Top menu

"Γράμματα στη μαμά". Της Τώνιας Σαμαρά

 

Από την εισήγηση της Βούλας Επιτροπάκη στην παρουσίαση του μυθιστορήματος της Τώνιας Σαμαρά Γράμματα στη μαμά που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. 

 

 

Όλα δείχνουν πως υπάρχει κάποιο σημείο στο μυαλό μας όπου
η ζωή και ο θάνατος, το πραγματικό και το φανταστικό, το παρελθόν και το μέλλον, το κατανοητό
και το ακατανόητο, το υψηλό και το ευτελές
παύουν να έρχονται σε αντίθεση.
Μάταια θα αναζητούσαμε το κίνητρο του σουρεαλισμού σε άλλη επιδίωξη,
εκτός από τον εντοπισμό αυτού ακριβώς του σημείου.
Γράμματα στη Μαμά (Προοίμιο)

 

Το απόσπασμα αυτό από το Προοίμιο του παρουσιαζόμενου βιβλίου συνοψίζει, νομίζω, την ουσία, το κεντρικό νόημα, αλλά και τον σκοπό της συγγραφής του. Πρόκειται για ένα «μακρύ ταξίδι πίσω, στην παιδική ιστορία» της αφηγήτριας-κεντρικήςηρωίδας, της Έλμας, η οποία θεωρεί προσωπικό της χρέος «να βάλει τέλος στα σύμβολα που την κυριαρχούν», σύμφωνα με τα λόγια της.

«Η τραγωδία γεννήθηκε με τη γέννησή της και μεγάλωνε παράλληλα μ’ εκείνην, σαν δίδυμη». Κυρίαρχο σύμβολο στην τραγωδία τυγχάνει μια «κούκλα» – «που είναι ένα αυγό πριν να της βάλουν ψεύτικα μαλλιά, και είναι και τα δύο φύλα. Η ίδια κούκλα είναι κορίτσι και αγόρι. Έκρυβε μέσα της ένα αγόρι κούκλα, που το κρύψιμό του δεν φαινόταν πουθενά».

Η ηρωίδα πέφτει «στην παγίδα του συμβόλου-κούκλα ενώ πλησίαζε η επέτειος του θανάτου του δίδυμου αδελφού της». Τα όνειρά που έβλεπε μιλούσαν γλώσσα διαταραχής και αύξαναν τον «ολικό φόβο». Η ηρωίδα τολμά να αποδομήσει το σύμβολο κούκλα, να ερμηνεύσει, δηλαδή, τον συμβολισμό που είχε για την ίδια η θέα αυτού του παιδικού παιχνιδιού όταν το είδε σπασμένο. Να λογικοποιήσει τα αποτελέσματα και τον αντίκτυπο που είχε στην παιδική ψυχή της η θέα του σπασμένου βλέμματος της κούκλας, με πεταμένα τα πλαστικά μάτια της, νεκρά, στο πάτωμα.

Η αποδόμηση του συμβολικού αυτού παιχνιδιού από την ηρωίδα εξακολουθεί μέχρι τελικού αποτελέσματος, «αφού όλο το σύμβολο κούκλα το γνωρίζει τώρα, και (το βιβλίο τούτο) είναι η σφραγίδα που θέτει ότι το έλυσε, όπως άλλωστε και οι αναγγελίες των πρώτων ονείρων της, ότι: το αίνιγμα δεν είναι άκυκλο, είναι κυκλικό».

Και, βέβαια, «κυκλικό» σημαίνει ότι η ηρωίδα αναγκάστηκε «να μπει στο νόημα του συμβόλου, στο στόμα των μύθων, να διανύσει μια ολόκληρη ατομική οδό, να δημιουργήσει έναν ατομικό χάρτη, να πατήσει στα αρχαία λιθόστρωτα της προσωπικής της ιστορίας μέχρι τα προπύλαια του Άδη, χωρίς χορτάρι, χωρίς νερό και ίχνος πράσινου, να κατέβει στα παγωμένα διαμερίσματα της ψυχής, όπου μόνο φως από χάραμα έβλεπε, χωρίς ήλιο από ένα άνοιγμα,να ανεβοκατέβει επανειλημμένα από τον Κάτω κόσμο και τα σκοτάδια του ύπνου, όπου διακρίνονται δικοί της και άγνωστοι νεκροί, προς την κινούμενη γη και το φως, διεκδικώντας τη θέση της, και, τέλος, να βγει ώριμη από την άλλη μεριά, που ήταν η έξοδος».[1]

Το τέλος της κυκλικής διαδρομής, ασφαλώς, είναι πάντα μια αρχή ενός νέου κύκλου, προς τη Ζωή.

Στο σύνολό του το βιβλίο, λοιπόν, προχωρεί σε μια αφήγηση αυτού του μακρύ δρόμου, μπαίνει μέσα σε αθώα παιχνίδια, ανοίγει το παραπέτασμα του μυαλού ψάχνοντας το Εγώ του μικρού κοριτσιού ως μιας μικρής Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων, με σκοπό της ζωής της την έρευνα του Νοήματος, που δεν είναι άλλο από την αληθινή ταυτότητά της.

Οδηγός σ’ αυτήν τη μεγάλη διαδρομή, μεταξύ άλλων, τα όνειρα, η ασυνείδητη γλώσσα του σώματος που μπορούσε να νικήσει κάθε πιθανή ασθένεια, αλλά και το μολύβι και η γραφή: υπό μορφή Γραμμάτων/επιστολών προς τους μεγάλους Άλλους της ιστορίας της, προς τη μαμά, τον αδελφό και τον δίδυμο αδελφό, η αναφορά στον πατέρα και τα πρόσωπα της στενής και ευρύτερης οικογένειάς της.

Ήρωες του μυθιστορήματος, εκτός από την αφηγήτρια-ηρωίδα / συγγραφέα, είναι οι δευτερεύοντες συγγραφικά, πλην όμως ουσιαστικότατοι οικογενειακής προέλευσης ήρωες.

Τα χωρικά σύνορα του μυθιστορήματος είναι αυτά της Ηρακλειώτικης πόλης και του πολυπολιτισμικού της χαρακτήρα, αλλά και εκτός ελληνικών συνόρων, όπου οι επιμέρους ήρωες γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν, στη Γαλλία, την Αθήνα και αλλού. Στις αράδες του περιηγούμαστε σε ιστορικά στοιχεία και σημεία της πόλης, σε πλατείες, κτήρια, όπως το Μέγαρο της οδού Δουκός Μποφόρ, σε μαγαζιά παιχνιδιών, εστιατόρια, δρόμους, άγνωστες γειτονιές, στα τείχη, στο Μουσείο, στα πορνεία, σε ναούς, στο Νοσοκομείο, στο τένις, στο Λιμεναρχείο, στη θάλασσα με τα καράβια της...

Περαιτέρω, η υφή της γλώσσας του μυθιστορήματος είναι γλώσσα ομιλητικού βηματισμού, ανάμεσα στα όρια της εξομολογητικής προφορικότητας και του δοκιμιακού αφηγητικού τόνου θα ’λεγε κανείς.

Το βιβλίο αποτελεί μια σφαιρική, αυστηρή και, συνάμα, όπως καταλήγει, μια επιεική κριτική προς την γεννήτορα/γονέα-μητέρα, για την εκούσια και συγχρόνως ακούσια συμπεριφορά προς το παιδί και προς τον μύθο του όλου ζητήματος αντάμα με τις βιολογικές φυσικές συνθήκες.

ΙΙ.

Τα παράπονα της μικρής κόρης Έλμας προς τη μητέρα είναι γραμμένα υπό μορφή επιστολών ανά κεφάλαιο. Περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία, τον τρόπο που μεγάλωνε. κρύβουν μαντέματα, προφητείες, αμφιβολίες, αγωνιώδη ερωτήματα προς τους γεννήτορες, θυμό και φόβο, αλλά και αγάπη κρυφή, καμιά φορά ανεπίδοτη. Το ψέμα και η αλήθεια εμπεριέχονται τόσο στην πραγματική ζωή όσο και στον ψυχισμό του κοριτσιού, της Έλμας.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται αναδρομικά. Η ενήλικη Έλμα ανατρέχει, δηλαδή, στην παιδική της ηλικία. Στις αφηγήσεις του βιβλίου υπάρχουν καθοριστικές σκηνές, αλλά και ερωτήματα όπως:

  • η τελετουργία βάφτισης μιας κούκλας,
  • η πραγματική βάφτιση του αδελφού της Δημήτρη,
  • λίγο πιο πριν, η βάφτιση της Έλμας και του δίδυμου αδελφού της,
  • ο θάνατος του δίδυμου αδελφού,
  • μια νέα κούκλα - δώρο από τη μητέρα μετά τον θάνατό του,
  • πολλές κούκλες-δώρα διαχρονικά στο έργο – άγγιχτες πάνω στην σκοτεινή εταζέρα που δημιουργούσαν φόβο,
  • η απορία της μικρής Έλμας προς τη μητέρα: «γιατί, μαμά, δεν ήθελες τον δίδυμό μου αδελφό;».

Υπάρχουν έντονες αναπαραστάσεις σκηνών, όπως της σκηνής του μεσημεριού με τα βγαλμένα μάτια της κούκλας στο πάτωμα, τα ουρλιαχτά, ο πανικός της Έλμας, η αφή τους –«δυο σφαιρίδια σαν λιωμένο μολύβι»–, το γέλιο της μητέρας, το ρεύμα που διαπέρασε το κεφάλι του κοριτσιού… Υπάρχουν αναμνήσεις από τα σπίτια της οικογένειας στην πόλη του Ηρακλείου, από τα πρόσωπα των προπατόρων, την προσωπική αλλά και πολιτική τους ιστορία, αναμνήσεις από την Αθήνα και τη Γαλλία και τους εκτός Ελλάδος τόπους που έζησαν ή κατάγονταν, αναμνήσεις με θείες, θείους, με πρόσωπα του ευρύτερου οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος. Υπάρχουν σκηνές από τσίρκο, αντιφατικές για την ηρωίδα και τη σχέση της με τη μητέρα. Αφηγήσεις κινηματογραφικών σεναρίων με θανατώσεις αθώων, παραμύθια για κάποιον μυλωνά με σφαγμένα παιδιά, ποιήματα για τις κούκλες από τη μητέρα, βόλτες τις Κυριακές, φεγγαρόλουστα βράδια με τη μοναξιά του κοριτσιού, το πλεκτόφόρεμα από τη γιαγιά Βέρα, αλλά και από τη μητέρα –το μόνο που άρεσε στο κορίτσι–, τα φορέματα για τις γυμνές κούκλες –τις μόνες που χαιρόταν να ντύνει, όπως χαιρόταν, άλλωστε, τα μολύβια, τα βιβλία, τις κασετίνες, τις σοκολάτες... Αναμνήσεις από τη μεγάλη οβάλ φωτογραφία στο σαλόνι, με τον μπαμπά τόσο ωραίο – «ό,τι πιο ωραίο είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου»μας λέει η αφήγηση (σ. 123)…

Η μικρή Έλμα αποδίδει ευθύνες στους γονείς για τη σιωπή, για την ενοχή: τόσο για τον χαμένο δίδυμο αδελφό όσο και για την κούκλα: «Δεν σ’ άφησαν να μεγαλώσεις […] κι αντί γι’ αυτό με κορόιδεψαν με μια κούκλα»… Επίσης: «Γιατί αφήσατε να με καταδιώκει ο παράλογος φόβος; Ναι, μαμά, ο αδελφός μου εξόρυξε τα μάτια της κούκλας, που ποτέ δεν το είπατε, ενώ μπορούσε να ειπωθεί και να λήξει αυτή η ιστορία ομαλά. […] Αμέσως τα πράγματα θα έμπαιναν στη θέση τους. Και δεν το κάνατε. Κρατήθηκε από σας μυστικό… Θα ήταν όλα διαφορετικά […] να μ’ έπαιρνες αγκαλιά, να με ηρεμούσες […]. Διέκοπτες τη φυσική συνέχεια, που ήταν να θέλω να μάθω». «Αποσιωπήθηκε το γεγονός και πέρασε μέσα στη σιωπή το ψυχικό μου τραύμα»…

Ας σημειωθεί ότι στο «τραύμα» αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου.

ΙΙΙ.

Ας κάνουμε όμως μια παρέκβαση εδώ, για να θυμηθούμε ότι η «κούκλα», που είναι ένα μικρό ομοίωμα ανθρώπου, προέρχεται από τη <μεσν λ. cuculla, κελτικής ή ιλλυρικής προέλευσης, που σημαίνει «κάλυμμα κεφαλής», «κουκούλα» και, γενικότερα, «προστατευτικό κάλυμμα»που περιβάλλει όλο το κεφάλι εκτός από το πρόσωπο και χρησιμοποιείται για προστασίααπό τις συνθήκες –φυσικές και άλλες: βροχή, κρύο κ.λπ.– και που προέρχεται από τα ανδρείκελα του κουκλοθεάτρου – ήτοι θεάτρου, μιας “παράστασης” με κούκλες. Ακόμη, το “κούκλα” είναι μια θωπευτική προσφώνηση σε κορίτσι ή γυναίκα, που φανερώνει φιλική διάθεση ή οικειότητα. Αλλά και μια δέσμη τυλιγμένου νήματος, που επίσης προστατεύει επεξεργασμένο για την ένδυση. Υπάρχει επίσης η φράση «παίζει ακόμα με τις κούκλες», που δηλώνει εμμονή σε μια ηλικία ή συμπεριφορά.

Ας κάνουμε, επομένως, τις σχετικές συνάψεις με τα γενικότερα οικογενειακά σχήματα και συνθήκες.

Ως γνωστόν, η σχέση του παιδιού με μια κούκλα, ως αντικείμενο, διενεργείται ως συμβολικό παιχνίδι, που συνδέει την εξωτερική πραγματικότητα με τον εσωτερικό του κόσμο. Μέσω αυτής, διαλεγόμενο, εκφράζει συναισθήματα, εσωτερικές εικόνες, φαντασιώσεις, που το βοηθούν να εκπληρώσει τις επιθυμίες του. Με τους έμμεσους τρόπους της φαντασίας, τη συμπύκνωση, τη μετάθεση κ.λπ., πετυχαίνει να εκφράσει συμβολικά τον εσωτερικό του κόσμο, με μια διαδικασία που προσομοιάζει με αυτήν της λειτουργίας του ονείρου.

Είναι γνωστή, άλλωστε, η αξία της κούκλας και του κουκλοθεάτρου στην ψυχαναλυτική τεχνική ως μέσο διάγνωσης και θεραπείας. Στην κούκλα, ένα αντικείμενο μισό άψυχο - μισό ζωντανό στα μάτια του παιδιού, σαν ένα ον που “στα μάτια του” κινείται και συνομιλεί μαζί του, το παιδί μεταβιβάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του από τον εσωτερικό του προς τον εξωτερικό κόσμο. Μέσα από το παιχνίδι αυτό ανακαλύπτει, καθρεπτίζει συναισθήματα, ταυτίζεται πολλές φορές ή αποστασιοποιείται. Είναι δηλαδή ένα αντικείμενο που παίρνει τον ρόλο άλλοτε του ίδιου του παιδιού ως υποκειμένου και άλλοτε ενός αντικειμένου που το παιδί το προσωποποιεί – ενός παρτενέρ, για να παίξει μια συγκεκριμένη ιστορία: την ιστορία του.

Έτσι συνδέεται ο κόσμος του παιδιού σ’ έναν μαγικό, φαντασιακό κόσμο που συγχέεται με τον πραγματικό. Το ζωντάνεμα της κούκλας είναι ανάλογο με τις βαθύτερες ανάγκες, την ευαισθησία του παιδιού, τις ενδόμυχες τάσεις του, την ανάγκη φυγής από την πραγματικότητα, τα αντιφατικά συναισθήματα αγάπης-θυμού, τρυφερότητας - επιθετικότητας, τις προσδοκίες του. Αισθάνεται τις κούκλες με έναν τρόπο που δεν του επιτρέπεται να αισθανθεί τους μεγάλους: συνομιλεί, συμβουλεύει, πράττει, του επιτρέπεται να την αγαπάή να την μισεί κ.λπ., ώστε το ανθρωποποιημένο πλέον αντικείμενο-κούκλα να γίνεται άλλοτε μεν σύντροφος, άλλοτε δε να ταυτίζεται με τον ίδιο τον παιδικό εαυτό. Έναν διπλό εαυτό, που το παιδί μπορεί να τον βλέπει βελτιωμένο, εξιδανικευμένο, και να παίρνει αυτοπεποίθηση μέσω του διαλόγου. Μιλάει με τον διπλό εαυτό του ή κάνει αυτό που του απαγορεύεται, φτιάχνοντας σιγά σιγά τους πρώτους ηθικούς του κανονισμούς.

Μπορεί έτσι να είναι ταυτόχρονα εκτός από τον εαυτό του και κάποιος άλλος. Ένας «γενικευμένος άλλος», π.χ. ο γονιός του. Και αυτή είναι η πρώτη του ολοκληρωμένη «παράσταση», που εξικνείται από την ανάγκη συναισθηματικής και σωματικής επαφής/συνύπαρξης με τους γονείς. Αφοσιώνεται στην κούκλα όπως σ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο, σκέφτεται, ξεκουράζεται, δοκιμάζει τις δυνάμεις του, συγκεντρώνεται, επινοεί ιστορίες από τα στοιχεία του εαυτού του και θεατρικοποιεί, τελικά τη ζωή του όπως τη θέλει αυτό. Επίσης, μοιράζει, προσποιείται και αποδίδει τους ρόλους ή ταυτίζεται με αυτήν, συμβολίζοντας τον ίδιο του τον εαυτό).

IV.

Ως προς την ηρωίδα μας τώρα:

Μπορεί να ταυτίζεται με μια κούκλα, η ίδια ή οι γονείς της υπό ιδανική τους μορφή: ως «σημαντικών άλλων». Η εσωτερίκευση αυτή προσδίδει νόημα στα πράγματα. Επιτυγχάνεται μια συμμετρία ανάμεσα στο «έξω» και το «μέσα» του ψυχισμού του κοριτσιού, από την οποία δημιουργείται η Ταυτότητά του, τα πρώτα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η ασυνείδητη εικόνα του σώματός του.

Τι εκπροσωπεί, επομένως, η κούκλα για τη μικρή ηρωίδα; και τι η καταστροφή της; Ή αλλιώς, ποιο είναι το σημαινόμενο που κρύβει το σημαίνον «κούκλα» και η καταστροφή της γι’ αυτήν; Και ποιος είναι ο φόβος και το τραύμα της;

Είναι ο φόβος του αποκλεισμού της από τη δυνατότητα να αυτοδημιουργήσει τον εαυτό της μέσω του φαντασιακού. Η εμπόδισή της να μεταθέσει, να μετατοπίσει και, εν τέλει, να ενστερνιστεί τον αυθεντικά προσωπικό της ρόλο μέσω των ταυτίσεων. Η παρεμπόδισή της να αυτοδημιουργηθεί διαλεγομένη με τον προσωποποιημένο Άλλον. Αυτό της στερεί το δικαίωμα / τη δυνατότητα να ονειρευτεί τον ιδανικό εαυτό, τους ιδανικούς γονείς και να καθρεπτιστεί, να ταυτιστεί με την αποκλειστικά δική της ασυνείδητη εικόνα του σώματος – κάτι που τη χωρίζει στα δυο. Ένας διαμελισμός, ίσως γενεαλογικός, από μητέρα σε κόρη. Στο σπασμένο βλέμμα της κούκλας αντικατοπτρίζεται ο αποκλεισμός από το βλέμμα του καθρέπτη, από τη διαλεκτική σχέση με τον εαυτό και τους γονείς.

Ωστόσο, η επανάληψη, η συνήθεια, η τελετουργική τυπολατρία μέσω του παιχνιδιού, η έκφραση του θυμού ή της αδικίας για την οικογένεια ως εσωτερικευμένο σύστημα παρεμποδίζεται εδώ και από τις παράλληλες ταυτίσεις της μητέρας του κοριτσιού με την κούκλα, καθώς και τις κούκλες γενικά.

Από την άλλη πλευρά, η επιθετική ταύτιση, που συντελείται κυρίως στα αγόρια μετά την υπέρβαση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος, έρχεται ως αντιπροσωπευτική ενίσχυση, μέσα στο έργο μας, από τον αδελφό Δημήτρη, μια και οι σχέσεις των μελών μιας οικογένειας δεν είναι καθόλου απλές. Ειδικότερα:

Στους βασικούς ήρωες του βιβλίου συγκαταλέγεται και ο αδελφός: μέσω και πάλι της σύγκρουσης μέσα από το παιχνίδι, ο αδελφός εκτονώνει και καθαίρει την ιστορία των συμβόλων και της κούκλας, σπάζοντάς την, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει και ο ίδιος την ταυτότητά του σε σχέση με τον μητρικό άλλον και, κυρίως, σε σχέση με τον πατέρα. Με τον δικό του συμβολικό τρόπο, μάλιστα, έδωσε μία απάντηση στο μακρύ δίλημμα της ηρωίδας – μια απάντηση που η ηρωίδα χαρακτηρίζει, επί λέξει, ως «πράξη ιπποτισμού» του αδελφού της προς εκείνη.

Την εκπληκτική αυτή απάντηση-παραδοχή στο μείζον ερώτημα, και δη μέσω της Τέχνης, θα μας επιτρέψετε να αποσιωπήσουμε σκόπιμα, αφήνοντας προς εσάς τη γοητεία της ανάγνωσης. Να σημειώσουμε μόνο, για την ανάλυσή μας, ότι η απάντηση αυτή συνδέεται, ασφαλώς, και με τα μάτια της σπασμένης κούκλας και με το πραγματικό περιστατικό της θανής της μητέρας.

Το συμβολικό (κοινωνικό - δραματικό) παιχνίδι των κοινωνικών ρόλων εκτονώνει εν τέλει άγχη και ματαιώσεις της ηρωίδας, συνδέοντας τη φαντασία με την εξωτερική πραγματικότητα σε μια κατάσταση που ανακουφίζει και ηρεμεί.

V.

«Το βιβλίο αυτό» μας λέει στην Εισαγωγή του ότι «λύνει το αίνιγμα των ματιών της κούκλας, καταρρίπτοντας μια σχιζοφρένεια, που ως τώρα (οι ειδικοί) την θεωρούν αθεράπευτη». Χρειάστηκε μυθοπλασία, ως γερό στήριγμα, για να προχωρήσει προς τη λύση της τραγωδίας που ήταν εγκιβωτισμένη μέσα της – «εγκατεστημένη σε ενός είδους κιβώτιο» κατά λέξη. «Ανακάλυψα» μας λέει η ηρωίδα «πως το αλάνθαστο άλλοθι ότι δεν υπήρξε πραγματική σχιζοφρένεια είναι το σύμβολο κούκλα». Διότι «αν επικρατούσε η συμβολική Έλμα, τότε θα σκότωνε εμένα, την πραγματική Έλμα». Θα ήταν μια συμβολική Έλμα-μητέρα που θα εμπόδιζε τη λύση του γρίφου:

  • «Κι εγώ δεν ήθελα τον εαυτό μου αφού εσύ δεν μ’ αγαπούσες». (σ. 110)
  • «Τα όρια της σκέψης μου είναι τα όρια της γλώσσας μου». (Βιτγκενστάιν)
  • (Στο κεφάλαιο Ένα συμπέρασμα):«Η πρώτη παρουσία του ανοίκειου τρόμου είναι η κούκλα με τα αληθινά μάτια που ανοιγόκλειναν, εσύ, η μαμά μου». (σ. 112)
  • «Τι κρίμα που μ’ έκανες ανίκανη να δώσω τις ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής ανέμελης ζωής, να τις δίνω κάθε στιγμή στην αγαπημένη μου κόρη…»
  • (Στο κεφάλαιο Ανατροπή):«Ένα βιβλίο τόσο κατηγορητικό για σένα, τη μαμά μου, δεν ίσχυε. Μας λάτρευες μαμά, αλλά βασιζόσουνα μόνο στον εαυτό σου. Δεν πίστευες ποτέ πως θα μπορούσαμε να πάρουμε δική μας πρωτοβουλία». (σ. 141) «Νέες φωτιστικές πληροφορίες δόθηκαν, κι ας μην αναιρούν το τραύμα. Γιατί σε μια τρικυμία οικογένειας μόνο μια αλήθεια» . (σ. 130).
  • «Η Σάντρα[η κόρη της ηρωίδας] με έχει ανάγκη. Πρέπει αύριο να είμαι στο τώρα.»(σ. 137)

Οι ερμηνείες δίδονται όλες από την αφηγήτρια-ηρωίδα. Ομολογεί: «Σκέφτομαι ότι στο εσωτερικό μου ήμουνα εγώ η κούκλα με τα κινούμενα μάτια»!

VI.

Ωστόσο, αγαπητοί φίλοι,

η γραφή (που, ας μην ξεχνάμε, παραπέμπει, κατά την γνωστή ψυχαναλύτρια παίδων Φρανσουάζ Ντολτό, στην αφή μας με τον ομφάλιο λώρο – και σημειώνουμε εδώ ότι όλο το παρουσιαζόμενο βιβλίο αποτελεί ακριβώς αυτήν την ανθρώπινη προσπάθεια), η γραφή, λοιπόν, όπως εν γένει ο λόγος, σε κάθε του έκφραση, αποτελεί πάντα μια παραμυθική παρηγορία που λυτρώνει και εξιλεώνει. Μέσω αυτής (της γραφής) συμβολίζεται η πραγματικότητα, η κάθε αντιξοότητα και δυσκολία, και αφού συμβολοποιηθεί και «ειπωθεί» ή αναγνωσθεί, αποτελεί πλέον ένα γινόμενο λύτρωσης.

Η ανάμνηση της συντροφιάς της ηρωίδας με μια διδύμως εκκολαπτόμενη ζωή εντός του μητρικού σάκκου απόμενε να απαντηθεί ως αίσθηση πραγματικής ζωής μέσω του βλέμματος. Το σύμβολο του βλέμματος του εαυτού. Αυτού του εαυτού που αναζητούσε, μέσω των ταυτίσεων και της αδιάκοπης σειράς συμβολοποιήσεων με τα μάτια της κούκλας. Τα μάτια της κούκλας της οποίας η καταστροφή δημιούργησε στο ταυτισμένο παιδικό βλέμμα το άγχος μιας μελλοντικής καταστροφής της συγκρότησης του παιδικού Εγώ και της ταυτότητάς του.

Τα μάτια της σπασμένης πλέον κούκλας («μάτια αρσενικά»μας λέει η συγγραφέας, «ανάμνηση αρσενική, με ρόζ επικάλυψη») εκπροσωπούν μια αντίφαση / επίφαση, ένα ψέμα της πραγματικότητας, καθοριστικό ωστόσο για το φύλο, δηλαδή με ιδιότητες γενετικές, που από τη φύση εκκολάπτεται στις επόμενες γενιές κ.ο.κ.

Μπορούσε άραγε η μητέρα, που όφειλε ασφαλώς, να αποτρέψει τη βάσανο της ηρωίδας; Στο ερώτημα, βέβαια, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε ή να σκεφτούμε, διότι κάθε παράγοντας κρίνεται από τις συνθήκες και τον χρόνο που τον γέννησε, που τον προκάλεσε, κυρίως δε από τον Λόγο του ίδιου του Υποκειμένου. Ήδη, στο βιβλίο, η απουσία-θανή της μητέρας είναι καθοριστική για να μας αφήσει στην άγνοια. Σημασία, ωστόσο, έχει η απήχησή του στην εσωτερίκευση των γεγονότων από το παιδί.

Είναι όμως καθοριστικό για εμάς, ως αναγνωστών, κυρίες και κύριοι, και το κίνητρο της συγγραφέως να ανασυστήσει εντός του βιβλίου, μόνη της, την ενθύμηση, να τη συμβολοποιήσει με φαντασιακές παραστάσεις και, ήδη, να την αποδώσει μυθιστορηματικά, βιογραφούμενη, προκειμένου να γίνει εν τέλει η ίδια δημιουργός τής ιστορίας – της ιστορίας της, του λόγους της, της ταυτότητάς της, της ζωής και της γραφής της. Μιας νέας δημιουργίας που έχει την αποκλειστικά πλέον δική της δυναμική, ώστε να μας ενώνει, ως αναγνώστες, σ’ αυτά τα κοινά πανανθρώπινα ζητήματα και ερωτήματα της ζωής.

Η εφ’ όρου ζωής αναζήτηση, λοιπόν, του νοήματος (και αυτού της σπασμένης κούκλας) είναι η αναζήτηση επιβεβαίωσης /αναγνώρισης ταυτότητας. Και ένα μέσο που αυτή επιτυγχάνεται, αγαπητοί φίλοι, όπως το έχομε ήδη αναφέρει, είναι ο λόγος και η γραφή. Και αυτό είναι κοινός τόπος: από το «ο Θεός ήν ο Λόγος» του Κατά Ιωάννην και το Μυστήριο της εξομολόγησης, μέχρι τις σύγχρονες επιστήμες της Λογοθεραπείας, της Ψυχανάλυσης, αλλά και της Τέχνης και της Λογοτεχνίας – μιας διαλεκτικής που μας έφερε σήμερα εδώ, για την παρουσίαση του βιβλίου τούτου.

Ευχόμαστε στην συγγραφέα, που αποτελεί παράδειγμα ζωτικότητας και ψυχικού σθένους, να χαίρει υγείας και να μας μυεί στα άδυτα της ψυχής και της γραφής.

Σας ευχαριστώ.

Ηράκλειο, 30-5-2023

Βούλα Γ. Επιτροπάκη

 


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Αναστασόπουλος, Χρήστος. Για μια νέα θεώρηση πάνω στο κουκλοθέατρο. Αθήνα: Ηράκλειτος.
  2. Βακχικόν Εκδόσεις «Γράμματα στη μαμά (Συγγραφέας: Σαμαρά Τώνια) – Λίγα λόγια για το βιβλίο. (Διαδίκτυο).<https://www.literature.gr/grammata-sti-mama-tonia-samara-ekdoseis-vakchikon/>, <https://www.somanybooks.gr/book/grammata-sti-mama/269728>.
  3. Δαράκη, Πέπη 1989. Κουκλοθέατρο. Αθήνα: Gutemberg.
  4. Γιαννάρης, Γιώργος 1995. Θεατρική Αγωγή και Παιγνίδι. Αθήνα: Γρηγόρης.
  5. Freud, Sigmund 1993. Η ερμηνεία των ονείρων. Αθήνα: Επίκουρος.
  6. Κοντογιάννη, Άλκηστης 1992. Κουκλοθέατρο Σκιών. Αθήνα: Άλκηστης.
  7. Κόφφας, Κ. Αλέξανδρος 1989. Δραστηριότητες αισθητικής αγωγής στο νηπιαγωγείο (και πράξη). Αθήνα.
  8. Μαγουλιώτης, Απόστολος 1999. Κουκλοθέατρο I – Πως στήνεται ένα έργο (τρόποι, είδη, πατρόν).Αθήνα: Καστανιώτης.
  9. Μπαμπινιώτης, Γ. β΄2005. ΛΝΕΓ. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  10. Muhlbauer, K.R. 1995. Κοινωνικοποίηση – Θεωρία και έρευνα (μτφ.: Δημ. Δημοδίκης). Θεσσαλονίκη: εκδ.οίκος Αφών Κυριακίδη ΑΕ.
  11. Νίκα, Χριστίνα 2000. Πώς το παιδί χρησιμοποιεί το κουκλοθέατρο για να εκφράσει τις σχέσεις του με την οικογένεια (πτυχ. εργασία, Πανεπ. Θεσαλίας). Βόλος.
  12. Ντολτό, Φρανζουάζ2006.Σεμινάριο Ψυχανάλυσηςπαίδων(μτφ: Ελισάβετ Κούκη – επιμ.: Γ. Κοροπούλης), τ. Α΄, Β΄. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
  13. 2011. Η ασυνείδητη εικόνα του σώματος(μτφ: Ελισάβετ Κούκη – επιμ.: Πόπη Κρίπα). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
  14. Ρίτσμοντ, Π. 1970. Εισαγωγή στον Πιαζέ. Αθήνα: Υποδομή Ε.Π.Ε.
  15. Τα Νέα (εφημερίδα), 10-12-2022. «Οδυνηρή είναι η λέξη που χάνεται αν δεν την αξιολογήσεις – Τώνια Σαμαρά».

    [1] Γράμματα στη Μαμά, «Εισαγωγή».