Top menu

"Κάτι κλαίει ακόμα" της Στέργιας Κάββαλου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Μαρία Παπαϊωάννου

Την συλλογή διηγημάτων της Στέργιας Κάββαλου «Κάτι κλαίει ακόμα» των Εκδόσεων «Μωβ Σκίουρος» την διάβασα τρείς φορές για να μπορέσω να την βολέψω κάπου ήσυχα μέσα μου.

Νόμιζα πως συνέχεια κάτι προεξείχε από τις αιχμηρές της λέξεις και τις έντονες εικόνες της και μου γρατζουνούσε τα σωθικά.

Οι ηρωίδες φοράνε το ίδιο άρωμα που φορούσα και εγώ στην εφηβεία μου, ερωτεύονται τα ίδια λάθος αγόρια, αγαπούν τον παππού και την γιαγιά τους στις απλές καθημερινές στιγμές τους με τον ίδιο τρόπο που το κάνω κι εγώ, και βλέπουν τις ίδιες τηλεοπτικές σειρές με εμένα μέχρι σήμερα μολονότι τους προκαλούν παράλογους φόβους.

Στο «Κάτι κλαίει ακόμα» συνάντησα τον Αχιλλέα, έναν ήρωα για τον οποίο θα ήθελα να έχω γράψει εγώ. Έναν ήρωα που νόμιζα ότι ζούσε μόνο μέσα στο δικό μου κεφάλι μέχρι που τον συνάντησα και στις λέξεις της Στέργιας.

Δεν είναι όμως μόνο ο Αχιλλέας που με έκανε όταν έκλεισα το βιβλίο να το ξαναδιαβάσω σερί ακόμη δυο φορές. Είναι και η Ζωή, αυτό το μικρό μουτράκι που λες και η Κάββαλου μας έδειξε ολόκληρο άλμπουμ με φωτογραφίες από ένα ολόκληρο καλοκαίρι της. Είναι ο τύπος του φωτοτυπάδικου στον απέναντι δρόμο και το ζεστό μετεγχειρητικό αίμα ανάμεσα στα πόδια της.

Είναι ένα πράσινο κουτάκι που έμεινε να χαιδεύει ασυναίσθητα και ένα τηλεφώνημα που ξεχνιόταν αμέσως, κάθε χρόνο την ίδια μέρα, που με έκαναν να αγαπήσω όσο λίγα αυτό το βιβλίο.

Αγαπώ τα διηγήματα, αλλά τα μικρά αυτοτελή διηγήματα που μέσα τους καταφέρνουν να χωρέσουν έναν ολόκληρο κόσμο με τις ιδιοτροπίες, τις συνήθειες και τις ανατροπές του, τα λατρεύω.

Η Κάββαλου, μια μαστόρισσα της μικρής φόρμας, στο «Κάτι Κλαίει ακόμα» κατάφερε να με κάνει να διαβάζω με σφιγμένο το στομάχι μου, με τις γροθιές μου ιδρωμένες, έτοιμες για πάλη, και με τα μάτια μου μικρά, μια ευθεία γραμμή, λες και στο τέλος κάθε πρότασης καραδοκούσε ένας φανταστικός εισβολέας που θα ξεπηδούσε από τα διαστήματα ανάμεσα στις γραμμές και θα με τραβούσε μέσα στα άδυτα των κειμένων. Με λίγα λόγια, η Κάββαλου με έβαλε στους μικρούς κόσμους της και με έκανε βόλτα στις μαγικές της εικόνες, εκεί που ένα magic bus πετάει έξω έναν φασίστα και ο Νικήτας ξεγελάει την φιλεύσπλαχνη μάνα του. Και εγώ μπερδεύτηκα και χάθηκα μαγεμένη πολλές φορές γελώντας ενώ θα έπρεπε κανονικά να κλαίω ή συγκινημένη σε ένα εκ πρώτης ανάγνωσης διασκεδαστικό κείμενο.

Η μαγεία της Κάββαλου έγκειται σε αυτό ακριβώς, ότι οι ιστορίες της είναι τόσο κοντά στην καθημερινότητα που πολλές φορές ξεπερνούν την φαντασία (φράση ‘90s που ταιριάζει γάντι με το βιβλίο αυτό) σαν να της αφηγείται ένα κοντοκουρεμένο κορίτσι με μπορντό κραγιόν και doc martens όταν από το βάθος ένα κασετόφωνο παίζει ξεχασμένο Nirvana σε μια κατασκήνωση ένα βράδυ μέσα στο καλοκαίρι.

Ένα συναίσθημα μόνο ταιριάζει σε όλο αυτό που έζησα μέσα στο «Κάτι κλαίει ακόμα» και τυχαίνει να έχει τον τίτλο του πιο αγαπημένου μου διηγήματος: «Ευγνωμοσύνη».