Top menu

Η Μαρία Παναγοπούλου μας συστήνεται και μας συστήνει "Το Δόγμα"

 

"Κρατώντας το βιβλίο στα χέρια μου νιώθω συντονισμένη με τον πραγματικό μου εαυτό και συμφιλιωμένη με το σύμπαν". Η Μαρία Παναγοπούλου μας συστήνεται και μιλά μαζί μας για το πρώτο της μυθιστόρημα, Το Δόγμα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. 

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

«Το Δόγμα». Το πρώτο σας βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Τι σηματοδοτεί για εσάς; Πώς νιώθετε που το κρατάτε στα χέρια σας;

Πριν από οτιδήποτε άλλο, η απόφαση να επιδιώξεις την έκδοση του πρώτου σου βιβλίου, σηματοδοτεί την πίστη στον εαυτό σου ως συγγραφέα -και μαζί φυσικά την ετοιμότητα να κριθείς ως τέτοιος. Κι έπειτα, η στιγμή που οποιοδήποτε έργο ξεκινά το ταξίδι του στον κόσμο, είναι η πρώτη και η πιο αδιαμφισβήτητη ικανοποίηση του δημιουργού. Κρατώντας το βιβλίο στα χέρια μου νιώθω συντονισμένη με τον πραγματικό μου εαυτό και συμφιλιωμένη με το σύμπαν.

 

«Το Δόγμα» ακολουθεί τον άνθρωπο σε μια ανεξερεύνητη περιοχή: εκεί όπου θα βρεθεί όταν εγκαταλείψει την ίδια του την πολιτική φύση… Δηλαδή;

Λέγεται συχνά ότι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι ένα άπιαστο όνειρο, γιατί ο άνθρωπος είναι «από τη φύση του» εγωιστής και άπληστος. Ο άνθρωπος όμως, χάρη στην κατάκτηση του λόγου, δεν αναπαράγει απλώς γενετικά δοσμένες συμπεριφορές, αλλά αναπτύσσει ελεύθερη βούληση· ενώ παράλληλα ξεπερνά τον φυσικό κόσμο και τους περιορισμούς του, δημιουργώντας πολιτισμό. Η παραπάνω άποψη λοιπόν παραβλέπει ότι η μόνη «φύση» που έχουμε ως είδος είναι η δυνατότητα -και η ευθύνη- να επιλέγουμε συνειδητά τη συμπεριφορά μας και να διαμορφώνουμε συλλογικά την κοινωνία μας. Στον κόσμο του βιβλίου -έναν κόσμο που ψάχνει τον δρόμο του μετά από μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή- η πίστη σ’ αυτή τη δυνατότητα έχει χαθεί. Γύρω από τους ήρωες και την πλοκή της ιστορίας, βλέπουμε μια κοινωνία που, τελεσίδικα πεπεισμένη ότι ο άνθρωπος δε θα ξεπεράσει ποτέ τα αδιέξοδά του, αποφάσισε να τον παρακάμψει, αναθέτοντας την οργάνωσή της στην τεχνητή νοημοσύνη.

 

Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και πώς δουλέψατε για τη δημιουργία της;

Η βασική συνθήκη που διατρέχει τον κόσμο της ιστορίας -πολίτες που αποποιούνται την πολιτική τους ταυτότητα- γεννήθηκε στο μυαλό μου σαν ανάπτυγμα της δικής μας εποχής και της κυριαρχίας του περιβόητου «There Is No Alternative» (δεν υπάρχει εναλλακτική). Ενός αφορισμού που, αν είναι ξεκάθαρο το γιατί προμοτάρεται, ασφαλώς προβληματίζει η γενική αποδοχή του. -Άραγε κατά πόσο η υποτιθέμενη αυτή βεβαιότητα αποτελεί πηγή και κατά πόσο άλλοθι της αδράνειάς μας; Το μυθιστόρημα ωστόσο δεν είναι δοκίμιο για να αναπτυχθεί γύρω από έναν σκελετό  ιδεών. Για τη γραφή της ιστορίας δούλεψα σε διάφορα επίπεδα, αλλά με όλα τους να υποτάσσονται στις ανάγκες της μυθοπλασίας. Το σκηνικό είναι ένας επινοημένος κόσμος, με τη δική του ιστορία, νοοτροπία και καθημερινότητα. Οι ήρωες, πρόσωπα διαφορετικής ψυχονοητικής συγκρότησης, με τα οποία έπρεπε ωστόσο να αναπτύξω επαρκή ταύτιση. Και η πλοκή, το αποτέλεσμα μιας απρόβλεπτης αλλά αβίαστης διαδρομής των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Τέλος, η αφηγηματική «φωνή» ανήκει κι αυτή στον κόσμο του βιβλίου· με αποτέλεσμα, κάθε ερμηνευτική παρέκβαση του κειμένου να είναι εξίσου μέρος της μυθοπλασίας. Έτσι βλέπουμε «ζωντανά» πώς μπορούν τα πιο εύστοχα ερωτήματα να βρουν τις πιο στρεβλές απαντήσεις, όταν η γνώση και η κριτική σκέψη δίνουν τη θέση τους στη διαχείριση πληροφορίας. Ενώ ταυτόχρονα, καλούμαστε να πλοηγηθούμε χωρίς έναν χάρτη να μας ξεκαθαρίζει πού σταματάει το «σωστό» και πού αρχίζει το «λάθος».

 

Τι ρόλο παίζει η λογοτεχνία γενικά στη ζωή σας και πότε και πώς βρήκατε τον δικό σας δρόμο προς τη συγγραφή;

Από μικρή, όταν διάβαζα λογοτεχνία, ένιωθα το άγγιγμα του υπερβατικού -σαν να ανοίγεται μια πόρτα που από το περίκλειστο σύμπαν της καθημερινότητας σε βγάζει στους ανοικτούς ορίζοντες. Και ταυτόχρονα μέσα από τα μυθιστορήματα που αγάπησα, άρχισα ουσιαστικά να μαθαίνω τον κόσμο, τον άνθρωπο, τον εαυτό μου. Η δε ανάγκη να γράφω υπήρχε πάντα μέσα μου, ωστόσο μόνο τα τελευταία χρόνια -όταν το επέτρεψαν οι γενικότερες συνθήκες της ζωής μου- αφοσιώθηκα στην προσπάθεια να γράψω μυθιστόρημα. Έτσι μετά από πολλή δουλειά, εξάσκηση, πειραματισμό, ολοκλήρωσα το «Δόγμα» -το έργο με το οποίο «συστήνομαι» ως συγγραφέας.

 

Αν έπρεπε να συστηθείτε μέσα από τα αγαπημένα σας λογοτεχνικά έργα;

Θα έβαζα πλαφόν στον εαυτό μου, ας πούμε πέντε έργα, για να μην πλατειάσω. Και αυτά θα ήταν η «Μαγεμένη ψυχή» του Ρολλάν, το «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι, η «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ και ο «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες.

 

Ποιες είναι οι σκέψεις σας όταν σκέφτεστε κάποιον να διαβάζει το βιβλίο σας;

Το «Δόγμα» έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, σχετικά πειραματικό. Κατά διαστήματα, εμβόλιμα κείμενα παρεμβάλλονται στην πλοκή και μας εξηγούν πώς λειτουργεί το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στον οποίο αυτή εκτυλίσσεται. Κείμενα που, αν και αναγνωρίζουμε τις θεωρητικές τους βάσεις, ανήκουν ωστόσο κι αυτά στον κορμό της μυθοπλασίας· αφού η εξέλιξη της σημερινής γνώσης και σκέψης, στον κόσμο του βιβλίου στρίβει προς απρόσμενες κατευθύνσεις. Καθώς εξάλλου ο κόσμος αυτός μας παρουσιάζεται από τη δική του σκοπιά, αφού η αφηγηματική φωνή αποτελεί μέρος του, κάθε κρίση γι’ αυτόν είναι καθαρά δική μας -και δεν είναι πάντα εύκολη. Τέλος, η ιστορία λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, αποτελώντας την εικόνα ενός πιθανού μέλλοντος και ταυτόχρονα έναν καθρέφτη του παρόντος. Με δυο λόγια, πρόκειται για ένα βιβλίο που προσκαλεί σε μια «συμμετοχική», κριτική ανάγνωση. Στη φαντασία μου λοιπόν υπάρχουν δύο αντιπροσωπευτικοί αναγνώστες -ο ένας ενθουσιάζεται σαν να βρίσκει στο «Δόγμα» κάτι που έψαχνε· κι ο άλλος κουράζεται γρήγορα και το παρατάει.