Top menu

Λουκάς Παπαδημητρίου: Επτά μικρά διηγήματα

 

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

 

Αγκαλιάζει σφιχτά τα καλώδια με τα δάχτυλα του. Η φωνή στην άλλη γραμμή είναι τραχιά αλλά ζεστή, με μια σχεδόν ανεπαίσθητη νότα κούρασης. Θα μπορούσε να ανήκει σε παππού ή θείο.

«Είδα στην τηλεόραση εκείνη τη διαφήμιση για τους μαρκαδόρους. Έχω πάρει το σωστό νούμερο;».

«Λυπάμαι, έχουν τελειώσει».

Μπορεί να περάσουν εβδομάδες μέχρι το τηλέφωνο να χτυπήσει ξανά. Μέχρι τότε, το μόνο που περιστρέφεται στο μυαλό του είναι η χροιά της επόμενης φωνής. Μαλακή και εύθυμη, ίσως ανήκει σε κάποιο παιδί κυριευμένο από την χρωματική έκσταση των μαρκαδόρων, που θα πληκτρολογήσει το νούμερο όσο οι γονείς του δεν κοιτάνε, ικανό να επαναλάβει κάθε λέξη της διαφήμισης.

«Με τους τρελομαρκαδόρους, δεν θα βαρεθείς ούτε στιγμή! Θα μαγέψουν, θα ζαλίσουν, θα συγκλονίσουν όποιον δει τα ζωγραφιές σου! Κάνουν το άσπρο κόκκινο και το μπλε κίτρινο, μεταμορφώνουν το χαρτί όπως ονειρεύεσαι! Πάρε τηλέφωνο τώρα για να τους αποκτήσεις!».

«Δηλώνω εντυπωσιασμένος, ούτε εγώ δεν θυμάμαι όλη τη διαφήμιση απέξω, και εγώ την έγραψα. Αλλά δυστυχώς οι μαρκαδόροι μας έχουν τελειώσει».

Ίσως να μη βρει ποτέ την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρει τηλέφωνο το ίδιο το παιδί, αλλά να βασανίσει λεκτικά τους γονείς του μέχρι κάποιος να λυγίσει. Καθαρή και επιτακτική, η φωνή μιας μητέρας.

«Θέλω να παραγγείλω το σετ μαρκαδόρων που διαφημίζετε».

«Λυπάμαι, έχουν εξαντληθεί».

«Γιατί προβάλλετε τη διαφήμιση αφού δεν έχετε όντως μαρκαδόρους να πουλήσετε; Το παιδί μου κλαίει όλο το πρωί επειδή τους θέλει, δεν ξέρω τι να του πω τώρα. Είναι μια οικονομική απάτη; Αυτό είναι;».

Αργά το βράδυ, όταν ξαναπαίζει τις ηχογραφήσεις των τηλεφωνημάτων, συνήθως διαγράφει αυτά τα σημεία. Εκτός από το γεγονός ότι τα βρίσκει ελαφρώς δυσάρεστα, απλά δεν είναι αυτά που τον ενδιαφέρουν. Τα σημεία που θέλει να ακούει ξανά και ξανά είναι αυτά που οι φωνές, οι θείοι και τα παιδιά και οι μητέρες, τον ζητάνε από την άλλη γραμμή. Πιέζει το καλώδιο στο σώμα του μέχρι να τον έχει τυλίξει ολόκληρο, σαν να τον αγκαλιάζει και αυτό.

 

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

 

Το κακό γούστο σκοτώνει, έγραψαν οι εφημερίδες στις 17 Μαρτίου του 1986. Η εξήγηση πίσω από αυτό το πρωτοσέλιδο είναι ένα κλασικό αστείο του λογοτεχνικού κόσμου. Αν κανείς βρεθεί ποτέ σε πάρτι του αυτού του κόσμου (όχι από τα βαρετά όπου διαβάζουν ποίηση, αλλά από αυτά που κάνουν αργότερα το ίδιο βράδυ, αυτά όπου πίνουν, καπνίζουν και ανταλλάσουν γροθιές στα πλαίσια πολιτικών διαφωνιών), είναι στατιστικά αδύνατον κάποιος κατά φαντασίαν σπουδαίος καλλιτέχνης να μην αποπειραθεί να τον διασκεδάσει με αυτή την ιστορία. Σε ένα τέτοιο την άκουσα και εγώ για πρώτη φορά. Για να είμαι σαφής και ειλικρινής από την αρχή, δεν θα προσποιηθώ ότι κρύβει κάποια βαθιά αλήθεια. Είναι μια ιστορία, είναι ένα αστείο. Ας επιστρέψουμε λοιπόν, στις 17 Μαρτίου. Το προηγούμενο βράδυ, ο Σταύρος Παπαθανασίου, εικοσιτετράχρονος ποιητής που εκδιδόταν περιστασιακά σε περιοδικά, μπασίστας μιας post-punk μπάντας ονόματι Audio Pleasure Machine, που έπαιζε σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, και κατά τα φαινόμενα ζωγράφος (σε πολλές σημειώσεις του αναφέρεται αυτή η ιδιότητα, αν και δεν βρέθηκε ούτε ένας πίνακας στο διαμέρισμα του), πήρε τη ζωή του καταπίνοντας με τη μία 44 υπνωτικά χάπια. Πάνω στο γραφείο του βρισκόταν ένα σύντομο ποίημα:

Ένας φίλος μου είπε τις προάλλες ότι απεχθάνεται τη γαλλική γλώσσα

Φυσικά, ο καθένας έχει δικαίωμα να έχει διαφορετικά γούστο

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι έχουν εξίσου καλό γούστο

Είπε ότι δεν ξέρει ποτέ πώς προφέρεται μια λέξη όταν τη βλέπει γραμμένη

Εγώ απάντησα ότι αυτό είναι το νόημα

Είναι η γλώσσα των εραστών        

Σχεδιασμένη αποκλειστικά για τους γνώστες

Φυσικά και είναι αδύνατον να ξέρεις πώς προφέρεται μια λέξη, εκτός αν την ακούσεις από το στόμα κάποιου άλλου

Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το περιεχόμενο του ποιήματος ήταν μάλλον άσχετο με την αυτοχειρία του νεαρού καλλιτέχνη. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κοινή γνώμη να διαφέρει. Κανείς δεν ξέρει υπό ποιες συνθήκες ο Παπαθανασίου πήρε την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του. Άλλα, όσο ενδιαφέρονται εφημερίδες και τα μπλουζάκια, η αιτία πάντα θα κρύβεται σε αυτό το ποίημα. Μέχρι σήμερα, ο Παπαθανασίου είναι σύμβολο της διαμάχης του υψηλού και του ευτελούς, ένα τραγικό θύμα της ανικανότητας του ανθρώπου να εκτιμήσει τα όμορφα πράγματα, του οποίου το πρόσωπο κοσμεί μπλουζάκια που φοράνε φοιτητές σε καταλήψεις, ενώ τα τραγούδια των Audio Pleasure Machine τιμούνται κάθε μέρα από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, και τα ποιήματα του επανεκδίδονται κάθε χρόνο (οι κριτικές της δουλειάς του όσο ζούσε ήταν χλιαρές, αλλά είναι σύνηθες οι ποιητές να γράφουν καλύτερα αφού έχουν πεθάνει). Υπάρχει, όμως, μια ακόμα πτυχή αυτού του περιστατικού, την οποία όσοι αναφέρονται σε αυτό στρατηγικά επιλέγουν να αγνοούν. Στο συρτάρι του ίδιου γραφείου όπου βρέθηκε το ποίημα περί γούστου και της γαλλικής γλώσσας, υπήρχε ένα δεύτερο, ακόμα πιο σύντομο ποίημα:

Ο τέλειος θάνατος έρχεται την Άνοιξη

Επειδή δεν νιώθει εγωισμό

Θέλει να μισήσεις αυτόν και όχι τη ζωή όταν την αποχωριστείς

Αν αυτό, και όχι το μικρό του παραλήρημα σχετικά με τη γαλλική γλώσσα, θεωρηθεί το τελευταίο έργο του Σταύρου Παπαθανασίου, το συγκείμενο της αυτοχειρίας του αλλάζει δραματικά. Σταματάει να αποτελεί μια πράξη επανάστασης ενάντια στην κατάσταση της κοινωνίας, γίνεται μια έκφραση αγνού ρομαντισμού (που, μεταξύ μας, φλερτάρει επικίνδυνα με το κιτς), η οποία δεν θα είχε πολλές πιθανότητες να εμπνεύσει καταλήψεις. Οι άνθρωποι λατρεύουν τέτοιες ιστορίες, αυτές που δείχνουν ότι τα σύμβολα είναι εξίσου φθαρτά με εκείνους, όπως επίσης αυτές που τους κάνουν να νιώθουν ότι κατέχουν κάποια σκανδαλώδη, κρυφή για τους περισσότερους γνώση. Φυσικά, ξέρω ότι αυτή είναι μια μπανάλ διαπίστωση. Όπως είπα προηγουμένως, δεν θα προσποιηθώ ότι κρύβεται κάποιο βαθύτερο νόημα πίσω από αυτή την ιστορία, εκτός ίσως από το ότι κανείς πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τι αφήνει πάνω στο γραφείο του. Στο τέλος, τα πράγματα είναι μάλλον πιο απλά. Είναι μια ιστορία, είναι ένα αστείο.

 

Ο ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΣ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

 

Με ακριβείς, προσεκτικές κινήσεις, αφαιρεί την ατσάλινη λεπίδα από το ξυράφι. Η λεπίδα γλιστράει από το χέρι του και πέφτει στο πάτωμα του μπάνιου. Σκύβει για να την πιάσει, αλλά διστάζει για μια στιγμή. Αρχίζει να γελάει νευρικά. Γιατί να είναι πρόβλημα αν κοπεί πιάνοντας τη λεπίδα όταν έτσι κι αλλιώς σκοπεύει να κόψει τις φλέβες του λίγο αργότερα; Είναι απλά ακόμα ένα κόψιμο. Αναρωτιέται τι θα σκέφτονταν οι πολεμιστές σαμουράι της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου αν, ξεπερνώντας κάπως την χρονική και γεωγραφική απόσταση, έβλεπαν την κατάσταση του. Ίσως την έβρισκαν εξίσου αστεία και να γελούσαν και εκείνοι. Δεν μπορεί να είναι σίγουρος, δεν ξέρει και πολλά για τους σαμουράι εκτός από όσα είχε δει στις ταινίες. Κατά πάσα πιθανότητα όμως, όταν ο ιερός τους κώδικας πρόσταζε να διαπράξουν χαρακίρι, δεν κολλούσαν σε λεπτομέρειες όπως την πιθανότητα να κοπούν κατά λάθος βγάζοντας το σπαθί από τη θήκη του. Δεν έχει σημασία. Είναι απλά ακόμα ένα κόψιμο. Σκύβει ξανά για να πιάσει τη λεπίδα. Σύντομα, κόκκινες σταγόνες αίματος αρχίζουν να τρέχουν από τον αντίχειρα του. Κρατώντας ακόμα τη λεπίδα, αποφασισμένος να μην του πέσει ξανά, ανοίγει όλα τα ντουλάπια του μπάνιου μέχρι να βρει οινόπνευμα και επιδέσμους. Τυλίγει τον αντίχειρα, και αποφασίζει να κάνει ένα μικρό διάλειμμα πριν συνεχίσει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, και απορροφά τις εικόνες και τις οσμές γύρω του. Οινόπνευμα, ατσάλι, σταγόνες στο πάτωμα σαν μικροί κόκκινοι ήλιοι. Κεντράρει τη λεπίδα πάνω από τη φλέβα, και με μια κίνηση ο πολεμιστής σκίζει τα σωθικά του με το σπαθί του. Ο πολεμιστής πέφτει. Εκείνος στέκεται ακόμα. Δεν μπορεί να ασκήσει την πίεση που πρέπει με το τραυματισμένο δάχτυλο. Αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο από χαρακίρι, σκέφτεται. Βάζει τη λεπίδα πάλι στο ξυράφι, και πηγαίνει να δει μια ταινία με σαμουράι.

 

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ

 

Τα πιο όμορφα άνθη γεννιούνται σε έναν μυστικό κήπο, πίσω από τους τοίχους μιας παλιάς μαρμάρινης έπαυλης, τα χρώματα τους το μόνο στοιχείο που διαταράσσει το τέλειο λευκό της. Ανήκει σε μια γυναίκα που είναι καταραμένη να μην αγγίζει ποτέ ο χρόνος το κορμί της. Κάθε άνθος έχει το όνομα κάποιου από τους θνητούς της εραστές. Ένας Υάκινθος αφιερωμένος σε έναν ναυτικό που πνίγηκε σε μια καταιγίδα, μια Πικροδάφνη σε μια φωτογράφο που πήρε τη ζωή της, ένα Τριαντάφυλλο σε έναν φυσικό που πέθανε σε βαθιά γεράματα, και πολλά ακόμα, κάποια από τα οποία δεν θυμάται ούτε η ίδια σε ποιον είναι αφιερωμένα. Το χρώμα τους ρέει και ποτίζει τον άνεμο όταν περνάει ανάμεσα τους, μεταμορφώνοντας τον σε μουσική. Κανείς δεν τα βλέπει, εκτός από περαστικούς που μια στο τόσο παρασέρνονται από τη μουσική, και καταλήγουν στην έπαυλη αναζητώντας την πηγή της. Αν ρωτήσεις, δίνουν πάντα την ίδια απάντηση. Είναι κρίμα που τα πιο όμορφα άνθη γεννιούνται σε έναν μυστικό κήπο.

 

ΔΥΟ ΡΟΜΠΟΤ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

 

Στο πρώτο ραντεβού, τα ρομπότ συζήτησαν για το θέατρο. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνάνε τις ζωές τους χωρίς να ερωτευτούν ποτέ, είπε το Πρώτο Ρομπότ. Διαλέγουν τους συντρόφους τους τυχαία, και παριστάνουν ότι είναι ερωτευμένοι μαζί τους, είναι μια παράσταση, και οι εραστές ηθοποιοί. Αν είναι απλά μια παράσταση, είπε το Δεύτερο Ρομπότ, δεν έχει σημασία αν είμαστε άνθρωποι ή όχι, μπορούμε και εμείς να παίξουμε. Γιατί όχι, είπε το Πρώτο Ρομπότ. Γιατί όχι, είπε το Δεύτερο Ρομπότ, πριν γείρει σε αναζήτηση ενός φιλιού, έτσι κι αλλιώς, είναι απλά θέατρο.

Στο δεύτερο ραντεβού, τα ρομπότ συζήτησαν για την ομορφιά. Κάποια πράγματα στη ζωή θα έπρεπε να επιτρέπεται να είναι απλά όμορφα, είπε το Δεύτερο Ρομπότ. Άρα θεωρείς ότι δεν έχει σημασία το νόημα, ρώτησε το Πρώτο Ρομπότ. Ο ομορφιά ήδη είναι το νόημα της, απάντησε το Δεύτερο Ρομπότ, δεν έχει ανάγκη για καμία περεταίρω δικαιολόγηση της ύπαρξης της. Δεν νομίζω πάντως ότι λίγο βαθύτερο νόημα μια στο τόσο βλάπτει, είπε το Πρώτο Ρομπότ. Μια στο τόσο δεν βλάπτει υποθέτω, είπε το Δεύτερο Ρομπότ.

Στο τρίτο ραντεβού, τα ρομπότ συζήτησαν για τον χρόνο. Το παρελθόν και το μέλλον είναι άχρηστες έννοιες, είπε το Πρώτο Ρομπότ. Το παρελθόν υφίσταται μόνο ως μια θολή ανάμνηση, τίποτα περισσότερο, ενώ το μέλλον δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ βέβαιοι καν ότι θα υφίσταται, ο κόσμος θα μπορούσε να ανατιναχτεί αύριο. Αν αυτό που θέλεις να πεις είναι ότι τίποτα δεν έχει σημασία, δεν είναι και η πιο πρωτότυπη σκέψη, είπε περιπαικτικά το Δεύτερο Ρομπότ. Αυτό που θέλω να πω, απάντησε το Πρώτο Ρομπότ, είναι ότι το μόνο πράγμα που είναι απτό, που είμαστε σίγουροι ότι όντως υπάρχει, είναι το παρόν. Όχι τι κάναμε πριν συναντηθούμε, όχι τι θα κάνουμε μετά, μόνο αυτό το ραντεβού.

Στο τέταρτο ραντεβού, τα ρομπότ συζήτησαν για τις ιστορίες. Οι ερωτικές διαφέρουν από τις υπόλοιπες σχέσεις, είπε το Δεύτερο Ρομπότ. Ένας φίλος, για παράδειγμα, σπάνια θυμάσαι πώς μπήκε στη ζωή σου, και σπάνια μπορείς να προσδιορίσεις τη στιγμή που έφυγε. Τα χρόνια περνάνε και χάνεστε. Ο έρωτας έχει τα χαρακτηριστικά μιας ιστορίας σαφή αρχή, μέση και τέλος, πρώτο και τελευταίο φιλί, σαν διήγημα ή, αν μου επιτρέπεις, θεατρικό. Είχες πει ότι μια ιστορία δεν χρειάζεται κανένα βαθύτερο νόημα, είπε το Πρώτο Ρομπότ, άρα αν ισχύει αυτό, τότε ούτε μια σχέση χρειάζεται. Δεν ξέρω, απάντησε το Δεύτερο Ρομπότ, ίσως εδώ οι σχέσεις και οι ιστορίες αποκλίνουν.

Στο πέμπτο ραντεβού, τα ρομπότ συζήτησαν για τη μετά θάνατον ζωή. Το Πρώτο Ρομπότ είπε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν τρομακτική την ιδέα ότι υπάρχει μόνο το παρόν. Θέλουν απεγνωσμένα περισσότερο χρόνο, ονειρεύονται έναν κόσμο μετά από αυτόν, όπου ο χρόνος θα είναι απεριόριστος, αλλά αφού εμείς είμαστε φτιαγμένοι από σίδερο και καλώδια, κατά πάσα πιθανότητα δεν προβλέπεται μετά θάνατον ζωή για εμάς. Δεν ξέρω για εσένα, αλλά μου φαίνεται άδικο, συμπλήρωσε. Ίσως αν υποδυθούμε αρκετά καλά τους ρόλους μας, είπε το Δεύτερο Ρομπότ, να καταφέρουμε να κοροϊδέψουμε όποια ανώτερη δύναμη ποιος έχει δικαίωμα στην μετά θάνατον ζωή και ποιος δεν έχει.

Στο τελευταίο ραντεβού, τα ρομπότ συζήτησαν για το σίδερο. Μερικές φορές, είπε το Δεύτερο Ρομπότ, όταν κοιτάζω στον καθρέφτη μπαίνει στο μυαλό μου μια παράλογη ιδέα. Ότι κάτω από το σίδερο και τα καλώδια υπάρχει δέρμα, και αν δεν το κάλυπταν θα μπορούσα να το δω. Όπως είχες πει, δεν χρειάζεται να υπάρχει κάτι από κάτω, είπε το Πρώτο Ρομπότ. Όπως είχες πει εσύ, όλα είναι θέατρο, απάντησε το Δεύτερο Ρομπότ. Δεν νομίζω ότι θέλω να συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό, συνέχισε. Η δουλειά του ηθοποιού είναι κουραστική. Έμειναν σιωπηλοί για μια στιγμή, πριν το Πρώτο Ρομπότ δεχτεί την απόφαση με ένα άτονο νεύμα. Μια δεύτερη σιωπή, και οι δρόμοι τους χώρισαν. Το Πρώτο Ρομπότ δεν έφυγε αμέσως. Περίμενε μέχρι να δει το Δεύτερο Ρομπότ να χάνεται στον ορίζοντα.

 

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ

 

«Έχω κουραστεί. Κάθε μέρα γίνεσαι όλο και πιο ψυχρός. Ήδη περάσαμε εβδομάδες στα πρώτα δύο νησιά, δεν είναι αρκετά; Αυτό το ταξίδι δεν έχει καμία επιστημονική αξία, είναι απλός φετιχισμός. Ο Δαρβίνος ήταν καινοτόμος. Το να επαναλαμβάνουμε τα βήματα του σαν ηθοποιοί που έχουν ξεχάσει ότι υποδύονται δεν θα οδηγήσει σε τίποτα καινοτόμο. Κάθε μέρα μου μιλάς όλο και λιγότερο».

«Αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν ακριβώς λάλος όταν γνωριστήκαμε».

«Μάλλον έχεις δίκιο, δεν άλλαξες καθόλου. Εγώ άλλαξα, όμως».

Στο όνειρο, είμαι ξαπλωμένος, ρεμβάζοντας τους γλάρους να διασχίζουν τον ουρανό, όταν παρατηρώ κίνηση στο νερό. Μια απροσδιόριστη μάζα πλησιάζει στην ακτή, μπροστά στα μάτια μου μεταμορφώνεται σε ένα ιχθυοειδές πλάσμα, και στη συνέχεια βγαίνει από το νερό, πατώντας στην άμμο με ανθρώπινα πόδια. Τρέχω προς τον άνθρωπο που προ ολίγου δεν ήταν άνθρωπος. Ερμαφρόδιτος, μετρίου αναστήματος, με μυς και σκούρο δέρμα. Του μιλάω, αλλά δεν λαμβάνω απάντηση στη δική μου γλώσσα, μόνο ένα χαμόγελο.

«Δεν καταλαβαίνω τι λες».

«Καταλαβαίνεις πολύ καλά. Δεν υπάρχει τίποτα για εμένα εδώ στα Γκαλαπάγκος. Συνέχισε αυτό το ταξίδι μόνος σου, αν θέλεις. Εγώ έχω ήδη κλείσει εισιτήρια για να φύγω αύριο το πρωί».

Και καθώς χαμογελάει, το πρόσωπο αυτής της μορφής τόσο διαφορετικής από τη μορφή μου, συνειδητοποιώ ότι είναι το δικό μου πρόσωπο. Σύντομα, με παράξενες κινήσεις, σαν οι ίδιες που έκανε για να φτάσει στην ακτή να αντιστρέφονταν, επιστρέφει στο νερό, όπου το δέρμα σταδιακά δίνει τη θέση του σε λέπια, πριν χαθεί από το οπτικό μου πεδίο. Το όνειρο τελειώνει. Ο ουρανός που αντικρίζω όταν ανοίγω τα μάτια μου είναι φριχτά μοναχικός, ούτε ένας γλάρος στο οπτικό μου πεδίο. Έχω αρκετά νησιά ακόμα μπροστά μου, αλλά τα βήματα που επαναλαμβάνω είναι τώρα κάπως πιο βαριά.

 

ΠΙΛΑΤΟΣ

 

Τα αντίθετα είναι ομοούσια. Η καλοσύνη είναι πράξη μίσους, η συγχώρεση είναι αμαρτία, και ο θάνατος είναι αιώνια ζωή. Αυτή είναι η μόνη σοφία που έχω να κοινωνήσω, ο καρπός της επιφοίτησης μου. Για να γίνω κατανοητός, νομίζω ότι είναι καλύτερα να πάρω τα πράγματα με τη σειρά. Το όνομα μου είναι Πιλάτος, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το αξίωμα μου. Δέκα χρόνια πριν, διορίστηκα έπαρχος της Ιουδαίας. Σε αυτά τα δέκα χρόνια, όλες τις αποφάσεις μου σχετικά με τα θέματα της Ιουδαίας, τις εύκολες και τις δύσκολες, τις πήρα χωρίς προκαταλήψεις, και χωρίς συναισθηματισμούς. Είναι αλήθεια ότι συγκρούστηκα πολλές φορές με τους Εβραίους. Αλλά παρά το γεγονός ότι δυσκολεύονταν να το αντιληφθούν, έπραττα με γνώμονα το απώτερο καλό. Επειδή πάντα ήταν, διατήρησα το αξίωμα μου για τόσο καιρό. Στο τέλος της σημερινής μέρας, δεν θα είμαι πια έπαρχος. Έχω χάσει την ικανότητα να διακρίνω ποιες αποφάσεις εξυπηρετούν το απώτερο καλό.

Γ’ Βασιλειών 8:32 καί σύ εἰσακούσῃ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ποιήσεις καί κρινεῖς τόν λαόν σου Ἰσραήλ ἀνομηθῆναι ἄνομον.

Όλοι γνωρίζουν την ιστορία του Ιησού Χριστού, αλλά λίγοι κατανοούν το πόσο πολύπλοκη είναι πραγματικά. Αυτοαποκαλούμενος υιός του θεού, σωτήρας του Ισραήλ. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια κάτι από αυτά. Δεν ξέρω αν υπάρχει καν θεός. Αυτό που ξέρω είναι ότι οι ακόλουθοι του σίγουρα τον αντιμετώπιζαν ως θεό, και αυτός τους υποσχόταν ότι θα ανέτρεπε την τάξη των πραγμάτων. Η Ιουδαία είναι ένα κοινωνικό οικοσύστημα που στηρίζεται σε εξαιρετικά λεπτές ισορροπίες, και κάποιος που δίνει τέτοιες υποσχέσεις είναι μια πυρκαγιά. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο Ιησούς είχε καλές προθέσεις. Αλλά όταν ο κόσμος παίρνει φωτιά, οι φλόγες καταπίνουν όλες τις προθέσεις, καλές και κακές. Δεν μπορούσα να καταδικάσω σε θάνατο έναν άνδρα ο οποίος δεν είχε διαπράξει κανένα πραγματικό έγκλημα. Θα ήταν μια προδοσία των αξιών μου. Αλλά επίσης δεν μπορούσα να αγνοήσω το χάος που προκαλούσε όσο συνέχιζε να είναι ζωντανός. Οι φλόγες μαίνονταν, και έπρεπε να κάνω κάτι, οτιδήποτε, για να τις τιθασεύσω. Άφησα τον λαό της Ιουδαίας να αποφασίσει τη μοίρα του. Έπλυνα τα χέρια μου και είπα στον εαυτό μου ότι η απόφαση δεν ήταν δική μου. Αυτή ήταν η στιγμή της αδυναμίας μου, το πρώτο βήμα στον δρόμο της ηθικής αποκαθήλωσης μου. Ήξερα, φυσικά, ακριβώς σε ποια μοίρα τον οδηγούσα, αλλά προσπάθησα να μη μάθω περισσότερες λεπτομέρειες. Κάθε φορά που βρισκόμουν σε συνέλευση ή φιλικό τραπέζι, κάποιος ήθελε να μιλήσει σχετικά με τον Ιησού, και εγώ πάντα τον διέκοπτα. Αλλά παρά τις προσπάθειες μου, οι ιστορίες βρήκαν τον δρόμο τους προς εμένα, πως πάσχιζε να κουβαλήσει τον σταυρό του, και πως το έδαφος σείστηκε όταν άφησε την τελευταία του πνοή. Με βασάνιζαν, δεν μου επέτρεπαν να κοιμηθώ για έξι μήνες, σαν μια ατέρμονη καταιγίδα κάτω από το δέρμα μου. Τότε, άκουσα μια ακόμα ιστορία. Ότι ο άνδρας που καταδίκασα σε θάνατο είχε αναστηθεί.

Κατά Ματθαίον 13:42 καί βαλοῦσιν αὐτούς εἰς τήν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.

Σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής μου, θα αντιμετώπιζα την ανάσταση του Ιησού με σκεπτικισμό. Τα ψέματα και οι μύθοι είναι στην ανθρώπινη φύση, και ένας άνδρας που ισχυρίζεται ότι είναι ο υιός του θεού αποτελεί το τέλειο υλικό για κάθε λογής ψέματα και μύθους. Αλλά εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν μου προσέφερε περισσότερη γαλήνη από την ελπίδα ότι θα μπορούσα να τον βρω, να πέσω στα γόνατα του και να ζητήσω συγχώρεση. Η ελπίδα μου, όμως, γρήγορα αποδείχθηκε ψευδής. Έστειλα στρατιώτες σε όλη την οικουμένη, όταν όμως επέστρεψαν, δεν είχαν βρει τον Ιησού. Αυτό που μου έφεραν ήταν ακόμα μια ιστορία. Σαράντα ημέρες μετά την ανάσταση του, ο Ιησούς φαινομενικά αναλήφθηκε στους ουρανούς. Έμοιαζε σαν ένα σαδιστικό αστείο, με το οποίο θα μπορούσε να γελάσει μόνο ένας άσπλαχνος θεός. Γεύτηκα την πιθανότητα της συγχώρεσης, και το αποτέλεσμα ήταν ολόκληρο το σώμα μου να παρακαλάει για αυτή. Αν ήταν αδύνατον να τη λάβω από τον Ιησού, έπρεπε να βρω κάποιον για να το κάνει εκ μέρους του. Η αναζήτηση μου με οδήγησε σε έναν άνδρα ονόματι Σίμωνα της Αριμαθαίας. Σύμφωνα με τις φήμες, δίδασκε για χρόνια την Τορά, μέχρι που συνάντησε τον Ιησού. Πέρασαν μαζί ένα απόγευμα, πίνοντας κρασί και συζητώντας σαν παλιοί φίλοι. Ο Ιησούς έκρινε ότι ο Σίμωνας ήταν ικανός να κατανοήσει τα θεία σχέδια του, ίσως ο μοναδικός, και τα μοιράστηκε μαζί του. Έπειτα από τη συζήτηση τους, ο Σίμωνας δεν είχε πλέον ανάγκη για μια κοσμική ζωή, και από τότε ζούσε μόνος στην έρημο. Αποφάσισα ότι ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο έπρεπε να απευθυνθώ.

Πράξεις Αποστόλων 29:15 οὗτός μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ· εἴθε οὕτως κρινεῖ ἡμᾶς κρινοίη ἐαυτοῦ.

Μου πήρε έξι ημέρες και έξι νύχτες μέχρι να βρω τον Σίμωνα, να προσεύχεται στην άκρη της Νεκράς Θάλασσας. Περίμενα να ολοκληρώσει την προσοχή του πριν του μιλήσω. Με οδήγησε στη σκηνή του, και προθυμοποιήθηκε να συζητήσει κάθε προβληματισμό μου. Αφού του περιέγραψα την κατάσταση μου, χαμογέλασε αποπνέοντας μια αφύσικη ηρεμία. Τα λόγια που είπε μετά, δεν θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο από αυτά που περίμενα να ακούσω. Δεν είχα καμία ανάγκη συγχώρεσης, εξήγησε. Η σταύρωση του Ιησού ήταν αναγκαία, καθώς οδήγησε την ανάσταση του, και η ανάσταση ήταν ο θεμελιώδης λίθος του θείου σχεδίου. Αφού αποχαιρέτησα τον Σίμωνα, κάτι είχε αλλάξει ριζικά μέσα μου. Οι τύψεις για το ηθικό μου παραστράτημα είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα άλλο συναίσθημα. Μια διαρκή, συντριπτική σύγχυση. Αν αυτό που έκανα εκπλήρωνε την θέληση του θεού, τότε δεν μπορούσε να ανήθικό. Αλλά συνέχιζε να είναι μια πράξη που ερχόταν σε αντίθεση με κάθε τι που κήρυττε ο ίδιος θεός. Ο Ιησούς, αυτός που παρότρυνε τους ακολούθους του να στρέφουν το άλλο μάγουλο απέναντι στη βία, είχε ποντάρει στην δική μου ηθική καταστροφή. Ήθελε να αποτύχω; Θα ήταν μήπως μεγαλύτερη αποτυχία αν τον έσωζα, εμποδίζοντας την πραγματοποίηση του σχεδίου του; Ίσως δεν υπήρχε πραγματική πιθανότητα αποτυχίας, και στο τέλος δεν έπραξα τίποτα καλό ή κακό, απλά έπραξα, και ήταν στα δικά του χέρια να βαφτίσει την πράξη μου ανάλογα με τη θέληση του εκείνη τη στιγμή. Είπα ότι δεν ξέρω αν υπάρχει θεός. Η αλήθεια είναι ότι, εκείνη την εποχή, στην ανάγκη μου για συγχώρεση, ήρθα πολύ κοντά στο να πιστέψω. Και όσο πιο πλησίασα, είδα τις αξίες πάνω στις οποίες στήριζα τις αποφάσεις μου στα δέκα χρόνια μου ως επίτροπος της Ιουδαίας, να καταρρέουν. Η στάση σε αυτό το ζήτημα τώρα είναι ότι δεν με αφορά. Οι επιλογές μου λαμβάνουν τόπο στη γη, όχι στον ουρανό. Αυτή η σκέψη με βοηθά να κοιμάμαι τις νύχτες. Αλλά τα σημάδια που μου άφησε αυτή η περίοδος σύγχυσης είναι βαθιά. Είμαι ανίκανος να πράξω με την ψυχρότητα και την αποφασιστικότητα που θα έπραττα στο παρελθόν, τουλάχιστον όχι στην Ιουδαία. Στο τέλος της σημερινής μέρας, δεν θα είμαι πια έπαρχος. Κάποιος άλλος θα πάρει το αξίωμα μου. Δεν τον γνωρίζω, αλλά του εύχομαι καθαρότητα στη σκέψη, και καλύτερη τύχη από αυτή που είχα εγώ.

 


 

Ο Λουκάς Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη 2001) ασχολείται με την πεζογραφία, έχοντας δημοσιεύσει διηγήματα σε πλήθος λογοτεχνικών περιοδικών, ενώ παράλληλα γράφει για κόμικ, θέατρο, και εν τέλει κάθε μορφή αφηγηματικής τέχνης.