Top menu

Ἡ Ἑλένη τῆς Τροίας χορεύει στὴν μπάρα, της Μάργκαρετ Ἄτγουντ

Μεταφράζει η Νατάσα Ζαχαροπούλου

 

Ὁ κόσμος ξεχειλίζει ἀπό γυναῖκες
πού, τήν εὐκαιρία ἂν εἶχαν, θά μοὔ λεγαν πώς ἔπρεπε
νά ντρέπομαι γιά μένα. Παράτα τόν χορό.
Βρές λίγον αὐτοσεβασμό
καί μιά δουλειά στό φῶς τῆς μέρας.
Σωστά. Καί ἡ κατώτερη ἀμοιβή,
οἱ κιρσοί, καθώς ὀκτώ ὧρες ὄρθια
στό ἴδιο μέρος στέκεις
πίσω ἀπό ἕναν γυάλινο πάγκο
ντυμένη ζεστά ὣς τόν λαιμό, ἀντί νἄ σαι
γυμνή σάν κρέας σέ ψωμί.
Πουλώντας γάντια, ἢ κάποιο πράγμα σχετικό.
Διαφορετικό ἀπό κεῖνο πού ἐγώ πουλάω.
Χρειάζεσαι ταλέντο
γιά νά μοσχοπουλήσεις κάτι τόσο νεφελῶδες
πού δέν εἶναι ἀπό ὑλικό χειροπιαστό.
Θύμα ἐκμετάλλευσης, θά λέγαν. Ναί, τό κόβεις
μέ κάποιο τρόπο, ὅμως ἔχω ἡ ἴδια τήν ἐπιλογή
τό πῶς, καί θά πάρω τά λεφτά.

Δίνω ἀξία.
Σάν τούς ἱεροκήρυκες, πουλάω ὅραμα,
ὅπως οἱ διαφημίσεις ἀρωμάτων, τόν πόθο
ἢ τήν πιστότητά τους. Ὅπως τ’ ἀστεῖα
ἢ ὁ πόλεμος, ὅλα στηρίζονται στή σωστή στιγμή.
Ξαναπουλῶ στούς ἄντρες τίς χειρότερές τους ὑποψίες:
πώς γιά πώληση εἶναι καθετί,
ὅλο καί τμηματικά. Μέ χαζεύουνε καί βλέπουν
ἕναν φόνο μ’ ἁλυσοπρίονο μόλις πρίν συμβεῖ,
ὅταν τό μπούτι, ὁ πισινός, ἡ παρειδωλία, ἡ σχισμή, τό βυζί, κι ἡ
ρώγα
συνδέονται ἀκόμα.
Τέτοιο μίσος ὁρμάει μέσα τους,
Στούς προσκυνητές τῆς μπυρόβιας μυρωδιᾶς! Αὐτό ἢ μιά θαμπή
ἀπελπισμένη ἀγάπη. Καθώς βλέπω τίς σειρές τῶν κεφαλιῶν
καί τό ἀναποδογυρισμένο βλέμμα, ἔτσι ὅπως ἐκλιπαροῦν
κι ὅμως ἕτοιμοι στούς ἀστραγάλους μου νά ξεσπάσουν,
νιώθω πλημμύρες καί σεισμούς, ἀλλά καί τήν ὁρμή
νά πατήσουν τά μυρμήγκια. Κρατάω τόν ρυθμό,
καί γι’ αὐτούς χορεύω ἐπειδή
οἱ ἴδιοι δέν μποροῦν. Ἡ μουσική μυρίζει ὅπως οἱ ἀλεποῦδες

κρουστή σάν μέταλλο καυτό
πού καίει τά ρουθούνια
ἢ ὑγρή ὅπως ὁ Αὔγουστος, ὁμιχλώδης καί νωθρή
ὅπως μιά πόλη τήν ἑπομένη μέρα μετά πού ἔχει λεηλατηθεῖ,
ὅταν οἱ βιασμοί ἤδη ἔχουνε
συμβεῖ, καί οἱ σκοτωμοί,
κι οἱ ἐπιζῶντες περιφέρονται τριγύρω
ψάχνοντας νά φᾶν
σκουπίδια, κι ὅ,τι ἐπικρατεῖ - μιά ζοφερή ἐξάντληση.
Ἐδῶ πού τά λέμε, τό χαμόγελο
εἶναι ἐκεῖνο πού μ’ ἐξουθενώνει.
Ἐτοῦτο μά κι ἡ προσποίηση
πώς τάχατες δέν τούς ἀκούω.
Καί πράγματι, γιατί στό τέλος-τέλος
εἶμαι γιά ὅλους ξένη.
Οἱ μιλιές ἐδῶ εἶναι βραχνές σάν ὁ λαιμός νἄ χει μηρμυγκοφωλιές
πού κάνουν μπάμ ὅπως οἱ χοντρές φέτες χάμ,
ὅμως κατάγομαι ἀπό τήν ἐπαρχία τῶν θεῶν
ὅπου τά νοήματα εἶναι ἔμμεσα καί τραγουδιστά.
Δέν τό μαρτυράω στόν καθένα
ὅμως σκύβοντας κοντά, θά τοῦ τό ψιθυρίσω:
Η μάνα μου βιάστηκε ἀπό ἱερό κύκνο.
Τό πιστεύεις; Μπορεῖς νά μέ κεράσεις δεῖπνο.
Αὐτό λέμε σέ ὅλους τούς συζύγους.
Ὑπάρχουν σίγουρα πολλά πουλιά ἐπικίνδυνα τριγύρω.

Ὄχι ὅτι κάποιος ἐδῶ
ἀλλά θἄ πρεπε νά μέ καταλάβεις.
Στούς ὑπόλοιπους θἄρεσε νά μέ κοιτοῦν
καί νά μή νιώθουν τό παραμικρό. Περιορίστε με σέ συστατικά
ὅπως σ’ ἕνα ἐργοστάσιο ρολογιῶν ἢ σέ σφαγεῖο.
Σβῆστε τό μυστήριο.
Ἐντοιχοῖστε με ζωντανή
μές στό δικό μου τό κορμί.
Θἄ θελαν ἡ ματιά τους νά μέ διαπεράσει,
μά τίποτε πιό ἀδιαφανές
ἀπό τήν ἀπόλυτη διαφάνεια.
Κοίτα–τά πόδια μου δέν κτυποῦν τό μάρμαρο!
Ὅπως ἡ ἀνάσα ἢ τό μπαλόνι, σηκώνομαι,
ἕξι ἴντσες αἰωροῦμαι στόν ἀέρα
στὸ φλεγόμενο κύκνειο αὐγό μου ἀπό φῶς.
Ἔχεις τήν ἐντύπωση πώς δέν εἶμαι θεά;
Δοκίμασέ με.

Εἶναι πύρινο τραγούδι αὐτό
Πιάσε με καί θά καεῖς σέ βεβαιῶ.

***

Ἡ πολυγραφότατη μυθιστοριογράφος Μάργκαρετ Ἄτγουντ, γεννημένη στήν Ὀτάβα τοῦ Καναδᾶ τό 1939, ἔγινε πασίγνωστη μέ τήν Ἱστορία τῆς Πορφυρῆς Δούλης, ὅπως μεταφράσθηκε στήν γλώσσα μας Τhe Handmaid’s Tale, τό 1985.

Ἡ Ἄτγουντ πρωτοεμφανίστηκε ὡς ποιήτρια τό 1967, καί, στό σύνολο τῶν περίπου 50 βιβλίων πού ἔχει ἐκδώσει, συναριθμοῦνται καί 18 ποιητικές συλλογές. Στά γενέθλια γιά τά 81 χρόνια της, τόν Νοέμβριο τοῦ 2020, ἐξέδωσε τήν συλλογή μέ τίτλο Dearly, ἀφιερωμένη στόν σύζυγό της, μυθιστοριογράφο Graeme Gibson πού εἶχε ἀποβιώσει τήν προήγουμενη χρονιά καί μέ τόν ὁποῖο εἶχε ζήσει περισσότερο ἀπό 45 χρόνια. Ὁ χαρακτηριστικός τίτλος τῆς ἀφιέρωσης εἶναι «Γιά τόν Γκρέιμ, σέ ἄνοια», καθώς τά δέκα τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του περιῆλθε σ’αὐτήν τήν δυσχερῆ θέση. Ἦταν τό πρῶτο της ποιητικό βιβλίο μετά ἀπό πάρα πολλά χρόνια σιωπῆς. (Τό προηγούμενο ἦταν τό 2007 μέ τόν τίτλο Ἡ Πόρτα). Οἱ κριτικές πού δέχτηκε ἡ πολυβραβευμένη Ἄτγουντ εἶναι καί θετικές ἀλλά καί σκληρά ἀρνητικές. Ἀλλά ἀκόμη καί οἱ φανατικοί ἀναγνῶστες της, ἐκτός ἀπό τήν κριτική, ἐμφανίζονται ἀμήχανοι ἀπέναντι στήν ἀλλαγή τοῦ κυρίαρχου τόνου καί τῶν θεμάτων της. Ἡ μαχητική καί συχνά προκλητική συγγραφέας τώρα ὄχι μόνον ἐπικεντρώνει τούς στοχασμούς της στήν θνητότητα, ἀλλά διακατέχεται καί ἀπό ἀγωνία γιά τό μέλλον τοῦ πλανήτη. Λίγα ποιήματά της ξεχωρίζουν, καί σέ πολλά ὑπάρχει ρητορεία. Ὡστόσο στήν ἀνησυχία της γιά ὅσα ταλανίζουν τόν ἄνθρωπο τοῦ 21ου αἰώνα, ταυτίζεται μέ τούς ἀνγνῶστες της ὅπως κι ἐκεῖνοι μαζί της. Αὐτό στάθηκε κίνητρο γιά νά μεταφράσω τό παραπάνω ποίημά της, πού σκέπτομαι πώς θά μποροῦσε νά ἀφιερωθεῖ στήν θλιβερή Διεθνή Σύνοδο Κορυφῆς τῶν G20 στήν Ρώμη, τό διήμερο 30-31 Ὀκτωβρίου, 2021.