Top menu

Κριτική για το “Alarms” του Michael Freyn

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

 

Ο βραβευμένος συγγραφέας Michael Freyn, γεννημένος το 1933, στo Λονδίνο, μας έχει προσφέρει επαρκή δείγματα της ιδιοφυΐας του, όπως το “Donkeys’ Years” (1977), το “Noises off” (1982), το “Wind Honey” (1984), το “Benefactors” (1984), την “Copenhagen” (1998) και πολλά άλλα. Το “Noises off” παρουσιάζεται με διδασκαλία Έκτορα Λυγίζου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση με τίτλο “Σώσε με”.

To “Alarms” (1998), που παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αποτελεί μια εκκωφαντική αλληγορία. Καταφέρνει μέσα από μια καταιγιστική ταχύτητα να αναπλάθει επεισόδια της καθημε-ρινότητας, διεγείροντας ποικιλοτρόπως τον θεατή, θέτοντας υποδόρια, ουσιώδη σπαρακτικά ερωτήματα. Κυριαρχεί το βρετανικό φλεγματικό σκώμμα, που δεν προκαλεί μεν ενθουσιασμό, αλλά ευφραίνει επιτυχώς τις ψυχές. Είναι ευδιάκριτο ένα είδος μινιμαλισμού και ο διάχυτος, πλην αδιόρατος προβληματισμός του, αναδεικνύει επιμελώς μια εύτακτη ώσμωση αόρατων μελλοντικών τυχαιοτήτων, που θα συμβούν όταν το κοινωνικό σώμα υποκύψει στην απόλυτη εξομοίωση. Η πανταχού παρούσα πρωτοτυπία διεγείρει το ενδιαφέρον και ερεθίζει τους λάτρεις των ψευδαισθήσε-ων. Η απώλεια της ατομικής αυτονομίας, παραπέμπει σε τραγική κυριαρχία του τίποτα, ήτοι της συλλογικής οπτικής. Οι αδέσμευτοι οδοιπόροι παραξενεύονται από την ιδιομορφία του έργου, διότι απορρίπτουν το καλπάζοντα εκφυλισμό, που υποθάλπεται από τους ταγούς μιας παγκόσμιας ομοιομορφίας. Οι υπαινιγμοί γύρω από την περήφανη επικράτηση της τεχνολογίας και την καθιέρωση πλήρους και συστηματικής αποδιοργάνωσης του ανθρώπινου νου, δηλαδή την εξαθλίω-ση και τον παραλληλισμό του με τα μηχανικά ομοιώματα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και εφιστά την προσοχή στους άτολμους, πως βρίσκεται προ των πυλών ένας πανίσχυρος μηδενισμός, με στόχο την δήωση του νου, της αισθητικής, της οξυδέρκειας, της αυθεντικότητας, της προσωπι-κότητας, του οραματισμού, των ηρώων, της πολυπλοκότητας των σχέσεων, της πλαστικότητας, των ονειρικών μηχανισμών, της συνειρμικής σειράς, της αυτοπαρωδίας, του λογικού ελέγχου, εν τέλει της ελευθερίας. Βέβαια, καραδοκεί η Ερινύα κάποιου φαντασιακού μοντέλου, βασισμένου σε απόσβεση της ανθρώπινης οντότητας. Η ενορατική θέαση του μέλλοντος δεν συμβαδίζει με τον φόβο της επέλασης του άγνωστου. Η δραπέτευση από την υποταγή στο σκοτάδι του απόλυτου και η αναλαμπή, που ξεπηδά ελπιδοφόρα από τα έγκατα της συνείδησης, συμμαχούν ενάντια στην αφηρημένη βαρβαρότητα της αφαίρεσης.. Η συντριβή του εαυτού αποδίδεται με ενάργεια στο κείμενο και επισημαίνει την εύθραυστη φθαρτότητα του μοναχικού θνητού, που περιδιαβαίνει στο χάος, έρημος, χωρίς συντρόφους.

Στο “Allarm” την υπόθεση κρατούν στους ώμους τους τέσσερες ηθοποιοί, που κινούνται παράλληλα και αποτελούν μορφές του αδιεξόδου μπροστά στην αόρατη απειλή της υπαρξιακής μοναχικής πορείας, όχι από παντοδύναμους εχθρούς, αλλά από στρυφνά επινοήματα της ανθρώπι-νης απληστίας. Η μελλοντική εξουσία δεν θα φέρει εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αλλά θα επεμβαίνει στο υποσυνείδητο και θα συντρίβει τα όνειρα των ρομαντικών. Η σκηνική ιδέα της φωτεινής μεσοτοιχίας ομόρων δωματίων, όπου διαμένουν προσωρινά δύο ζευγάρια, με ιδιαίτερες μεταξύ τους διαμάχες, ομοιάζοντα όμως ως σταγόνες ύδατος, η εισχώρηση ξένων στη ζωή και τις συνήθειες των άλλων, ακόμη και η ταυτοποίηση των χαρακτήρων, συγκροτούν ουσιώδη προβλη-ματική, σκιτσάροντας ευκρινώς την τελική στόχευση. Στην απώλεια της ταυτότητας, άρα της αυτονομίας της βούλησης, επομένως της κλασσικής ελευθερίας, συντελούν θορυβωδώς υπερσύγ-χρονες μηχανές, που ενώ αρχικά είχαν προβλεφθεί προς ανακούφιση από τον κάματο και το άγχος τελικά στράφηκαν κατά των δημιουργών τους. Η τεχνολογική χυδαιότητα ανάγεται σε χρήσιμο εργαλείο αυτοκριτικής και με όπλο την ανελέητη σάτιρα οριοθετείται η άμυνα των αδύναμων μπροστά στη λαίλαπα κάθε είδους τεχνητής νοημοσύνης.

Κορυφαίο στίγμα του “Alarms” είναι το έξοχο: «Είμαι όμως στ’ αλήθεια εγώ ή κάποιος άλλος, κάποιος ξένος που με κοιτάζει και αυτός;». Με τη τραγική αυτή επωδό ανατρέπεται η ανθρώπινη σύμβαση, τα πιστεύω, οι ελπίδες, η συγκροτημένη σκέψη, η λογική αλληλουχία. Όλα υποκύπτουν σε άναρχους κανόνες, χωρίς ελάχιστη διακριτικότητα ή περίκλειστη ατομικότητα. Ο Άλλος επιθυμεί την ανατροπή και μια απροσδιόριστη αντιπαλότητα οδηγεί σε ουτοπικές μειονεξίες, σε τρομακτικά άγχη, σε ανατρεπτικές αλλοιώσεις. Η οντότητα εξαϋλώνεται, τα κορμιά εξαφανίζονται, οι σκιές επικρατούν και η απροσδιοριστία εμφανίζεται κυρίαρχη.

Οι ηθοποιοί υπό τις οδηγίες του Κώστα Γάκη απέδωσαν έξοχα τους χαρακτήρες του έργου. Με χαμηλόφωνο ύφος, αυστηρότητα και πειθαρχία ανταπεξήλθαν επάξια στις δυσκολίες μιας ιδιότυπης, φανταστικής, πιθανόν μαντικής ιδέας, η οποία προερχόμενη από το χαρακτηριστικά ανορθόδοξο για τα δικά μας μέτρα εγγλέζικο χιούμορ απαιτεί ιδιαίτερο χάρισμα και μεγάλο βαθμό επιδεξιότητας. Οι γυναίκες της παράστασης (Ιωάννα Ασημακοπούλου και Νεφέλη Κουρή) υποδύθηκαν με επαινετή ακρίβεια δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες και επέδειξαν ιδιαίτε-ρη προσήλωση στην απόδοση των σκηνικών απαιτήσεων. Διέθεταν αυτοπεποίθηση και υποκρίθη-καν με κλασσικό φυσικό τρόπο, χωρίς να υποπέσουν στο σφάλμα της μανιέρας. Οι άντρες (Κων-σταντίνος Μπιμπής-μεταφραστής του έργου - και Γιώργος Βουρδαμής) ακολούθησαν σε δεξιοτε-χνία και απέδειξαν ότι κατανόησαν σε βάθος τις προθέσεις του συγγραφέα.

Το «Άλφα-Ιδέα» παράγει πολιτισμό. Ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί και οι λοιποί συντελεστές που εμπλέκονται σε αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια επιβίωσης, υπό δυσμενείς συνθήκες, μιας θεατρικής σκηνής, με λαμπρά αποτελέσματα, αξίζουν επιβράβευσης.