Top menu

"Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων" -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου

Η ακάματη Ελένη Γκίκα, δημοσιογράφος, ποιήτρια, πεζογράφος και κριτικός, εξέδωσε ένα βιβλίο με 24 κείμενα που η ίδια χαρακτηρίζει αφηγήματα και όχι διηγήματα ίσως επειδή είναι αυτοβιογραφικού περιεχομένου. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με τον τίτλο Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων, διαβάζουμε πως πρόκειται για «Ιστορίες σαν καντηλάκια για τους οικείους ζωντανούς και νεκρούς». Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια-ενότητες που ονομάζονται Α, Β, Γ και Δ. Το πρώτο τιτλοφορείται «Οι Κυριακές του μπαμπά», το δεύτερο «Οι Δευτέρες της μάνας μου», το τρίτο «Οι Μεγάλες Παρασκευές μου» και το τέταρτο «Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά».

Πρώτο αφήγημα της συλλογής είναι «Τα παπούτσια» που γράφτηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 2013 (στο τέλος των περισσότερων κειμένων αναγράφεται η ημερομηνία συγγραφής). Σε αυτό, η ανώνυμη αφηγήτρια αναφέρεται στον πατέρα της που τον ακούει «να παλεύει με ανύπαρκτους δαίμονες». Δεν την αναγνωρίζει, τα βράδια στο κρεβάτι του κρυώνει και της ζητάει να του φορέσει τα παπούτσια του. Στο δεύτερο αφήγημα με τον τίτλο «Η ζωή είναι δώρο δεν είναι “ευκαιρία”» ο πατέρας αγοράζει στην κόρη του μια τηλεόραση και ένα πιστολάκι για τα μαλλιά. Εδώ, η αφηγήτρια αποκαλύπτει στους αναγνώστες ένα προσωπικό ζήτημα. «Σε ένα χρόνο παντρεύτηκα. Για να χωρίσω σε πέντε. Ξαναπιάνοντας το κομμένο νήμα από τα ξέφτια του».

Στο «Ένα κοφάκι και δυο σβαρνάδες» πρωταγωνιστεί πάλι ο μπαμπάς, αλλά το θέμα είναι τα σταφύλια, ο τρύγος και το κρασί από το πατητήρι. Η αφηγήτρια θυμάται την παιδική της ηλικία, όταν με τα μικρά και τα μεγάλα μέλη της οικογένειας έτρεχε στο αμπέλι για το μάζεμα των σταφυλιών, όπως έκαναν πολλοί κάτοικοι της περιοχής, δηλαδή του Κορωπίου,. Όπου γεννήθηκε και ζει. Κι ύστερα ήρθε η καταστροφή, το νέο αεροδρόμιο που τα σάρωσε όλα, ήθη, συνήθειες, παιχνίδια. «Δικό μας είναι εκείνο που χάσαμε», διαβάζουμε.

Μετά από τον πατέρα έρχεται η σειρά της μάνας, ωστόσο, το πρώτο αφήγημα αυτής της ενότητας, «Το γάλα», αναφέρεται στην αγάπη της αφηγήτριας για το διάβασμα. «Το ένα βιβλίο πάνω στο άλλο. Σα να μην έχει τέλος ποτέ. Το ένα άφηνε, έπιανε το άλλο. Ήρωες πάνω στους ήρωες. Μ’ όλες τις δυστυχίες και τα ρίσκα του κόσμου. Ιστορίες πάνω στις ιστορίες». Κι ύστερα η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη, η κόρη στο «Πένα χρυσή» μιλάει για τη μητέρα της»: «Όταν ήμουν μικρή, με πήγαινε στο βουνό. Τώρα την πηγαίνω εγώ».

Στην ενότητα «Οι Μεγάλες Παρασκευές μου» διαβάζουμε για τα βιβλία που κάποια στιγμή διάβαζε η αφηγήτρια, με πρώτα τον Ζοφερό οίκο και τις Μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς. Το θέμα όμως είναι πάλι ο μπαμπάς, ο οποίος με εξασθενημένη τη μνήμη του δεν αναγνωρίζει την κόρη του, την περιμένει ακόμα κι όταν του λέει πως ήρθε.

Στην τελευταία ενότητα, «Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά», εμφανίζονται ως ήρωες άνθρωποι της γειτονιάς, συγγενείς και φίλοι. Το τελευταίο αφήγημα, το «Η μαγική πέτρα: τα Ρέμπελα», είναι από τα εκτενέστερα της συλλογής και από τα πιο συγκινητικά. Σε αυτό, συνυπάρχουν η μαμά, ο μπαμπάς, το σχολείο, η γειτονιά, οι παιδικές φίλες, κι η Πέτρα, μια πέτρα στο διπλανό βουνό.

Διαβάζουμε ότι αυτή η Πέτρα «είναι και η αφετηρία και οι ρίζες μας και η σταθερά που θα μας δένει μια ζωή σ’ αυτή τη ζωή και στην άλλη ζωή».

Το βιβλίο κλείνει με δύο στίχους του Καβάφη:
«…Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.»

Αλήθεια, πώς πέρασαν τα χρόνια της ζωής μας. Αυτό θέλει να μας πει η Ελένη Γκίκα με αυτά τα σύντομα αφηγήματά της, τα γραμμένα με τρυφερότητα, ανάμικτη με θλίψη, που η ίδια χαρακτηρίζει «Ιστορίες σαν καντηλάκια για τους οικείους ζωντανούς και νεκρούς».