Top menu

"Ρινόκερος" του Ευγένιου Ιονέσκο -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Στην σκηνή του θεάτρου “Κιβωτός” ανέβηκε με επιτυχία το σουρεαλιστικό έργο «Ρινόκερος» του Ρουμάνου θεατρικού συγγραφέα Ευγενίου Ιονέσκο (διδάχθηκε στην Ελλάδα το 1962, από τον Κάρολο Κουν, στο Θέατρο Τέχνης), υπό τις οδηγίες του δεξιοτέχνη της κίνησης, των εύστροφων διαλόγων και της αέναης διαφυγής από την πεπατημένη, Γιάννη Κακλέα. Επρόκειτο για συναρπαστική παράσταση, μέσω της οποίας δόθηκε επικαιρική μετάλλαξη του αρχικού στόχου του κυρίου εκπροσώπου του θεάτρου του παράλογου. Οι αναφορές στην προπολεμική εποχή, στην ακατανόητη, δίκην αγέλης ρινόκερων, επέλαση των χιτλερικών ορδών, στην πλήρη αφομοίωση των χαρακτήρων και μηδενισμό κάθε είδους αυτονομίας της βούλησης, μεταποιήθηκαν από τον ευφυή αυτόχθονα θεατράνθρωπο σε βορβορώδη εισβολή ανίκητων δυνάμεων της πολιτικής κυριαρχίας, των μέσων επικοινωνίας, της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, της διαφήμισης και κάθε μορφής ελέγχου των ανθρώπινων εγκεφάλων. Μπροστά σε παρόμοια κτυπήματα ενάντια στις ευαίσθητες συνειδήσεις, οι αντιστάσεις είναι αδύναμες, με συνέπεια την αθέλητη ένταξη σε ομοιόμορφη, απρόσωπη, ομάδα, που βαδίζει ανίκητη στη μάχη με την ανεξαρτησία, τον εγωιστικό περίγυρο και την ατομική θέληση.

Ο Eugen Ionesko (1909-1994), ρουμανικής καταγωγής, αλλά πολιτογραφημένος Γάλλος, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, εκτός από θεατρικός συγγραφέας ήταν ποιητής, ζωγράφος, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και λιμπρετίστας. Τα έργα του είναι διαχρονικά και φιλοξενούνται επανειλημμένα στις θεατρικές σκηνές ανά τον κόσμο. Έγραψε σωρεία θεατρικών έργων, ανάμεσα στα οποία είναι: Το La cantatrice chauve (Η Φαλακρή Τραγουδίστρια, 1948), το Les Salutations (Οι χαιρετισμοί, 1950), το La Leçon (Το Μάθημα, 1951), Les Chaises (Οι Καρέκλες, 1952), το Le Maître (1953), το Victimes du devoir (Θύματα του καθήκοντος, 1953), το La Jeune Fille à marier (Κόρη σε ηλικία γάμου, 1953), το Αmédée ou Comment s'en débarrasser (Αμεδαίος ή Πώς να τον ξεφορτωθούμε, 1954), το Jacques ou la soumission (Ιάκωβος ή η Υποταγή, 1955), το Le Nouveau Locataire (Ο Καινούριος Νοικάρης, 1955), το Le Tableau (1955), το L'Impromptu de l'Alma (Ο αυτοσχεδιασμός της Άλμα, 1956), το L'avenir est dans les œufs (Το μέλλον είναι στα αυγά, 1957), το Tueur sans gages (Δολοφόνος χωρίς αμοιβή, 1958), το Scène à quatre (1959), το Apprendre à marcher (1960), το Rhinoceros (Ρινόκερος, 1959), το Délire à deux (Ντελίριο για δύο, 1962), το Le Roi se meurt (Ο βασιλιάς πεθαίνει, 1962), το Le Piéton de l'air (Ο πεζός του αέρα, 1963), το La Soif et la faim (Η δίψα και η πείνα, 1964), το La Lacune (Η διακοπή, 1966), το Jeux de massacre (Παιχνίδι της σφαγής, 1970), το Macbett (1972), το L'Homme aux valises (Ο άνθρωπος με τις βαλίτσες, 1975) και το Voyage chez les morts (Ταξίδι στους νεκρούς, 1980).

Ο Ρινόκερος είναι μια μελέτη επάνω σε φιλοσοφικά υπαρξιακά διλήμματα, στην μαζικότητα των κινημάτων, στην πλήρη ενσωμάτωση σε αυτά των αφελών ακόλουθων, στον φορμαλισμό, στον οποίο περιπίπτουν οι έσχατοι και ημιμαθείς, αλλά και οι κατ’ επίφασιν λόγιοι, προκειμένου να διαφυλάξουν τα κεκτημένα και την ηρεμία τους. Από άλλη οπτική γωνία, διερευνάται η εμβάθυνση στην δεκτικότητα του ατόμου σε υποβολή, η οποία μάλιστα αυξάνεται όταν βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος. Θεωρητική ανάλυση του φαινομένου είχε επιχειρήσει ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης Sigmund Freud (1856-1939) στο Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ (1921).

Στην πλατεία ενός μη κατονομαζόμενου χωριού δύο αδελφικοί φίλοι (Ο περιθωριακός και μέθυσος Μπερανζέ και ο εύγλωτος και εγωιστής Ζαν) συζητούσαν για έναν ρινόκερο, που εμφανίσθηκε αδοκήτως και επιδιδόταν σε καταστροφές. Οι ταπεινοί επαρχιώτες τρομοκρατήθηκαν με το νέο, όπως ήταν φυσικό, και αντέδρασε ο καθένας με τον τρόπο του. Εν τω μεταξύ ένας δεύτερος ρινόκερος σκότωσε τη γάτα μιας έξαλλης ευαίσθητης γυναίκας, οπότε αποφασίσθηκε εν σώματι να κινητοποιηθούν προς εξάλειψη του φοβερού κινδύνου. Στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας, όπου ο Μπερανζέ εργαζόταν, καυγάδιζαν ο συνετός Ντιτάρ και ο νευρικός Μποτάρ, ο οποίος αμφισβητούσε την ύπαρξη ρινόκερων στην περιοχή τους. Εν τω μεταξύ οι μαρτυρίες πολλαπλασιάσθηκαν και ένα είδος ρινοκερίτιδας είχε κυριεύσει τα πλήθη. Ο Ζαν διαφωνούσε με τον Μπερανζέ, αν πράγματι μπορούσαν να μεταμορφωθούν οι άνθρωποι σε ρινόκερους και αν περιείχε ηθικά στοιχεία το γεγονός αυτό. Ο Ζαν τελικά μεταμορφώθηκε σε ρινόκερο, οπότε αποθηριώθηκε και υπεστήριζε τα δικαιώματα αυτών των παχύδερμων. Ο Ντιτάρ πήρε τη θέση των ρινόκερων, αναφέροντας ότι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα επιλογής και η φιλενάδα του Ντέζι αγκάλιασε τον Μπερανζέ, διαπιστώνοντας ότι είναι οι μόνοι άνθρωποι που απέμειναν ανάμεσα σε ένα κόσμο ρινόκερων. Μετά από έναν διαπληκτισμό μεταξύ τους η Ντίζι προσέφυγε στην τάξη των παχύδερμων και ο Μπερανζέ, απομονωμένος, επεδίωξε και αυτός να μεταβληθεί σε ρινόκερο, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος, μόνος και έρημος, απομονωμένος από τον περίγυρο, ξεπέρασε την κρίση, αλλά συντετριμμένος από την κυριαρχία του παράλογου και της μαζικής φρενίτιδας, κραύγασε περίλυπος «Είμαι μόνος ανάμεσα σε ανθρώπους σκληρούς σαν πέτρες, επικίνδυνους σαν φίδια, άσπλαχνους σαν τίγρεις. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος σε αυτό το νησί των τεράτων και επομένως δεν αντιπροσωπεύω τίποτε πια, απλώς μια ανωμαλία, μια τερατωδία. Δεν συνθηκολογώ». Ο Μπερανζέ είναι πρωτεύουσα φυσιογνωμία του Ιονέσκο, αφού εμφανίζεται και στα Ο βασιλιάς πεθαίνει και Ο πεζός στον αέρα.

Αποτυπώνεται με ενάργεια το παίγνιον της χειραγώγησης των πληθών. Οι εξουσιαστικοί προπαγανδιστικοί άξονες, εφοδιασμένοι με υπερφυσικά ανθρώπινα ζωώδη πάθη, χαιρεκακίες, μειονεξίες, σαδιστικότητα, μνησικακία, φθόνο, προκειμένου να τιθασεύσουν τις άλογες μάζες και να αφαιρέσουν κάθε δυνατότητα σκέψης. Οι αφελείς πείθονται, οι βάρβαροι είναι επί θύραις, οι καμπάνες σιγούν. Η ανθρώπινη σκέψη απογυμνώνεται από κριτικό πνεύμα και υποχωρεί μπροστά στην παραφροσύνη των φανατικών. Η φαντασιακή ουτοπία υποθάλπει ψευδείς ελπίδες και χαλκεύεται κάθε διάθεση αντίστασης. Οι ρινόκεροι, ήτοι τα τάγματα εφόδου, πείθουν για τις αγαθές τους προθέσεις, ο ορθός Λόγος υποχωρεί, οι μάζες συντάσσονται, αγεληδόν, υπό τις σημαίες του μίσους και της καταστροφής.

Ο Γιάννης Κακλέας αρέσκεται στην ταχύτητα. Πιστεύει ότι το θέατρο οφείλει να δρα γρήγορα και οι σκηνές να εναλλάσσονται χωρίς καθυστέρηση. Η εμπλοκή του με τον δυστοπικό υπερρεαλιστή Ε. Ιονέσκο (είχε προηγηθεί το “Παιγνίδι της σφαγής”, το 2018, στο Εθνικό Θέατρο, σκηνή Μ. Κοτοπούλη) προσέθεσε ασήκωτο βάρος στους ώμους του, διότι όφειλε να τρέξει ένα πυκνό, δυσκίνητο και εν πολλοίς απηρχαιωμένο έργο σε ευκολοχώνευτη υπόθεση, με νεωτερικά στοιχεία, κυρίως όμως με σύγχρονες αναφορές και τρέχουσες παραμέτρους.

Με ένα ευφυές εύρημα αντικατέστησε την προπολεμική επιρροή του χιτλερισμού στις μάζες, με τον εγκλωβισμό των συνειδήσεων που επιτυγχάνει η πρωτοπόρος τεχνολογία και η καθηλωτική ομοιομορφία στη σκέψη, στα αισθητικά ζητούμενα, στις επιφανειακές συντροφιές, στην επιπολαιότητα, στις ομαδικές ενστικτώδεις αντιδράσεις. Όμως τελικά το αποτέλεσμα είναι ίδιο, το ηθικό δίδαγμα του έργου φέρει τη σκέψη στο αδιέξοδο και στην οφειλόμενη επιφυλακή, απέναντι στους καραδοκούντες Κλέωνες.

Ο έλεγχος της τεχνολογίας υποκαθιστά δόλια την αυτονομία της βούλησης και τα άτομα είναι έτοιμα, αφού έχουν καταπιεί μικρές δόσεις δηλητηρίου, κατά το παράδειγμα του Μιθριδάτη, εθίζονται ανεπανόρθωτα και περιπίπτουν στην παγίδα των επιτήδειων. Η ρινοκερίτιδα, είναι επιδημία, την οποία οφείλουμε να υπερβαίνουμε αποτελεσματικά και έγκαιρα. Η θριαμβική είσοδος της μαζικής κουλτούρας θα παρασύρει ακόμη και τους εγκρατείς, που θα συμφωνήσουν με τη νέα τάξη πραγμάτων, υποθέτοντας αφελώς ότι πρόκειται για μοιραία εξέλιξη. Ο Μπελανζέ είναι κάποια αδιόρατη συνειδησιακή φωνή, που συντηρεί άσβεστη τη φλόγα της ελπίδας και του σθένους που τα άτομα έχουν χρέος στην αξιοπρέπειά τους να επιδείξουν.

Το εφιαλτικό περιβάλλον, που ο Ιονέσκο υπαινίσσεται, αφορά πρωτευόντως τα σύγχρονα ήθη και γι΄αυτό ο Μεγάλος Ρουμάνος είναι διαχρονικός. Ο Γ. Κακλέας πέτυχε τον στόχο του και με το τέχνασμά του έδωσε χρώμα και εικόνα στο έργο, ενώ παράλληλα ιχνογράφησε τα επεισόδια με χάρη, εφοδιάζοντας τους διαλόγους με χιούμορ προς ηδυσμόν των αγωνιώντων θεατρόφιλων, κυρίως όμως προς έντεχνη διοχέτευση εκείνου που ο δημιουργός του έχει κατά νουν. Το πνεύμα του Κάφκα που διαπερνούσε όλη την παράσταση, παρ΄όλη την ηθελημένη ελαφρότητα των χαρακτήρων, εν συμπεράσματι υπερτέρησε με τον τελικό μονόλογο του ικανού πρωταγωνιστή.

Στα θετικά σκηνογραφικά ευρήματα συγκαταλέγονται οι δύο πλατφόρμες που έλαβαν πλάγια ανηφορική στάση δείγμα της απόγνωσης των ηρώων. Η κατεστραμμένη πόλη από την οποία αναδίδονταν καπνοί, ανέδιδαν με ευκρίνεια τα αποτελέσματα της μαζικής υστερίας. Οι εικόνες και η τεχνολογία δυναστεύουν τις ψυχές. Συμπερασματικά τα σκηνικά (του Γ. Κακλέα και του Σ. Μπιρμπίλη) είχαν την απαραίτητη αληθοφάνεια προς την σωστή κατεύθυνση.

Ο Σπύρος Γασπαράτος συνέθεσε εμφαντική μουσική συνοδεία, επιβοηθητική των επί σκηνής δρωμένων. Έδωσε ζωή και παλμό στους περιφερόμενους δευτεραγωνιστές. Η Μαρία Καραπούλιου έντυσε με φαντασία τους ηθοποιούς, σύμφωνα με το σκηνοθετικό πνεύμα. Ο Αρ. Σερβετάλης φορούσε ένα λιτό ευτελές ρούχο, που ταίριαζε απόλυτα με τον περιθωριακό τύπο που υποδυόταν. Άκρως επιτυχημένοι ήταν και οι έντονοι φωτισμοί ιδιαίτερα των δύο πρώτων πράξεων, που επιμελήθηκε ο Σάκης Μπιρμπίλης. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για την διδασκαλία της κίνησης της Αγγελικής Τρομπούκη, η οποία κατανόησε την ατμόσφαιρα της αταξίας, που επικράτησε πριν και μετά την καταλυτική έλευση των ρινόκερων και δίδαξε με επιμέλεια τον θίασο. Ο Στάθης Αθανασίου, με βίντεο αποτύπωσε εύστοχα, πλην ολίγον υπερβολικά, τη συντριπτική εποπτεία του θεάματος στις ευάλωτες ψυχές.

Ο Άρης Σερβετάλης επισκίασε τους πάντες με την εξέχουσα γλαφυρότητα, την υποκριτική δεινότητα, τον έλεγχο της συμπεριφοράς, την απλότητα των αντιδράσεων, τον τελικό συγκινητικό μονόλογο. Η ερμηνεία του ιχνογράφησε ζωηρά κάποιο μοναχικό και ιδιόρρυθμο άτομο, που μόνον αυτό θα μπορούσε να αντιδράσει στον λαϊκό ξεπεσμό και την ομαδική μαζικοποίηση (στο θρυλικό “Kουρδιστό πορτοκάλι” του Anthony Burgess, με σκηνοθεσία Γ. Κακλέα, το 2015, αποθεώθηκε στον ρόλο του Άλεξ).

Ο Στέλιος Ιακωβίδης (Ζαν) ήταν ακριβής και αρίστευσε στην αποστολή του εγκάρδιου φίλου του πρωταγωνιστή. Η Έλλη Τρίγκου, ερμήνευσε με μαεστρία, έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο, ως ερωμένη του Μπελανζέ.

Οι υπόλοιποι υποκριτές εμβάθυναν στους ρόλους τους και λειτούργησαν ως μαριονέττες, όπως έπρεπε, ώστε να αναδειχθεί η ιδιαιτερότητα των ανθρώπινων σχέσεων, που φανταζόταν ο Ιονέσκο. Μετείχαν οι Ροζαλία Κυρίου, Θάνος Μπίρκος, Πάνος Παπαδόπουλος, Αγγελική Τρομπούκη, Κωστής Μπούντας, Αναστασία Στυλιανίδη. Είναι όλοι τους άξιοι επαίνων.
Ο Ε. Ιονέσκο, όταν έγραψε τον «Ρινόκερο» πριν από 60 χρόνια δεν θα είχε στο μυαλό του τις νέες μορφές καταδυνάστευσης των ανθρωπίνων συνειδήσεων. Την αποστολή αυτή, δηλαδή την επικαιροποίηση ενός κλασσικού δημιουργήματος, ανέλαβε και διεκπεραίωσε επάξια ο Γιάννης Κακλέας.