Top menu

Louise Elisabeth Glück: Μεταφράσεις σε πρώτη δημοσίευση

Μεταφράζει η Νατάσα Ζαχαροπούλου

Ἡ Louise Elisabeth Glück (προφέρεται ɡlɪk) γεννήθηκε 22 Ἀπριλίου 1943. Εἶναι Ἀμερικανίδα ποιήτρια καὶ δοκιμιογράφος. Κέρδισε τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας τοῦ 2020. Ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία τὴν ἐπέλεξε γιὰ «την απαραγνώριστη ποιητική φωνή της, που με τη λιτή της ομορφιά καθιστά την ατομική εμπειρία, οικουμενική». Ἡ Πρόεδρος τῆς Άκαδημίας, Ἄντερς Ὄλσον, δήλωσε πὼς «ἡ τέχνη της δὲν ἀπόκτησε ἀποκλειστικὰ αὐτοβιογραφικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἀντίθετα, τὴν ἔφερε ἀντιμέτωπη μὲ τὶς ψευδαισθήσεις τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τὸν ἀγώνα γιὰ μιὰ γλωσσικὴ αὐστηρότητα, συγκρίσιμη μὲ τῆς Ἔμιλυ Ντίκινσον.» Η L.G. ἔχει, ἐπίσης, βραβευτεῖ μέ: Πούλιτζερ, τὸ Ἐθνικὸ Μετάλλιο Ἀνθρωπιστικῶν Ἐπιστημῶν, τὸ Βραβεῖο Ἐθνικοῦ Βιβλίου, τὸ Βραβεῖο National Book Critics Circle καὶ τὸ Βραβεῖο Bollingen. Ἀπὸ τὸ 2003 ἕως καὶ τὸ 2004 ἡ Glück ὑπῆρξε ἡ Δαφνοστεφὴς Ποιήτρια τῶν Ἠνωμένων Πολιτειῶν. Ἡ Glück γεννήθηκε στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ μεγάλωσε στὸ Λόνγκ Ἄϊλαντ. Στὰ ἐφηβικά της χρόνια ὐπέφερε ἀπό νευρικὴ ἀνορεξία νιώθοντας, κατὰ δήλωσή της, «ὡς «ἀντικαταστάτρια» μιᾶς κόρης ποὺ ἡ οἰκογένειά της εἶχε χάσει προτοῦ ἐκείνη γεννηθεῖ», κι ἔτσι προτίμησε τὴν ψυχνάλυση ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν της, ἐμβαθύνοντας ὅμως στὴν ποίηση μές ἀπὸ μαθήματα στὸ Κολλέγιο Sarah Lawrence καὶ στὸ Πανεπιστήμιο Columbia. Ἡ ἴδια ἔχει διδάξει ποίηση σὲ διάφορα ἀκαδημαϊκὰ ἱδρύματα. Ἡ δουλειὰ της εἶναι γνωστὴ γιὰ τὴ συναισθηματική της ἔνταση καὶ γιὰ τὸ ὅτι συχνὰ βασίζεται σὲ ἀρχαίους θρύλους, παραβολές, καὶ τὴ Μυθολογία (κυρίως τὴν Ἑλληνική) ἢ τὶς εἰκόνες τῆς φύσης προκειμένου ν’ ἀναλογιστεῖ τὶς προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ νὰ διαλογιστεῖ ὡς πρὸς τὴ σύγχρονη ζωή. Τὰ ποιήματά της θεματικὰ φωτίζουν πτυχὲς τοῦ τραύματος, τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς φύσης. Μεταξὺ ἄλλων ἔχει ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τους: Léonie Adams, Stanley Kunitz, Robert Lowell, Rainer Maria Rilke, και Emily Dickinson. Ἡ πρώτη της ποιητικὴ συλλογή Firstborn (Πρωτότοκος) ἐκδόθηκε τὸ 1968. Ἀκολούθησε τὸ The House on Marshland, τὸ 1975, τὸ Descending Figure τὸ 1980, τὸ The Triumph of Achilles (Ὁ Θρίαμβος τοῦ Ἀχιλλέα) τὸ 1985, μὲ τὸ ὁποῖο ἄρχισε νὰ γίνεται γνωστή. Ἀκολούθησαν: 1990 Ararat, 1992 The Wild Iris (Ἡ ἄγρια Ἴρις), 1997 Meadowlands, 1999 Vita Nova, 2001 The Seven Ages, 2006 Averno, 2009 A Village Life, 2012 Poems: 1962–2012, 2014 Faithful and Virtuous Night.

**

Ἑσπερινὰ *

Μὲ τὴν παρατεταμένη ἀπουσία σου, μοῦ ἀφήνεις
τὴ χρήση γῆς, προσβλέποντας
σὲ κάποια ἐπενδυτικὴ ἀπόδοση. Ὀφείλω ν’ ἀναφέρω
ἀποτυχία στὴν ἀποστολή μου, πρὸ παντὸς
στὶς ντοματιές.
Θαρρῶ δὲν θἄπρεπε νὰ μ’ ἐνθαρρύνεις γιὰ τὶς
τομάτες. Ἤ, ἂν ναί, θἄπρεπε νὰ συγκρατήσεις
τὶς νεροποντὲς, τὶς παγωνιὲς ποὺ πέφτουν νύχτα
τόσο συχνὰ ἐδῶ, ἐνῶ ἄλλες περιοχές ἔχουν
δώδεκα βδομάδες καλοκαίρι. Ὅλα αὐτὰ
σοῦ ἀνήκουν: ἀπὸ τὴν ἄλλη,
φύτεψα τοὺς σπόρους, παρακολούθησα τοὺς πρώτους βλαστοὺς
νὰ σκίζουν τὸ χῶμα σὰν φτερά, κι ἦταν ἡ καρδιά μου
ποὺ ἔσπασε ἀπὸ τὴν ἐρυσίβη, τὸ μαῦρο σημάδι τὸ τόσο γρήγορα
πολλαπλασιασμένο στὶς βραγιές. Ἀμφιβάλλω
ἂν ἔχεις καρδιά, μὲ τὸ νόημα ποὺ δίνουμε
στὸν ὅρο. Ἐσὺ ποὺ δὲν κάνεις διακρίσεις
μεταξὺ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ζωντανῶν, οἱ ὁποῖοι, κατὰ συνέπεια, ἔχουν
ἀνοσία στὰ προμηνύματα, ἴσως νὰ μὴ γνωρίζεις
πόσο τρόμο κουβαλᾶμε, τὸ διάστικτο φύλλο,
τὰ κόκκινα φύλλα τοῦ σφένδαμου νὰ πέφτουν
ἀκόμη καὶ τὸν Αὔγουστο, στὸ πρώϊμο σκοτάδι: εἶμαι ὑπεύθυνη
γι’ αὐτὲς τὶς κληματίδες.

**

Ἕνας Μύθος Ἀφοσίωσης *

Ὅταν ὁ Ἅδης τὸ πῆρε ἀπόφαση πὼς θ’ ἀγαποῦσε τὸ κορίτσι
ἔκτισε γιὰ χάρη της ἕνα ἀντίγραφο τῆς γῆς,
ἴδιο καθετί, ὣς κάτω τὸ λιβάδι,
ἐπιπλέον προσθέτοντας ἕνα κρεβάτι.

Ὅλα ἴδια, ἀκόμα καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου,
ἐπειδὴ θἄταν σκληρὸ γιὰ ἕνα νεαρὸ κορίτσι
νὰ μεταφερθεῖ ταχύτατα ἀπὸ τὸ λαμπερὸ φῶς στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι

Σταδιακά, σκέφτηκε, θὰ ἔριχνε τὴ νύχτα,
πρῶτα ὅπως τῶν φύλλων οἱ σκιές φτεροκοπᾶν.
Μετὰ τὴ σελήνη, ὕστερα τ’ ἄστρα. Κατόπιν οὔτε φεγγάρι οὔτε ἄστρα.
Ἄς τὴ συνήθιζε ἡ Περσεφόνη σιγά-σιγά.
Στὸ τέλος, σκέφτηκε, θὰ τὴν εὕρισκε παρηγορητική.

Ἕνα ἀντίγραφο γῆς
μόνο ποὺ ἐδῶ ὑπῆρχε ἀγάπη.
Καθένας θέλει ἀγάπη;

Περίμενε χρόνια πολλά,
κτίζοντας ἕναν κόσμο, παρακολουθώντας
τὴν Περσεφόνη στὸ λιβάδι.
Τὴν Περσεφόνη τῆς ὄσφρησης, τὴν γευσιγνώστρια.
Ἂν ἔχεις μιὰν ἐπιθυμία, σκέφτηκε,
τὰ ἔχεις ὅλα.

Καθένας δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ νιώθει μὲς στὴ νύχτα
τὸ λατρεμένο σῶμα, πυξίδα, πολικὸν ἀστέρα,
ν’ ἀκούει τὴν ἥσυχη ἀνάπνοια ποὺ λέει
εἶμαι ζωντανός, ποὺ σημαίνει ἐπίσης
εἶσαι ζωντανός, ἐπειδὴ μ’ ἀκοῦς,
εἶσαι μαζί μου ἐδῶ. Κι ὅταν γυρίζει ὁ ἕνας,
γυρνάει ὁ ἄλλος-

Νὰ τὶ ἔνιωσε, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους,
κοιτάζοντας τὸν κόσμο ποὖχε
κατασκευάσει γιὰ τὴν Περσεφόνη. Ποτὲ δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό του
πὼς δὲν θὰ ὑπῆρχε ὄσφρηση ἐδῶ,
οὔτε βεβαίως ἑστίαση καθόλου.

Ἐνοχή; Τρόμος; Ὁ φόβος τῆς ἀγάπης;
Τέτοια πράγματα ἀδύνατον νὰ φανταστεῖ∙
οὐδεὶς τὰ φαντάζεται ἐραστὴς ποτέ.

Ὀνειρεύτεται, ἀναρωτιέται πῶς νὰ ὀνομάσει αὐτὸ τὸ μέρος.
Πρῶτα σκέφτεται: Ἡ Νέα Κόλαση. Μετά: Ὁ Κῆπος.
Στὸ τέλος, ἀποφασίζει νὰ τ’ ὀνομάσει
Ἡ Νεότητα τῆς Περσεφόνης.

Ἁπαλὸ φῶς ἀνατέλει πάνω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο λιβάδι,
πίσω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Τὴν παίρνει ἀγκαλιά.
Θέλει νὰ πεῖ σ’ ἀγαπῶ, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πληγώσει

ὅμως σκέφτεται
αὐτὸ εἶναι ψέμα, ἔτσι λέει στὸ τέλος
εἶσαι νεκρή, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πληγώσει
κάτι ποὺ φαίνεται
πιὸ ὑποσχόμενη ἀρχή, πιὸ ἀληθινή.

*Ἕνας Μύθος Ἀφοσίωσης» ἀπὸ τὸ Averno.

**

Τὸ παρελθὸν

Μικρὸ φῶς αἴφνης ἐμφανίζεται
στὸν οὐρανὸ ἀνάμεσα
σὲ δυὸ κουκουνάρια, οἱ λεπτὲς βελόνες τους

χαραγμένες τώρα στὴν ἀκτινοβόλα ἐπιφάνεια
καὶ πάνω ἀπ’ αὐτὸ
τὸ ὕψος, πουπουλένιος παράδεισος-

Μύρισε τὸν ἀέρα. Αὐτὴ εἶναι μυρωδιὰ τοῦ λευκοῦ πεύκου,
ἀκόμη πιὸ ἔντονη ὅταν ὁ ἄνεμος περνᾶ ἀπὸ μέσα του
κι ὁ ἦχος ποὺ κάνει παράξενος ἐξίσου,
ὅπως ὁ ἦχος τοῦ ἀνέμου σὲ ταινία-

Οἱ σκιὲς κινοῦνται. Τὰ σκοινιὰ
Φτιάχνουν τὸν ἦχο ποὺ κάνουν. Ὅ,τι ἀκοῦς τώρα
θὰ εἶναι ὁ ἦχος ἑνὸς ἀηδονιοῦ, Χοδράτα,
τὸ ἀρσενικὸ τὸ θηλυκό κορτάρει-

Τὰ σκοινιὰ μετατοπίζονται. Ἡ αἰώρα
λικνίζεται στὸν ἄνεμο, δεμένη
σταθερὰ ἀνάμεσα σὲ δύο πεῦκα.

Μύρισε τὸν ἀγέρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ μυρωδιὰ τοῦ λευκοῦ πεύκου.

Εἶναι τῆς μητέρας μου ἡ φωνὴ ποὺ ἀκοῦς
ἢ εἶναι ὁ ἦχος μοναχὰ ποὺ κάνουνε τά δέντρα
ὅταν ὁ ἄνεμος περνάει ἀνάμεσά τους

ἐπειδὴ τί ἦχο θὰ μποροῦσε νὰ κάνει,
περνώντας μὲς ἀπὸ τὸ τίποτα;