Top menu

"Γυάλινος κόσμος" του Τένεσι Ουίλιαμς - Κριτική θεάτρου

Γράφει ο Κ. Γ. Βασιλείου

Ο πόνος, η φθορά και το άδικο/
μυστήρια σκοτεινά, του μαύρου χάους
Λιούις Μόρις

Όταν ο Τ. Ουίλιαμς (1911-1983) έγραφε πως για να διατηρήσουμε την ατμόσφαιρα της αναπόλησης, η σκηνή να είναι σκοτεινή, εξέφραζε με ακρίβεια μια εσωτερική πάλη, που απαντάται σε ρομαντικά πεδία της τέχνης.
Επομένως, ο «Γυάλινος κόσμος» (1944) κινούμενος στα σύνορα της φαντασίας με τα δρώμενα, αποδίδει με προφανή ενάργεια συντετριμμένες προσωπικότητες να περιφέρονται στο έρεβος της θλίψης και της απογοήτευσης. Πρόκειται για μια αληθή, άρα τραγική, απεικόνιση της πραγματικότητας, όπου κυριαρχούν οδυνηρές κλιμακώσεις χαμένων ψυχών, ένα απέραντο νεκροταφείο ζωντανών υπάρξεων.

Τέσσερα πρόσωπα, αποξενωμένα μεταξύ τους, συναντώνται επί σκηνής και εκλύουν συναισθήματα απρόσμενα, έξω από καθιερωμένα κλισέ· μια μητέρα (Αμάντα), που ζει με τις αναμνήσεις της, τότε που θριάμβευε με σωρεία θαυμαστών· μια κόρη (Λόρα), με κάποια αναπηρία στο πόδι, που δεν μπόρεσε να υπερβεί τη μειονεξία της και ζει απομονωμένη στο δικό της εύθραυστο περιβάλλον· ένας αποτυχημένος γιός (Τομ), που συγκρούεται με την απαιτητική μητέρα του και καταφεύγει στην ποίηση και στις πλαστές αξίες του κινηματογράφου· ο Τζιμ, φίλος του Τομ (που τον αποκαλούσε Σέξπηρ, επειδή έγραφε ποιήματα), παλιός πρωταγωνιστής του σχολείου, φιλόδοξος, αναδίδων αισιοδοξία για το μέλλον· ο απών πατέρας (μόνον μια φωτογραφία δηλώνει την απουσία του), ο οποίος δραπέτευσε από τις κοινωνικές συμβάσεις και τις οικογενειακές δεσμεύσεις και χάθηκε χωρίς να αφήσει πίσω ίχνη.

Η Αμάντα, η Λόρα, ο Τομ και ο Τζιμ βρίσκονται στο σαλόνι της οικογενείας, όπου ο Τζιμ προσκλήθηκε με την ελπίδα να του αρέσει η δύσμοιρη Λόρα και να την παντρευτεί· η Αμάντα ντύνει την κόρη της με τα καλά της και η ίδια φοράει ένα όμορφο φόρεμα, που είχε από τον καιρό της δόξας της. Μάλιστα για να εντυπωσιάσει τον επισκέπτη λικνίζεται, ως παιδίσκη, και στριφογυρίζει ενθυμούμενη τα νιάτα της, τότε που ήταν το μήλο της Έριδας διακεκριμένων μνηστήρων.

Ο Τζιμ πλησιάζει την απρόσιτη Λόρα, την βγάζει από την απομόνωσή της, της μιλάει ενθαρρυντικά, της αναφέρει πως όλοι έχουν προβλήματα, χορεύει μαζί της βάλς ζωντανέψε τη θλιμμένη νέα, η οποία αναθάρρησε· στον χορό, όμως, έσπασε το κέρατο του γυάλινου μονόκερου (= άλογο με ένα κέρατο στο κεφάλι του, συμβολίζον και την παρθενική αγνότητα). Η δωρεά του υπολοίπου σώματος από την Λόρα στον Τζιμ υποδήλωσε ότι του χάρισε την υπόστασή της· δυστυχώς επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση, όταν ο επισκέπτης την πληροφόρησε πως ήταν αρραβωνιασμένος· τότε όλα επανήλθαν εκεί που είχαν ξεκινήσει· ο Τζιμ αποχωρεί, η Αμάντα απογοητεύεται, η Λόρα κλείνεται στον εαυτό της και ο Τομ, μη αντέχοντας άλλο, φεύγει για να γλυτώσει από το καταπιεστικό θλιβερό τοπίο, όπου είχε εγκλωβισθεί· αυτός είναι και ο αφηγητής των συμβάντων, αναμιμνησκόμενος την παρελθούσα ζωή του, που κλείνει την αναπόλησή του, χωρίς υπερβολές ή ανωφελείς εξάρσεις: «Σβήσε Λόρα τα κεριά· αυτός ο κόσμος φωτίζεται πια μόνον με αστραπές και με αυτό σας χαιρετώ», δείγμα και αυτό ενός δαιμονικά ευφυούς θεατράνθρωπου.

Ο «Γυάλινος κόσμος» αναφέρεται στην προπολεμική Αμερική, τότε που το κραχ του 1929 είχε αφήσει ανεπούλωτες πληγές στις ψυχές των χωρίς μέλλον πολιτών. Περιγράφεται ενδοσκοπικά η ανθρώπινη γύμνια μπροστά στον φόβο της αποτυχίας και βεβαίως ενώπιον του απόμακρου καραδοκούντος Τέλους. Λέγεται, ότι είναι έργο αυτοβιογραφικό, διότι ο συγγραφέας αντιμετώπισε παρόμοια επεισόδια στη ζωή του· όμως η δεξιοτεχνία της γραφής οφείλεται πρωτίστως στη σύλληψη της ιδέας και στην υλοποίησή της με πειστικό λόγο, όπως ο συγγραφέας έχει επιχειρήσει επιτυχώς και στο «Λεωφορείο ο πόθος» (1947), όπου η εμβληματική Μπλανς Ντυμπουά αναφωνεί απεγνωσμένα: “δεν θέλω ρεαλισμό· θέλω μαγεία, μαγεία” ή στο άκρως συγκρουσιακό «Λυσσασμένη Γάτα» (1955) ή στο σπαρακτικό φαντασιακό «Καμίνο Ρεάλ» (1953) ή στο περιπετειώδες «Τριαντάφυλλο στο στήθος» (1951) ή στην επιστροφή και τιμωρία ενός αδίστακτου επιβήτορα στο «Γλυκό πουλί της νιότης» (1962) και πολλά άλλα ισάξια.

Όπως στον «Γυάλινο κόσμο», έτσι και σε ολόκληρο το έργο του Τ. Ουίλιαμς απαντάται ένα ιδιότυπο τελετουργικό συντριβής, απόγνωσης, παραφροσύνης, αλλοτρίωσης, μετάλλαξης, νευρωτισμού, εσωστρέφειας· οικογένειες στα όρια της διάλυσης, σχέσεις αλλοπρόσαλλες, άκρατη ανασφάλεια, ευτελιστικοί συμβιβασμοί, αδιόρατος πανικός, εμφανής υποκρισία, ετοιμόρροπη πειθαρχία στα κοινωνικά status, οριακές μορφές απελπισίας εν είδει παράκρουσης, βύθιση στα άδυτα του εαυτού, έλλειψη επικοινωνίας. Θα έλεγε κανείς ότι εκφράζει ιδανικά ηττημένα σαρκία, που πλανώνται, ως σκιές, σε ένα άχρονο περιβάλλον.

Ο συγγραφέας αποτυπώνει χαρακτήρες ανελεύθερους, με τάσεις εξέγερσης ή παραβατικής διάσπασης ιδεών ή εθίμων ή κοινωνικών συμβάσεων. Όλα αυτά βέβαια θερμαίνονται υπό την αδιόρατη θεατρική δυναμική, που αγγίζει τα αισθήματα των θεατών, ως εάν είναι ρεαλιστικές αντανακλάσεις της καθημερινότητας. Όσον αφορά την πολιτική διάσταση της τέχνης του Τ. Ουίλιαμς πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν είναι από εκείνους που κραυγάζουν με ρητορικές μεθόδους, αλλά λειτουργεί υποδόρια με υπαινικτικό τρόπο και δίνει πειστικά τη σχετική προβληματική· άλλωστε ο ίδιος είχε διατυπώσει πως η κόλαση είναι ο ίδιος μας ο εαυτός· η μόνη λύτρωση είναι να παραμερίσεις τον εαυτό σου και να αισθανθείς βαθιά κάποιον άλλον. Ουσιαστικά επιχειρείται μια καθαρτική εισχώρηση στο παρελθόν, σκιτσάρεται αδρά ένα είδος μοιρολατρείας, αναδεικνύονται αντιφατικοί συνειρμοί, εκπέμπεται ένας παρακμιακός εθισμός, αναζητείται μια ύστατη διέξοδος.

Ο «Γυάλινος κόσμος», για πρώτη φορά στην Ελλάδα διδάχθηκε από τον Κάρολο Κουν, το 1946, στο θέατρο «Αλίκη», σε μετάφραση Νίκου Σπάνια, μουσική Μάνου Χατζιδάκη, με την Έλλη Λαμπέτη - Λόρα, την Μαρία Γιαννακοπούλου - Αμάντα, τον Δημήτρη Χατζημάρκο - Τομ και τον Λυκούργο Καλλέργη - Τζιμ. Σημειώνεται, ότι ο τίτλος του έργου είναι The glass menangerie (= γυάλινο θηριοτροφείο).

Η παράσταση του Εθνικού θεάτρου (23-1-2021) είχε την τύχη να σκηνοθετηθεί από τον Γιώργο Νανούρη, που κατανόησε ως πιστός ακόλουθος τη σκέψη του Τ. Ουίλιαμς και γι’ αυτό ανέλαβε ο ίδιος και τους φωτισμούς, τους οποίους έστησε, όπως ακριβώς θα το ήθελε ο συγγραφέας, ιδιαίτερα τις στιγμές που χάνονταν τα πρόσωπα για να αναδειχθούν άλλα, ως εάν το σκοτάδι να τα ρουφούσε· οι λαμπτήρες πάνω από τα κεφάλια των προσώπων ήταν ταιριαστοί με τον τίτλο του έργου· επίσης ιδιαίτερα επιτυχής ήταν η πιο δύσκολη φάση της παράστασης, δηλαδή ο χορός της Λόρας με τον Τζιμ. Kατηύθυνε τους υποκριτές με εμφανή μαεστρία.

Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη λιτά, όπως έπρεπε, τα κοστούμια των deux hommes (Γρηγόρη Τριανταφύλλου - Δημήτρη Αλεξάκη) συγχρονισμένα με την εποχή που διαδραματίζεται η υπόθεση, ειδικά η τουαλέτα της Αμάντας και η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, σωστή, ακριβής, ήρεμη, υποβλητική, ως επέβαλλε η ασφυκτική ατμόσφαιρα του έργου.

Οι ηθοποιοί κινήθηκαν πειθαρχημένα υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη και ξεπέρασαν επιτυχώς το κενό από την απουσία κοινού. Λειτούργησαν με απόλυτη συνέπεια, αναδεικνύοντας το ταλέντο τους, σε ένα έργο ιδιαίτερα απαιτητικό.

Η Λένα Παπαληγούρα - Λόρα ήταν συγκλονιστική· είχε να παλέψει με μια απόμακρη στα όρια της σχιζοφρένειας, απομονωμένη, παράξενη ύπαρξη, την οποία όφειλε να αναπαραστήσει πειστικά για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα· έδωσε το είναι της· μετουσιώθηκε κυριολεκτικά σε Λόρα Ουίνγκφιλτ· μου θύμισε, μεταξύ άλλων όταν το καλοκαίρι 2019, στο «Μικρό θέατρο της Επιδαύρου», υποδύθηκε την Υπερμνήστρα, στις «Δαναΐδες» του Ανδρέα Κάλβου· ήταν έξοχη με ελεγχόμενες κινήσεις και λόγο.

Η Άννα Μάσχα - Αμαντα απέδωσε ιδιαίτερα πειστικά τον ρόλο της μητέρας, που έχει με τις αναμνήσεις από την νεότητά της στον αμερικανικό νότο· για τον απόντα σύζυγό της, ο οποίος τους είχε εγκαταλείψει απέφευγε εντέχνως να κάνει αναφορές, ως εάν ήταν μια πληγή που την κατέτρωγε· ισχυρό δείγμα πρωταγωνίστριας ήταν οι χορευτικοί ελιγμοί ενώπιον του Τζιμ· μου έφερε στον νου, μεταξύ άλλων, τη λαμπρή ερμηνεία της, ως κυρία Σέρμπι, στην «Αγριόπαπια ή η διαλεκτική της μετααρετής» του Ερρίκου Ίψεν, το 2017, στο θέατρο «Πορεία» και βεβαίως το 2019, στο «Αμφιθέατρο», ως Γερτρούδη, στον Άμλετ του Ουίλιαμ Σέξπηρ.

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής - Τομ είναι ένας ταλαντούχος ερμηνευτής, που φέρει επιτυχώς εις πέρας, όποιο ρόλο του ανατίθεται· έπαιξε τον γιό της οικογένειας, που συγκρούεται με την απαιτητική μητέρα του, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη ζοφερή πραγματικότητα, επιδεικνύει παραβατική συμπεριφορά, δεν αντέχει τη δουλειά του και εν τέλει αποδρά, ως ο πατέρας του και από το ξένο μέρος διεκτραγωγεί τα περασμένα· όλα αυτά υπό την ομπρέλα μιας πλήρους υποκριτικής περσόνας· τον είχα θαυμάσει, το 2018 στο «Αλάρμ» του Μάικλ Φρέιν στο θέατρο «Αλφα» και το 2019 στο «Δημοτικό θέατρο Πειραιά», στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι, ως Πιέρ Μπεχούζοφ.

Ο Αναστάσιος Ροϊλός - Τζιμ απέδειξε ότι υπηρετεί ευπρεπώς την αγάπη του στην ψυχολογία· ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής με επιμελή εξίσωση προς τα κάτω και αυτοέλεγχο, όπως θα επιθυμούσε ο συγγραφέας, προσέγγισε την αγοραφοβική Λόρα, την κανάκεψε, την συμβούλευσε να δει την κοινωνία με θετική διάθεση, χόρεψε μαζί της και της ανέβασε το ηθικό, αλλά συγχρόνως, όπως αναφέρθηκε ήδη, την απογοήτευσε όταν της είπε πως είναι αρραβωνιασμένος· σήκωσε με τον ρόλο του βαρύ φορτίο, αφού έπρεπε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να αλλάξει τη διάθεση της απόμακρης Λόρας· η ερμηνεία του διακρίθηκε από στιβαρότητα, ήτοι το σύνηθες ψυχρό και εν πολλοίς υπερφίαλο ύφος εκείνων που έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, αλλά και από τη δέουσα περίθαλψη μιας αδύναμης ψυχής· ανταποκρίθηκε ευπρόσωπα σε μια ιδιαίτερα απαιτητική αποστολή· ήταν έκπληξη.

Εν κατακλείδι, η παράσταση του Εθνικού θεάτρου ήταν επιτυχής και έδωσε καινούργια εκδοχή σε ένα κορυφαίο έργο του αξεπέραστου ψυχογράφου του θεάτρου.

Δεν θα ήταν καλλίτερη επωδός από τα λόγια του μεγάλου Ιρλανδού υμνωδού Γέιτς: Πρέπει να σβήσουμε το φως του ήλιου και το φως του φεγγαριού… ώσπου όλα να τα ξαναφέρουμε στο τίποτα.