Top menu

"Ιβάνωφ" του Άντον Τσέχοφ -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ο Ρώσος δραματουργός, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος και ιατρός Άντον Τσέχωφ (1860-1904), έγραψε πολλές θεατρικές επιτυχίες, που συνεχίζουν να παίζονται σε κορυφαίες σκηνές, ανά τον κόσμο. Ανάμεσα τους διακρίνονται “o θείος Βάνιας” (1896), “ο Βυσινόκηπος” (1904), “οι τρείς αδελφές” (1901), “η αρκούδα” (1888), “ο Γλάρος” (1896), “οι βλαβερές συνέπειες του καπνού” (1887), “Πλατόνωφ” (1887), “πρόταση σε γάμο” (1889) και άλλα. Έχει χαρακτηρισθεί εύστοχα, ως ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής.

O “Ιβάνωφ” (1887) είναι ένα πρωτόλειο έργο του, που αποδεικνύει το βαθυστόχαστο και υπερβατικό πνεύμα του δημιουργού. Πρόκειται για μια ακριβή, αλάνθαστη ψυχογραφία, που εμβαθύνει σε ιδιότυπες συμπεριφορές, με συνοδεία πραγματικής δράσης, μέσα από κραυγές και κλαυθμούς λυπημένων μαστόρων της υπερβολής και της αχρειότητας. Ο πρωταγωνιστής παραπαίει, ανάμεσα στο ηθικό χρέος προς την ασθενή σύζυγο Σάρα (η οποία είχε για χάρη του εγκαταλείψει την πλούσια οικογένειά και τη θρησκεία της), και στο κάλεσμα της ευζωίας, όπως εκφράζεται από τον έρωτα της Σάσας, ζωηρής θυγατέρας των ευπόρων Λεμπέντεφ. Κατά τη δραματουργική πορεία αναδεικνύεται ένας τιποτένιος εκμεταλλευτής, που διακατέχεται από τύψεις, προϊόν μάλλον αφελούς, πλην τιποτένιας προσωπικότητας, που θα οδηγηθεί σε άδοξο τέλος, δικαιώνοντας τους συνεχείς προβληματισμούς του. Στο πλευρό του κινείται ένας αυστηρός κριτής, ο γιατρός Λβοφ, που προσπαθεί να επαναφέρει ανεπιτυχώς την ισορροπία στον αναστατωμένο φίλο του. Μάλιστα, η καινούργια κατάκτηση του Ιβάνωφ Σάσα τον ευτελίζει, με απρεπείς και ειρωνικούς χαρακτηρισμούς (“η προσωποποίηση της κραυγαλέας τιμιότητας!”). Ο Ιβάνωφ δεν ενδιαφέρεται για την ετοιμοθάνατη γυναίκα του και επιδίδεται σε δικαιολόγηση του στους υβριστικούς χαρακτηρισμούς (“αιμοβόρος, αρχικλέφταρος, δολοφόνος”) απέναντι στον μέλλοντα πεθερό του Λεμπέντεφ. Μετά από τα παραπάνω η Σάρα πεθαίνει και παράλληλα οργανώνεται ο γάμος με την Σάσα. Η κορύφωση και ανατροπή της αφηγηματικής ροής ολοκληρώνεται με τον αυτοπυροβολισμό του Ιβάνωφ, ένα είδος δικαίωσης, αφού κατέστρεψε την ίδια του την ύπαρξη, στην προσπάθεια να αποστομώσει τους επικριτές, αλλά και να καταδείξει την εσωτερική του τραγικότητα.

Μέσα στα ακραία όρια χαρμόσυνων μηνυμάτων ξεπηδούν προβληματισμένα όντα, που ντυμένα ανθρώπινες μορφές, κορρυβαντιούν στις ευαίσθητες ψυχές, ως ολετήρες, αδιαφορώντας για τις πληγές, που προκαλούν στα θύματά τους. Πρόκειται για τους εκμεταλλευτές της συνείδησης, εκείνους που σέρνονται χαμαιλεΐζοντες, υποκρινόμενοι, δήθεν τεταπεινωμένοι, εγωιστές, υποκρυπτόμενοι με πλαστά προσωπεία, εκμεταλλευτές των αδυναμιών, επεμβατικοί στις συνειδήσεις των άλλων. Αυτοί είναι που καταστρέφουν τους κανόνες, τη γαλήνη, τις τίμιες συναλλαγές, τα όνειρα, τις οπτασίες, τις αναπεπταμένες ελπίδες, τα ατέλειωτα ταξίδια της ευτυχίας. Τελικά, αφού περιδιαβαίνουν ασυλλόγιστα, επιστρέφουν στο πεπρωμένο, που αναμένει τιμωρό να επιβάλει δίκαιες ποινές. Αναλογίζονται, ως αθώες περιστερές, τα περασμένα, χωρίς όμως να φανερώνουν τους αληθείς φταίχτες, ιδιαίτερα μάλιστα τον ίδιο τους τον εαυτό. Με αυτήν την ψυχαναλυτική ευστροφία-διότι οι ένοχοι σκαρφίζονται τεχνάσματα προς διαφυγήν από το συλλογικό άχθος-αναστρέφουν τα γεγονότα, αποκρύπτουν εκείνα που τους καταδικάζουν και τονίζουν υπερφίαλα τα αδιέξοδα του εαυτού τους.

Η σκηνοθέτης Άντζελα Μπρούσκου, συνέλαβε επιτυχώς τις πτυχές και το πνεύμα του Τσεχωφικού θεάτρου. Έδωσε με ενάργεια τη φθορά των ατόμων από τις μοιραίες, αναπόφευκτες καθημερινές τριβές, μέσα στις οποίες αναφύονται ατομικές συγκρούσεις. Στα θετικά πρόσημα της παράστασης, περιέχεται η εμφανής ειρωνεία, που αναμειγνύεται κατά μυστηριώδη τρόπο με μια σπαρακτική εκδοχή του αδύνατου.

Ιδιαίτερη αναφορά οφείλεται στον Χορό, αυτό το εύρημα της Ελληνικής αισθητικής, που επανήλθε περιχαρής και θορυβώδης, για να ντυθεί το σύνηθες προσωπείο του, της κοινωνίας, των πολλών, της κοινής γνώμης, των σχολιαστών της επικαιρότητας, των αδέκαστων τιμητών ενάντια στους παραβάτες, του εκφραστή ηθών και εθίμων, των σκληρών κανόνων της ειμαρμένης. Ο Χόρος παρέσυρε σε ταχύ ρυθμό και υπενθύμισε, ότι η παράβαση των κανόνων επιφέρει σκληρή τιμωρία.

Τα μέλη του θιάσου (Ανδρέας Κωνσταντίνου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Βάλια Παπαχρήστου, Κρις Ραντάνωφ, Τσιμάρας Τζανάτος, Ίλια Αλγκάεφ, Αλμπέρτο Εσκενάζυ και Αλέξανδρος Μαράκης) με απόλυτα συντεταγμένη μορφολογία υποδύθηκαν τους θεατρικούς ρόλους, με άκρα επιτυχία, αποδεικνύοντας ότι είχαν μελετήσει εμβριθώς το Τσεχωφικό έργο και είχαν κατανοήσει το πνεύμα του μεγάλου Ρώσου. Τα σκηνικά και οι φωτισμοί με εκφραστική λιτότητα, όπως άρμοζε, στην δομή του θεάτρου. Η μουσική της Nalyssa Green προσέδωσε στα δρώμενα κινητικότητα, προς αποκατάσταση της αναγκαίας στασιμότητας από τον κυρίαρχο Λόγο και την εσωτερικότητα του κεντρικού ήρωα.

Συμπερασματικά, ο “Ιβάνωφ” ευτύχησε στη συνάντησή του με άξιους θεατράνθρωπους, που ανέδειξαν ένα παραμελημένο κείμενο του Αντον Τσέχωφ.