Top menu

"Γκιλοτίνα" του Γ. Α. Χριστοδούλου -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Στο θεατρικό αυτό έργο πρωταγωνιστής είναι ένας, πλην αόρατος, που λειτουργεί ως όργανο τιμωρίας των παραβατών του νόμου και της συνείδησης, αιωρούμενος στην ατμόσφαιρα, εν είδει εκφοβιστικού συμβόλου. Είναι η λαιμητόμος, που επικρέμαται αιχμηρή πάνω από τις κεφαλές των αμύητων. Η “Γκιλοτίνα”, παράσταση με έντονο προβληματισμό, στον οποίο βυθίζονται οι μιμητές, κυρίως όμως οι αληθινοί πρωταγωνιστές, κινούμενοι υπό την επιρροή κοινωνικών προταγμάτων, όπου τα ενεργούμενα, ήτοι οι κοινοί θνητοί, έχουν την ψευδαίσθηση, ότι επεμβαίνουν αποφασιστικά, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλές μαριονέττες, καρικατούρες σκιών κεκρυμένων, μακριά από το ουσιώδες. Πρόκειται για μια μορφή ετεροπροσδιορισμού, ένα είδος ατομικού κλονισμού, μια πρωτοπόρα μυθοπλασία, μια εμπειρική προσέγγιση με ασθμαίνουσα ταχύτητα, απανωτές εκρήξεις, μηδενιστική ενότητα, μια μελέτη της αλλοτρίωσης, ένας εμβληματικός λόγος, ένα εκμαγείο του επίπλαστου, μια ψηλάφηση της αυτογνωσίας.

Ο συγγραφέας Γ. Α. Χριστοδούλου, με το έργο του αυτό επαναφέρει τον αδιέξοδο διάλογο, όπως το είχε ήδη επιχειρήσει επιτυχώς με τον “Ομφάλιο λώρο”, που διδάχθηκε στο παρελθόν στο θέατρο Ελπίδας. Με δωρικό ύφος κλείνει σε ένα κελί τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους και πειραματίζεται σχετικά με εκείνο που ο μέγας Αλεξανδρινός κληροδότησε στο “Che fece…in gran rifiutos”, στο οποίο τα ζωντανά αθύρματα κοιτάζουν με τρόμο το συγκλονιστικό, μοιραίο, αδυσώπητο, ιλιγγιώδες, δίλημμα ανάμεσα στο μεγάλο ναι ή στο μεγάλο όχι.

Η θεατρική μούσα ενέπνευσε έναν εραστή της στην αισθητική σκηνική αναπαράσταση εικόνων της πραγματικότητας, που φανερώνεται ενώπιον μας σκληρή, βίαιη, ανάλγητη. Αναζητείται, μέσα από εκρήξεις φράσεων και λογισμών, το απώτερο νόημα του βίου. Η επανάσταση, η ανατροπή, το καινούργιο, η δικαιοσύνη, η ισότητα, ο συμβιβασμός, η τραγικότητα, η ελευθερία, αιτήματα παγκόσμια, που προσεγγίζουν το αξιακό μοντέλο των μαχητών, σχηματίζουν ένα αναβράζον δοχείο, με τους ήρωες να ομονοούν σε μια αλήθεια, εκείνη που προσδιορίζεται από τα συναισθήματα, το παρελθόν, τις νεανικές επιρροές, τους έρωτες, τη κατάθλιψη, την κατάρρευση, την απαξίωση των οραμάτων.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόρτζος με λιτά μέσα, ανέδειξε το ταλέντο των ηθοποιών, που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και απέδειξαν ότι διείσδυσαν άψογα στους χαρακτήρες του έργου. Η Γιούλη Ζήκου (Ειρήνη), με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και επιμονή σκιτσάρισε με επιτυχία τον τύπο της επαναστάτριας, που ελπίζει σε πλήρη, ολοκληρωτική ανατροπή για να επικρατήσουν τα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης. Βρίσκεται σε μόνιμο αναβρασμό, ακούγοντας τις ιαχές του πλήθους, στενοχωρημένη, που δεν μπορεί να μετάσχει, κλεισμένη άδικα σε ένα κελί. Χωρίς ρίζες, χωρίς ισχυρά έρματα, έξω από οικογενειακή θαλπωρή, στρέφεται εναντίον του συστήματος και των δεσμεύσεων που αυτό συνεπάγεται για τους ανθρώπους. Ο Πασχάλης Τσαρουχάς (Βασίλης ή Μπίλ) υποκρίνεται με θαυμάσιο τρόπο τον σκληρό αστυνομικό, που εκπροσωπεί την εξουσία, το Κράτος, τη Δύναμη, όπως άλλωστε όλα τα επίσημα όργανα πράττουν, υπερασπιζόμενα τα κεκτημένα. Ακόμη και η σωματοδομή του ευνοεί την ανάδειξη του ήρωα, που υποδύεται, ήτοι ενός άτεγκτου στελέχους της Δημόσιας Τάξης. Ιδιαίτερη μνεία κρίνεται απαραίτητη, στην συζήτηση ανάμεσα σε αυτόν και την φυλακισμένη Ειρήνη, στην οποία αποκαλύπτεται ότι ήταν και δύο τρόφιμοι ορφανοτροφείου, άρα δεν είχαν γνωρίσει τους γονείς τους, ότι αγαπι-ντουσαν και ότι τελικά τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Ο Γιάννης Πολιτάκης (Αντουάν), χιουμορίστας, με ατάκες και έξυπνα αστεία, αναδεικνύει έναν λαϊκό τύπο, που ζει αφαιρώντας πορτοφόλια και λοιπά πολύτιμα αντικείμενα από τις τσέπες των συμπολιτών του. Υπηρετεί τον ρόλο του με άκρα συνέπεια και τούτο γίνεται εμφανές, όταν φανερώνει την καταγωγή του και διεκτραγωγεί την κατάντια του. Ο Γιάννης Μόρτζος (Άστεγος), ως ηθοποιός, χαρίζει δείγματα των ικανοτήτων του και συντονίζει άψογα από τη γωνία του τις κινήσεις και τον λόγο των μελών του θιάσου. Αποκαλύπτει και αυτός ότι προέρχεται από επιφανή οικογένεια, με έναν καταπιεστικό πατέρα, που ήθελε να τον πλάσει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του.

Η μουσική του Τάσου Μπινιάρη ήταν ενταγμένη με επιτυχία στην παράσταση και χωρίς υπερβολές τόνισε την ατμόσφαιρα και την εξέλιξη των δρωμένων.

Θα μου επιτραπεί μια παρατήρηση: Η μεταμόρφωση, δίκην από μηχανής θεού, του Άστεγου, μάλλον δεν προσέθεσε στην δραματουργία της παράστασης

Συμπερασματικά, ήταν μια ιδεώδης δραματική αποτύπωση ενός σκηνικού, που συμβαίνει καθημερινά στον χώρο μας, στο περιβάλλον μας, στην ίδια την οικογένειά μας. Οι συγκρούσεις και η τραγικότητα τεσσάρων ατόμων, που ενώ φαίνονται ξένοι μεταξύ τους, τελικά διαπιστώνουν, ότι μοιάζουν και μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες. Με ιδανική μεθοδικότητα μεταφέρονται εύστοχα στην αληθινή ζωή οι καραδοκούσες Ερινύες, που αναμένουν τους θνησιγενείς να υποπέσουν σε αμαρτήματα για να απομυζήσουν την ύπαρξή τους.