Top menu

Τζαν Κάρσον: "Μου αρέσει να κινούμαι μεταξύ του πραγματικού και του παράξενου ή του μυστηριώδους"

 

Διπλά βραβευμένο (EUPL 2019, Blackwell's Books Kitschies Prize) το μυθιστόρημα της Τζαν Κάρσον Οι Εμπρηστές κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό στα ελληνικά, σε μετάφραση του Απόστολου Θηβαίου, από τις εκδόσεις Βακχικόν. Με αφορμή την κυκλοφορία του η συγγραφέας από τη Βόρεια Ιρλανδία μας μιλά στην συνέντευξη που ακολουθεί για την πρωταγωνίστρια πόλη του βιβλίου της, το Μπέλφαστ, για τον πυρήνα της ιστορίας της αλλά και για τον ρόλο που παίζει κάθε κομμάτι της συγγραφής στη ζωή της.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Το μυθιστόρημά σας «Οι εμπρηστές» κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που τώρα μπορείτε να επικοινωνήσετε την ιστορία σας στους Έλληνες αναγνώστες;

Είναι υπέροχο να σκέφτομαι τους αναγνώστες στην Ελλάδα να συναντούν λίγη από την ιστορία του ταραγμένου παρελθόντος και του περίπλοκου παρόντος της Βόρειας Ιρλανδίας μέσα από αυτό το μυθιστόρημα. Το βιβλίο διαδραματίζεται σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή του Μπέλφαστ που αποκαλώ πατρίδα, οπότε ελπίζω ότι οι Έλληνες αναγνώστες θα μπορέσουν να φανταστούν τον εαυτό τους να εξερευνά τους δρόμους και τις τοποθεσίες - ορόσημα καθώς διαβάζουν τους Εμπρηστές.

Δεν μπορούμε –εύλογα– να σας ρωτήσουμε ποιοι είναι οι εμπρηστές που ξεκινούν τις περίεργες φωτιές στο Μπέλφαστ. Μπορούμε όμως να ρωτήσουμε τι «άναψε τη φωτιά» της έμπνευσης για τους Εμπρηστές;

Είμαι του μαγικού ρεαλισμού και πάντα με γοήτευαν και με έλκυαν πτυχές του πολιτισμού όπου η γραμμή μεταξύ του πραγματικού και του παράξενου ή του μυστηριώδους είναι θολή. Πριν από περίπου έξι χρόνια ήμουν στην Ουάσιγκτον και παρουσίαζα τη δουλειά μου. Διάβασα λίγο από μια ιστορία μαγικού ρεαλισμού και μετά ένα απόσπασμα από ένα δοκίμιο σχετικά με τις μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις 11 Ιουλίου προς τιμήν της Μάχης του Μπόιν. Το αμερικανικό κοινό υπέθεσε ότι οι φωτιές, που ήταν τόσο μεγάλες, ήταν επίσης μια κατασκευή μαγικού ρεαλισμού κι αυτό με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι μερικές από τις πτυχές της ενωτικής κουλτούρας εδώ στη Βόρεια Ιρλανδία που είναι λίγο παράλογες ή κοσμικές. Το μυθιστόρημα προέκυψε από αυτό και επικεντρώθηκε στην κουλτούρα γύρω από τις φωτιές που ανάβουν και τις Πορτοκαλί πορείες που γίνονται κάθε 12η Ιουλίου.

Η αντιμετώπιση της βίας, η απαιτητική δουλειά του να είσαι γονιός και μία πόλη πρωταγωνίστρια είναι μερικά από τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο σας. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια πράγματα για τον πυρήνα του μυθιστορήματός σας;

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη σχεδόν σύγχρονη Βόρεια Ιρλανδία. Διερευνά τον αντίκτυπο των προβλημάτων στο παρόν της Βόρειας Ιρλανδίας και, ειδικότερα, την κληρονομιά του τραύματος και πώς αυτό εκδηλώθηκε στην Κοινότητα των Ενωτικών στο Μπέλφαστ. Αφορά σε μεγάλο βαθμό την πατρότητα και εγείρει το ερώτημα εάν τα παιδιά κληρονομούν τα προβλήματα και τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των γονιών τους. Νομίζω ότι δίνει στους αναγνώστες μια καλή εισαγωγή για το πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Βόρεια Ιρλανδία – η βία δεν είναι πλέον τόσο διαδεδομένη όσο όταν ήμουν παιδί τη δεκαετία του 1980, αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου ειρηνικά και η χώρα παραμένει ένα πολύ διχασμένο μέρος. Θα έλεγα επίσης ότι υπάρχει ένα στοιχείο μαγικού ρεαλισμού στο βιβλίο και, παρόλο που πραγματεύεται ένα αρκετά δύσκολο θέμα, είναι γεμάτο σκοτεινό χιούμορ και μια συναρπαστική πλοκή που κάνει αρκετά ελκυστική την ανάγνωση.

Το βιβλίο σας έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία (EUPL 2019, Blackwell's Books Kitschies Prize). Πώς νιώθετε για αυτές τις διακρίσεις;

Τα βραβεία είναι ωραία γιατί σε βοηθούν να προσεγγίσεις νέο κοινό. Το EUPL ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην δημιουργία ευκαιριών για ευρεία μετάφραση που μου επέτρεψε να βρω αναγνώστες σε όλη την Ευρώπη και πέρα από αυτήν. Είναι επίσης πολύ ενθαρρυντικό να γνωρίζεις ότι οι ομότιμοί σου και οι κριτικοί πιστεύουν ότι αξίζει να τιμηθεί η γραφή σου με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, για μένα είναι σημαντικό να μην παρασυρόμαστε πολύ από τις διακρίσεις και τα βραβεία. Θέλω να γράψω βιβλία για τα οποία θα είμαι περήφανη. Θέλω επίσης να συνεχίσω να προκαλώ τον εαυτό μου ως δημιουργό, ανεξάρτητα από το αν λαμβάνω βραβεία ή όχι. Είναι σημαντικό να μην επηρεάζεσαι πολύ από τα βραβεία, τις κριτικές ή ακόμα και τον αριθμό των πωλήσεων. Μπορεί πραγματικά να αρχίσει να υπονομεύει την καλλιτεχνική σου ακεραιότητα εάν αρχίσεις να γράφεις για να ευχαριστήσεις κριτές και κριτικούς.

Θυμάστε το πρώτο πράγμα που γράψατε ποτέ; Αυτό που σας έδειξε το δρόμο προς τη συγγραφή;

Ξεκίνησα να γράφω αρκετά αργά, στα είκοσι πέντε. Τότε ζούσα στην Αμερική. Η πρώτη μου απόπειρα να γράψω ήταν ένα απολύτως απαίσιο μυθιστόρημα που πήγε κατευθείαν στον κάδο. Ωστόσο, είμαι ευγνώμων για όσα έμαθα από τη διαδικασία συγγραφής ενός ολόκληρου βιβλίου τόσο νωρίς. Με δίδαξε πώς να πηγαίνω με το μαλακό στη δημιουργία μεγαλύτερων έργων, πώς να αναπτύσσω πλήρως τους χαρακτήρες και, ίσως, το πιο σημαντικό, πώς να έχω καλή κρίση αναφορικά με την αξία αυτών που γράφω. Ακόμη και καθώς έγραφα εκείνο το βιβλίο, μπορούσα να πω ότι δεν άξιζε να το συνεχίσω, αλλά ήμουν χαρούμενη που είχα περάσει από τη διαδικασία, και αυτή με προετοίμασε για το επόμενο μυθιστόρημα που έγραψα, το οποίο τελικά εκδόθηκε. Νομίζω ότι είναι απολύτως σημαντικό οι καλλιτέχνες να μάθουν πώς να αποτυγχάνουν από νωρίς. Υπάρχει τόση ανάπτυξη που μπορεί να προκύψει δοκιμάζοντας κάτι που δεν λειτουργεί και μαθαίνοντας από τα λάθη σου.

Κάθε συγγραφέας θέλει φυσικά να τον διαβάζουν και να τον αγαπούν οι αναγνώστες. Αλλά αν κάποιος σας ρωτήσει: Γιατί γράφετε; Τι σημαίνει για εσάς η ίδια η συγγραφή;

Κάνω μια τεράστια διάκριση ανάμεσα στο να είμαι συγγραφέας και στο να γράφω. Μεγάλο μέρος της δουλειάς, πιθανώς το μεγαλύτερο μέρος της, περιστρέφεται γύρω από τις δημόσιες σχέσεις, τη διαχείριση και τη δημόσια περσόνα του να είμαι συγγραφέας και δεν με πειράζει. Ξέρω ότι είναι ένα αναγκαίο κακό και μου αρέσει πολύ να συναντώ αναγνώστες και άλλους συγγραφείς σε φεστιβάλ βιβλίου κ.λπ. Ωστόσο, η κύρια χαρά για μένα ήταν πάντα η φυσική πράξη της δημιουργίας ιστοριών. Δεν υπάρχει τίποτα που να μου αρέσει περισσότερο από το να κάθομαι στο laptop μου με μια μεγάλη κούπα καφέ αφήνοντας τη φαντασία μου να ξεχυθεί στη σελίδα. Δεν έχω αρκετό χρόνο για να γράψω αυτές τις μέρες και πάντα προσπαθώ να βρω χώρο για να επιστρέψω σε αυτό.

Σε τι στοχεύετε όταν γράφετε μια ιστορία;

Με κάθε ειλικρίνεια, γράφω για τον εαυτό μου. Έτσι προσπαθώ πάντα να γράφω το είδος της ιστορίας που θα με ελκύει. Αυτό συνήθως σημαίνει ενδιαφέροντες χαρακτήρες, μια συναρπαστική πλοκή και προτάσεις που δεν φαίνονται υπερβολικά «βαριές» στη σελίδα. Διαβάζω πολλή ποίηση και ακόμα και στην πεζογραφία μου αρέσουν οι προτάσεις που έχουν ρυθμό και λυρικότητα.

Υπάρχει κάτι σχετικά με τον τομέα, τη θέση ή τον ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα που θα θέλατε να δείτε να αλλάζει;

Μακάρι εμείς οι συγγραφείς να είχαμε περισσότερο χρόνο για να γράψουμε και να μην είμαστε τόσο δεμένοι στη διαχειριστική πλευρά του να είμαστε συγγραφείς. Πιστεύω ότι αυτό προέρχεται από την έλλειψη χρηματοδότησης. Κάθε συγγραφέας που γνωρίζω αναλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς ρόλους για να βγάλει αρκετά χρήματα ώστε να συνεχίσει να γράφει βιβλία. Όταν προσθέσεις τον χρόνο για τα ταξίδια, την προώθηση και τη διαχείριση, συχνά νιώθεις ότι ο πραγματικός χρόνος γραφής είναι πολύ χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων. Εάν υπήρχε καλύτερη χρηματοδότηση διαθέσιμη για τους καλλιτέχνες, οι συγγραφείς θα μπορούσαν να αφήσουν πίσω τις υπόλοιπες δεσμεύσεις για να επικεντρωθούν στη γραφή τους. Θα το εκτιμούσα πολύ αυτό.