Top menu

"Η Ευνοούμενη" του Γιώργου Λάνθιμου -Κριτική Ταινίας

Γράφει ο Θόδωρος Σούμας

Η Ευνοούμενη του Γιώργου Λάνθιμου κατόρθωσε, για πρώτη φορά στα χρονικά, να εξασφαλίσει για ελληνική ταινία δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων για καλύτερη ταινία, για σκηνοθεσία, για πρώτο γυναικείο ρόλο, για δεύτερο γυναικείο ρόλο, για φωτογραφία, για ενδυματολογία, για μοντάζ, κ.λπ. Κέρδισε επτά βραβεία BAFTA από την Αγγλική Ακαδημία κινηματογράφου (μεταξύ των οποίων καλύτερης βρετανικής ταινίας), βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στις Χρυσές σφαίρες με την Κόλμαν και τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Δεν τα λες και λίγα... Ο διεθνώς αναγνωρισμένος, σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης δημιούργησε πρωτότυπες, (μετα)μοντέρνες, ανεξάρτητες και σημαντικές ταινίες.

Έχει κατορθώσει να βάλει την προσωπική σφραγίδα του σε μια συνεκτική, ιδιότυπη αισθητική που έχει συλλάβει. Το στυλίστικο ύφος του, η αισθητική του είναι εναλλακτική και διαφορετική. Η προβληματική και θεματική του επικεντρώνονται σε καταστάσεις που μοιάζουν με πειράματα με ανθρώπους, σε ανθρώπινες καταστάσεις που λες και αναπτύσσονται σε δοκιμαστικό σωλήνα, όπου τίθενται ορισμένοι κανόνες διαβίωσης. Ο σκηνοθέτης δοκιμάζει, κεκλεισμένων των θυρών τρόπον τινά, ορισμένα, κυρίαρχα ή αιρετικά πρότυπα συμπεριφορών: Συμπεριφορών επικοινωνίας, γλωσσικής έκφρασης, σεξουαλικής συνεύρεσης, επιβολής ή υποταγής και θανάτου. Στην εξέλιξη αυτών των υποκινούμενων, πειραματικών καταστάσεων υπεισέρχονται τα στοιχεία της ατομικής πρωτοβουλίας και εξέγερσης.

Η Ευνοούμενη, πικάντικο και μπαρόκ, “πειραγμένο” φιλμ εποχής, πραγματεύεται τις ίντριγκες στή βασιλική αυλή της Βρετανίας στις αρχές του 18ου αιώνα, μια ανδροκρατούμενη εποχή. Ίντριγκες γύρω από την πολιτική εξουσία και την ερωτική εξουσία που ασκούν οι μεν (συνήθως οι γυναίκες) στους δε. Πρόκειται για μια μάλλον γελοία κι αμοραλιστική μικροκοινωνία όλο υστεροβουλία, αγώνα και κατάχρηση εξουσίας, ύπουλη κι αθέμιτη άσκηση επιρροής στους άλλους. Στο επίκεντρο η δύσμοιρη και νευρασθενική, ανίκανη βασίλισσα Άννα (Ολίβια Κόλμαν), η ευνοούμενη και παλιά φίλη της, κυριαρχική δούκισσα του Μάρλμπορο (Ρέιτσελ Βάις) και η νεοαφιχθείσα, νεαρή, σαγηνευτική, ξεπεσμένη και φτωχή, δολοπλόκος, πρώην λαίδη (Έμα Στόουν). Ένα λεσβιακό, καταπιεστικό, κομψό, θερμόαιμο και υστερικό τρίγωνο! Ο Λάνθιμος μας προτείνει έναν κόσμο συμπλοκών στο παλάτι, προδοσίας, υποκρισίας, ίντριγκας, ερωτισμού, κυριαρχίας επί των υπηκόων, χειρισμού των ανθρώπων και του σεξ, υπό τη μορφή στυλίστικης φάρσας εποχής. Ο πόλεμος εναντίον της Γαλλίας και οι πολιτικές και στρατηγικές διαφωνίες των Άγγλων κυβερνώντων (Αυλή, πρωθυπουργός, στρατηγός) σχετικά με τον πόλεμο, έχουν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της μυθοπλασίας. Ο Λάνθιμος δεν έγραψε το σενάριο με συνεργάτη τον Ευθύμη Φιλίππου όπως τα προηγούμενα, μα αυτό γράφτηκε από δύο Άγγλους σεναριογράφους, αρχικά την Ντέμπορα Ντέιβις και κατόπιν τον Τόνι Μακναμάρα, με τους οποίους ο Έλληνας σκηνοθέτης συνεργάστηκε δημιουργικά επί μακρόν.

Ο Λάνθιμος επιστρατεύει ένα οξύ, σαρκαστικό, δηλητηριώδες, μαύρο κι ενίοτε αναχρονιστικό χιούμορ και πρωτότυπα σκηνοθετικά και σκηνογραφικά ευρήματα για να αφηγηθεί με φαντασία, παραξένισμα και κρυμμένο σουρεαλιστικό οίστρο, μια ιστορία: Τις παρασκηνιακές συγκρούσεις, τις μηχανοραφίες και τη χρησιμοποίηση του σεξ ως όργανο εξουσίας από τρεις γυναίκες, την άρρωστη, κακιασμένη και καταθλιπτική βασίλισσα Άννα που βασιλεύει μετά δυσκολίας, τη σκληρή, πολυμήχανη κι ανυποχώρητη παλιά σύμβουλό της και την νεοαφιχθείσα, ωραία, πονηρή κι αδίστακτη, πρώην αριστοκράτισα, υπηρέτρια. Και οι τρεις είναι εξουσιομανείς λεσβίες, δυναμικές και ταυτόχρονα ευάλωτες.

Ο Λάνθιμος εισάγει στη σκηνοθεσία ιδιότυπα μέσα που υποσκάπτουν την τάξη: Οι τρεις γυναίκες της αυλής μιλάνε βρώμικα (όπως θα μιλούσαν σήμερα) για το λίγο-πολύ παρεκκλίνον σεξ που κάνουν, δεκαεπτά μικρά κουνέλια -που θυμίζουν στη βασίλισσα τα πεθαμένα παιδιά της- κόβουν βόλτες στο βασιλικό δωμάτιο (τα ζώα, κλασικό σουρεαλιστικό τέχνασμα), οι άντρες έχουν ανίσχυρη σεξουαλικότητα και θυμίζουν τραβεστί ομοφυλόφιλους με εξεζητημένο μακιγιάζ και περούκες. Οι χώροι ενίοτε φωτίζονται μόνο από φυσικό φως και κεριά κι άλλοτε στριφογυρίζουν μπροστά μας διαταράσσοντας την ισορροπία λόγω των πολύ ευρυγώνιων φακών, παρουσιάζοντας τους ανθρώπους που τους κατοικούν χαμένους και μοναχικούς στους αχανείς, ανεξέλεγτους χώρους. Το μοντάζ του Μαυροψαρίδη, αποτελεί ένα τολμηρό ψιλοκέντημα ακριβείας, η χορογραφία του χορού στο παλάτι είναι παλαβή κι αντιρεαλιστική, τα κοστούμια εκκεντρικά, κ.τ.λ. Όλα τα σκηνοθετικά μέσα, οι πινελιές του εφευρετικού Λάνθιμου, συμβάλλουν στην δημιουργία μιας διαστρεβλωμένης, υπερβολικής εικόνας της κοινωνικής πραγματικότητας, κάτι που βρίσκουμε και στις προηγούμενες ταινίες του. Βήμα βήμα συναρθρώνει αρμονικά το φιλμικό σύνολο και έτσι, τελικά, κατορθώνει να κερδίσει όλα τα αισθητικά στοιχήματά του.

Η Ευνοούμενη συνδυάζει την ελαφρότητα και το διασκεδαστικό με το σκοτεινό και ανησυχαστικό. Το οικείο με το δυσοίωνο. Το κλασικό, ψυχαγωγικό, παιχνιδιάρικο και αφηγηματικό σινεμά με ένα πνεύμα τολμηρό, αναρχικό, διεστραμμένο κι ανατρεπτικό. Το παράδοξο και ρηξικέλευθο με την αφηγηματικότητα. Το λοξό, τρελό βλέμμα με το τρυφερό κι ανθρώπινο. Το μισανθρωπισμό με το φεμινισμό. Αλλά κι ο φεμινισμός του φιλμ δεν κολακεύει αναίτια τις γυναίκες, τις δείχνει ανελέητες, απεχθείς, επιθετικές μέγαιρες, και ταυτόχρονα, γλυκά, θερμά, εύθραυστα, ερωτικά θηλυκά.

Ο Λάνθιμος, με την Ευνοούμενη, φτιάχνει μια πιο βατή, πιο ανοιχτή και προσιτή στο ευρύτερο κοινό ταινία. Φυσικά, το άλμα του Λάνθιμου στο χώρο των υπερπαραγωγών έχει τα ρίσκα του. Όμως ο Έλληνας σκηνοθέτης ανταποκρίνεται θετικά και καταφέρνει να εξισορροπήσει πετυχημένα όλες τις επιλογές του, παραδοσιακές και ακραίες, τις σκηνοθετικές με τις σεναριακές επιλογές, σε ένα πανέξυπνο, πρωτότυπο, ανάλαφρο και μαζί βιτριολικό, καυστικό έργο, σε μια κωμικοτραγική, παράταιρη (weird όσο τα προηγούμενα φιλμ του) ταινία εποχής.