Top menu

Ανέκδοτα διηγήματα του Θεοδόση Κοντάκη

photo © Στράτος Προύσαλης

Πνεύμα του τόπου

Το αυτοκίνητο με περίμενε έξω απ’ τον σταθμό, που ήταν έρημος - από χρόνια. Η επίσκεψή μου στη μικρή πόλη είχε ολοκληρωθεί: μέσα σε λίγη ώρα, είν’ η αλήθεια. Ακόμα και μέσα, στο κέντρο, ήταν οι δρόμοι το ίδιο έρημοι: ένα αχνό φως μόλις μου επέτρεπε ν’ αναγνωρίσω τα σημεία που δεν είχαν αλλάξει (είχα φτάσει επίτηδες τέτοια ώρα).

Τώρα, όμως, ξημέρωνε πια και φανταζόμουν τους κατοίκους να ξεκινούνε γνώριμες ασχολίες. Τις ένιωθα κιόλας, σχεδόν: τα καφενεία ετοιμάζουνε ζεστό καφέ, το ψωμί αχνίζει. Κάποια εργαστήρια ανεβάζουνε ρολά, ακούγονται όμως κι οι καμπάνες από μακριά: θυμόμουν πως σήμερα, 27 του Αυγούστου, η εκκλησία γιορτάζει κι έχει από νωρίς τις θύρες ανοιχτές (όχι για μένα).

Οι κάτοικοι της μικρής πόλης ήταν, θυμάμαι, οι περισσότεροι πιστοί Χριστιανοί. Είχαν όμως κι έναν άλλο θεό - τόσο δα μικρό: ένα κεφαλάκι, που μόλις διακρινότανε μισοθαμμένο στο χώμα πίσω από τον ναό, όταν το πήρα κρυφά μαζί μου φεύγοντας. Το μικρό κεφαλάκι ήτανε για μένα βάρος αβάσταχτο κι έλεγα ότι έπρεπε -κάποτε- να το επιστρέψω: θεώρησα τη μέρα κατάλληλη, για να το ξαναβρούν οι κάτοικοι στη θέση του (αν πρόσεξαν την απουσία του).

Είπα πιο πριν ότι το αυτοκίνητό μου με περίμενε, αλλά έπρεπε να μείνω ακόμα λίγο εδώ, στο σταθμό όπου είχα φτάσει πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια: από δω έφυγα κιόλας, μερικούς μήνες μετά. Δεν έχω τίποτα να κάνω τώρα, γι’ αυτό στέκω εδώ σαν δέντρο - δίχως τις ρίζες. Την εικόνα συμπληρώνει τώρα ένας σκύλος, θα πω ο ίδιος που τότε με αποχαιρέτησε: μου φάνηκε γεμάτος πληγές. Με κοιτά στα μάτια: το ίδιο λυπημένο βλέμμα (αυτός δεν μου είχε γαβγίσει ποτέ).

**

Τα πορτοκάλια

Το αμφιθέατρο είχε από νωρίς γεμίσει.

Είμαι βέβαιος πως όλοι οι παριστάμενοι ένιωθαν, όπως κι εγώ, την ατμόσφαιρα μιας βαθιάς αναμονής: παρά το ότι ο γηραιός συνάδελφος βρισκόταν τον τελευταίο καιρό σπάνια κοντά μας -ή και ακριβώς γι’ αυτό- είχε κατορθώσει να δημιουργήσει έναν αληθινό μύθο: η καθημερινή του επίδοση σπάνια σχολιαζόταν, εκείνος όμως είχε κερδίσει τον θαυμασμό μικρών και μεγάλων, με την επιμονή του σε ζητήματα που οι υπόλοιποι ούτε καν είχαμε σκεφτεί και με τον τρόπο του να επηρεάζει τις ενέργειες εκείνων που οι άλλοι είχανε κιόλας ξεγράψει...

Αυτά συζητιούνταν με ενθουσιασμό, αν και κάπως γενικόλογα, και όσοι άκουγαν αυτές τις διηγήσεις ακόμα περισσότερο έτρεφαν τη λαμπρή του εικόνα, την οποία οι ίδιοι ίσως δεν είχανε δει ποτέ. Γι’ αυτό περίμεναν ν’ ακούσουν με τόση θέρμη σήμερα τον ίδιο, τον άνθρωπο: αυτόν που τώρα ανέβαινε στο βήμα για τον απολογισμό της ζωής του:

Δεν το θεωρώ πρέπον να παραθέσω εδώ τον λόγο του. Θα πω μόνο, αντικειμενικά, πως ήταν συγκινητικός. Τόνισε πως ποτέ δεν μας ξεχνούσε, παρά τα προβλήματα, και ότι τα τελευταία ποτέ δεν τον απομάκρυναν από τις δυο μεγάλες του αγάπες: εμάς και τα δέντρα του… Για να δώσει μάλιστα έναν συμβολικό τόνο, πήρε ένα πορτοκάλι στο χέρι του -είχε φέρει πολλά, από το κτήμα του, για να πάρουν, λέει, μετά όλοι «όσα τραβάει η καρδιά τους»- και κάτι, εκεί, είπε. Σημασία όμως έχουν αυτά που έγιναν μετά τον λόγο, με όλους μας παρόντες:

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να προσθέσω μερικές δικές μου σκέψεις, καθώς γνώρισα αρκετά χρόνια τον ίδιο τον άνθρωπο - ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Η αίσθησή μου τώρα είναι ότι έως σήμερα δεν τον είχαμε κρίνει ολοκληρωμένα, καθώς τα αληθινά ή υποτιθέμενα προβλήματα υγείας του και οι αγροτικές ασχολίες που -ως νεοφώτιστο, αυτόν, τον αστό- τον είχαν απορροφήσει τα τελευταία χρόνια, μας άφηναν μόνο αποσπασματικές εντυπώσεις που συμπληρώναμε με αβέβαια συμβάντα. Όμως εμείς είμαστε εδώ για να κάνουμε οργανωμένη δουλειά και να κοπιάζουμε, κι όχι για να γοητεύουμε κανέναν:

Ακόμη και ο πολυσυζητημένος εκείνος άσος στο μανίκι του, λέω για την επιτυχία του να μεταστρέψει τον θλιβερό εκείνον νεαρό Γ. που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής (τον οποίο εμείς, λέει, είχαμε ήδη αποφασίσει να διώξουμε), είναι ένα γεγονός συγκινητικό μεν, αμφίβολο δε: μήπως ξέρουμε αν αργότερα ο Γ. δεν ξανακύλησε σε χειρότερες περιπέτειες; Τι αξία είχε λοιπόν, στην πράξη, η βοήθεια αυτή; Άσε που επιστρέφοντας μπορεί να πήρε κι άλλους στο λαιμό του… Οι κακές γλώσσες, μάλιστα, λένε πως υπήρχαν και κρυφοί λόγοι για κείνη την «ιδιαίτερη» συμπάθεια. Εμένα, βέβαια, δεν είναι του χαρακτήρα μου ν’ ασχολούμαι με τέτοιες μικρότητες: καθένας ας έχει τις προτιμήσεις του. Θα πω όμως, γιατί νομίζω πως κι εγώ δεν υστερώ σε πείρα και γνώση, ότι πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Και δεν χαρακτηρίζει έναν υπεύθυνο λειτουργό το να επιμένει στον έναν και να παραμελεί το σύνολο. Κατόπιν τούτου, ήταν φυσικό ό,τι επακολούθησε:

Μέσα σε λίγα λεπτά, όλη η μαγεία είχε χαθεί. Ήδη κατά τη διάρκεια του εκτενούς λόγου του, οι συναισθηματικές εξάρσεις δεν εμπόδισαν τους νεότερους να παίζουν με το κινητό τους και τελικά να κινούνται προς την έξοδο. Στη συνέχεια, μολονότι πράγματι αρχικά πολλοί ήταν γύρω του, σιγά σιγά απομακρύνονταν. Θεωρώ πως δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους συλλογισμούς του, και για τούτο ευθύνεται προφανώς ο ίδιος. Αν και προς στιγμήν τα ευφυολογήματα εντυπωσιάζουν τους μικρούς, απωθούν όταν γίνονται ακατανόητα. Και ξέρω ότι αυτό ακριβώς συνέβη – γιατί ήμουν κοντά. Δεν θέλω μάλιστα να πω ότι μάλλον είχε κιόλας μεθύσει κάπως: φοβάμαι ότι τα πλήγματα της μοίρας τον είχαν οδηγήσει από καιρό στη συνήθεια αυτή, προσδίδοντάς του σταδιακά μια συμπαθή, αλλά ξεθωριασμένη εικόνα: λίγο τραγική, λίγο κωμική. Ένιωσα τότε πως τον είχα πια δει στις αληθινές του διαστάσεις:

Ένα ανθρωπάκι. Αυτό το αίσθημα πλανιόταν πια σ’ ολόκληρο το αμφιθέατρο, και είναι βέβαιο πως το ένιωθε κι ο ίδιος. Επέμεινε, πάντως, να καθίσει ως το τέλος, σαν από πείσμα, εκνευρίζοντας όσους είχαν μείνει από ευγένεια και κρυφοκοιτούσαν το ρολόι τους. Μέχρι που αντιλήφθηκε τις δυο καθαρίστριες να μπαίνουν και, επιτέλους, κίνησε να φύγει. Αποχαιρετιστήκαμε με αμήχανες χειραψίες. Ένιωσα πως το χέρι μου είχε παγώσει -μες στον μεγάλο, μισοάδειο χώρο- και θυμήθηκα ότι είχα αφήσει πίσω τα γάντια μου. Όταν ξαναμπήκα, οι καθαρίστριες κιόλας συγύριζαν:

«Κάτι τέτοιους βάζουμε στο Δημόσιο και δεν πάμε μπροστά».
«Να δούμε τώρα ποιος θα κοιτάξει τα παιδιά μας», την έκοψε η μεγαλύτερη.
«Σιχτίρ’», πρόσθεσε η πρώτη, αδειάζοντας μια ολόκληρη στοίβα πορτοκάλια στη μαύρη σακούλα…