Top menu

"Όλα σιγούν εκκωφαντικά, ηχούν ακατάληπτα" της Δέσποινας Καϊτατζή - Χουλιούμη

Γράφει η Ισιδώρα Μάλαμα

ΌΛΑ ΣΙΓΟΥΝ ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΑ ΗΧΟΥΝ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ: Ένας εκκωφαντικός ψίθυρος καρδιάς…

Η συλλογή ΌΛΑ ΣΙΓΟΥΝ ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΑ ΗΧΟΥΝ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ προσφέρει μια ποίηση σιωπής, πιο απαραίτητη από ποτέ στους σύγχρονους θορυβώδεις καιρούς. Όταν όλα γύρω μας φωνάζουν και φωνασκούν, θορυβούν και καλύπτονται αυτόματα από κρότους πιο κραταιούς, θαυμάζουν μεγαλόφωνα και αυτοθαυμάζονται, στερούν από τον άνθρωπο την ηδονή της σιωπής και της βραδύτητας. Εκείνες, δηλαδή τις ηδονές, που αποτελούν μοναδικό εφαλτήριο για στοχασμό. Αυτές αποζητά η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη και τις προσφέρει απλόχερα ξεκαθαρίζοντας το πλαίσιο από τον τίτλο ακόμη: ΌΛΑ ΣΙΓΟΥΝ ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΑ ΗΧΟΥΝ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ. Ένα οξύμωρο. Μια συνεκφορά αντιφατικών εννοιών που φαινομενικά αντιμάχονται, για να δώσουν στο τέλος ένα νόημα σωστό. Όταν όλα σιγούν, δεν μπορεί να λειτουργούν εκκωφαντικά, ούτε να ηχούν ακατάληπτα. Παρόλα αυτά, στις ώρες τις βαθιάς σιωπής, της καταβύθισης στον εαυτό, πολλές αλήθειες μας επισκέπτονται θορυβωδώς, αναζητώντας δύσκολες και ανέφικτες συχνά απαντήσεις. Και πράγματι, ηχούν… εκκωφαντικά, έστω και ασύλληπτα. Και μέσα στη θορυβώδη σιωπή νιώθει κανείς ήρεμος και πλήρης. Γιατί κερδίζει το ταξίδι στον βυθό:

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια.

Σε ένα τέτοια ταξίδι αυτοαναζήτησης καλούν τα ποιήματα της συλλογής αυτής, σε ένα ναυάγιο προσωπικό, το οποίο θα διασφαλίσει μελλοντικά την ακέραια πλοήγηση του αναγνώστη. Εξ’ ου και το motto στην αρχή της συλλογής, που προειδοποιεί για την ανάγκη της πτώσης πριν από την κατάκτηση της κορυφής: «νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα» (μόνο όταν ναυάγησα, έπλευσα ορθά, Ζήνων ο Κιτιεύς). Και υπερθεματίζει σχετικά το ποίημα «Το Ναυάγιο» ψιθυρίζοντας με βεβαιότητα ότι μόνο ο συγκροτημένος εαυτός είναι σύμφυτος με την ευτυχία: Όμως, αν δεν χάσεις τον εαυτό δε χάνεται τίποτε/αν στο όλον συνέχεσαι όλος τα έχεις όλα. Και το ταξίδι ξεκινά…

Το πρώτο μέρος της συλλογής, ομότιτλο με αυτήν, ξεκινά με το ποίημα «Δέηση» και με την παράκληση του ποιητικού υποκειμένου να κλείσουν τα άπληστα βουλιμίας τα δύσμορφα στόματα, αυτά που κατασπατάλησαν κάθε φυσική πηγή χαράς και κάναν μια φάλαινα να θυμώσει και να θλίβεται, να ξεβράζει λύματα πετρέλαια βαρέα μέταλλα ψάρια νεκρά βρεφών βαφτιστικά σκουφιά κουφάρια ανέστιων («Νηρόν Ύδωρ»). Η ποίηση λειτουργεί προφητικά για την επερχόμενη καταστροφή. Κάποτε η παράκληση θα γίνει ικεσία: Ήλιε, Ήλιε βγες! Ηλιε βγες! Ή… («Απόηχοι Αρχαίας Ικεσίας»), η οποία ‒αν λείψει η φρόνηση‒ θα μείνει με πικρή τη γεύση της απογοήτευσης: Αργεί ακόμη η Αναστάσιμος Ακολουθία («Ακολουθία»). Στο μέρος αυτό της συλλογής, οι άνθρωποι καθίστανται σημαδεμένα αρνιά στο τραπέζι του Πάσχα, ανήξεροι και ανήμποροι να ξεριζώσουν την κηλίδα ενός έθνους «αδύναμου» («Μέσα σε γήπεδα») ή από την άλλη μεριά, φορούν το προσωπείο της διακριτικότητας για να δικαιολογήσουν την αδιαφορία, σε ένα κόσμο όπου «Ο Σώζων Εαυτόν» σωθήτω: Προσπέρασα αδιάφορα/προσωπείο επιβεβλημένο/Δεν ενδείκνυνται αντιδράσεις/Προπάντων διακριτικότητα/Έτσι κι αλλιώς τι/Ο σώζων εαυτόν… Έτσι, και οι μεν και οι δε ζουν «Εν υποψία»: Διάγουμε τον βίο εν υποψία, μια υποψία που επιβάλλει τη χρήση προσωπείου τόσο μόνιμου, που συνθλίβει τελικά το πραγματικό πρόσωπο.

Απέναντι σε αυτή τη μελαγχολική παθογένεια το ποιητικό υποκείμενο αναζητά Λίγο αέρα να ανασάνει λίγο α… έραα («Δε θέλω») και αντιτάσσει την ελπίδα ως μοναδικό μέσο διαφυγής από την ασφυξία. Αναζητά «Βροχοποιό», να δροσίσει την ξηρασία της γης και της ψυχής και κραυγάζει: Ζητείται βροχοποιός. Αναζητά στο ποίημα «Μάνα ψωμί» εκείνες τις μεγάλες μητρικές αγκαλιές, εκείνες τις μοναδικές μητρικές μυρωδιές, που χόρταιναν του κόσμου τα παιδιά που πεινάν. Αναζητά τη δύναμη «Να συνεχίσει», να συνεχίσει να ψάχνει το τίποτα/να συνεχίσει ωστόσο/να συνεχίσει. Γιατί μόνο μέσα στο τίποτα μπορεί κανείς να βρει τα πάντα.

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής με τίτλο «Απόγονος της Ωκυρρόης», το ομότιτλο ποίημα δίνει πνοή και καλπασμό αλόγου στο ποιητικό υποκείμενο, για να μπορέσει να τρέξει σε αγέλη ανεξημέρωτων στα δάση, να χαϊδέψει μια «Αγριοτριανταφυλλιά», να μιλήσει με τα «Αρχαία Αγάλματα», γιατί τα αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, να ξεχάσει πως είναι στάχυ έωλο, που ψηλώνει σε τσιμεντένια δώματα («Είναι ένα στάχυ»), να αλαφρύνει από τις «Πέτρες βαριές» που κουβαλά στην ψυχή του, κατάλοιπα ασήκωτα από τη μαζεμένη πίκρα όσων πολύ επίκρανε, να ακούει τη φύση με δέος και παράπονο και να αφουγκράζεται της σιωπής τους ψιθύρους («Ακούω»). Μέσα από τους στίχους, τις λέξεις, τα ψελλίσματα, η ποιήτρια θα συνθέσει έναν κόσμο ονειρικό, που λιάζεται κάτω από το γενναιόδωρο χάδι της Εγγύτητας, της Συν-κίνησης, της γαλήνιας Βίωσης, της Πληρότητας και της Αποδοχής, που αποδέχεται για αφέντη του μόνο την Α-Γ-Α-Π-Η («Θα τη λέμε Α-Γ-Α-Π-Η»). Με πόσο απλά συστατικά γνωρίζει η γλώσσα της Ποίησης να λύνει τους κόμπους εκείνους που η ζωή έδεσε τόσο ασυνείδητα ολόγυρά μας.

Το τρίτο μέρος συνθέτουν ποιήματα-αφιερώσεις στην ίδια την τέχνη της Ποίησης. Εννιά αυτοαναφορικά ποιήματα υπό τον τίτλο «Το Κλειδί» αποτίουν έναν φόρο τιμής στην τέχνη των στίχων, αυτήν που σαν αντικλείδι επιχειρεί να εισβάλλει κρυφά και συχνά παράνομα στα μυστικά του κόσμου («Το κλειδί»), αυτή, που ενώ την ψάχνεις στον ήχο των λέξεων, σου εμφανίζεται στα πελάγη χωρίς καθόλου να μιλά: τη γλώσσα άριστα να κατανοεί/να την κατέχει/Σκυμμένος στα βιβλία/μελετούσε/Έφτασε κουρασμένος στο γιαλό/κάθισε κι αγνάντευε το πέλαγος/Βαθιά μέσα από τα μάτια βλέποντας/−ως διά μαγείας−/ενορατικά/του φανερώθηκε/Άρρητη («Η λέξη»). Η ποιήτρια, πιστή στον τίτλο της συλλογής, επιμένει στην ποιητική ευαισθησία απέναντι στη σιωπή, στο άφατο, στο ανείπωτο: (ο ποιητής) αφουγκράζεται άφατες παρηχήσεις/εναρμονίζει άρρητες ακουστικές έννοιες/ανιχνεύει στο άλογο τον λόγο πριν απ’ τον λόγο («Κάπως έτσι αυτονομείται το ποίημα»). Επιμένει στη λεπτή ευαισθησία του ποιητή, που καταθέτει όλες του τις αισθήσεις στην υπηρεσία του Ωραίου: Κρατούσε μυροδοχείο για τα δάκρυα/Τον λέγαν ανθοκόμο/Ήταν ποιητής («Ήταν ποιητής»). Του ποιητή που αποδέχεται να είναι ένα τίποτα, προκειμένου να ενδυθεί το «Γαλάζιο Ποίημα»: Μέσα στο τίποτα του τίποτα να μείνω/Ούτις/Ποίηση φανερώσου/Ντύσε μας στο γαλάζιο ποίημα.

Η ποιητική συλλογή ΌΛΑ ΣΙΓΟΥΝ ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΑ ΗΧΟΥΝ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ αποτελείται από 55 ποιήματα, που συνθέτουν τον κόσμο ολάκερο. Τον κόσμο της απελπισίας και της ελπίδας, του εδώ και του εκεί, του μαζί και του χώρια, του παλιά και του σήμερα, της ομορφιάς και της ασχήμιας, του δίκαιου και του άδικου. Η θεματολογία διευρυμένη και η συνομιλία με άλλους ποιητές διακριτή, όπως ταιριάζει σε μια ποίηση κατασταλαγμένη. Η ποιήτρια μέσα από την πολυπρισματική της ματιά και τη λεπτή παρατήρηση, μέσα από έναν συγκρατημένο λυρισμό και έναν «συναισθηματικό» ρεαλισμό κατορθώνει να κρατήσει τον αναγνώστη σε μια λεπτή ισορροπία. Ποιήματα-ψελλίσματα και ποιήματα εκτεταμένα, ποιήματα νεωτερικά αλλά και παραδοσιακής λογικής καταδεικνύουν την επιδεξιότητα της δημιουργού. Ο εσωτερικός ρυθμός, απότοκο των επαναλήψεων, των αντιθέσεων, των παρηχήσεων, της τέχνης του λόγου, αλλά κυρίως της ταύτισής του με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της ποιήτριας, της απόλυτης αρμονίας του «τι» με το «πώς».

Η ποιητική συλλογή ΌΛΑ ΣΙΓΟΥΝ ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΑ ΗΧΟΥΝ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΑ τιτλοφορείται από έναν στίχο του ποιήματος «Ο Τύμβος», που αναφέρεται στο ιερό μυστήριο του Τύμβου Καστά, στο πέπλο σιωπής με το οποίο επιδέξια τυλίχτηκε και στη δύναμή του να θορυβεί εκκωφαντικά κάτω από τα ερείπια και να αναζητά τη λύση του. Έτσι συμβαίνει, άλλωστε, και με τα άλλα μυστήρια της ζωής που πραγματεύονται τα υπόλοιπα ποιήματα. Μέσα από μια επίφαση σιωπής, η ποίηση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη «γράφει» στην καρδιά του αναγνώστη, του δίνει τα σημάδια, για να βρει τις δικές του απαντήσεις. Και μάλιστα καθόλου ακατάληπτα. Μα σίγουρα ελεύθερα. Τα ποιήματα είναι πολυεπίπεδα, τιθασευμένα έτσι, ώστε να δεχτούν ποικίλες αναγνώσεις. Καλούν τον αναγνώστη να πάρει το κλειδί και να ξεκλειδώσει ένα κόσμο εκκωφαντικής σιωπής. Μιας σιωπής που όσο πιο εκκωφαντικά ηχήσει, τόσο πιο βαθιά θα ψιθυρίσει στην ψυχή του αφήνοντας έναν αντίλαλο-αρωγό στους σκοτεινούς μας τους καιρούς.