Top menu

"Έκθετοι Μονόλογοι" του Κ. Κομιανού -Kριτική Βιβλίου

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου

«Τι είναι ποίηση; «Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας», έχει γράψει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Από την πλευρά του, ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραψε πως «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου».

«Τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια», έγραφε το 1948 ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο ένας εκ των δύο σημαντικότερων ελλήνων υπερρεαλιστών –ο άλλος είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Έχουν πει πως ο υπερρεαλισμός διεκήρυξε την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης και πως υπήρξε το σημαντικότερο καλλιτεχνικό κίνημα του μεσοπολέμου που επηρέασε πολύ τη νεότερη ποίηση. Αρχικά, και οι δύο ποιητές μας αντιμετώπισαν τη χλεύη ορισμένων «ειδικών» στην ποίηση, οι οποίοι επιχείρησαν να τους γελοιοποιήσουν δημοσίως, σήμερα όμως θεωρούνται πολύ σημαντικοί και διδάσκονται στα σχολεία.

Μολονότι αργότερα ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος συνέθεσαν ποιήματα κατανοητά στον καθένα, μακριά από αυτοματισμούς, δηλαδή όχι γραμμένα με το στιλ του υπερρεαλισμού, ο οποίος κάποια στιγμή ξεπεράστηκε, τη σημερινή εποχή αρκετοί ποιητές επιχειρούν να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους σύμφωνα με τη θεωρία του Αντρέ Μπρετόν, του θεμελιωτή και θεωρητικού του υπερρεαλισμού –δεν χρειάζεται εδώ να αναφέρουμε ονόματα.

Αφορμή για τις σκέψεις που προηγήθηκαν είναι η έκδοση της ποιητικής συλλογής Έκθετοι Μονόλογοι του Κωνσταντίνου Κομιανού, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κατοικεί από τα παιδικά του χρόνια στην Κέρκυρα. Εμφανίζεται για τρίτη φορά, ύστερα από τις συλλογές Μαχόμενος έρως (2014) και Ποιητικές αφηγήσεις (2015), διεκδικώντας μια θέση στο πάνθεον των μοντέρνων ελλήνων ποιητών. Στο βιβλίο του, δεν υπάρχει κεντρικός άξονας ούτε κεντρικό θέμα κι ο αναγνώστης θα προσπαθήσει αρκετά για να πλησιάσει τα νοήματα που προκύπτουν από τους στίχους.

Από το πρώτο άτιτλο ποίημα της συλλογής, ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως βρίσκεται να κολυμπάει σε δύσκολα νερά:
Μια αντωνυμία υπομονής /διασπαθίστηκε στο καρνάγιο του θυμού/ με τα σφυριά της δίψας κι έψαλε/ τον ύμνο της διάβασης των αγνοουμένων.

Ας μην περιμένει σαφή νοήματα και ξεκάθαρες απαντήσεις στις απορίες του. Ο ποιητής είναι αποφασισμένος να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, γράφοντας στίχους υψηλού επιπέδου που απαιτούν μεγάλη προσπάθεια για την αποκρυπτογράφησή τους:

ΕΓΚΑΘΕΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ: Διέφυγαν οι ευάλωτοι αναστεναγμοί/ μιας μύχιας ελπίδας από το μουχλιασμένο/ οικογενειακό κάδρο της απάθειας/ και ισορρόπησαν στο άκρο/ της πραγμάτωσης των επιθυμιών τους

Ωστόσο, ανάμεσα στα έντιτλα ποιήματα υπάρχουν και στίχοι που δεν εντάσσονται σ’ εκείνους τους αινιγματικούς και απροσπέλαστους, αλλά με λίγη προσπάθεια μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν:

Με κίβδηλο αέρα αναπνέω/τις νύχτες που με οικονόμησε η ζωή

Επίσης: Αχαρτογράφητα τοπία/ οι υλικοί δεσμοί/ των ενάρετων επιθυμιών μου

Ακόμα: Τα σκέλεθρα της νιότης μου/ οργώνουν τη ζωή μου

Προχωρώντας την ανάγνωση, παρατηρούμε πως το ποιητικό κλίμα αλλάζει, ο ποιητής γίνεται περισσότερο οικείος και κατανοητός, ας δούμε την πρώτη στροφή στο ΑΣΤΙΚΟΙ ΣΩΤΗΡΕΣ:

Περπάτησα στις τεμαχισμένες πολιτείες/ της αντιπαράθεσης/ αριστερών και δεξιών με όμοιες καρδιές/ (έπειτα από έγκυρη νεκροψία)

Η παρακμή των ιδεολογιών, οι πολιτικές απογοητεύσεις, οι ποικιλώνυμες διαψεύσεις, καταγράφονται με διαύγεια στο παραπάνω ποίημα που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως η φιλοσοφία του ποιητή.

Ολοκληρώνοντας την περιήγηση στο ποιητικό σύμπαν του Κωνσταντίνου Κομιανού, θα κλείσουμε τούτο το κείμενο με την παράθεση ενός ακόμα άτιτλου ποιήματος, ενδεικτικού της πρόθεσης του δημιουργού να μας εισάγει στη σκέψη και τη φιλοσοφία του. Πρόκειται για ένα αισιόδοξο τέλος:

Πάλεψε η στάχτη με τη φωτιά/ που θέριευε στην πλάτη της/ και νίκησε στο τέλος