Top menu

Χρήστος Κατρούτσος: "Η ποίηση συχνά ανακατασκευάζει τον κόσμο"

Συνέντευξη στον Θεοχάρη Παπαδόπουλο

Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα Χρήστο Κατρούτσο, με αφορμή την κυκλοφορία του ποιητικού του βιβλίου "Σπορά για μια Κυριακή" (εκδόσεις Εκάτη 2017).

 

Ποίηση και εικαστικές τέχνες. Θεωρείτε ότι τα δύο είδη τέχνης συγγενεύουν;
Η Τέχνη έχει πολλές εκφάνσεις όπως ο χαρακτήρας καθενός μας, η ίδια η φύση. Μπορεί για μεθοδολογικούς σκοπούς να υπάρχουν κάποια κριτήρια διαφοροποίησης και σαφώς υπάρχουν, κανείς όμως, μήτε ο πιο αυστηρός ορθολογιστής, δεν μπορεί να αρνηθεί τη συγγένεια μιας μορφής τέχνης όπως η ποίηση με μια άλλη. Ο αρχαίος λυρικός Σιμωνίδης ανέφερε σε γνωστό γνωμικό ότι «Η ποίηση είναι μια ζωγραφική που μιλάει και η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση». Φυσικά, συμβαίνει και το αντίστροφο: από την απόλυτη σιωπή που μπορεί να έχουν κάποιες λέξεις- την χρειάζονται την ανάπαυσή τους καθώς κάποιες τις έχουμε «κουράσει» αρκετά και η ποίηση καλείται και να τις αναπαύσει- στο ηχητικό μοτίβο που ακούς καθώς ένα παστέλ δανείζει το υλικό του για να σαρκωθεί ένα πορτραίτο. Δεν μπορείς να αρνηθείς αυτόν τον ανιδιοτελή δανεισμό. Θα ήταν σαν να επιμερίζεις τμήματα εγκεφαλικού ιστού ή της καρδιάς (για να μην ολισθαίνουμε στην κυριαρχία του νου, την ανοησία της νοησιαρχίας) ενώ το ζητούμενο είναι η σύναψη, η μέθεξη. Δεν ήταν λίγες οι φορές, όχι λόγω του ότι ασχολούμαι και με τα εικαστικά, που ένας πίνακας, ένα γλυπτό, μια εγκατάσταση μού έδωσε ερεθίσματα. Ένιωσα το βουβό πλατάγισμα των κυμάτων στον «Μοναχό στη θάλασσα» του Φρίντριχ όπως και δέος αντικρίζοντας «το νησί των νεκρών» στον Μπαίκλιν. Θα ΄ταν αυτοχειρία στοχασμού με ανεπίστρεπτη συγγνώμη να μην το νιώσω. Μίλησαν στην νεκρή τους φύση φθεγγόμενα ως άλλοι Λάζαροι υλικά του Σόρογκα ενώ, στη διάρκεια αναζήτησης, περιπλάνησης για τον επόμενο στίχο τσαλακώθηκα όπως ένα πρόσωπο στον Μπέικον. Η Τέχνη είναι σχοινοβασία δίχως προστατευτικό δίχτυ εκτός αν αφαιρέσεις το δέρμα σου για να προσγειωθείς σ΄ αυτό, να ξαπλώσεις, δείχνοντας τα εσώτερά σου ώστε και η καρδιά να ζεσταθεί στο έξω. Αυτονομημένο ένα είδος τέχνης είναι φορέας απωθητικής βαρύτητας, έλλειψη τόλμης για έλξη. Αν κανένας δεν διακινδύνευε ποτέ τίποτα, ο Μιχαήλ Άγγελος θα είχε ζωγραφίσει το δάπεδο της Καπέλα Σιξτίνα είπε ο θεατρικός συγγραφέας Neil Simon. Το να δημιουργείς αυτονομημένα ενεργήματα καταλύει τη δημιουργία και είναι φαινόμενο των ημερών μας ώστε οι άνθρωποι να λειτουργούν προγραμματικά και προγραμματισμένοι με επίπλαστα δίπολα και τη λατρεία σε όποια μορφή δυϊσμού. Όρμησε και πάρε χρώμα από ένα λαμπερό κραγιόν στα χείλη που αγαπιούνται. Ας βραχούμε βρίσκοντας ποια λέξη θα ταίριαζε περισσότερο στην «Οφηλία» του Μιλέ. Και ειλικρινά, θα ΄θελα πολύ να γράψω ένα ποίημα με πληκτρολόγιο που θα ΄χε ως χαρακτήρες χρώματα όπως προσπαθώ να συλλάβω λέξεις από τον «Σκεπτόμενο» του Ροντέν. Αυτή η σύλληψη κυοφορείται στην παιδική άδολη ματιά. «Χρειάστηκε να γεράσω για να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί». είπε ο Μιρό. και αναδύεται ένα ερώτημα όσο κι αν δένεται με αλυσίδες στον πυθμένα μιας εποχής που λατρεύει περισσότερο τυποποιημένες απαντήσεις από το ρίσκο ενός ερωτήματος που εμπεριέχει μέσα του και τον έρωτα: πόσο γερνάνε όσοι μεγάλοι δεν έχουν την άδολη ματιά ενός παιδιού; Ένας καμβάς και ένα χαρτί στο λευκό τους σε προσκαλούν στην αναμέτρηση με τον εαυτό σου, με την εποχή σου και φυσικά με την ηλικία σου, βιολογική και πνευματική. Κάθε φορά, ακόμη κι αν έχουμε κάνει μια εξαιρετική ελαιογραφία μάς διασώζει το επόμενο βήμα η παραμυθία των ξυλομπογιών.

 

Κάποιοι τίτλοι στα ποιήματά σας (μονάδα μέτρησης ζωής, άγνωστο βάρος) παραπέμπουν σε φυσικομαθηματικούς όρους. Πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να ταιριάξει με τις θετικές επιστήμες;
Ποίηση και θετικές επιστήμες μοιάζουν συχνά κόσμοι ασύμπτωτοι. Η μεν έχει την ελευθερία να μην επιβάλλεται και το «προνόμιο» να μην της επιβάλλονται οι δε διέπονται από αυστηρά επιστημολογικά κριτήρια. Πρόκειται για έναν τεχνητό μεθοδολογικό διαχωρισμό. Εδώ όμως είμαστε για να μιλήσουμε με όρους ανόθευτης ζωής και η ζωή είναι ανόθευτη όταν ξεκινά με ένα όνειρο, όπως έχει συμβεί και ευελπιστώ να συμβαίνει. Όσο «ρομαντικό», ουτοπικό ή ανεδαφικό κι αν ακούγεται το παραπάνω δεν ήταν λίγες οι φορές που «θαύματα» στην Επιστήμη συνέβησαν από ένα όνειρο καταλύοντας τον εδραιωμένο σε κάθε εποχή «ορθολογισμό», κάτι που συνέβη από τον Μαρκόνι ως τον Κολόμβο. Από λάθος δεδομένα βάσει συνεπαγωγών της Λογικής μπορείς να φτάσεις σε ορθά συμπεράσματα. Η Επιστήμη διαψεύδεται από τον στύλο που εδράζεται! Και η ποίηση συχνά ανακατασκευάζει τον κόσμο, με προκείμενες που αίρουν την «αποδεικτική σαφήνεια» ενός νευτώνιου κοσμοειδώλου, από την ίδια μαγιά του ονείρου διατηρώντας τον ζωντανό, όπως τον πλανήτη το ηφαιστειακό μάγμα κι όχι όπως η ξηρασία Καρτεσιανικών σκέψεων που ερημοποίησε φύση και σκέψη. Συχνά, η πραγμάτωση επιτευγμάτων της επιστήμης κρύβει ένα όνειρο που έγινε παλιότερα από κάποιον μάγο ή ας το εκφράσω καλύτερα με μια ρήση του Φρόυντ: «όπου κι αν με πήγαν οι θεωρίες μου βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε φτάσει εκεί». Αυτό δεν σημαίνει πως δίνεται αξιολογική προτεραιότητα στην Ποίηση. Προτιμώ την συμπόρευση καθώς ένα μονοπάτι οδηγεί σε ξέφωτο όταν υπάρχει συνοδοιπόρος αλλιώς μοιάζει με δρόμο από σκόνη έρημων ανθρώπων. Και προτιμότερο ακόμη και στον άδενδρο δρόμο να ξοδεύεις χρόνο για τριαντάφυλλα. Υπάρχει όμως και σκοτεινή σύμπλευση: Ποίηση και Επιστήμη χαρακτηρίζονται από παιδικές εμμονές, μια «ψευδοαναγκαιότητα» όπως αναφέρει ο Πιαζέ όπου κάποιος δεν μπορεί να διανοηθεί άλλες δυνατότητες εντός μιας δεδομένης πραγματικότητας. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που διαμορφώνεται από την αποφυγή ελέγχου όρων που μοιάζουν αμετάκλητοι είτε για επιστημονική δοξασία πρόκειται είτε για ύφος και θεματική στην ποίηση. Ένα χαρακτηριστικό οξύμωρο που μπορώ να βρω από το πώς ένα όνειρο απολήγει σε εφιάλτη είναι η Κβαντική Φυσική, η θεωρία της Σχετικότητας. Ναι μεν όταν παρουσιάστηκαν τα προηγούμενα ερμηνευτικά σχήματα συγκλόνισαν τον άνθρωπο με τις ασύλληπτες ταχύτητας και την παραδοξολογία που έφεραν σε ένα αδιαμφισβήτητο μέγεθος όπως η ύλη. Στην αρχή γονιμοποίησαν όχι μόνον την επιστημονική κοινότητα αλλά τον φιλοσοφικό στοχασμό και την τέχνη. Σήμερα, εντοπίζουμε πως η εξουσία διαχέει τον ιστό της, βλέπουμε πόσο δέσμιοι είμαστε μέσων δικτύωσης συχνά ιδία βουλήσει, στην τηλεόραση, στα κινητά τηλέφωνα, συσκευές που δεν θα υπήρχαν δίχως την Κβαντική Φυσική που ξεκίνησε με …ένα όνειρο όπως και τόσες επαναστάσεις. Πόσο η κριτική ραστώνη μάς οδηγεί σε στερεότυπα ακόμη και για την ποίηση, τους ποιητές, τους φιλοσόφους. Ο μέσος άνθρωπος τους χαρακτηρίζει ως γραφικούς ή άχρηστους σε μια εποχή χρησιμοθηρική, πόσο μάλλον, όταν εθίζει και εθίζεται στη χρησιμοθηρία. Οτιδήποτε δεν μπολιάζεται με κριτική σκέψη δίχως στερεότητα οδηγεί σε σήψη. Παλαιότερα υπήρχαν αντιλήψεις ολιστικές, σήμερα, αποχαύνωσης και έλλειψης σοφίας. Ας είμαστε ανοιχτοί στην έκπληξη. Ένα θαύμα που παρατηρεί ο Στήβεν Γουίνμπεργκ είναι ότι «η επιστήμη δεν καθιστά αδύνατο το να πιστεύεις στο Θεό, απλώς καθιστά δυνατό να μην πιστεύεις στο Θεό». Από την Ποίηση και την Επιστήμη παρέχονται δυνατότητες ριζικής αμφισβήτησης και αναδιαμόρφωσης δίχως την ισοπεδωτική αποκοπή από το παρελθόν αρκεί να υπάρχει σοφία, να μην χρησιμοποιούμε στενόμυαλα τα παραπάνω καθιστώντας τη ζωή προβλέψιμη, κάτι που οδηγεί και σε απρόβλεπτη πνευματική και υλική πενία όπως αποδείχτηκε. Ο Καρλ Σάγκαν αναφέρει: «η πρόβλεψη που μπορώ να κάνω με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα είναι ότι οι πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις θα είναι αυτές τις οποίες σήμερα δεν είμαστε αρκετά σοφοί για να τις προβλέψουμε». Για τούτο επιστήμονες, καλλιτέχνες και άλλες συλλογικότητες πρέπει ν΄ απαγκιστρώνονται από κλειστές κοινότητες αν και στην εποχή μας υπάρχει πλέον, ξανά, σε διάφορες φωνές από τον ποιητικό, τον επιστημονικό χώρο κάλεσμα στο αναγνωστικό κοινό και όχι μόνο. «Θα έπρεπε να ήταν δυνατό να εξηγήσουμε τους νόμους της φυσικής σε μια μπαργούμαν» λέει ο Αϊνστάιν αλλά με τη σειρά τους διαμεσολαβητές Ποίησης, Επιστήμης ν΄ αφουγκράζονται την μπαργούμαν, τον στείρο ορθολογιστή, ανθρώπους που δεν έχουν εγκύκλιο παιδεία αλλά τιμιότητα. και τιμιότητα μπορούν να φέρουν άπαντες δίχως πτυχία, ειδικά ενός συστημικού τρόπου εκπαίδευσης αρκεί, να μην την αποδίδουν στον εαυτό τους και μόνον. Εφόσον το κάλεσμα και η ανταπόκριση δεν γίνεται με όρους ατομοκεντρικής διασφάλισης, να επιβεβαιώνει καθένας τη δεδομένη του αντίληψη και οδηγεί τους ανθρώπους σε σύμπλευση, Ποίηση και Επιστήμη όπως και όσοι μετέχουν αυτών μπορούν να συμπορεύονται σε ορίζοντα όπου δεν υπάρχει σούρουπο για όραμα καλύτερων συνθηκών μετοχής με κοινό προβληματισμό.

 

«κανένα θαύμα δεν ξεκινά με θα». Πιστεύετε ότι πρέπει ο άνθρωπος να παλεύει για να πετύχει τους στόχους του;
Κάποτε, οι μακρινοί μας πρόγονοι μην έχοντας αιχμηρά νύχια, κοφτερά δόντια ώστε να αντιμετωπίσουν αλλά και να εντοπίσουν θηρευτές τους σηκώθηκαν στα πόδια. Η όραση, η ανεμπόδιστη ματιά στον ορίζοντα προσέφερε αίσθηση ασφάλειας και συνοχής στην κοινότητα. Το τίμημα δεν είναι μικρό με βιολογικούς δείκτες. Προβλήματα στη μέση, κιρσοί σαν ανεξίτηλοι κεραυνοί στο μεγάλο βήμα είναι μέρος από το τίμημα. Όμως σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα εξελικτικό θαύμα που δεν μπορεί να ερμηνευτεί μονομερώς από την Επιστήμη. Και όπως κάθε θαύμα, χρειάζεται πάλη και αμφισβήτηση απέναντι σε λογική παραδοχή ώστε ανύποπτα να συμβεί. Η πτώση να σε τρομάζει, η θάλασσά σου να εκπίπτει σε έλος! Και μεγαλύτερη πτώση δεν υπάρχει από τη βεβαιότητα του να υψώνεις μπόι καθώς νομίζεις πως ρίχνει σκιά στο φόβο σου για τόλμη επαναπαυόμενος στη ραστώνη έτοιμων απαντήσεων. Θνήσκει το θαύμα της ζωής όταν προεξοφλείται. Όταν εμπιστεύεσαι την καταστροφή σου εν λευκώ σε κάποιον που συνακόλουθα, αναγνωρίζεις ως εξουσιαστή σου είτε πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ομάδα είτε για απρόσωπους θεσμούς. Ένας λόγος που λάτρεψα τον ποιητικό λόγο είναι ότι δεν προεξοφλεί- πάντα στη γνησιότητά του- αλλά διανοίγει τους ορίζοντες, συντρίβει όποιες συμπληγάδες προσφέρει η επίπλαστη ασφάλεια συμμόρφωσης με τη δεδομένη πραγματικότητα. Τολμώντας, δεν αιθεροβατείς, η πτώση βέβαια πάντα ελλοχεύει όπως συνέβη σε εκείνον το θαυμαστό αυστραλοπίθηκο, τη Λούσι όπου επιστήμονες εικάζουν πως άπλωσε το χέρι της για να μετριάσει την πτώση. Όπως ένα παιδί να μην άφησε το όνειρο απολιθωμένο. Είναι η κύρια προβληματική στο ποίημα «ν΄ ανεχτείς την πτώση» από το πρώτο μου βιβλίο δίχως να εξαντλείται μόνο σε αυτήν. Θαρρώ, στην εποχή της σιγουριάς, στην τεχνολογική μας φυλακή όπως την οικοδομήσαμε, αν δεν απλώσουμε χέρι στο θαύμα δίχως τον ιστορικό πειρασμό της αποφαντικής ερμηνείας, σκοτώνουμε την ίδια τη ζωή. Πέφτεις και σηκώνεσαι σαν τους παλμούς της καρδιάς αρκεί, στο τέλος να ΄σαι όρθιος. Το θαύμα δεν ξεκινά με «θα», αλλά με πράξη. Κενά «θα» δίχως την έμπρακτη εφαρμογή τους και διστακτικά «αν» οδηγούν στον υπαρξιακό θάνατο. Το «θα» να γίνει πράξη και όχι απολιθωμένη υπόσχεση. Απλώνεις το χέρι με όση πείρα έχεις κομίσει, ανυποψίαστος στο θαύμα. Δεν λέω ότι δεν εμπιστευτήκαμε ποτέ, όλοι μας έχουμε πιστέψει σε κάτι αλλά θα πρέπει να έχουμε εισπράξει από την πείρα, ακόμη κι αν υπήρξαν βαθιά τραύματα, κριτική σκέψη για όποιον σε αντιμετωπίζει χρησιμοθηρικά (ο οποίος μάλλον είναι ήδη άτολμος και συνεπώς υποδουλωμένος) και θέληση, τα μόνα φάρμακα που κλείνουν πληγές αλλιώς όποιοι εξουσιαστές μάς έχουν νικήσει. Αν αφεθείς άτολμος, άβουλος από το φόβο μιας αποτυχίας παύεις να επιφυλάσσεις έκπληξη στη ζωή. Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίσεις αν είσαι έτοιμος, ακόμη κι αυτό θα ΄ταν φόνος μιας δυνατότητας, το κριτήριο που θεμελιώνει τη ζωή. Θέλει πίστη, όχι λογική που φέρνει «αν» του δισταγμού και της αδιάπαυστης αναβολής.

 

Όσον αφορά το ποίημα «Πρόσωπα στην τάφρο», πιστεύετε στην φυσική ομορφιά, όσες ατέλειες κι αν έχει;
Θα ξεκινήσω όπως στο ποίημα με την «αγέραστη ρυτίδα» με έναν αφορισμού ενός απ΄ τους «προφήτες» στις αρχές του 20ου αι, του Φραντς Κάφκα «Όποιος διατηρεί την ικανότητα να βλέπει την ομορφιά, δεν γερνάει ποτέ.» Ας επανακαθορίσουμε τι σημαίνει ομορφιά στους καιρούς μας θωρώντας και τι σήμαινε, τι ίσως να σημαίνει αργότερα. Πρόκειται για ένα γνώρισμα που μπορεί να δώσει πνευματικό ανάστημα, μπορεί να ταπεινώσει. Το μέτρο για τη φυσική ομορφιά έχει ανά καιρούς αλλάξει και κάθε καιρός, θέλει τον Ήλιο του για να λάμψει μέσω προτύπων ομορφιάς από τα οποία εμφορείται, τον κεραυνό του ακόμη και το θολό για τη μυστηριακή σαγήνη. Καθένας μας στη βάση της αποδοχής της ετερότητας έχει τα δικά του μέτρα για την ομορφιά από ενδιάθετη κλίση αλλά και μέσω της διαμόρφωσης από το πώς μεγαλώνει στο περιβάλλον και στην εποχή του. Σίγουρα, δεν μπορούμε με αποδεικτική σαφήνεια να ορίσουμε, πολλώ μάλλον, να επιβάλουμε τι θα είναι όμορφο για τον καθένα κι ακόμη χειρότερα για μια συλλογικότητα, μια κοινωνία πολιτών. Προτάγματα ομορφιάς διαμορφώθηκαν για να εξυπηρετήσουν σκοπούς εξουσιαστικής επιβολής είτε με ενάργεια από δικτατορικά καθεστώτα είτε υποδόρια σε συνθήκες δημοκρατίας. Οι όροι, οι συνθήκες που καθορίζουν την ομορφιά κρίνουν μια εποχή και συνακόλουθά της για τούτο και σε συνθήκες λεγόμενης δημοκρατίας δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε κι αυτό γιατί ακόμη και στην δημοκρατική πολιτεία υιοθετούνται επιταγές συμμόρφωσης επιμερισμένες προσεκτικά έτσι ώστε βάλλεται η ίδια η ομορφιά μιας κοινωνίας σχέσεων σε κερματισμένος θύλακες. Στη δημοκρατία των καιρών μας, όπως τη διαμόρφωσαν απρόσωποι θεσμικοί παράγοντες δίχως αμεσότητα επαφής με την κοινωνία συστημικά και συστηματικά, η εξουσία υφέρπει στις πλέον ασύλληπτες μορφές επιθυμίας, ομορφιάς και σεξουαλικότητας. Στα δε δικτατορικά καθεστώτα εφόσον, όπως παραπάνω ελεγχθούν όλες οι συνιστώσες ενδεχόμενης συμπεριφοράς επιβάλλεται αποκλειστικά ένα πρότυπο- πρόταγμα ομορφιάς, μια επιταγή δίχως δικαίωμα αμφισβήτησης στη μαζική συμμόρφωση. Και σιχαίνομαι τη μαζική συμμόρφωση που κομίζει άτομα ακαλλιέργητα στο καλαίσθητο. Δεν θα ψέξω τη σαγήνη που μπορεί να δημιουργήσει ένα όμορφο φόρεμα, έξωμο, να προκαλεί διακριτικά. Δεν θα ψέξω ένα αθλητικό σώμα καθώς όπως βλέπαμε και στα αγάλματα των αρχαίων όπου η ομορφιά ήταν μέτρο ζωής αλλά και δείκτης όπως αναφέρει ο Κοϋρέ για το μη μαθηματικοποίησιμο. Η απόλυτη ομορφιά βρισκόταν στους ουρανούς και για να μην εξαίρουμε το «πάνω» με ηθικοπλαστικά σημαινόμενα μπορεί να ΄ναι και πιο κάτω κι απ΄ την κόλαση. Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος μας είναι ο κόσμος του περίπου και αυτό δίνει απροσμέτρητες δυνατότητες κάτι που δεν συμβαίνει όταν η ομορφιά τυποποιείται και λαμβάνεται ως απόλυτο αξιολογικό κριτήριο. Και σκέφτομαι πως κάποιος/α που εξαντλεί την ύπαρξή του στο έξω ενός Σαββάτου βιώνει το κενό στην Κυριακή. Πού είναι η σπορά για την Κυριακή; Εκτός κι αν, όχι σπάνιο πια, είναι πλήρως εγκλωβισμένος στην εξωτερική εμφάνιση του άρα και πρόθυμος/η να προσφέρεται εξαντλούμενος μόνο ως καταναλωτική έξη. Εδώ πια μιλάμε για όρους ομορφιάς που μπορεί να υιοθετούνται και από κάποιον/α δίχως να ΄χει την κοινή αναγνώριση αυτού του χαρίσματος. Χυδαίο η ομορφιά να ΄ναι χρηστική, απρόσιτη απ ΄την σχέση υπηρετώντας ένα τραυματισμένο εγώ με ανεπούλωτες πληγές σαν γίνεται χρησιμοθηρικό μέγεθος, κώδικας ελιτίστικης συμπεριφοράς είτε εκπορεύεται από Κωστόπουλους που μας «ξεβλάχεψαν» είτε από προτάγματα με πολιτικό περιεχόμενο μονοσήμαντης ερμηνευτικής. Και είδαμε τα παραπάνω πως γέρασαν κάθε σχέση, όχι απαραίτητα ερωτική.Η ομορφιά θέλει όπως είπε ο Κάφκα το βλέμμα αγέραστο, ανοιχτό. Καρπός για την υπαρξιακή πλήρωση του τι είναι ομορφιά είναι σαν τα χέρια να ρυτιδώσουν, να ΄σαι ανήσυχος σκαπανέας καλλιεργώντας την ώστε να μην τη βλαστημήσουμε κατοπινά.Ο κόσμος μας βλαστημά την ομορφιά ως μαθηματικοποιήσιμη όπως το χρόνο, και χρόνος και ομορφιά είναι σύμφυτα: μπορεί το ένα να ομορφύνει το άλλο, μπορεί να προκαλέσει τη βλαστήμια. Ας σκεφτούμε κριτικά, πρότυπα ομορφιάς όπως υιοθετήθηκαν σε συνθήκες δημοκρατικής ευδαιμονίας όπως στις αρχές του 90 στην ποπ κουλτούρα και το κιτς σε διδακτορικά καθεστώτα όπου παρατηρείται πως συνάμα ο χρόνος, η ιστορία στρεβλώνεται. Το ποίημα «πρόσωπα στην τάφρο» αναφέρεται στην αποφυγή κάθε επιβολής συμμόρφωσης όπου αποδομείται ψηφίδα-ψηφίδα το μωσαϊκό μιας κοινωνίας σχέσεων μη αναγνωρίζοντας την ετερότητα αλλά και τις συνθήκες όπου αυτή η ετερότητα θα οικοδομείται δίχως τη στείρα βεβαιότητα του «εγώ». Από την άλλη, ο κερματισμός της ομορφιάς τύπου «ο καθένας αντιλαμβάνεται την ομορφιά όπως θέλει» δεν χρειάζεται επιβολή αλλά μια συνισταμένη ορίζοντα. Και οι ορίζοντες μέσα από την τσιμεντένια έπαρση στο ατομοκεντρικό δικαίωμα δύουν. Ας μη δύσει κάποια ελιά στην εποχή που καυχιέται μες στην υπεροχή της συμμετρίας μόνο προς συμμόρφωση. Ας μη δύσει κάποια ρυτίδα σαν προέρχεται από πόνο και χαμόγελο. Είναι μνήμες ανεξίτηλες.

 

Έχετε εκδώσει μέχρι σήμερα δύο ποιητικές συλλογές. Έχετε ανέκδοτο υλικό; Υπάρχει περίπτωση να δούμε μελλοντικά ένα βιβλίο με δοκίμιά σας;
Υπάρχει αρκετό ανέκδοτο υλικό και στα δυο είδη λόγου που επιχείρησα να μοιραστώ με τους αναγνώστες. Ενίοτε, επιστρέφω και ανακαλώ όσο μπορώ, τις συνθήκες που γράφηκαν προσπαθώντας να σταχυολογήσω ρινίσματα σαν εκτιμώ ότι έχουν ακόμη αδιάβρωτο μέταλλο. Και μάλιστα, σε παλαιότερα κείμενα, ερωτευμένος με το χαρτί, με το άρωμα του μελανιού, παρατηρώ τη χορογραφία που λάβαινε χώρα μες στη σελίδα προσπαθώντας να συνεχιστεί η γραφή ακόμη και εκτός του χαρτιού, νοερά ή κάνοντας να συμμετέχουν υλικά που δεν σχετίζονταν με το χαρτί είτε στην πτύχωση ενός σεντονιού, μιας και πάντα γράφω ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είτε σχηματίζοντας χαρακτήρες, λέξεις σταλάζοντας καυτό κερί στα νερά μιας λίμνης. Πιστεύω έκτοτε έχω γίνει πιο συνειδητοποιημένος οικολογικά… Οικολογικά ζητήματα άλλωστε, συγκροτούν έναν θεματικό άξονα συχνό σε δοκίμια και ποιήματά μου ευχαριστώντας το αναγνωστικό κοινό και κριτικούς για τη θερμή ανταπόκριση. Όταν έρθει η ώρα και όταν η έκπληξη ερεθισμάτων ωριμάσει στις κατάλληλες συνθήκες θα υπάρξουν τυπωμένες σελίδες με κατακλείδα πάντα το λευκό για το παραπέρα αν χρειαστεί. Μπορεί να σημάνουν καμπάνες κόλασης, μπορεί χαρμόσυνες ή να ανοίξω τη φλέβα μιας αστραπής σε ορίζοντα ημέρας. Δεν το ξέρω πότε, και ευτυχώς που δεν το ξέρω για να διαφυλαχθεί η έκπληξη. Πιστεύω όμως ως αναπόσπαστος κρίκος για αλυσίδες που σπάνε πως θα γίνει καθώς θα ΄ναι μια ακόμη αντάμωση με αναγνώστες και αυτό επιζητούμε! Να αλητεύουμε γυρεύοντας χρώματα, αρώματα, φιλιά ξεπλένοντας την αναμονή για τη σπορά τους.