Top menu

"Η γη τρέχει πιο γρήγορα" - Μια συζήτηση με τον Παναγιώτη Τσίτο

Ο Παναγιώτης Τσίτος είναι 27 ετών, γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Ίλιον Αττικής. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο. Η επαφή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε από σχετικά νεαρή ηλικία, κυρίως με έργα κλασικών συγγραφέων, ενώ στα φοιτητικά του χρόνια, ήρθε σε επαφή με τους Μπουκόφσκι, Καμύ και Ουισμάνς, καθώς και με τους «καταραμένους ποιητές» και την μπιτ γενιά. Οι παραπάνω τον ενέπνευσαν να ασχοληθεί με την υπαρξιστική λογοτεχνία, τα ανθρώπινα πάθη και τη λογοτεχνία του περιθωρίου.

Το πρώτο του βιβλίο Η γη τρέχει πιο γρήγορα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν αφορά τον Μ. και την τελική του αναμέτρηση με το υπαρξιακό κενό που τον κυνηγά. Πρόκειται για μία νουβέλα που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το σουρεαλιστικό. Με αφορμή την κυκλοφορία του, ο Παναγιώτης Τσίτος μας συστήνεται και μας μιλά για το βιβλίο του.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Πώς δημιουργήθηκε το «Η γη τρέχει πιο γρήγορα»;

Κοιτώντας πίσω, θυμάμαι πάντοτε τον εαυτό μου να έχει φιλοσοφικές και λογοτεχνικές ανησυχίες. Υπάρχουν σκέψεις, ερωτήματα και αδιέξοδα που δεν μπορούν εύκολα να εκφραστούν στην καθημερινότητα. Εκεί καλείται κανείς να βρει έναν τρόπο διαφυγής-εκτόνωσης αυτών των προβληματισμών. Η πρώτη μου απόπειρα να εκφραστώ μέσω της γραφής ξεκίνησε το 2013. Είχα σκέψεις, ιδέες και γενικά ένιωσα την ανάγκη δοκιμάσω τον εαυτό μου στη συγγραφή ενός κειμένου, ήμουν όμως αρκετά μικρός και μου έλειπαν οι προσωπικές παραστάσεις. Αυτές είναι που μπορούν να μετατρέψουν τα ερωτήματα σε εικόνες και κείμενο. Τα άφησα όλα στην άκρη και ξεκίνησα σχεδόν από την αρχή στα τέλη του 2018, περίοδο που ένιωσα πραγματικά έτοιμος να το επιχειρήσω. Είχα διαβάσει πολύ περισσότερο και όλα τα ερωτήματα που με απασχολούσαν είχαν αποκτήσει μια πιο συμπαγή μορφή στη σκέψη μου. Ξεκίνησα να γράφω χωρίς να σκέφτομαι που θα καταλήξει αυτή η απόπειρα. Με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε και το “Η γη τρέχει πιο γρήγορα” και μπορώ να πω, πλέον, ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη διαδικασία, αλλά και το τελικό αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού.

Ο Μ. βιώνει ένα υπαρξιακό κενό. Το βιώνει με έναν τρόπο που κάποιες στιγμές φαίνεται να ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό (ίσως και υπερφυσικό). Τι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη θεματολογία;

Ο Μ. είναι ένας ήρωας που πάσχει, ήδη από την αρχή του κειμένου παρουσιάζεται ως ένα άτομο που είναι έρμαιο των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Όταν είναι συναίσθημα είναι τόσο έντονο που κατακλύζει πια όλη σου την ύπαρξη, αποκτά κι έναν υπερβατολογικό- “μεταφυσικό” χαρακτήρα. Εκεί εμφανίζεται και η χρησιμότητα του ονειρικού στοιχείου, ως τρόπος να αναδείξει το πόσο διαφορετικά βιώνει ο πρωταγωνιστής την πραγματικότητα, τον κόσμο με ό,τι περιέχεται σε αυτόν. Επιπλέον, αυτή η πάλη μεταξύ του φυσικού και μεταφυσικού κόσμου, η εναλλαγή των εικόνων που ακροβατούν στον ρεαλισμό και το σουρεάλ, δίνουν στο κείμενο μια αισθητική που με εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Θεωρώ ότι βοηθά τον αναγνώστη να βυθιστεί στο κείμενο και να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του, να φτιάξει τις δικές του εικόνες.

Ο ήρωάς σας δεν έχει όνομα. Αποκτά όταν του το δίνει ένας έρωτας. Γιατί;

Στο κείμενο δεν γνωρίζουμε πολλά για το παρελθόν του ήρωα, πιθανότατα να είχε ένα όνομα. Η στιγμή που τον γνωρίζουμε, η στιγμή της “γέννησης” του συντελείται παράλληλα με την απώλεια νοήματος στον κόσμο του. Μπορούμε να πούμε ότι γεννήθηκε εκ νέου μέσα από αυτό το κενό. Η απώλεια νοήματος φέρνει και την απώλεια του ονόματος, δεν μπορείς να έχεις το ένα, χωρίς την ύπαρξη του άλλου. Το ταξίδι στο οποίο προχωρά είναι μια διαδικασία να χτίσει μια νέα ταυτότητα, μια νέα ζωή. Οι άνθρωποι και τα μέρη που γνωρίζει επαναπροσδιορίζουν τον ψυχισμό του και την προσωπικότητά του, με αποκορύφωμα τον έρωτα. Πιστεύω πως τίποτα δεν επιδρά πάνω μας πιο έντονα και βίαια όσο ένας έρωτας. Ο έρωτας είναι η μεγάλη δύναμη που των ωθεί να σφυρηλατήσει αυτή τη νέα ταυτότητα. Στη συνέχεια καταλαβαίνει, βέβαια, πως αυτό έγινε απότομα, βιαστικά και εξαναγκασμένα από τον ίδιο. Δεν ήταν ακόμη έτοιμος, καθώς δεν είχε συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και το βάρος των ερωτημάτων που το κυνηγούσαν. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα ήταν πρόσκαιρα και καταστροφικά, όχι μόνο για τον ίδιο.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για εσάς;

Με ελκύει οποιοδήποτε έργο καταπιάνεται με τα ανθρώπινα πάθη. Συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Ισμάνς, ο Μπουκόφσκι, με συνεπήραν από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το έργο τους. Θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό είμαστε τα πάθη μας, αυτά καθορίζουν τη ζωή και τις πράξεις μας, είτε τα αρνούμαστε, είτε τα αποδεχόμαστε. Οι πιο σημαντικές επιρροές μου, όπως μπορεί να φαίνεται και σε διάφορα σημεία του βιβλίου, είναι ο Καμύ, η μπιτ γενιά και ειδικότερα οι Κέρουακ- Μπάροουζ, καθώς και ο Κάφκα. Είναι συγγραφείς με κοινό παρονομαστή, γράφουν για τον μοναχικό άνθρωπο, τον αποξενωμένο, τον διαφορετικό, άνθρωποι που βρίσκονται σε μια συνεχή πάλη με τον κόσμο, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου μου είναι κι αυτός ένας ακόμη άνθρωπος που επιλέγει να αντικρίσει και να αναμετρηθεί με το κενό, μια πράξη από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός.

Δουλεύετε πάνω σε κάτι καινούργιο;

Έχω σημειώσεις και ιδέες για δύο ακόμη κείμενα. Αυτή την περίοδο δουλεύω το πρώτο, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε πολύ αρχικό στάδιο. Η θεματολογία του θα είναι συγγενής με το υπαρξιστικό περιεχόμενο του πρώτου, θα επιχειρήσω όμως να πειραματιστώ σε διάφορους τομείς, στο στυλ γραφής, στην αφήγηση. Θα χρειαστεί καιρός ακόμη μέχρι την ολοκλήρωσή του, οπότε προς το παρόν χαίρομαι την πορεία του πρώτου βιβλίου.