Top menu

Κριτική της κριτικής -Κείμενο του Γιώργου Καραντώνη

Είναι πια κοινό μυστικό ότι στις μέρες μας η κριτική παραπαίει επικίνδυνα – για την ακρίβεια δεν υφίσταται καθόλου με την κυριολεκτική σημασία, τουλάχιστον στον τόπο μας. Όσα ελαττώματα και ατέλειες κι αν είχαν οι παλιότεροι κριτικοί μας είχαν όμως ένα προτέρημα: ήταν κριτικοί και έγραφαν κριτική, ενώ σήμερα η κριτική:

α) Είτε ασκείται περιστασιακά από διάφορους λογοτέχνες ή δημοσιογράφους για προσωπικούς κυρίως λόγους, δηλαδή σαν φιλική εξυπηρέτηση προς τον κρινόμενο (ή σαν προσωπική επίθεση για ιδιοτελείς σκοπούς).
β) Είτε καθοδηγείται, μάλλον καθοδηγείται, από ολοφάνερες κομματικές, ιδεολογικές ή αισθητικές προκαταλήψεις, με προκατασκευασμένα κριτήρια τα οποία λειτουργούν σαν προκρούστεια κλίνη για το κρινόμενο έργο (κάποτε μάλιστα και από εμφανή εκδοτικά συμφέροντα).
γ) Είτε έχει τη μορφή της απλής κριτικής παρουσίασης, σύντομης και επιφανειακής, οπότε ουσιαστικά παίζει το ρόλο του ενημερωτικού δελτίου σε κάποια έντυπο (πράγμα που είναι ίσως «το μη χείρον βέλτιστον»).

Δηλαδή, η τόσο σημαντική κριτική λειτουργία έχει αποκατασταθεί πια, ειδικά για τη λογοτεχνία για την οποία κυρίως μιλώ, από τον αβαθή ερασιτεχνισμό ορισμένων, οι οποίοι αντικατέστησαν την κριτική ματιά με μια απλοϊκή και απλουστευμένη περιγραφική περιδιάβαση προσωρινής διαφήμισης ή πολιτικής προπαγάνδας. Και, φυσικά, τα ολοφάνερα ανταλλάγματα αυτής της «κριτικής» είναι η μεταγενέστερη –ή ταυτόχρονη πολλές φορές– κριτική του έργου του πρώτου κριτικού από τον αρχικό κρινόμενο, ο οποίος μεταβάλλεται με τη σειρά του σε κριτικό και πάει λέγοντας. Αυτή η διαρκής εναλλαγή των ρόλων κριτικών και κρινόμενων σε διάφορα έντυπα, μερικές μάλιστα φορές και στο ίδιο έντυπο, δείχνει από μόνη της με τον καλύτερο τρόπο την υποβάθμιση της κριτικής. Και δε μιλώ, βέβαια, για τις «κριτικές» που περιέχονται σε γράμματα που στέλνει ο ένας συγγραφέας στον άλλο, αφού πάρει τα βιβλία που του ταχυδρόμησε ο ομότεχνός του: Αυτές έχουν πάρει εδώ και πολύ καιρό τη σημασία απλών «ευχετήριων επιστολών», με τυποποιημένες εκφράσεις, κάτι σαν «Καλά Χριστούγεννα» ή «Καλό Πάσχα» και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το βιβλίο για το οποίο υποτίθεται πως γράφτηκαν.

Εξίσου απαράδεκτο και εξοργιστικό είναι το γεγονός ότι ορισμένοι «κριτικοί» εφημερίδων και περιοδικών κυριολεκτικά δεν ξέρουν τι γράφουν, αποδεικνύοντας έτσι όχι μόνο πως δε διάβασαν το κρινόμενο έργο –αυτό πια ο «κόσμος το ’χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι» –, αλλά ότι δεν καταλαβαίνουν το νόημα των γραφομένων τους. Είναι, εξάλλου, πασίγνωστο πως κάποιοι από αυτούς απαιτούν και επαιτούν από τους συγγραφείς ή τους εκδότες να τους πουν κάτι για το βιβλίο τους, ώστε να μπορέσουν να γράψουν δυο λόγια! Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε δημιουργήθηκε το «δελτίο τύπου»: Είναι μια σελίδα που συνοδεύει το βιβλίο που πολλοί εκδότες και συγγραφείς στέλνουν στους διάφορους κριτικούς και στην οποία υπάρχουν ορισμένα χρήσιμα στοιχεία για το συγγραφέα και το συγκεκριμένο έργο, ώστε να μπορέσει ο «κριτικός» να κάνει τη δουλειά του! Και είναι διασκεδαστικό να βλέπει κανείς την ίδια περίπου «κριτική» να εμφανίζεται σε πολλά έντυπα, με μερικές τροποποιήσεις λόγων χώρου, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από μια αντιγραφή του ίδιου βέβαια δελτίου τύπου!

Στο αντίποδα –φαινομενικά– όλων αυτών βρίσκεται η δήθεν βαθυστόχαστη, δήθεν πρωτότυπη, δήθεν επιστημονική κριτική, την οποία βρίσκουμε σε ασαφή κείμενα, γραμμένα σε ακαταλαβίστικη γλώσσα, με μια βαρύγδουπη ορολογία και με μια ακατάσχετη φλυαρία, η οποία «διυλίζει τον κώνωπα» για άχρηστες λεπτομέρειες και περιττά πράγματα, ενώ της ξεφεύγει η ουσία του κρινόμενου έργου και του δημιουργού του. Βλέπουμε έτσι, για να φέρω ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλά που θα μπορούσα να αναφέρω, ότι έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι με άνοστες και ανούσιες κριτικές, για κατεξοχήν ολιγογράφους ποιητές, όπως ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Σεφέρης. Πέρα από την ολοφάνερη σκοπιμότητα καθαρά προσωπικής φύσης η οποία διέπει αυτές τις κριτικές, να δει δηλαδή το ονοματάκι του ο κριτικός να συνδυάζεται με πραγματικά μεγάλα ονόματα, όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτε ουσιαστικό στον αναγνώστη, αλλά άθελα τον κάνουν να σκεφτεί πως οι μεγάλες εποχές δημιουργούν μεγάλα έργα, ενώ οι εποχές πτώσης και παρακμής δημιουργούν φιλολογία γύρω από τα έργα του παρελθόντος. Και, δυστυχώς, σήμερα ζούμε πάλι άλλη μια «ελληνιστική» εποχή, όπου τα ίδια φαινόμενα επαναλαμβάνονται ανησυχητικά. Και δεν μπορεί παρά να ευχηθεί κανείς σε όλους αυτούς τους κυρίους και τις κυρίες που μας ταλαιπωρούν και ταλαιπωρούνται με αυτά τα δήθεν κριτικά κατασκευάσματα, να μιμόντουσαν τουλάχιστο σε ένα πράγμα τα ονόματα που προανέφερα, αφού βέβαια δεν μπορούν να τα μιμηθούν σε άλλα: στη συντομία, στη σαφήνεια, στην περιεκτικότητα και, κυρίως, στην ολιγογραφία! «Ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλά εν τω ευ το πολύ!»

Συμπερασματικά,: Από τη μια έχουμε την επιφανειακή και αβαθή περιγραφή των χωρίς ουσιαστικά προσόντα ευκαιριακών συνήθως κριτικών. Από την άλλη έχουμε τις βαρυφορτωμένες κριτικές αναλύσεις που τελικά καταντούν διαλύσεις, ανθρώπων οι οποίοι «κομίζουν γλαύκα εις Αθήνας», παραβιάζοντας πόρτες ορθάνοιχτος ήδη και ζαλίζοντάς μας με επουσιώδη ζητήματα και ασήμαντες λεπτομέρειες. Και τα δύο είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τα δύο αποδεικνύουν το ίδιο πράγμα: πως δεν υπάρχει πια πραγματική κριτική στον τόπο μας.