της γρίπης δεν είχε καμία σχέση με την Ισπανία και τα πρώτα της κρούσματα εμφανίστηκαν σε γαλλικά στρατεύματα που είχαν στρατοπεδεύσει σε γαλλικό έδαφος. Ο λόγος που της αποδόθηκε το προσωνύμιο «ισπανική» είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο ισπανικός τύπος αναφέρθηκε δημόσια και εκτενώς στις τραγικές συνέπειες που είχε η γρίπη για τον ισπανικό λαό (300.000 νεκροί και 8 εκατομμύρια ασθενείς) σε αντίθεση με τον τύπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών που αποσιώπησαν το γεγονός λόγω της λογοκρισίας που είχε επιβληθεί, προκειμένου να μην επηρεαστεί το φρόνημα του λαού από τις συνέπειες της γρίπης κατά τη διάρκεια του πολέμου.

 

Βορειοδυτική Γαλλία, Επαρχία Νορμανδίας,

Ρουέν, Μάρτιος 1918

 

Η υγρασία εκείνη τη βραδιά στα χαρακώματα του Ρουέν, πότιζε τα κόκκαλα και τρυπούσε τα ταλαιπωρημένα και άρρωστα σώματα των στρατιωτών. Κάποια στιγμή όταν έπεφταν τα πρώτα σκοτάδια, αδυνατούσες να αντιληφθείς αν βρέχει ή αν οι υδρατμοί στην ατμόσφαιρα είναι τόσο έντονοι που σε μουσκεύουν από άκρη σε άκρη. Μια νύχτα ύστερα από δύο ώρες βροχή οι στρατιώτες του τρίτου λόχου κυριολεκτικά επέπλεαν στο χαράκωμα, με κίνδυνο να πνιγούν.

Ύστερα από τις βροχές των τελευταίων ημερών ο Σηκουάνας ήταν «φορτωμένος» και κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία έλεγαν ότι λίγο πριν ξεχειλίσει και πλημμυρίσει πρώτα τους δρόμους της πόλης και ύστερα τα χαρακώματα, θα έστελνε αρρώστιες στο στράτευμα σαν προειδοποίηση. Άλλοι έλεγαν ότι τους ακολουθεί η κατάρα του «Βερντέν» και ότι ο θάνατος είναι στην καταγωγή Γερμανός και ήρθε για να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στη Γαλλία.

Ο Ζιλιάν, σε ηλικία 24 ετών, ήταν από τους επιζήσαντες της Μάχης του Βερντέν και ο Στρατηγός έδωσε διαταγή να μεταφερθούν αυτός και υπόλοιποι επιζήσαντες της ιλαρχίας τους στα μετόπισθεν σαν ανταμοιβή για τη μεγάλη νίκη των Γάλλων. Είχα καταγωγή από ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριό κοντά στη Χάβρη, το Ετρετάτ και ανυπομονούσε να πάρει την άδεια που του υποσχέθηκε ο Λοχαγός του για να επισκεφθεί τη γυναίκα του και τον τρίχρονο γιο του. Είχε να τους δει περίπου έναν χρόνο και του είχαν λείψει πολύ.  

Ο Ζιλιάν είχε ακούσει από τη γιαγιά του τον μύθο για την «καταραμένη καρδιά» του Βασιλιά. Μέσα στο καθεδρικό ναό της πόλης ήταν θαμμένη η καρδιά του βασιλιά «Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου» και οι πιο ηλικιωμένοι μιλούσαν για έναν μύθο, σύμφωνα με τον οποίο κάθε δέκα χρόνια ο Ριχάρδος έστελνε στους ντόπιους αρρώστιες σαν κατάρες, για να τους τους υπενθυμίζει τη δύναμη και την κυριαρχία των Άγγλων που παραμονεύουν πάντα, για να κυριαρχήσουν και πάλι στη Νορμανδία και στην υπόλοιπη Γαλλία.

Παρ' όλα αυτά οι γιατροί του στρατεύματος ήταν σίγουροι ότι οι μαζικές αδιαθεσίες και αρρώστιες οφείλονταν κυρίως στο κλίμα, που σε συνδυασμό σε με το βραδινό κρύο και την πείνα επιβάρυνε σοβαρά την υγειά τους. Ωστόσο ύστερα από δύο τρεις μέρες, ο βήχας, ο πυρετός και οι πόνοι σε όλο το σώμα τους επιδεινώνονταν δραματικά. Δύο νεαρά αδέρφια με καταγωγή από το Βιμερέ ύστερα από τέσσερις μέρες ασθένειας άρχισαν να «μελανιάζουν» γύρω από το στόμα και τον λαιμό και αμέσως μετά παρουσίασαν αιμόπτυση. Οι γιατροί έδωσαν ότι φαρμακευτικό είχαν σε ενέσιμη μορφή αλλά δυστυχώς μέσα σε μια μέρα πέθαναν και οι δύο. Πέθαναν σε διπλανά κρεβάτια κρατημένοι χέρι χέρι με μια φωτογραφία της μητέρας τους ανάμεσά τους.

Ύστερα από αυτό το θανατικό ήρθε ειδικό ιατρικό κλιμάκιο από το Παρίσι που αρχικά τους καθησύχασε, καθώς είπε ότι μάλλον πρόκειται για φυματίωση ή μια διαφορετική εκδοχή της φυματίωσης, ίσως πιο μεταδοτική και πιο επικίνδυνη και ότι πρέπει να πάρουμε πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Η διοίκηση πήρε απόφαση για μέτρα προφύλαξης, κατασκευή ενός πρόχειρου σανατόριου και άμεσα απομόνωση όλων των ασθενών εκεί. Όσοι εμφάνιζαν συμπτώματα της ασθένειας θα έπρεπε να μεταβούν άμεσα για μια πρώτη εξέταση και μετά για νοσηλεία και θεραπεία στο σανατόριο.

Από τον λόχο του Ζιλιάν είχε ασθενήσει μόνο ένας δεκανέας και ευτυχώς μέχρι στιγμής όλοι οι υπόλοιποι ήταν ακόμα καλά στην υγεία τους. Ωστόσο όταν τη νύχτα ακούγονταν βήχας και φτερνίσματα, ειδικά από τους φαντάρους που μόλις είχαν τελειώσει τη νυχτερινή περιπολία, τους έπιανε όλους ένα σφίξιμο στον στήθος και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Χθες έμαθαν ότι όλος σχεδόν ο δεύτερος λόχος παρουσιάζει συμπτώματα και ότι μεταφέρθηκαν όλοι εσπευσμένα στο σανατόριο για θεραπεία. Ένας άλλος ντόπιος φαντάρος, που ήταν ξάδερφος ενός γιατρού της μονάδας, τους είπε ότι ήδη είχαν πεθάνει τουλάχιστον ακόμα δέκα στρατιώτες αλλά υπήρχαν αυστηρές οδηγίες από τη Διοίκηση να μην μαθευτεί τίποτα στο στράτευμα, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει πανικό και θα επηρέαζε αρνητικά το ηθικό τους.  Ακόμα τους είπε ότι είχε ακούσει στα κρυφά από έναν ταγματάρχη ίλαρχο που συζητούσε με τον γιατρό ότι όταν έκαναν την πρώτη ιατροδικαστική εξέταση στα δύο αδέρφια που πέθαναν, τα πνευμόνια τους ήταν γεμάτα από ένα κόκκινο υγρό κι αυτό έδειχνε μάλλον ότι είχαν να αντιμετωπίσουν μια νέα επικίνδυνη γρίπη, που δεν υπήρχε μέχρι τότε, η οποία μεταδίδεται πολύ εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο και ότι μπορεί να εξελιχθεί πολύ γρήγορα και να οδηγήσει στον θάνατο ακόμα και μέσα σε λίγες ώρες…

Ο Ζιλιάν προσπαθούσε να κρατήσει ακμαίο το ηθικό του και το φρόνημά του και συνεχώς ενθάρρυνε τους στρατιώτες του λόχου.

«Επιβιώσαμε στο Βερντέν, γλιτώσαμε από το γερμανικό πυροβολικό και τα φλογοβόλα, βγήκαμε ζωντανοί από τα χαρακώματα της Ανατολής, τσακίσαμε τους Γερμανούς και θα φοβηθούμε μια γρίπη; Όχι βέβαια. Η γραμμή Μαζινό είναι έτοιμη και θα μας δώσει τη νίκη. Θα γυρίσουμε σπίτια μας, θα ανοίξουμε όλα τα κρασιά του 14 από τα αμπάρια και θα μεθάμε για ένα μηνα μέχρι… να πεθάνουμε από το κρασί»… Έλεγε και τα αντίσκηνα δονούνταν από τρανταχτά γέλια και επευφημίες.

«Τα παιδιά μας οι γυναίκες μας μας περιμένουν»… Συμπλήρωνε…

Το παιδί του και η γυναίκα του… Του είχαν λείψει πολύ…

Ύστερα όμως από δύο μέρες όμως τρεις στρατιώτες του λόχου άρχισαν να διαμαρτύρονται για πυρετό, πόνους σε όλο το σώμα και έντονα ρίγη. Μέχρι να έρθουν να τους πάρουν από το σανατόριο ο Μπεν, ένας νεαρός από τη Ρουέν, άρχισε να μελανιάζει και λιποθύμησε. Δύο φαντάροι από την πόλη έτρεξαν να τον σηκώσουν αλλά ο Ζιλιέν μαζί με έναν υπαξιωματικό τους εμπόδισαν, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο και θα έβαζε σε κίνδυνο όλο τον λόχο. Οι φαντάροι αντέδρασαν όμως και ακολούθησε συμπλοκή ανάμεσά τους και δεν θα σταματούσε αν δεν επενέβαιναν όλοι οι υπόλοιποι για να τους χωρίσουν. Ύστερα από αυτά οι δύο φαντάροι απομακρύνθηκαν από τον λόχο για απείθεια απέναντι σε ανώτερο και άρνηση εφαρμογής πρωτοκόλλου στρατοπέδου και διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση και φυλάκισή τους.

Ένα κλιμάκιο από το σανατόριο ήρθε εσπευσμένα στον λόγο με ειδικές προστατευτικές στολές και παρέλαβε τους τρεις στρατιώτες του λόχου που είχαν νοσήσει για να τους μεταφέρει στο σανατόριο. Ωστόσο διαπίστωσαν ότι ο Μπεν δεν είχε καθόλου αναπνοή και σφυγμούς και μάλλον ότι είχε πεθάνει…

Δύο μέρες μετά ο Ζιλιάν πήρε τελικά την πολυπόθητη άδεια για να επισκεφθεί για δέκα μέρες το σπίτι του και να δει τη γυναίκα του και τον γιο του. Μέχρι να ανέβει στην άμαξα που θα τον μετέφερε λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό του, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Την προηγούμενη νύχτα δεν κατάφερε να κοιμηθεί ούτε λεπτό από τη λαχτάρα του, αλλά παράλληλα και από τον φόβο και την αγωνία του…

Η άμαξα τον άφησε λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, επειδή ήθελε να περπατήσει και να μην ακούσουν την άμαξα να πλησιάζει, για να τους κάνει έκπληξη. Το χωριό είναι παραθαλάσσιο, βρίσκεται μπροστά σε μια γαλαζοπράσινη πεντακάθαρη ακτή και περιβάλλεται από δύο μεγάλους βραχώδεις όγκους που το σφιχταγγαλιάζουν σαν να θέλουν να προστατέψουν τα μαγικά μεσαιωνικά του κτίρια, τα χαμηλά πετρόχτιστα πολύχρωμα σπίτια και τις κληματαριές του…

Μόλις κατέβηκε από την άμαξα γονάτισε και φίλησε δακρυσμένος το χώμα… Ήξερε ότι είχε να περπατήσει παραπάνω από μια ώρα για να φτάσει, ωστόσο ήταν τέτοια η λαχτάρα του να τους δει που ήθελε να κάνει μια ψυχολογική προετοιμασία… Είχε να τους δει περισσότερο από ένα χρόνο και στο μυαλό του έπλαθε συνέχεια την εικόνα του γιου του να τρέχει στον κήπο τους και της γυναίκας του να ζυμώνει και να τον κοιτάει δακρυσμένη…

Όπως βάδιζε ανάμεσα ανθισμένες κερασιές σκέφτηκε να κόψει ένα μικρό κλαρί για να στολίσει το σπίτι του για τον ερχομό του. Όμως μια γερή σουβλιά στο στομάχι τον καθήλωσε και γονάτισε από τον πόνο. Σκέφτηκε ότι θα ήταν τυχαίο αλλά ένιωσε αμέσως ένα οξύ κάψιμο στο στομάχι του και στα πλευρά του. Έκατσε στην άκρη για να ξαποστάσει… Τον διαπέρασε ένας πόνος και αμέσως μετά ένα ρίγος σύγκορμο.

Άρχισε να νιώθει λίγο καλύτερα, σηκώθηκε πάλι και πήρε το σακίδιό του να συνεχίσει τον δρόμο του. Σε λίγα λεπτά όμως τον έκοψε ένας βήχας σκληρός και τραχύς. Έκανε να σκουπίσει το στόμα του και τα χέρια του γέμισαν με αίμα…

Έκατσε στην άκρη του δρόμου… Κοίταξε τον δρόμο πίσω του… Μετά εμπρός του. Φίλησε το κλαρί της κερασιάς που είχε κόψει και το έχωσε μέσα στο πανωφόρι του.

Ξάπλωσε στο έδαφος μπρούμυτα και φίλησε πάλι το χώμα της γης. Το χώμα είχει βρέξει από το αίμα του και τα δάκρυά του. Πήρε λίγο από το μουσκεμένο χώμα και το έβαλε στη τσέπη του.

Ύστερα κάθισε οκλαδόν με το βλέμμα στραμμένο στον δρόμο μπροστά του… Λιγάκι ακόμα αν περπατούσε θα μπορούσε να δει από μακριά τα πρώτα σπίτια του χωριού.

Σκέφτηκε λιγάκι… Μετά άφησε το μυαλό του ελεύθερο…

Έβαλε με σιγουριά το χέρι στο σακίδιο και έβγαλε το περίστροφο του…

Του είχαν λείψει πολύ…