Top menu

Κλιντ Ίστγουντ: Ο καουμπόι που έγινε κλασικός σκηνοθέτης

Γράφει ο Θόδωρος Σούμας

Ο Κλιντ Ίστγουντ άρχισε να σκηνοθετεί το 1971, με πρώτη του ταινία το Play Misty for Me. Η πορεία του 90άρη σήμερα Κλιντ Ίστγουντ, περίπου εξήντα χρόνια ως εμβληματικού ηθοποιού και περίπου πενήντα ως παραγωγού και σκηνοθέτη, που έχει καμιά σαρανταριά (!) κινηματογραφικές σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του, διαπερνά – με ξεχωριστό, ποιοτικό, προσωπικό τρόπο – την ιστορία του τελευταίου μισού αιώνα του αμερικάνικου σινεμά…

Η πρώτη δική του ταινία ήταν το καλό θρίλερ Play Misty for Me (Η νύχτα της εκδίκησης), υπό την επιρροή του μέντορά του Ντον Σίγκελ. Δεύτερη σκηνοθεσία του, το ιδιαίτερο ουέστερν High Plains Drifter, υπό την επήρεια του άλλου σημαντικού δασκάλου του, του Σέρτζιο Λεόνε (ο Ίστγουντ θήτευσε σε αυτούς τους δύο σκηνοθέτες πρωταγωνιστώντας στις περιπέτειές τους). Η μυθική εικόνα του λιγομίλητου, "μάτσο" άντρα, που ο ρόλος του όμως υπονομεύεται, διασχίζει ακόμη και τα ατμοσφαιρικά, ευρηματικά και εξαίσια σκηνοθετημένα ουέστερν του, High Plains Drifter (Περιπλανώμενος πιστολέρο, 1972) και Pale Rider (Σιωπηλός καβαλλάρης, 1985)· ουέστερν μεταφυσικών τάσεων, αναφορικά με την από το πουθενά εμφάνιση του εκδικητή – εξολοθρευτή αγγέλου που υποδύεται, εν μέρει αυτοαναιρούμενος, ως φάντασμα, ο δυναμικός Ίστγουντ. Ο Ίστγουντ, ουσιαστικά, δεν παράτησε ποτέ εντελώς την εικόνα του μάτσο, βίαιου αρσενικού, ακόμη κι όταν γέρασε (ίσως, πολύ απλά, γιατί αυτός είναι), αν και την αντιμετωπίζει πια πολύ διαφορετικά: Στο προτελευταίο του φιλμ Gran Torino (2008) μας περιγράφει τη σταδιακή μεταστροφή αυτού του χαρακτήρα σε έναν ηπιότερο, με κατανόηση και σοφία άνθρωπο, ανοιχτό πλέον στους διαφορετικούς ανθρώπους, στους «ξένους», στις άλλες αντιλήψεις και κουλτούρες. Η διαδρομή του στριφνού, μπλαζέ, σκληροτράχηλου άντρα ολοκληρώθηκε…

Ακόμη περισσότερο κριτικάρει, αυτοαμφισβητείται και αμφισβητεί στα μεταγενέστερα και πιο πολιτικοποιημένα φιλμ A Perfect World ( Ένας τέλειος κόσμος, 1993), Απόλυτη δύναμη (1996) και True Crime (Αληθινά εγκλήματα, 1998). Η πολιτική σκέψη, φιλελεύθερη, δημοκρατική και συνάμα παραδοσιακή, συναντάται συχνά, με πλάγιο τρόπο στο έργο του, ακόμη και στα πρώτα και πιο απλά αστυνομικά του, τα οποία συχνά κριτικάρουν τη διαφθορά και τις φονικές τάσεις της υποκριτικής και σάπιας εξουσίας…

Ο Ίστγουντ, έχοντας υποστεί, από ορισμένους liberals ή προοδευτικούς, μια επιφανειακή ιδεολογικοπολιτική κριτική (από τη σκοπιά μιας επίπλαστης πολιτική ορθότητος), στράφηκε λίγο λίγο σε έργα που έκαναν πιο εμφανείς τις καλλιτεχνικές διαθέσεις και προθέσεις του. Αυτές ήταν, βέβαια, φανερές στους ανοιχτόμυαλους θεατές, κριτικούς και κριτές του, ήδη από τη δεύτερη (High Plains Drifter, 1972) και την τρίτη ταινία του (Breezy, Η ξελογιάστρα, 1973) που εξιστορεί τις κρίσιμες δοκιμασίες ενός ώριμου παντρεμένου άντρα (Ουίλιαμ Χόλντεν) που ερωτεύεται μια μικρούλα. (Υπενθυμίζουμε ότι από τότε πέρασαν 50 χρόνια).

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Ίστγουντ γύρισε το 1976, το πρώτο του πλήρως ολοκληρωμένο έργο, το καλλιτεχνικό, ανθρώπινο και συναισθηματικό ουέστερν The Outlaw Josey Wales (Εκδικητής εκτός νόμου), που οδηγεί τον πολύπαθο ήρωά του, διαμέσου των περιπετειωδών κι οδυνηρών δοκιμασιών, στη σύνεση, τη συμφιλίωση με τον διαφορετικό (ινδιάνοι) και στη σοφία.

Ο Ίστγουντ στράφηκε, λοιπόν, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε χαρακτήρες διαφορετικούς, σε απογοητευμένους, ονειροπαρμένους outsiders ή loosers με καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο, που επιτελούν διαδρομές μύησης ή αυτογνωσίας. Αυτό ισχύει στο Bronco Billy (1980) και το Honkytonk Man (1983), με ήρωες, αντίστοιχα, έναν διευθυντή τσίρκου στυλ ουέστερν και έναν τελειωμένο, αλκοολικό μουσικό που βγάζει τον πρώτο και τελευταίο του δίσκο. Έτσι κι αλλιώς, οι καουμπόις της άγριας δύσης, οι τυχοδιώκτες και οι ντεντέκτιβ του Ίστγουντ, που συχνά τους υποδύεται με αυτοσαρκαστικό χιούμορ ο ίδιος, έχουν τη στόφα του απόμαχου, του μπλαζέ κυνικού χωρίς πολλές ψευδαισθήσεις, που ψάχνει μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτούς τους παρίες, τους μισοαποτυχημένους άντρες, συναντάμε στην Απόλυτη δύναμη, στα Αληθινά εγκλήματα, στο Ένοχο αίμα (Blood Work, 1992), στο Gran Torino, ακόμη και στο διαστημικό Space Cowboys (2000), καθώς επίσης στο βραβευμένο με Όσκαρ, απομυθοποιητικό, αξέχαστο ουέστερν Οι ασυγχώρητοι (Unforgiven, 1992). Όλη η ενότητα των τεσσάρων, σπουδαίων ουέστερν του Ίστγουντ (απ’το 1972 το πρώτο, ως το 1992 το τελευταίο) είναι δημιουργική και καθοριστική: Βρίσκουμε σε αυτά τις σκηνοθετικές, αισθητικές αναζητήσεις του (αρχικά επηρεασμένες από τον Λεόνε και τον Σίγκελ), τις περιπλανήσεις που αποφέρουν γνώση της ζωής και τη διαμόρφωση μιας άλλης αντίληψης για το είδος, που φτάνει στο απόγειό της με το ανθρώπινο, ρεαλιστικό, κριτικό και σκοτεινό Οι ασυγχώρητοι.

Το ζενίθ της προβληματικής του γύρω από τους χαρακτήρες των καλλιτεχνών βρίσκουμε, οπωσδήποτε, στο Bird (1988) για τον μεγάλο τζαζίστα Τσάρλι Πάρκερ (τζαζ παίζει κι ο ίδιος ο Ίστγουντ!) και στο Λευκός κυνηγός μαύρη καρδιά (1991) για τον Τζον Χιούστον, άλλον δάσκαλο του σκηνοθέτη (το βλέπουμε στο Millian Dollar Baby). Χρειάστηκαν αυτές οι βιογραφίες μεγάλων καλλιτεχνών, για να καταλάβουν, πλέον, όλοι ποιος είναι πια ο αξύριστος, βρώμικος καουμπόι με τη κουβέρτα ριγμένη στο στήθος, που βλέπαμε στα σπαγγέτι του Λεόνε το 1965… Η καθαρά δημιουργική και καλλιτεχνική πορεία του Κλιντ Ίστγουντ ολοκληρώνεται με τους Ασυγχώρητους, και το ερωτικό ποίημα ή αισθηματικό ρομάντσο, Οι γέφυρες του Μάντισον (1995), όπου, με τη Μέριλ Στριπ «κεντούν» τα συναισθήματα του προσωρινού, ερωτευμένου ζευγαριού.

Υπογραμμίζουμε, επίσης, το Μεσάνυχτα στον κήπο του καλού και του κακού (1997), που εκτυλίσσεται στον αμερικάνικο Νότο, στην Τζόρτζια, ταινία όπου γίνεται φανερό ότι η αντίληψη περί ηθικής, καλού και κακού του Ίστγουντ δεν ήταν ποτέ μονοσήμαντη, ακόμη και στα αστυνομικά φιλμ του, ότι πάντα φλέτραρε με μια άποψη που αναδεικνύει τις αντινομίες και την αντιφατική γοητεία του κακού, που τα όριά του σε σχέση με το καλό παραμένουν ασαφή και δυσπροσδιόριστα.

Έχουμε ήδη μπει για τα καλά στο πεδίο ενός προβληματισμού που γίνεται, πια, εμφανώς κοινωνικός. Αυτό διαφαινόταν, πρώιμα, ήδη από την εποχή των Breezy (1973), The Outlaw Josey Wales (Εκδικητής εκτός νόμου, 1976) και Bronco Billy (1980), και κατόπιν, με την ωριμότητα των ταινιών Bird (1988), Unforgiven (1992), A Perfect World (1993) και Απόλυτη δύναμη (1997). Η απογείωση γίνεται με το Μεσάνυχτα στον κήπο του καλού και του κακού (όπου ο πρώην φαλλοκράτης Ίστγουντ ασχολείται, και εκδηλώνει συμπάθεια, προς τους ομοφυλόφιλους) και το True Crime, που θέτει ζητήματα σχετικά με την αμερικάνικη δικαιοσύνη, τη θανατική ποινή κ.λπ. (ενασχόληση και έγνοια που ήσαν διάσπαρτες στο προηγούμενο αστυνομικό έργο του). Ο Ίστγουντ εισάγει βαθμιαία την πολιτική θεματική και έναν πολιτικό προβληματισμό στη σκέψη του. Ο σκηνοθέτης παραμένει πιστός στις παραδοσιακές και δημοκρατικές αμερικάνικες αξίες, στην πίστη στον έντιμο και γενναίο αγώνα του ατόμου για την πραγμάτωση του αμερικάνικου ονείρου.

Με το Σκοτεινό ποτάμι (2003) μπαίνει πια καθαρά στην πιο κοινωνική και σοβαρή ενότητα του έργου του. Τον απασχολούν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα της αμερικανικής κοινωνίας με ηθικές ή πολιτικές προεκτάσεις. Η μία ταινία είναι καλύτερη απ’την άλλη, αληθινά διαμάντια. Tο τραγικό, συνταρακτικό Million Dollar Baby (2004) πάνω στο απραγματοποίητο, σκληρό, άπιαστο κι αδυσώπητο αμερικάνικο όνειρο. Το εκπληκτικό, απομυθοποιητικό, αντιπολεμικό δίπτυχο ταινιών Οι σημαίες των προγόνων μας (2006) και Γράμματα από το Ίβο Τζίμα (2006), για τη σύγκρουση Αμερικανών και Γιαπωνέζων στον β’ παγκόσμιο πόλεμο, που περιγράφουν την ίδια μάχη σε δύο διαδοχικές ταινίες, μα από διαφορετική σκοπιά, πρώτα τη (μυθοποιημένη, απατηλή) αμερικάνικη και μετά τη γιαπωνέζικη (με ήρωες τους Ιάπωνες πολεμιστές που στην ταινία μιλούν τη γλώσσα τους). Τέλος την Ανταλλαγή (2008) - ξανά τα χάντικαπ της αμερικάνικης δικαιοσύνης - και το Gran Torino. Ο πρώην τυχοδιώκτης πιστολέρο, ηλικιωμένος πια, πιστεύει στις παραδοσιακές, πανανθρώπινες, φιλελεύθερες ανθρωπιστικές αξίες…

Ο κινηματογράφος του έχει σταδιακά εξελιχθεί και αυτός σε έναν ήρεμο και διαυγή κλασικισμό… Ο σκηνοθέτης Ίστγουντ, ξεκινώντας από την έξαρση, την έξαψη και την ένταση, αρκετές φορές σε έναν τόνο τρέλας και ηθελημένου παραλόγου, στα αστυνομικά, τα γκανγκστερικά και τα ουέστερν του, ενστερνίστηκε βαθμιαία τον κλασικισμό της αφήγησης και της φόρμας (στοιχεία που ενυπήρχαν στο αρχικό έργο του): Λιτότητα, δύναμη και συγκίνηση. Έχει αφομοιώσει και ξεπεράσει τις οποιεσδήποτε σκηνοθετικές επιρροές του, από τους Σίγκελ, Λεόνε, Χιούστον, Φορντ, Χοκς και άλλους κλασικούς. Υιοθετεί τη μεστή, “συγκεντρωμένη” δραματουργία και αφήγηση. Απλότητα και λειτουργική επεξεργασία της εικόνας, των διαλόγων, της διήγησης. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στον πυρήνα, την καρδιά της δράσης και της εικόνας του, στους ηθοποιούς, στους χαρακτήρες. Δουλεύει πολύ το πλάσιμο των χαρακτήρων και των καταστάσεών του. Επικεντρώνεται στα μηνύματά του, δεν κάνει τίποτα δωρεάν, για εντυπωσιασμό. Ο Κάλαχαν έχει γίνει ένας από τους σύγχρονους κλασικούς του πλούσιου αμερικάνικου σινεμά, δίπλα στον Σκορσέζε, τον Κόπολα, τον Γούντι Άλεν, τον Σπίλμπεργκ, τον Λούκας, τον Ντε Πάλμα, τον Στόουν και τους Κοέν.

O Κλιντ Ίστγουντ, στα 90 του περίπου, και ο καλός σεναριογράφος του Μπίλι Ρέι, βασίστηκαν για την ταινία Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ (2019) σε ένα αποκαλυπτικό άρθρο στο Vanity Fair. H τελευταία εξαιρετική ταινία του σούπερ-γέρου Κλιντ Ίστγουντ κινείται στο δυσθεώρητο ποιοτικό ύψος των σπουδαίων του επικών, κριτικών κι ανθρώπινων, αντιπολεμικών φιλμ του 2006, Οι σημαίες των προγόνων μας και Γράμματα από το Ίβο Τζίμα.

Ο αγέραστος κι ακμαίος 90άρης Αμερικανός σκηνοθέτης μάς παρουσιάζει συνεχώς πολύ καλές ταινίες στα γεράματα, όπως το γενναιόψυχο, ανθρωπιστικό και γενναιόδωρο Sully (2016), του οποίου η ιστορία μοιάζει με της Μπαλάντας του Ρίτσαρντ Τζούελ. Στο υπέροχο Sully, ο ήρωας, ο πιλότος του επιβατηγού αεροπλάνου που πέφτει – τον υποδύεται θαυμάσια ο Τομ Χανκς – αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να το σώσει, μαζί με τους 155 επιβάτες του. Και αφού το καταφέρνει προσγειώνοντάς το στον ποταμό Χάντσον, καταμεσής της πόλης της Ν.Υόρκης για να μην πέσει πάνω σε κατοικημένα κτίρια, έρχεται η εξουσία, το κράτος να τον ενοχοποιήσει, να τον αμφισβητήσει και τιμωρήσει για τον υπερήφανο, ανθρωπιστικό και ανδρείο αγώνα που έδωσε... Ο Ίστγουντ πιστεύει πως μπορούμε να υλοποιήσουμε, αγωνιζόμενοι σύμφωνα με τα ιδανικά μας, το αισιόδοξο και καρποφόρο, κοινωνικό αμερικάνικο όνειρο.

Από τα τελευταία έργα του να σημειώσουμε ακόμη το περιπετειώδες και σαρκαστικό Βαποράκι (2018) και το αντιρατσιστικό και σκωπτικό Gran Torino (2008), στα οποία πρωταγωνιστεί, σπαρταριστός, ο ίδιος ο αειθαλής δημιουργός – ηθοποιός. Αναφέρουμε το επίσης αντιρατσιστικό Ανίκητος για τη Ν.Αφρική (2009), το απομυθοποιητικό J.Edgar (2011) για τον Χούβερ του FBI και το δυνατό, πολεμικό και παράλληλα ψυχολογικό, Eλεύθερος σκοπευτής (2014).

Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ καταπιάνεται με την (κωμικο)τραγική ιστορία ενός χοντρού, καλοπροαίρετου και πατριώτη σεκιουριτά, που η ασίγαστη επιθυμία του είναι να γίνει αστυνομικός για να προστατεύει τους ανθρώπους από το κακό, την εγκληματικότητα και τα δεινά, που πιστεύει ακράδαντα στην παροχή υπηρεσιών προστασίας σε όλους τους πολίτες και στην τάξη κι ασφάλεια.

Ο Ρίτσαρντ Τζούελ ήταν αυτός που ανακάλυψε τη βόμβα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1966, κρυμμένη κάπου στο χώρο των αγώνων κι εορταστικών εκδηλώσεων, που πρόλαβε να απομακρύνει πολύ κόσμο ώστε να μη χτυπηθούν πολλοί, με δυο λόγια υπήρξε δηλαδή ένας τυπικός ανώνυμος ήρωας της αμερικανικής κοινωνίας. Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες επευφημιών και συγχαρητηρίων στον καλοκάγαθο χοντρούλη και τα πράγματα αντιστράφηκαν πλήρως, εξαιτίας μιας πονηρής, ανενδοίαστης δημοσιογράφου (η σπιρτόζα, αισθησιακή Ολίβια Γουάιλντ) και ενός ξεροκέφαλου και χοντροκέφαλου αξιωματικού του FBI (Τζον Χαμ), που τον μετατρέπουν στον υπ' αριθμόν ένα ύποπτο... Δίπλα του θα σταθούν υποστηρικτικοί και θα του συμπαρασταθούν ενεργά η μητέρα του (η πειστική, συγκινητική Κάθι Μπέιτς) και ο πολυμήχανος, δραστήριος κι αμφισβητίας δικηγόρος του (λαμπρός, δαιμόνιος και σπινθηροβόλος ο Σαμ Ρόκγουελ).

Ο Ίστγουντ, καλός κι έμπειρος ηθοποιός ο ίδιος, γνωρίζει πώς να αποσπά σε όλες τις ταινίες του, την καλύτερη δυνατή, άνετη, άρτια και φυσική ερμηνεία των ηθοποιών του. Επισημαίνουμε ακόμη την ακριβέστατη, αποτελεσματική, λειτουργική και προσεγμένη ως προς την τελευταία λεπτομέρεια, σκηνοθεσία, - το ίδιο ισχύει και για τη σκηνογραφία - και την ισοζυγιασμένη, στιβαρή και σφιχτοδεμένη ως προς τον ρυθμό της, αφήγηση και το μοντάζ. Πέρα από τις σκηνοθετικές αρετές της, τη γνωστή, καθιερωμένη πλέον, κλασική φόρμα, το ρεαλιστικό στυλ ακριβείας, δύναμης, αφηγηματικής ευρωστίας και πειθούς του Ίστγουντ, μεγάλη αξία προσδίδουν στο φιλμ και άλλα χαρακτηριστικά:

α) Η ευρεία κριτική της αμερικάνικης κοινωνίας και των συντεταγμένων της, ευρεία με την έννοια πως το φιλμ κριτικάρει και αμφισβητεί ένα μεγάλο πεδίο λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας, από την προβληματική και καταπιεστική υπόσταση των αμερικάνικών θεσμών ασφαλείας, FBI και αστυνομία της Ατλάντας, έως τον κιτρινισμό και τον ύποπτο, βρώμικο και κερδοσκοπικό ρόλο των ΜΜΕ· κρίνει, επίσης, τον σχηματικό, αφελή κι ευκολόπιστο τρόπο σκέψης του μέσου Αμερικανού και την απλουστευτική, χοντροκομμένη ιδεολογία του.

β) Ο κωμικοτραγικός χαρακτήρας του απλοϊκού Ρίτσαρντ Τζούελ και κυρίως η αντίφαση του γεγονότος πως οι κρατικοί θεσμοί ασφαλείας στοχοποιούν, αυθαίρετα, έναν πονόψυχο και γενναιόδωρο ανθρωπάκο που πιστεύει τυφλά στον Νόμο και όχι έναν σκεπτικιστή ή αμφισβητία (όπως τον δικηγόρο του, που από τη μία αυτός και από την άλλη τα αδιάσειστα συμβάντα, τελικά ανοίγουν τα μάτια του Τζούελ σχετικά με το δήθεν αδιάβλητο των κατασταλτικών μηχανισμών).

Αυτή η κραυγαλέα και σπαρακτική αντίφαση είναι, νομίζουμε, όλα τα λεφτά, ένας ανοιχτόκαρδος τυπάκος που πιστεύει στον Νόμο και στην τάξη, μετατρέπεται σε θύμα τους, υποφέρει κι αυτός κι η οικογένειά του τα πάνδεινα, δυσφημείται, προπηλακίζεται και διασύρεται σε όλα τα μέσα ως αισχρός, επικίνδυνος κι ύπουλος παραβάτης του Νόμου, ως (ακροδεξιός) τρομοκράτης!...