Top menu

Τζον Κητς, η λήθη και το αντάλλαγμα μέσα στην αλήθεια

Ο θάνατος του Τζον Κητς. Σχέδιο του Τζόζεφ Σέβερν

 

Γράφει η Ηλιάνα Βολονάκη

 

Πόσο με συγκινεί αυτός ο στίχος του Τζον Κητς, από το ποίημά του: Ωδή στη μελαγχολία!

Μη! Μην πας στη Λήθη και μην ζητάς το στάλαγμα
Τ’ Ακόνιτου να πιεις. Στο γαλανό σου μέτωπο
Φιλί του Στρίχνου μη δεχτείς ποτέ - κι ας είναι
Εκείνος άλικο της Περσεφόνης δώρο,
Αλήθεια με καρπούς Ιτάμου θες να φτιάξεις Κομπολόι; Α, τη θλιμμένη σου ψυχή!

Τζoν Κητς, λοιπόν,  Άγγλος ρομαντικός λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1795 και πέθανε στη Ρώμη το 1821. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην τελειοποίηση μιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας. Πέθανε στα 25 του χρόνια από φυματίωση στη Ρώμη όπου είχε πάει αναζητώντας θεραπεία.

Η ποίηση του, στις καλύτερες της στιγμές, μεταδίδει μια άμεση, ζωγραφική σχεδόν εντύπωση τού πράγματος ή της κατάστασης που περιγράφει. Αυτό είναι συνέπεια της θεωρίας του για τη χαμαιλεοντική φύση τού ποιητή, ο οποίος ιδιοποιείται τον χαρακτήρα κάθε βιώματος, χωρίς να επιτρέπει στο βαθύτερο του εγώ να επεμβαίνει στη μετάδοση αυτού που αισθάνεται.

Η αλληλογραφία του αποκαλύπτει μια εκπληκτικά ώριμη στάση απέναντι στην ζωή και την τέχνη και φανερώνει με ελάχιστες εξαιρέσεις, ένα πρόσωπο αξιαγάπητο, ακριβώς επειδή η ισορροπία που είχε κατορθώσει ήταν το αποτέλεσμα μιας νίκης πάνω στην εσωτερική βιαιότητα τής ιδιοσυγκρασίας του. Η επίδραση πάνω σε άλλους ποιητές ήταν σημαντική τον 19ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Τζων Κητς πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια δεδομένου ότι έχασε νωρίς τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως για δεύτερη φορά και ξαναχώρισε. Με τον θάνατο του εύπορου παππού του, από την πλευρά της μητέρας του, και τους δικαστικούς αγώνες που επακολούθησαν για την κληρονομιά, αποξενώθηκε από την μητέρα του και κατ'ουσίαν μεγάλωσε με την χήρα γιαγιά του και τα δύο του αδέλφια.

 Τον Μάρτιο του 1810 πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση. Στο σχολείο που φοιτούσε στο Ένφηλντ υπήρχε φιλελεύθερο πνεύμα και εκεί αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλία με τον Τσαρλς Κάουντεν Κλαρκ, τον γιο του διευθυντή του η οποία κράτησε για όλη του τη ζωή.

Αργότερα πήγε μαθητευόμενος στον οικογενειακό του γιατρό και έκανε σπουδές στο νοσοκομείο Γκάυ όπου εντέλει απέκτησε την ειδικότητα του βοηθού Χειρουργού καθώς και γνώσεις Φαρμακευτικής.

Η ποίηση όμως ήταν το κυρίαρχο ενδιαφέρον του και το πρωτόλειο δείγμα δουλειάς του ήταν το ποίημα Μίμηση του Σπένσερ αποτέλεσμα εν μέρει και της γνωριμίας του με τον Τσαρλς. Δεν άργησε να ανακαλύψει τους σύγχρονους της εποχής του όπως τον Λη Χαντ και τον Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ, ενώ την ίδια εποχή έγινε μέλος της Εταιρείας των Φαρμακοποιών.

Το πρώτο του σονέτο ήταν: Διαβάζοντας για πρώτη φορά τον Όμηρο του Τσάπμαν. Έγινε φίλος με τον Λη Χαντ, γνώρισε τον ζωγράφο ιστορικών θεμάτων Μπένζαμιν Ρόμπερτ Χέυντον, τον ποιητή Τζων Χάμιλτον Ρέϋνολτς  και αργότερα τον Πέρσι Σέλλεϋ.

Στα 21 του αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χειρουργική και φαρμακευτική για να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με την ποίηση. Ο Τζων ήταν εκπληκτικά όμορφος, με κοκκινόχρυσα μαλλιά, κλασικά χαρακτηριστικά, ζωηρή έκφραση, στητή κορμοστασιά αλλά μικρόσωμος.

Όταν μάλιστα, ο ένας από τους αδελφούς του προσεβλήθη από φυματίωση, μεγάλο βάρος της φροντίδας και περίθαλψης του το ανέλαβε ο Τζων. Ο άλλος αδελφός του Τζωρτζ του έδωσε ένα δάνειο 500 λιρών πριν μεταναστεύσει στην Αμερική, το οποίο διεκδίκησε με την επιστροφή του στο Λονδίνο, λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε στη Νέα Γη, παίρνοντας μέρος από την κληρονομιά του Τομ.

Τα οικονομικά του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανθηρά επιβαρύνονταν δε τόσο από την ασθένεια του αδελφού του, όσο και από την μετέπειτα δική του φυματίωση. Πολλές φορές οι κριτικοί ήταν ιδιαίτερα αυστηροί μαζί του, με αποκορύφωμα την άδικη κριτική που γράφτηκε από την εφημερίδα Blackwood's, για το ποίημα του Ενδυμίων, στην οποία αναφέρεται: "Καλύτερα και σοφότερα πειναλέος φαρμακοποιός, παρά πειναλέος ποιητής, γύρνα λοιπόν στο σπίτι σου κύριε."

Στις 3 Φεβρουαρίου του 1820 ο Κητς, παρουσίασε πνευμονικές αιμορραγίες και όπως κατάλαβε και ο ίδιος αυτό ήταν ο αγγελιαφόρος του θανάτου του. Οι γιατροί του συνέστησαν αμέσως ως τελευταία ελπίδα για την ζωή του ένα ταξίδι στην Ιταλία όπου πήγε τελικά με την οικονομική βοήθεια των εκδοτών του μαζί με έναν νέο καλλιτέχνη τον Τζόζεφ Σέβερν.  Μετά από συνεχείς αιμορραγίες πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1821 στα χέρια του Τζόζεφ. Όπως είχε ζητήσει στον τάφο του χαράχτηκε η φράση:

Εδώ κείται κάποιος που τ' όνομα του ήταν γραμμένο στο νερό.

Μα, πείτε μου, πως να μην σε συγκινεί η ποίηση, μέσα στη μετουσίωση της ζωής; Μέσα σε πολέμους, εχθρότητες, μετασχηματισμούς και κολακείες; Ο ρομαντισμός μέσα από την εξέλιξη των πραγμάτων, των συνθηκών και συναισθημάτων!

Τί χρειάζεται η ψυχή για να αγκαλιάσει από την σκληρή καθημερινότητα; Έναν άνθρωπο, του οποίου το όνομα είναι γραμμένο στο νερό! Δηλαδή, σε όνειρα και ελπίδες!