Top menu

Προσέγγιση στην ποίηση του Βασίλη Κουμή

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ο Β. Κουμής είναι εραστής των γλωσσικών παιγνίων. Αναθεωρεί τις έννοιες, χαράσσει τις λέξεις με δική του ταξινόμηση, όχι όμως μακριά από εμφανή λογικά πλαίσια. Άλλωστε, με αρκετή δόση ειλικρινούς αυταρέσκειας, αναζητεί την απειρότητα του γήινου βίου και την πανσημία των κειμένων. Η ποίηση του δεν τιθασεύεται από θεωρητικές ασάφειες. Ούτε ο υπερρεαλισμός, ούτε ο φουτουρισμός έχουν θέση στα γραπτά του αγχώδους και συντετριμμένου ποιητή. Εκείνος πορεύεται ενεός στα καλντερίμια του αγνώστου και αγωνιά να συνδέσει τη μυθοπλασία με τον λυρισμό, τη φαντασία με την πεζότητα, την ουτοπία με τα ανθρώπινα. Ο Β. Κουμής, κατά έντεχνη καταβύθιση, αλλοιώνει τα στερεότυπα και εξαγνίζει τις αντιφάσεις. Πρώτιστο έργο του είναι η εκμάγευση της πραγματικότητας, ώστε να την οδηγήσει σε ονειρικά σπαράγματα. Αναδεικνύει έναν διεθνισμό, στηριζόμενος, όλως παραδόξως, σε ελληνικά πρότυπα, ακόμη και στην ορθόδοξη παράδοση. Η ελευθεριάζουσα αναρχία των συμβόλων, συμπλέει με ένα είδος απόδρασης, τετελεσμένης μνήμης, ειρωνικής ανάρτησης. Ενώ το ύφος του περιβάλλεται από παρεκκλίνοντα σχήματα, ο συμβολισμός κυριαρχεί στην ποιητική του και απωθεί έντεχνα ερμητικές τεχνοτροπίες. Παράλληλα, αποδεικνύει με τον κουβεντιαστό του τόνο, πως παράγεται μια αυτόνομη γλώσσα και επιβεβαιώνει την ρήση του Φλωμπέρ, πως το ύφος είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο, τουτέστιν η προσέγγιση του περιβάλλοντος, θεμελιώνεται μέσω της προσωπικότητας, της ευστροφίας και της συναισθηματικής νοημοσύνης ενός εκάστου υπηρέτη των Μουσών.

Ο Β. Κουμής πλάθει έντονες εικόνες και δεν ξεφεύγει από την αληθινή φύση των πραγμάτων, ενώ ακριβώς το αντίθετο μπορεί να υποθέσει ο επιφανειακός επισκέπτης της ποίησής του. Εκτός αυτού, δεν υποκύπτει στην μανιέρα του αυθορμητισμού, των ερεθισμάτων, της υποδόριας διέγερσης, των κυρίαρχων ψευδαισθήσεων. Μόλις αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα των αόρατων και παντοδύναμων συνειρμών, επανέρχεται δρομαίος και συνθέτει στίχους λαγαρούς, γεμάτους ένταση, τιμωρητικά φθέγματα και αναγεννησιακές ζωγραφίες. Άλλωστε ο Paul Valery ήδη είχε διαισθανθεί ότι η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.

Ο Β. Κουμής διαθέτει το προσόν της αφαίρεσης και του πειθαρχημένα κατακερματισμένου συλλογισμού. Γνωρίζει όμως τα όρια του και δεν περιπίπτει στο χάος της αυτόματης γραφής, όπως επίσης δεν αποκηρύσσει τον ρεαλισμό, αλλά τον ωθεί σε μοντερνιστικές ταξινομήσεις. Δεν σαγηνεύεται από την ονειρική δύναμη, αλλά απεικονίζει αληθείς ενέργειες των θνητών, εν μέσω συγκλονιστικών ανατροπών. Η αναδιδόμενη νοητική αναρχία, υπηρετεί μια επαναστατική αλληγορία, καθοδηγούμενη από μυθικά ηρωικά πρόσωπα, που, λόγω των αιώνων, έχουν αποστερηθεί την σαρκική υπόσταση, όχι όμως το ιδεατό προσωπείο τους. Η εσωτερική διέγερση ενός δόκιμου λογοτέχνη παραμένει βουβή και εκφράζεται μέσα από δύσβατα σημαινόμενα, αναδυόμενα μορφικά με λέξεις, εξασφαλίζουσες αισθητική ηδονή και εμπειρική μύηση. Η φροντίδα των στίχων και η αυθόρμητη αναλαμπή που εκπέμπουν, υποδηλώνουν μια βαθμιαία αποστασιοποίηση του δημιουργού από τον χωροχρόνο που περιέχεται στην γραφή, σημαίνοντας μια πνευματική συγκέντρωση, μακριά από αυτόν τον ίδιο τον ποιητή. Το εσωτερικό εκμαγείο, ήτοι η ατομική μέθεξη απόλλυται βαθμιαία, όταν έρχεται αντιμέτωπο με την πολύβουη περιδίνηση της δημιουργίας. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος εύστοχα είχε εντοπίσει με την ταπεινότητά του, ότι η ποίηση δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός της πραγματικότητας.

Ο Β. Κουμής σε κανένα σημείο της ποίησης του δεν αποξενώνεται από την ιστορία, τον ανθρωπισμό, την πατρίδα, τον αισθησιασμό, τον αυθορμητισμό, τον ερωτισμό, την συνεύρεση βροτών με το θείον, την ψυχολογία των μαζών. Σέβεται τα ενεργούμενα αδύναμα πλάσματα, δεν οικειοποιείται τις επιτυχίες τους, αρέσκεται με τους ευφυείς. Ουσιώδη στοιχεία του έργου του είναι οι διαψεύσεις, η εξάρθρωση, ο αποκλεισμός.

Καλλιεργεί ευπρόσωπα μια υφολογική ισορροπία, πράγμα σχεδόν αδύνατο σε αλληγορικούς και σχετικά απρόσιτους στίχους. Κατορθώνει εν τέλει να συνομιλεί με τους φιλόμουσους. Με ισχυρή ελευθεροφροσύνη, κάτω από έναν ασύνορο ορίζοντα, εξαντλεί τον απολεσθέντα χρόνο και χαρίζει μια άμετρη διάσταση στα κείμενα, διαχέοντας ελπίδες πρωτόγνωρες στις καταπιεσμένες ψυχές.

Επιχειρεί εσχατολογικούς βηματισμούς, με λόγο μεταφορικό, όχι όμως δυσνόητο, ενώ μια πρώτη ανάγνωση οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Οι ψυχολογικές εκφάνσεις της γραφής του αναπλάθουν πληθώρα χαρακτήρων, με υποσυνείδητα, άρα άγνωστα, κίνητρα. Η στιχική περιπλάνηση ενός εξόχως εφευρετικού πλάνητα εξασφαλίζει στους φιλότεχνους σταθερότητα προς αναθεώρησιν. Η αναδυόμενη δραματουργία στολίζει τις λέξεις και αναπλάθει τη φαντασία οργιαστικά, εισχωρώντας σε αόρατους κώδικες, απρόσωπες αναιρέσεις, ρητορικές αφαιρέσεις και καλοζυγισμένους αισθητικούς ελιγμούς. Η ποίηση του διέπεται από αυτονομία, πειραματισμούς, αντιφορμαλιστική διάθεση, πολυπλοκότητα, κυρίως όμως χαρακτηρίζεται από αγωνιώδη πρόσληψη του Υψηλού. Η γλωσσική του επάρκεια συντροφεύει ευόρκως πνευματικές δολιχοδρομίες, στολισμένες με αυτάρκεις διαφυγές.

Αυτοαναιρούμενος πένης της ηθικής θέλγεται από τους αφορισμούς και τις συναφείς αντιποιήσεις. Τεκτονεί αλλότρια φαινόμενα και φωτίζει αλλεπάλληλα οργιαστικά φινάλε. Απλώνει σύγχρονες ατονικές ελεγείες. Υποκρίνεται ενσυνείδητα, προσανατολίζοντας τους ενδεείς σε παραξενίσματα, ήτοι υμνεί τον λόγο, τα ωφέλιμα κτερίσματα, τα ηλιακά θέλγητρα, τις νοηματικές διαφυγές. Περιγράφει με ενάργεια την καθυπόταξη των απόκληρων. Στήνει πλεκτάνες δύσβατες για να θέλξει τους αφελείς και να τους οδηγήσει σε υποκριτικά δρώμενα. Ψέγει αναφανδόν τη μετριότητα των κρατούντων· επιβεβαιώνει, ότι η ποίηση και κάθε έργο τέχνης διαφεύγει από την δυνάστευση του δημιουργού τους, καθιστάμενα κοινά κτήματα.

Οι στίχοι του αποτελούν προϊόν ενδελέχειας, υποφώσκοντος ρυθμού, εμπειρικών παραδόξων, αποθέωσης της επάρκειας, ανελέητου μαστιγώματος της ιταμότητας και των βιτριολικών υπονοουμένων.
Πρόκειται για αυτόνομα προτάγματα, που αναιρούν εν πολλοίς το ρηθέν από τον Ν. Εγγονόπουλο, πως η ποίηση γράφεται στο πίσω μέρος αγγελτηρίων θανάτου. Η κειμενική σαγήνη, εφοδιασμένη με αδιόρατη ρυθμικότητα, εισχωρεί στα υπαρξιακά άγχη και καθαιρεί τα φερέφωνα της απόγνωσης. Μορφικοί βιασμοί δεν βρίσκουν θέση σε μια εικονική ποίηση. Η αντίφαση των χαρακτήρων, η συνεκτική ανάπλαση, η εμμονή στα λεκτικά αιτήματα, η άπωση της πλαστότητας, η εγωτική αναθεώρηση, η μεταποίηση των εφήμερων, η ευρηματική αναδίφηση των ανθρώπινων, απαντώνται συλλήβδην στην παραμορφωτική γραφή του Β. Κουμή, στην προσπάθειά του να εικονογραφήσει παραδειγματικά, γύρω από τον συγκλονισμό της επαίσχυντης αμαύρωσης· να εξαϋλωθεί, ως πεπτωκώς άγγελος, εν ονόματι της αυτάρκειας, μέσω υφολογικής αμφισημίας· να αποσβέσει κάθε υπόνοια υπεραξίας· να εδραιωθεί στο παρελθόν, χάριν του μέλλοντος· να αποσυντονίσει τις γλωσσικές δεσμεύσεις· να αποδομήσει τους μέτριους και τους υποκριτές· να διασπείρει καινά δαιμόνια· να υπονομεύσει κραταιές λογικές ακολουθίες· να επαναφέρει, ως μέντορας αλλοιωμένο το θρησκευτικό δέος· να εισαγάγει στιχική ένταση και να αναδομήσει τον διασκελισμό· να συμβάλει στην αντιφωνία ρυθμού και αφανούς μουσικότητας· να προτείνει εναλλακτικά ιδεολογήματα· να αποκαλύψει την ταυτοσημία αντιρρόπων δυνάμεων· να μεταμφιέσει την πλαστότητα· να συντρίψει την υπεροψία· να διδάξει την μεσότητα· να διεμβολίσει τη δουλοφροσύνη· να εκφράσει τη σύγκρουση των αντιθέτων· να πείσει ότι η ποίηση είναι τελέσφορη, με τεράστια θελκτικότητα· να απομακρυνθεί από το πεποιημένο και το εγκεφαλικό.

Τα αισθητικά φύλλα του Β. Κουμή ομοιάζουν με αινιγματικά παραθέματα, που ελίσσονται αενάως, μέσω αφαιρετικής γραφής προς έπαινον, προσδιορίζοντας έναν λογοτέχνη αυτοφυή και αυθύπαρκτο. Οι στίχοι εναλλάσσονται ως το εκκρεμές που επαναφέρει τον χρόνο και τις στιγμές, χωρίς να αφήνει υπόνοιες για κενά. Το αιφνίδιο και το απροσδόκητο εμφανίζονται φευγαλέα, ονειρικά, καθιδρύοντας νέες πραγματικότητες, που οδηγούν τους ευάλωτους σε ανατροπές της καθημερινότητας. Ένας υφέρπων εγκεφαλικός αυτοματισμός, χωρίς όρια και κανόνες, λειτουργεί παράλληλα με την ορθόδοξη νοηματική δομή και επιφέρει δραπέτευση από τα ανακύπτοντα προβλήματα. Η ποιητική παράγει ιδεολογήματα γύρω από αντικείμενα και ενέργειες, που γίνονται αντιληπτά δια των αισθήσεων· τα μεταποιεί, τα αναπαράγει, τα αναδεικνύει σε σύμβολα, τα επεξεργάζεται έως ότου τα σχηματοποιεί σε λέξεις, συλλαβές, προτάσεις, στροφές, ολοκληρωμένες συνθέσεις.

Η κρινομένη ποίηση, επειδή διατρέχεται από δυσκολονόητα γλωσσικά φθέγματα είναι πιθανόν να οδηγήσει στην παρανόηση ότι πρόκειται για έναν υπερρεαλιστή, ενώ δεν συμβαίνει αυτό διότι Β. Κουμής πορεύεται με γνώμονα την αισθητική τελειότητα. Το έλλογον διατρέχει τους στίχους του με έρεισμα τη δόξα του ωραίου, του έρωτα, της δημιουργίας. Κύριο γνώρισμα αποτελεί η πυκνότητα και η διαυγής εμπειρία του εξαχνωμένου γυμνού. Πρόκειται για αισθαντική, λυγερή, συμβολική, άχρονη, αυθύπαρκτη, καθαρή τέχνη.

Ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα Α. Εμπειρίκος, ακολουθώντας δικό του λογοτεχνικό δρόμο πέραν του λογικού ειρμού, εισέφερε ιδιότυπους στίχους στην Τέχνη, που δεν συμβαδίζουν, όμως, με την ποιητική του Β. Κουμή. Παραδειγματικά, στίχοι, ως Οι τρίχες της κεφαλής του απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα ή η Φωτεινή ανταύγεια ριπής επί πλεκτάνης ή η πρασιά της ανευρέσεως ή τα σκαμπανεβάσματα της λεπτοκαμωμένης βούρτσας ή ο νοηματικά ακραίος ορισμός της ποίησης ως Ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου απουσιάζουν από το corpus του Β. Κουμή, διεπόμενο από συγκροτημένο λόγο. Απομένουν μόνον τα ερωτήματα, αν η ποίηση του είναι μεταμοντέρνα ή αν διέπεται από τους κανόνες της ατυπίας και της ετερονομίας, που συνθλίβουν κάθε οργανικό σήμα των στίχων ή αν ηθελημένα επιδίδεται σε φραστικά πειράματα ή αν πειθαναγκάζει τον νου σε δουλική ανασύνταξη ή εν τέλει, αν αποτελούν ιδεώδη μέθοδο αποτύπωσης του αυτονόητου με ευκρινείς μεταφορές, οι οποίες ωθούν τον αναγνώστη σε αισθητική ολοκλήρωση.

Η μεγέθυνση του ελάχιστου, η αναζήτηση του απλανούς, η σμίκρυνση του ουράνιου, η ευκρίνεια των επεισοδίων, ο χρόνος ως έρμαιο του Δημιουργού, ο πυρηνικός δεσμός των στίχων, ως πιλοτικός οδηγός, αποκαθιστούν την ισορροπία, που ο ποιητής οραματίζεται και σχηματοποιεί στη συλλογή του «Συμφωνία των υγρών» (2008, εκδόσεις Synergie), περιορίζοντας τον λόγο του σε 23 ποιήματα και 252 στίχους. Εκεί, ανάμεσα σε ουτοπικές αναδιφήσεις, και ακραίες διεμβολές στο άπειρο, αποτυπώνει μια χυμώδη γλώσσα των σημείων, υπό καλπάζουσα αιθρία των αγωνιώντων ακόλουθων. Πολλαπλοί διασκελισμοί αφανείς αναβιώνουν την ελπίδα της εσωτερικότητας. Εκπληκτικές συλλήψεις για μια αλληγορία της Πτώσης, όχι των θεών, αλλά των θνητών· Αμάρτησαν οι άνθρωποι/ που πίστεψαν το Μύστη/ Και αλυσοδέθηκαν στον Καυκάσο (σελ. 9). Σαφής αναφορά στον Προμηθέα Δεσμώτη, που τιμωρείται αιώνια για την προδοσία απέναντι στους Ολύμπιους. Η ευεργεσία του στα γήινα πλάσματα, έφερε αθέλητα καταστροφές, αφού η φωτιά της γνώσης εμπεριείχε και την κακή της πλευρά, γεγονός που αγνοούσαν οι πεπερασμένοι και αυτοεγκλωβίστηκαν στα αιώνια κάτεργα του Οδηγητή του μέλλοντος. Στο «Σκεύος Αγρυπνίας» (σελ. 13) πάλι πύκνωση των λέξεων, κατά καταιγιστικό καλπασμό, με παράλληλη ανάδειξη αισθητικής ακρίβειας· Υπό τη διεύθυνση του ουρανού/… Λαβωμένη του έρωτα άνοιξη/… στο Άγιο σκεύος της μνήμης. Ο ποιητής εξαϋλώνεται πορευόμενος με σταθερά βήματα· επιχειρεί να κτίσει αφετηρίες, απ ́ όπου θα εκτιναχθούν, κατά μαγικό τρόπο, πολλαπλές αλληγορίες, επεκτάσεις του νοήματος, ανεξέλεγκτες αόρατες οπτασίες. Στην «Συμφωνία των υγρών» (σελ. 19), που δίνει τον τίτλο της συλλογής, άρα τοποθετούμενο στην κορυφή, τα νερά· Στο άψευστο σώμα εκστασιάζονται.../ Συμφωνία υγρών παρηγορητικών λέξεων, ανάμεσα σε συναφή νοητικά άλματα, από συμπαντικές αισθήσεις σε κυοφορία./… όταν του έρωτα διδάσκεται η προπαίδεια/… Με μη πολλά. Στην «Μελαγχολία των υδάτων» (σελ. 20), μετά από συντριπτικά κατάγματα· Θα μεσολαβήσει η Νίκη/ της Νέας Σποράς/ Για των σωμάτων το πότισμα. Πρόκειται για υπερβατική αλληγορία, με κυρίαρχη την εικόνα της ελπίδας. Στις «χειρονομίες του νερού» (σελ 27) μια άκρως πεσιμιστική οπτική· Ατέλειωτος των ανθρώπων ο δρόμος/ Προς το σκοτάδι – η έρημος χώρα τους, σε πλήρη συνάφεια με την αποτυχία του μύθου των πρωτόπλαστων. Στον «Τρίχορδο λυγμό φιλότιμο» (σελ. 32) ιδιαίτερα εύστοχα υμνεί τον λαό· Που μάτωσε η μνήμη του σταυρωτά/ Από τότε γυρνάει ανίκητος/ Βαριά βασανισμένος/ Αυτός ο φιλότιμος κι αδέξιος / Ο τρόπος να πονάς Ελληνικά. Η αναδυόμενη οδύνη περιφέρεται ασύδοτη ανάμεσα στα πλήθη και τα καταναγκάζει να περπατούν με σκυφτό κεφάλι, αλλά «ανίκητος» , τουτέστιν πορευόμενα εν μέσω θυελλωδών ανέμων προς την δόξα. Στο «Je suis de race lointaine» (σελ.34), η θριαμβεύτρια θάλασσα, ως εάν είναι Ματρώνα των κυμάτων/Νερομάνα αναπάντεχη καλείται να συνδράμει· Στο χρόνο τη γενιά που χάνεται/ Και στα αγέννητα παιδιά δώσε τη δόξα, το παράδοξο στην υπηρεσία της αισθητικής πρόσληψης, αδιόρατη τιμή στον Arthur Rimbaud. Στο «Ιδεόγραμμα» (σελ. 35), όπου τεχνηέντως η σινική μελάνη τρέπεται σε σινική πυρίτιδα, προς ένδειξιν μιας μοιραίας απογοήτευσης. Σημειώνεται πάντως ότι το ανεξίτηλο μελάνι κατάγεται από τους Σίνες (άρα δεν λησμονούνται τα παρελθόντα) όπως και η πυρίτιδα, ήτοι η προμηθεϊκή φωτιά, που έφερε άπειρες καταστροφές. Στο συγκεκριμένο ποίημα βέβαια προέχουσα ιδέα είναι ο έρωτας και ο τραυματισμός του «σ’ αγαπώ». Στην «Υγρή Διάρκεια θανάτου» (σελ. 36) περιέχονται δύο αξιομνημόνευτοι στίχοι· Με τη Μυστηριακή χειραγώγηση/ Των χρόνων του θανάτου. Στο «Υγρό Πυρ» (σελ. 23) πέραν των ιστορικών αναφορών, ξεχωρίζουν τρεις στίχοι, ως σαφείς ενδείξεις ποιητικής δεξιότητας· Πλουμιστές γύφτισσες πανώριες με κηφήνες, Νάρκισσους/ Χόρευαν αγκαλιά τα ταγκό της ακινησίας/Με παθητικούς ρυθμούς, αδιάφορα υπνωτισμένους. Ο ποιητής στα «Ακροδάκτυλα της ηδονής» (σελ. 12) ωρύεται καθημαγμένος· Να χυθούν κάτου οι χυμοί... Να χυθούν χάμου οι λυγμοί. Μια απροσδόκητη ομοιοκαταληξία, μέσω της οποίας χάνεται η τελευταία φωτιά του πόθου. Στο ιδιοφυές «Στεγνή ιδιοσύσταση του Μόνος» (σελ. 15) ξεδιαλύνεται η εσωτερική κρυφή εναγώνια πορεία ενός μάντη, που αναζητά τον πυρήνα του στην κυριαρχία της σκέψης .../ Ο Μόνος βιώνει τον εαυτό του και πεθαίνει .../ Γιατί έχασε τα μυστικά επικοινωνώντας με τα μυστήρια. Από αυτή τη σύντομη επισκόπηση δεν θα μπορούσε να λείψει η ευκρινής «Διαμεσολάβηση» (σελ. 25), όπου συναντώνται φαντασιακά τρεις γίγαντες της Ευρωπαϊκής παρακαταθήκης· Τα αρχαία παπούτσια του Ομήρου / Περπάτησαν το κλέος του Χαίντερλιν/ Όταν ο Ελύτης μας έβγαλε εισιτήριο/ Για το Αρχιπέλαγος των ανακατατάξεων.

Ο Β. Κουμής είναι εικονιστής, αποκαθιστώντας με διαύγεια λεπτομέρειες του βίου, ως εργαλεία χρονικής διεύρυνσης. Σημαίνουσα θέση κατέχει η αξιοποίηση ενός περισπούδαστου, ήτοι γλαφυρού, ύφους, που συντελεί στην τελειοποίηση των στίχων. Παράλληλα, απωθείται ο άκαμπτος αυτοματισμός, που οδήγησε σε ακρότητες. Η ευεργετική προσήνεια στη γλωσσική ευκρίνεια, σημαίνει αναλυτικό συγκερασμό του μεταφυσικού πεδίου. Σε κανένα σημείο δεν διαπιστώνονται τάσεις πλαστότητας, τουτέστιν εξαπάτησης, των ευαίσθητων. Διαφαίνεται μια αστική ευγένεια, μια πολιτισμένη πνευματική αριστοκρατία.

Ο διονυσιασμός συχνά εισβάλλει στα λόγια ενός ηδονιστή και επιφέρει αγαλλίαση στον αναγνώστη. Εκτός αυτών η διδακτική πλοκή του λόγου, -ψευδεπιγράφως, υπό τύπον αυτόματης γραφής-, ανασύρει από τα βάθη του υποσυνείδητου κρυμμένους πολύτιμους λίθους, που συνδράμουν αποφασιστικά τους αναποφάσιστους οπαδούς της συντακτικής αποδόμησης, χωρίς όμως παραβιάσεις του νοητικού ειρμού· η κομψότητα των λέξεων λαμπρύνει τα κείμενα και διανθίζει τους συλλογισμούς· ο μύθος, αναμειγνυόμενος, σε αρραγές σώμα, με την πραγματικότητα, πλανάται συνειρμικά και πλάθει ιδανικές μορφές, συγχρονισμένες με αληθή ανθρώπινα προσωπεία· ο Χρόνος συνοδεύει αόρατος τα ποιήματα, παίζοντας συνδετικό ρόλο παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος, έχοντας βέβαια στο πλευρό του, ως αιώνια σύντροφο, την Ανάγκη, ήτοι την μητέρα φύση.

Ο ποιητής ορέγεται Ηλύσια Πεδία αρμονίας και λυρισμού. Αγωνιά στην προσπάθεια να ολοκληρώσει την έρευνα περί την ολοκλήρωση, γιατί έλκεται από την ιδέα του θαύματος της λύτρωσης, μέσω ενός νικητήριου λάβαρου εναντίον του απόλυτου θανάτου. Επιχειρεί, με όπλα τις λέξεις να αναζωογονήσει την ελπίδα για επαναφορά της έμπνευσης. Επιδιώκει πεισμόνως να εξασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία στον έρωτα και στη σωματική κάθαρση από τα ακατέργαστα ένστικτα. Εν τω μεταξύ παρατηρείται καθυπόταξη του εγώ, ενώ αυτό είναι η δημιουργός αιτία. Οι σκέψεις οδηγούν συντεταγμένα σε ευδαιμονικούς παράδεισους, όπου επικρατεί η απόλυτη απόλαυση. Τον απασχολεί η αλλότρια αντιπαλότητα, η πρόσληψη της ισοβαρούς σύζευξης. Αγωνιά να αναμείξει τους στίχους με διεγερτικά ερεθίσματα, να μεταφέρει την σωματική έξαψη στην πλαστότητα του ποιητικού έργου· βασικό ανάχωμα ορθώνεται η διάχυτη απώλεια του είναι, που απαξιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και βεβαίως τα σύμφυτα πάθη. Ο ερωτισμός αναδεικνύεται σε εξουσιαστικό τύραννο, που αντιπαρατάσσεται στη λογική, πλην δεν θα καταρρεύσει ποτέ. Ο άδολες ψυχές, έρμαια των αισθημάτων θα παίζουν εσαεί τον ρόλο του δούλου, αφού αδυνατούν να εξεγερθούν. Η συντριβή του απόλυτου, η χαοτική καταβύθιση στα βάθη της συνείδησης, συνιστούν κύριους δείκτες της ποίησης του Β. Κουμή, ο οποίος επιχειρεί ένα ταξίδι απρόσμενο, χωρίς όμως προορισμό, αφού οι ιδέες είναι από τη φύση τους ελλιπείς και ο υπαρξιακός προορισμός καταδικασμένος ήδη από την γέννηση. Ο αδιόρατος ρεαλισμός που ενσταλάζει στα ποιήματα εσωτερικότητα, συμβαδίζει με φαντασιακά πρότυπα, με αναζήτηση του Επέκεινα, της ουτοπίας, της ουράνιας μεγαλοσύνης, της απειρότητας, του μηδέν και του άπειρου. Ο συμβολισμός ενισχύεται από φόρμες, γεμάτες μουσικά φτερουγίσματα. Τα ποιήματα υπηρετούν τις εικόνες, τα πρόσωπα, κυρίως όμως τα πάθη. Η κατηφορική πορεία του ασήμαντου συντελεί στη συντριβή του. Τότε αναφαίνεται στον ορίζοντα ελπιδοφόρος ήλιος ναρκισσευόμενος, στεφανωμένος με άνθη, ο οποίος με θριαμβεύουσα υπεροψία, διαχέει άσματα ελκυστικά. Δομημένο, καλοδουλεμένο ύφος, ρίγος εξυμνητικό, αλλοιωμένη αφή των αντικειμένων, λυτρωτική μέθεξη, κατάφαση του βίου, άπειρος ερωτισμός, καθαρτήρια αυτονόμηση. Ο ποιητής αναδεικνύεται σε στυλίστα αξιωμένο, γλωσσολάτρη, εμπνευσμένο εικονοκλάστη, αισθαντικό, παρατηρητικό ενδοσκόπο, διαπρύσιο κήρυκα του ποιητικού άγχους, ψυχογράφο της διάβρωσης, έμπλεο αγωνιωδών ερωτημάτων, σεμνό υπηρέτη του δέοντος, συμπιλιστή του εποχικού άγχους, πειθαρχημένο, μοντερνιστή.

Η «ερασιτεχνική οπτική» (2013, εκδόσεις Synergie) παραπέμπει σε πρωτόλειο φευδεπιγράφως, αφού είναι μια δυναμική μελέτη αισθητισμού, de profundis, επαναφέρουσα στη μνήμη το μπωντλερικό «για να μην γίνετε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε. Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει». Ο Β. Κουμής είναι ένας αληθής Flaneur, που περιφέρεται διδάσκων τον έρωτα, δαφνοστεφής, στωικός, ομοιάζων με απρόσωπο υποβολέα, εξοπλισμένο με πολύχρωμη μάσκα. Αφήνει εμφανή στίγματα, οξύμωρα, ακτινοβόλα, ασφυκτιώντα, επιδραστικά. Έχοντας αποδιοργανώσει τον φόβο του θανάτου, εγκολπώνεται τη χαρά του έρωτα, ως λυτρωτικό στοιχείο της επιβίωσης. Υπηρετεί μια εκλέπτυνση του ανθρωπίνου πνεύματος, ως ώριμος στιλίστας. Είναι δεξιοτέχνης της οδύνης, επινοητικός ασθματικός ικέτης.

Δεξιώνεται το πάθος και τις Ηγερίες. Η «ερασιτεχνική οπτική» θα μπορούσε να έχει τον ελκυστικό τίτλο «και που ερωτεύθηκα;», το οποίο στολίζει εισαγωγικά τα δεκατέσσερα δεκατετράστιχα ποιήματα, εκτός του πρώτου άτιτλου, αριθμημένα με το λατινικό σύστημα (I, II, III, IV, V, VI, VII, VIII, IX, X, XI, XII, XIII, XIV). 204 ευανάγνωστοι στίχοι υπηρετούντες ένα κεντρικό θέμα, απαντώντας δηλαδή στο κομβικό δίλημμα «Και που ερωτεύθηκα;». Ο ποιητής υπεισέρχεται στα έγκατα του έρωτα· Εορτές σκοταδιών μέτραγα/…Παρακαμπτήρια εκτεθειμένη ντροπή /…Στην αναμάρτητη μοναξιά/...και την αλληγορική επανάληψη. Ευφυής διαφυγή από τα τετριμμένα. Αναβάθμιζα την αντοχή/ σε πράξη αυτοθυσίας. Παράλληλα θλίβεται και εκφράζει τη λύπη του· Ο βάσκανος οφθαλμός/ επιτίθεται στην ακυβέρνητη μελαγχολία/ Με αδιάκριτη παραφορά. Υπό τις ακαταμάχητες μυρωδιές και το φιλί των άγριων λουλουδιών, υπό τους ήχους του forza del destino (της δύναμης του πεπρωμένου, της φημισμένης όπερας του G. Verdi) (IV). Εν τω μεταξύ επιχειρείται προσφυγή στο Θείον δράμα· Το Άγιο Φως αδιάκοπα μέτραγα/…Ήμαρτον έλεγα που με αξιώσεις/…Τα χρώματά του ανέπνευσα/…Ο γόνος του Συνάναρχου (VI). Πώς να δω την αιωνιότητα των ωρών (VII), αφού τη βιασύνη της Ιστορίας αγνόησα/…Ερωτευμένους φόβους μέτραγα (VIII). Απεικονίζονται ιδεατά σημεία της φαντασίας· Φωτοβολίδες θανάτου μαινόμενες (IX)/…που μύριζε δενδρολίβανο η ψυχή. Όταν ο Ορφέας την Ευριδίκη γύρευε στον Άδη/ Στα άδυτα της υποταγής (Χ). Ακολουθούν στίχοι εύκρατοι· Τη μουσική της γλώσσας να αγγίξω/…Δεν σε χόρτασε η καρδιά μου (ΧΙ). Ο αφηγητής ομολογεί ότι τέφρα οστών μέτραγα/ Κι αποκαΐδια κουρασμένης ηδονής/…έντιμους θανάτους (ΧΙΙΙ)/…Με λόγια δύσκολα τη ζωή φόρεσα/…Σε στέρεα γη να λαμπαδιάζει (ΧΙV). Στο άτιτλο εισαγωγικό ποίημα δύο ομοικατάληκτοι στίχοι· Βλέμμα άδολο βασανισμένο/ Με τυφλά χτυπήματα ζυμωμένο, προσπαθεί να αιτιολογήσει τον τίτλο της συλλογής (Ερασιτεχνικά-ερωτικά).

Η Σαπφώ, οδηγός των ευαίσθητων με τα αθάνατα επιθαλάμια και τις φλογερές αναφορές στο πάθος παραμένει Ιδαλγός της ερωτικής ποίησης, συνοδεύουσα προθύμως τους νεώτερους εραστές της· Τρέμω σύγκορμη, αχ, και πρασινίζω σαν το χόρτο/ λέω πως λίγο ακόμη· λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.

Ο ευφυής δραπέτης της ποίησης A. Rimbaud με τον αινιγματώδη στοχασμό του Je est un autre επιχείρησε εισβολή σε ένα είδος μαγγανείας του λόγου και της συνείδησης, όπου εξέχοντα ρόλο παίζει το ιδιότυπο ύφος του. Ο Β. Κουμής γεύεται κάθε λέξη, σκέψη, έννοια του πρωτοπόρου Γαλάτη και συνθέτει αυτόνομα ποιητικά σημαινόμενα για τον έρωτα, την ουτοπία, την ηδονή, τη μελαγχολία, τη θλίψη. Οι έννοιες ομοιάζουν με παρενδυσίες, σκοπούσες την αυτοπραγμάτωση της συμπεριφοράς, της ταυτότητας, του φετιχισμού.

Ένδοξες εφιππείες καταλήγουν σε διθύραμβους, ο αισθητισμός δραματοποιείται, τα σπαράγματα παρελαύνουν, η αλληγορία κυριαρχεί. Ανδρείκελα αποχαυνωμένα ωθούνται σε αλλόκοτα και αυτοκαταργούμενα απεικάσματα.

Ο ποιητής ερμηνεύει ενεός το αέναο “άψαυστο”, άρα την υποκειμενική ενοφθάλμιση του αόρατου. Αψηλάφητο είναι το ιερό μυστήριο, το θεϊκό τρισυπόστατο, ο αιθέρας, το απροσδιόριστο, οι φαντασιώσεις, η απόμακρη βουή των γενονότων, το μέλλον, ο Απολλώνιος χρόνος, το κενό. Οι αισθήσεις αδυνατούν να ελέγξουν το ανέγγικτο της οδύνης.

Και το σώμα; Κινείται, ως μαρμάρινη άρα άψυχη ψευδαίσθηση; Δεν έχει σάρκα και οστά; Δεν χάνει την υπόσταση του, αφού υποτάσσεται στο μοιραίο; Tο “Σώμα άψαυστο” (2011, εκδόσεις Synergie), με 464 ανομοιοκατάληκτους στίχους, συντεταγμένους σε 28 ποιήματα, μήπως είναι μια φενάκη; Άραγε, η βραχύτητα του γήινου περάσματος των ελλόγων όντων προφταίνει να σχηματοποιήσει τον σκοπό του βίου; να αυτοπροσδιορισθεί ως ανθρώπινη ύπαρξη; να ανευρεθεί ο γενετικός κώδικας, για να καταστεί ασφαλής οδοδείκτης; μήπως η φαουστική συντριβή υποφώσκει στα ταπεινά ελατήρια;

Ο ποιητής “ορχείται καρδία φόβω”, κατά την αισχύλεια έξαρση, σειόμενος, ως μέλος κάποιας συντεχνίας, που έχει απώτερη επιδίωξη να υμνήσει τις ορμές, την απόλαυση, τη γαλήνευση της ψυχής, την επαλήθευση του επικούρειου “Αρχή και τέλος του μακαρίως ζην”, την υπέρβαση του πόνου μέσω ηδονικής εμπειρίας, την καθοδήγηση του νου στους απροσπέλαστους βάλτους της εγκράτειας.

Ο Β. Κουμής δοξάζει το Όνειρο πολυδιάστατης σκιάς/ Όταν του έρωτα ανέβασα/ Το σώμα του πολύ ψηλά (σελ. 7), άρα έχει επίγνωση της ματαιότητας και του αδύνατου. Επιπλέον σηκώνει Λευκό πανί παράδοσης, θυμίζοντας πως Η αλληλουχία των αιτίων του πόθου και του πάθους/ Η ζήλεια και η υπερηφάνεια παρέλυσαν τα μέλη του (σελ. 9), ανερχόμενος νικητής σε υπερβατικά πεδία της σκέψης. Ένας στίχος γλυκύς και απέριττος αναδεικνύει την ποιότητα της γραφής: Όταν το μέλι του ήλιου πότιζε τα χωράφια (σελ. 10). Την ασαφή ηδονή κλονιζομένη περιγράφει, ως γενεσιουργό αιτία, διερωτώμενος Για ελεύθερη βούληση;/ Για σθεναρή πίστη;/ Ή κίβδηλος άδυτος νους; (σελ. 11). Άκρως επιτυχής η σύνδεση με την επί του Όρους ομιλία της χορογραφημένης ηδονής, που αποδρά από την ευτέλεια της χαμέρπειας. Επιβλητική γραφή αναδίδεται: Έφοδος είναι η Ανδρεία των πέντε αισθήσεων/ Ανάμεσα σε δύο ενοχές (σελ. 12). Ο Ρηματικός χρόνος σχηματοποιείται έντεχνα προς διδαχήν (σελ. 13). Άλλωστε Η φθορά των σωμάτων δεν είναι οφθαλμού μετείκασμα/ Οθόνης εικόνα μαγική./ Φυσική θυσία είναι (σελ. 14). Εμφανής ηθελημένη παρήχηση: Τη θερμότητα του θυμού και η συνοδός Οδύνη των παραισθήσεων προσδιορίζουν ένα είδος υποταγής στο μοιραίο, υπό την αυτονόητη Διαταραχή του σχιζοφρενούς Ιερατείου (σελ. 17). Υπηρετούνται ανώδυνες, ήτοι άδολες παρωδήσεις, παρ’ όλη την αιχμηρότητα τους. Εν τω μεταξύ, Το έργο της καταγωγής/ Είναι σε εξέλιξη και τεθειμένα μανικά, δρώμενα εκτοξευόμενα· Τα Σώματα μεγάλης έκρηξης λίγο πριν αρχίσει το μελόδραμα/ Οικουμενικών σπασμών (σελ 18). Προς άγραν ενστικτώδους ευαισθησίας· Απ’ το λαμπιόνι της έφηβης Ανδριάννας. Χύθηκε χάμου πετιμέζι/ Από το μελωμένο σταφύλι και πλημύριζε η ακαριαία ανήμερα. Η χρήση μεταφορών και συναφούς απλής τελετουργίας συνδυάζεται Με δικαιοσύνη, φρόνηση και ομορφιά των Τριών Ιεραρχών ανήμερα (σελ. 19). Με προφανή επιλογή ενός αντιήρωα καταστρώνεται μια νοηματική υπόρρηση του αληθούς και τετελεσμένου. Στην «Είσοδο», (σελ. 15) Ένας μοιραίος αυτόχειρας/ Σε όλον τον κανόνα πάλεψε με τις ηδονές και τις οδύνες. Συγχέεται η θλίψη του πόνου, της δυστυχίας με τη ζωογόνο πράξη της διαιώνισης του είδους και της ατέλειωτης απόλαυσης. Στο σημείο αυτό ο ποιητής εξαϋλώνεται· χρησιμοποιεί ιδανικά το λεκτικό του οπλοστάσιο· ιχνογραφεί τα ανθρώπινα αδιέξοδα. Είναι τραγικός και ελεύθερος, με θανάτους αγκαλιασμένος…/ Σε δικό του Θεό πιστεύει (ποιόν άραγε;). Δεν συνθηκολογεί, αλλά απελευθερώνει. Έμαθε να ζει ανθρώπινα/ με ομορφιά, ελευθερία και ευγενική ανθρώπινη νιότη. Με εργαλείο πολύτιμο την ηδονή, εισχωρεί ανώδυνα σε ουτοπική μύηση με ασθματική υπαινικτικότητα, υπό ταλαντώδεις συλλαβικούς θριάμβους.

Τα εν είδει δευτέρου κεφαλαίου «Σώματα απόλλυνται ήττας» (στην ουσία αυτοτελής συλλογή) θέλγουν με την στιβαρότητα του πρωτογενούς φτερουγίσματος, που περιλούει φως χρυσίζον τους στίχους και τους μετατρέπει σε περήφανους βατήρες υπεροχής εκ του μηδενός. Συνάμα, η εκφραστική χαρακτηρολογία του ενδυναμώνει την αφήγηση. Τα ταπεινό αναδεικνύεται σημαιοφόρος μέσα από εύπλαστα, πλην δύσβατα καλντερίμια και από την κορυφή πλέον αποκαλύπτεται η κατάρρευση του νικητή. Μια αδιόρατη αιρετική αχλύ πληροί όλα τα ποιήματα και ένας αντικομφορμισμός διαλέγεται με τις αισθήσεις· συμπυκνώνει έωλος τη συγκίνηση, βιώνει τη λαμπρότητα του πάθους, κυριαρχείται από ονειρικές αναθεωρήσεις με κρυπτόμενη αυταρέσκεια. Σπαρακτικός νιχιλισμός, όχι προς απώλειαν, κατά την πορεία μιας πεισιθάνατης εκπλήρωσης.

Η ψυχική αδράνεια αποκαθαίρεται και διεγείρεται όταν διασταυρώνεται με γλώσσα ιδεοκρατούμενη, εντασσόμενη σε αυτοτελή κείμενα.

Ο Β. Κουμής καραδοκεί προκειμένου να θηρεύσει τους χυμούς ή το βαθύχρονο τρελό υγρό ή το άψαυστο ιερό ή σπασμούς βυζαντινούς ή κορυφώσεις του θάρρους (σελ 24) και να φιλοτεχνήσει εικόνες ζωντανές, αισιόδοξες. Στην «ευλογοφάνεια μέρας» (σελ. 25) σημειώνονται προς έπαινον τα Δραπέτευσε μόνο το κόκκινο/ του πετροκέρασου ή Χάνεται το μέλος/ στα όρη των ελαιώνων ή Γεμίζει το δεύτερο φεγγάρι/ Μοχθώντας να ολοκληρωθεί/ από την αλαζονεία του ουρανού ή Με ψευδαισθήσεις γλυπτών σωμάτων…του Φειδία, στις ηδονικές/…αποχρώσεις των ματιών. Στο «Ημεροδρόμιο» (σελ. 28) περιέχονται δύο ιδεώδεις, με απόλυτη φυσικότητα, αισθαντικοί στίχοι Διάτρητο όνειρο ορφανεμένο και Η Φωτιά των ματιών του πότισε… και Σώριασε τον καυτό του παροξυσμό. Στα «Άχραντα του πόνου» (σελ. 29) περίσσεψε ο αισθησιασμός· Πνίγηκε ένας λυγμός/ Στα άχραντα του πόνου και Στης αμαρτίας το κορμί/ Βέλη περνούν ακόμα. Εδώ η έξαρση κορυφώνεται· Τυλίχτηκαν σώματα με δύναμη περίσσια με μαγνάδια ηδονικά. Στο «Ξενοδοχείον Αμάλθεια» (σελ 30) περιέχεται μια αξιοθαύμαστη περιγραφή· Στο τραπέζι, κομμένη/ Στο Συν του σταυρού/ η ντομάτα με τη ρίγανη και οι ελιές/ Και τ’ αγιοκέρι στην γωνία της Ανατολής/ Να ματώνει το τοίχο της πλευράς μου. Οποία ευκρινής ανάδειξη του απλού και του ωραίου! Εν τω μεταξύ, Ο ναύτης θωπεύει με τη βουκέντρα (= το αντρικό γεννητικό όργανο) του κορμιού/ το σταρένιο κορίτσι, από τη Δονούσα (το θηλυκό δονείται…). Τελικά Στον ταπεινό ξενώνα ξάφνου βλάστησε/ Περικλεής (ένδοξη, επιφανής) η φύτρα, αφού Ηττήθηκε δια μιας ο θάνατος. Στο «Art nouveau…le Baiser» (σελ. 34) υμνείται ο εμπνευστής της Art nouveau Αυστριακός συμβολιστής ζωγράφος Gustave Klimt και ο άκρως ερωτικός πίνακάς του το Φιλί, ως αναφορά στην Καινούργια τακτική του είναι των σωμάτων. Στον «Θρίαμβο της σάρκας μέχρι» (σελ. 35) Αδύναμος τάφος η γη/ Για τον εκπεσόντα άγγελο. Στους «Ζευγαρωμένους αιώνες» (σελ. 36) αναγιγνώσκονται στίχοι γεμάτοι πάθος και όνειρα· Όταν οι ποιητικές τους ράχες ανάβουν φωτιές/ Είναι αργά! Οι λέξεις, τα σώματα, οι έρωτες/ Αποδημητικά άγρια πουλιά είναι/ Που ανατρέπουν το Εγώ τους και το ταξίδι τους. Στην «Αποθήκη νεωτερισμών» (σε. 37) προσεγγίζεται το γήρασμα του σώματος· Σώμα άρωμα, χρώμα πολιορκημένο/ Μες στον κόσμο/ Σα χνουδωτός πόθος και Σώμα ανεξιχνίαστη πληγή. «Στων ιδεών τα άκρα» (σελ.40) υπάρχουν αδάμαντες λαμπροί, ελαφρώς πεισιθάνατοι· Όταν έφθασε η αγάπη ξεγυμνώθηκα/ Και έτσι γυμνό/ Απαρνήθηκα το όνομά μου/ αυτοκτόνησα τη μνήμη μου. Ταυτοχρόνως, αισιόδοξο μήνυμα εκπέμπεται· Ανταμοιβή μου/ Η διαιώνιση της ζωής μου.
Το νόημα της ύπαρξης συνάντησε στον Β. Κουμή ένα πειστικό, αληθές, βροντώδες ερμηνευτικό σχήμα, αρκούντως ωφέλιμο για τους πασχίζοντες να διακρίνουν στιχική ποιότητα, σωματική έξαρση, άδολο λυρισμό, γλωσσική επιμέλεια, ανανέωση, ποιητικό δαιμόνιο.

Η μάχη ανάμεσα στο δήθεν ισχυρό αρσενικό και στο τίκτον ελκυστικό θηλυκό, δεν έχει νικητή. Ο έρωτας με τη θεϊκή ιδιότητα επιβάλλει ωφέλιμες παλινδρομήσεις και βέβαια δεν διαχωρίζεται από τις σωματικές επαφές. Οι ψυχές αγαλλιάζονται κατά τη διάρκεια της βίαιης ισορροπίας που επιβάλλει η φύση. Η φίλανδρος γυνή αναδεικνύεται νικήτρια, διότι μόνον αυτή θάλπει το ελπιδοφόρο σπέρμα. Διαθέτει τον ζωογόνο κόλπο της, ριγά αληθινά στα αγγίγματα, έχει επίγνωση της αποστολής της, άρα γνωρίζει εκ βαθέων ότι αντιπαρατίθεται στον θάνατο, αφού είναι φορέας του μέλλοντος. Στην συλλογή «Σώμα άψαυστον» εμπλέκονται λαϊκόμορφα στοιχεία, τα οποία ανάγονται σε αιώνια σύμβολα. Άκρατος ερωτισμός συντίθεται σε σταθερούς βηματισμούς. Μια αδιόρατη νηφαλιότητα, με φύλακα άγγελο της αίσθηση του μέτρου, διανθίζεται από λέξεις κλειδιά και υπηρετεί την ποιητική εγκράτεια. Η έντονη εκφραστική καλαισθησία, όταν κινδυνεύει να μετατραπεί σε επιτήδευση, τότε κατά φαεινή μέθοδο ολοκληρώνεται η γραφή, χωρίς ανώφελες εξάρσεις. Η αρχική επιπόλαιη ανάγνωση της ποίησης του Β. Κουμή δίνει την ψευδή εντύπωση, ότι υπηρετεί ένα είδος εκκεντρικότητας, άλλως επιδεικτικής εγκεφαλικότητας, σε αναζήτηση απατηλών ερεθισμών· η επιμελέστερη, όμως, αναδίφηση των βαθυστόχαστων στίχων που περιέχονται στο «Σώμα Άψαυστο» υποκρύπτουν ευεργετικά ανάγλυφα, που αναδύουν το ονειρικό ποιητικό όραμα, επιδιώκοντα την εντέλεια του νου.

Ο θάνατος και η αείποτε ζωοφόρος Ανάσταση ενσαρκώνονται με ευλυγισία στον ατέρμονα ζωικό κύκλο. Η εξύμνηση του αέναου σεξουαλικού υπόβαθρου και ο εξοβελισμός αισθήματος τιμωρητικής ενοχής, ελευθερώνει από τις τύψεις· η ζωή ολοκληρώνεται με τη μετάσταση στον Άλλο κόσμο, αφού έχει φροντίσει αθόρυβα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αναγέννησης, μέσω του έρωτα, ήτοι της αναπαραγωγικής ολοκλήρωσης. Τα φοβικά σύνδρομα δεν αφορούν το εσωτερικό ανθρώπινο έρμα, το οποίο κινείται εκτός θλιβερών απαγορευτικών κανόνων· η μείξη των σωμάτων, οδηγούμενη από ισχυρά ένστικτα, πέραν της εξουθενωτικής ταπείνωσης των υποκειμένων, αναζωογονεί τις συνειδήσεις, εφοδιάζει ελπίδες αναπεπταμένες, παράγει εν τέλει τη λύτρωση της διαιώνισης, έστω και ασυναίσθητα.

Οι στίχοι του Β. Κουμή ευανάγνωστοι, λιτοί, μυστικοί, φαντασιακοί, εφοδιασμένοι με ανείπωτη θλίψη, αγγίζουν ανεπαίσθητα το «Κάντο Χενεράλ» του Πάμπλο Νερούντα (1904-1973) και ιδιαίτερα τα «Υψώματα του Μάτσου Πίτσου», αν και βρίσκονται πλησιέστερα στον λυτρωτικό Ουώλτ Ουΐτμαν (1819-1892) (Μισεύω σαν αφέντης, σαλεύω στον δραπέτη ήλιο τα λευκά μαλλιά μου) ή στην μετενσάρκωσή του, τον Φερνάντο Πεσόα (1882-1935) (Παλλακίδα μαινόμενη του διάσπαρτου Σύμπαντος), προεχόντως όμως η ποιητική του διαίσθηση οδηγείται από την εξέχουσα τραγωδό Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886), αυτό το διαμάντι τη ποίησης, η οποία κάτω από συνθήκες κατάνυξης, διήλθε τις ατραπούς της αλληγορίας, έκτισε έργα απαράμιλλα, με πυκνά νοήματα, κινούμενα σε πεδία απόγνωσης (Οι στιγμές της Επιβολής/ που τελούνται πάνω στην Ψυχή/ και την εγκαταλείπουν με μια Δυσθυμία/ Πολύ εκλεκτή-για να λεχθεί). Είναι αληθής πηγή έμπνευσης με την καφκική της περιπλάνηση (Είμαι κατάλληλη γι’ αυτούς-/ Τα Σκότη αναζητάω/ Αν όχι είχα/ τη μεταρσίωση του Στόχου). Οι τετελειωμένοι επιστρέφουν θριαμβευτές, παίζοντας σημαίνοντα ρόλο στο έργο μιας κορυφαίας δημιουργού. Η τόλμη της εξικνείται μέχρι την υπέρβαση του εαυτού· (Το προνόμιο του θανάτου σου), σαφές αποσυνθετικό οξύμωρο, ενδεικτικό θαρραλέας (;) μελαγχολίας.

Ο Έλληνας εραστής της μεγάλης Αμερικανίδας χρησιμοποιεί ιδιότυπη γραφή, καθιερώνοντας ένα άκρως προσωπικό ύφος. Αυτό όμως δεν τον αποξενώνει από το αμάλγαμα ή τη μορφή της Ντίκινσον· αντίθετα, εισέρχεται στα νοήματα, που εκείνη καλλιεργεί έντεχνα. Θα έλεγε κανείς, ότι αποτελεί το αντρικό σκέλος μιας γυναικείας ποιητικής φωνής. Στίχοι της όπως Μέχρι που το πλανεμένο Μάτι/ Κλείνει υπεροπτικά- στον Τάφο-/ ένας άλλος τρόπος-για να βλέπεις-, συγκλίνουν σε πολλά σημεία με τις ηθελημένες αποσιωπήσεις του ομολόγου της.

Η αισθητική του Β. Κουμή δεν οδηγεί σε απαντήσεις, αλλά πλάθει επί μέρους διλήμματα· άλλως αρθρώνει κλιμακωτά συναισθήματα, προσδοκίες, ορφικά απαυγάσματα, εκστάσεις. Επιπλέον, με εμφανή ικανότητα, συνθέτει φραστικά συμπλέγματα, αποστροφές του νου, τουτέστιν λατρευτικές χοές, χάριν του κρατούντος Υψηλού. Η τέχνη του δεν διαχέεται σε ανεπαρκείς συλλήψεις, εν ονόματι ηθικών δεσμεύσεων, ούτε υπηρετεί αλλότριους σκοπούς. Με επαρκή ιδιορρυθμία, μη υπείκων σε πρόχειρα εξωλογοτεχνικά αιτήματα, ακολουθεί έναν δρόμο δύσβατο, πλην ενδιαφέροντα, γλαφυρό, πλήρως κατανοητό για τον επιμελή αναγνώστη. Συνθέτει μέσα από χρηστικά αντικείμενα, ουτοπικά απαυγάσματα, ως οραματιστής ενός χαμένου παράδεισου, ερμηνεύοντας τις σωματικές εμπλοκές υπό το πρίσμα της ηδονής· ποτέ όμως με το βάρος έξωθεν κυρώσεων, διότι στοχεύει σε απόδραση από τα τετριμμένα των κανόνων. Πολύτιμη συνδρομή παρέχουν οι ονειρικοί κόσμοι της φαντασίας, που ενσαρκώνονται, ως σωτήρες και διασώζουν τους ανήμπορους. Ένας αυθεντικός ερωτισμός κηδεμονεύει τα κορμιά και τις λέξεις, εξασφαλίζοντας την ακόρεστη μανία της εκσπερμάτωσης, την ασίγαστη ένταση του παλλομένου σαρκίου, την ασύμμετρη βιαιότητα της αναμέτρησης των σωμάτων, γοητευτική ασάφεια θάλπουσα το υποσυνείδητο.