Top menu

Κριτική θεάτρου: Άρτουρ Σνίτσλερ, "Ανατόλ"

Γράφει ο Γιώργος Παπαγιαννάκης

 

Αν ο Βιεννέζικος Μοντερνισμός (1890-1914) κινήθηκε, κατ’αρχάς, προς την κατεύθυνση της διάρρηξης της σχέσης με το παρελθόν, την ενσωμάτωση της τέχνης στις ανάγκες του «τώρα» και την πρόταξη της υποκειμενικής αλήθειας σε μια εποχή απροσδιοριστίας και αμηχανίας μπροστά σε οτιδήποτε παραδεδεγμένο, αν οι φροϋδικές ψυχαναλυτικές θεωρίες και λογοτεχνικές διατυπώσεις άνοιξαν δρόμους για την απελευθέρωση του ατόμου από τις αγκυλώσεις και τους περιορισμούς του παλαιού κόσμου και την οικοδόμηση του «νέου ανθρώπου» με κέντρο βάρους το «εγώ», μένει να αναρωτηθεί κανείς αν η ανάσυρση εκείνου του πνεύματος ώσμωσης, μέσα από ένα έργο του Σνίτσλερ, μπορεί να λειτουργήσει σε μια εποχή εξίσου επαναπροσδιοριστική όπως η δική μας.

Ο Άρτουρ Σνίτσλερ (1862-1931), ψυχίατρος, λογοτέχνης και δραματουργός, εκπροσωπεί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ουλφ Μπιρμπάουμερ «την τσεχωφική ισορροπία ανάμεσα στην ψυχολογική ευαισθησία και την αντικειμενική σκληρότητα, σκιαγραφώντας, με τρόπο εξίσου ρεαλιστικό και ιμπρεσιονιστικό, ατμοσφαιρικά πορτραίτα νεαρών Βιεννέζων στα τέλη του 19ου αι και περιγράφοντας τον εκφυλισμό της αστικής τάξης».

Μέσα στις συντεταγμένες της δραστήριας εποχής του, ο Σνίτσλερ θα στρέψει το βλέμμα στο χώρο της εμπειρίας, των εντυπώσεων και των αισθήσεων, ως τεκμηρίων της βίωσης του παρόντος χρόνου και της νέας μόδας, της ατομικότητας.

Ο «Ανατόλ» (1863), από τις πρώτες δραματουργικές συλλήψεις του, με θέμα τα ανειμένα ήθη ενός Βιεννέζου δανδή, θα δώσει ζωή σε μια θεατρική δημιουργία τόσο ζωντανά αυτοαναφορική όσο και επιστημονικά αποκαλυπτική, σε τέτοιο βαθμό που θα παρακινήσει τον Φρόϋντ να του αναγνωρίσει μια ενόραση που υπερβαίνει τη δική του επιστημοσύνη, καθώς και μια δεξιότητα να ερευνά αμερόληπτα και χωρίς αναστολές την ψυχολογία του βάθους. Προς επίρρωση αυτού, ο Έρμαν Μπαρ θα παραδεχθεί την ικανότητα του Σνίτσλερ να διεισδύει στον άνθρωπο με μια αίσθηση σκεπτικισμού και μελαγχολίας, προϊόν ακριβώς αυτής της κατανόησης, χωρίς όμως ίχνος μισανθρωπίας.

Αυτό το πρώιμο σνιτσλερικό έργο συστήνεται εκ νέου φέτος στο θέατρο «Αλκμήνη», παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις γύρω από ζητήματα φύλου θα μπορούσαν να παροπλίσουν μια προβληματική των τελών του 19ου αι. Επιπλέον, είναι προφανές ότι, σκηνοθετικά, η παράσταση (σκηνοθεσία Γιάννης Βούρος) εμφανίζεται περισσότερο αγκυρωμένη στην εξωστρεφή φόρμα του μπουλβάρ παρά στις περιοχές ενός θεάτρου, που παρ’ ότι δεν απεκδύεται τον ψυχαγωγικό του ρόλο, παραμένει στην ουσία του θέατρο ψυχολογικής παρατήρησης.

Ωστόσο, ενώ η σκηνοθεσία δεν εισέρχεται σε δυναμικά σχόλια (γεγονός που, προφανώς, επιτείνουν οι γενναίες περικοπές από το πρωτότυπο κειμένο) ούτε επιδιώκει να υποδηλώσει το εύρος των εκδηλώσεων μιας εποχής γενικευμένης κινητικότητας, καταφέρνει να θωρακίσει το έργο μέσω της ατμόσφαιρας σε ένα συγκεφαλαιωτικό milieu και μια χαλαρή παρατήρηση, αφήνοντάς το αβίαστα να ξεδιπλώσει την αλήθεια του, στοχαστική, χαριτωμένη, naïve, όπως και αν αυτή κάθε φορά εμφανίζεται, με τις σεκάνς των σκηνών να φαντάζουν αρκούντως οργανικά συνδεδεμένες, χωρίς σπασμωδικότητες και με καλή αίσθηση σκηνικής οικονομίας.

Ενδιαφέρον το γεγονός ότι στους επτά διαφορετικούς ρόλους που καλείται να υπηρετήσει η Τζούλη Σούμα αλλάζει σε οριακούς χρόνους όχι μόνο κοστούμια και αξεσουάρ αλλά, στην κυριολεξία, σαρκίο, ψυχή, εκφραστικές και σωματικότητα, παραδίδοντας ερμηνείες διακριτές ώριμες, λεπτοδουλεμένες και σαφείς.

Ο Λευτέρης Βασιλάκης, ως Ανατόλ, κατοχυρώνει επιτυχώς την ισορροπία στο κέντρο βάρους ανάμεσα στο θύμα και το θύτη, εκπέμποντας ηδυπαθή μεγαλομανία και ζωντανή αισθησιακή εκρηκτικότητα.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης, στο ρόλο του Μαξ που εκπροσωπεί τον ίδιο τον Σνίτσλερ, παγιώνει ένα σαρκαστικό φλέγμα με πολλαπλές αναγνώσεις: την επιστημονική επίγνωση, το προσωπικό βίωμα, την κατηγορηματικότητα και την παρρησία.

Τέλος, τα ενδυματολογικά σχόλια του Δημήτρη Ντάσιου χρωματίζουν τον αισθητικό καμβά του «αυστριακού fin-de-siècle», διατηρώντας τη σωστή απόσταση από την εποχή του έργου και το σήμερα, η κινησιολογική επιμέλεια της Φρόσως Κορρού προσδίδει σπινθηροβόλους ρυθμούς στο συνεχές της σπονδυλωτής δομής του έργου, ενώ οι μουσικές επιλογές του Γιώργου Τσιρίκου εμποτίζουν το σκηνικό τοπίο με αλυσωτές συναισθηματικές διεγέρσεις.