Top menu

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου: "Η καλή λογοτεχνία δίνει όνομα στο άρρητο"

 

"Ό,τι  κυκλοφορεί μέσα στο κέλυφος των ιστοριών, που  έπλασα, είναι τραύματα και φωνές πολλών γυναικών. Δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο εκτός από την υπεράσπισή τους". Η ποιήτρια και συγγραφέας Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου μιλά στο περιοδικό Vakxikon.gr για το νέο της βιβλίο, τη νουβέλα Τα κόκκινα ελάφια που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν. 

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Επτά ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα, παιδική λογοτεχνία και πλέον μία νουβέλα στο ενεργητικό σας. «Τα κόκκινα ελάφια» μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που το κρατάτε στα χέρια σας;

Θα ακουστεί ίσως περίεργο, όμως νιώθω την ίδια δειλία και ταραχή, όπως τότε, που έπαιρνα στα χέρια μου το πρώτο μου βιβλίο. Όσο κι αν διαχωρίζω τους ήρωες και τους αφηγητές του έργου από το συγγραφέα, δεν μπορώ να μην αισθάνομαι πως είναι δημιουργήματά μου κι έχω την ευθύνη για όσα τους έβαλα να πράξουν και να αφηγηθούν. Βέβαια σύντομα έρχεται η στιγμή που το βιβλίο αυτονομείται. Ξεκαθαρίζει μέσα μου ότι το βιβλίο δεν είμαι εγώ, αν και τα πρόσωπα αυτά θα παραμένουν  μαζί μου πάντοτε ως υπαρκτές οντότητες και μέρος της πραγματικότητας, όπως την προσλαμβάνω.

 

Ψυχή του βιβλίου η γυναίκα. Αναρωτιέται κανείς αν εμπνευστήκατε πρώτα την ιστορία του βιβλίου ή πρώτα το θέμα του.

«Τέτοιες ιστορίες για όμορφες, είναι συνηθισμένες», λέει στο επινοημένο κείμενο ο Γάλλος περιηγητής. Έχουν ειπωθεί κι έχουν γραφτεί πολλές φορές. Δεν ξεκίνησα, σίγουρα, με πρόθεση να γράψω μια ακόμη ιστορία. Το θέμα έχει αναδειχθεί από τους λογοτέχνες και εμπνέει πολλούς συγγραφείς. Η δήλωση του Γάλλου περιηγητή δεν είναι τόσο αθώα. Κρύβει μια υποτίμηση του ζητήματος και σίγουρα δεν ενδιαφέρεται  να ασχοληθεί με το πρόσωπο και την αλήθεια του. Εξετάζει συνοπτικά και προσπερνά την περίπτωση αποφλοιώνοντάς την. Κρατά το φλούδι και πετά την ουσία, δηλαδή την αγωνία και τον πόνο μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Με το έργο μου θέλω να κάνω το αντίθετο. Ο σχολιασμός του Γάλλου, που εγώ ή ίδια ως συγγραφέας έβαλα στο στόμα του, γεννά εκ νέου και σε μένα μια αντίδραση. Η ένσταση σε ό,τι κυκλοφορεί ως ιδεολόγημα, ως στερεότυπο, η αντίδρασή μου για ό,τι διαπράττεται εις βάρος της γυναίκας, αυτή πυροδότησε τη γραφή μου. Η έμπνευση είναι μια κίνηση, μια ταραχή με έδρα το θυμικό. Δανείζομαι το σχήμα ιστοριών όπως της Ευφροσύνης Βασιλείου, επινοώ άλλες, επινοώ άλλα πρόσωπα και καταστάσεις. Ό,τι  κυκλοφορεί μέσα στο κέλυφος των ιστοριών, που  έπλασα, είναι τραύματα και φωνές πολλών γυναικών. Δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο εκτός από την υπεράσπισή τους.

 

Μιλήστε μας για τους τρεις κεντρικούς γυναικείους χαρακτήρες του βιβλίου σας.

Η Ευφροσύνη Βασιλείου είναι πρόσωπο υπαρκτό. Στο σχολείο δεν την είχα διδαχτεί καθόλου, ούτε ως καλλιμάρτυρα και εθνική ηρωίδα ούτε ως πόρνη. Την ιστορία και το μύθο της τον γνώρισα αργά μέσα από προσωπικά διαβάσματα. Ποια ήταν όμως  πραγματικά αυτή η γυναίκα, ποτέ δεν κατάλαβα ούτε και μετά τη συγγραφή του βιβλίου μου. Δεν ήταν ούτως ή άλλως αυτός ο σκοπός  μου. Γνωρίζω περισσότερα και καταλαβαίνω καλύτερα την Ευφροσύνη, το πρόσωπο του βιβλίου μου. Είναι η γυναίκα που γνωρίζει τα δικαιώματά της και τα διεκδικεί. Δεν έχει καμία αμφιβολία για τις επιλογές της. Αντιδρά στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής, που περιορίζουν την ελευθερία της κι αγνοούν τις ανάγκες της. Στη διαδρομή της σύντομης ζωής της, μέσα από τις επιλογές της,  μέσα από τον έρωτα και την τραγική της μοίρα, γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό της, αποκτά συμπόνοια και κατανόηση για όλες τις γυναίκες. Ελευθερώνεται από τον καθρέφτη και το είδωλο της, ελευθερώνεται από τα ρομαντικά στοιχεία του έρωτα που της πρόσφεραν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Αυτή η γνώση είναι η ελευθερία που μαθαίνει έστω κι αργά. Αν μένει σε κάτι αλύγιστη είναι στη διεκδίκηση να ακουστεί η φωνή της και να ορίσει η ίδια την ταυτότητα της αρνούμενη την κατασκευή της επίσημης Ιστορίας.

Η Χαϊνίτσα κατέφθασε σχεδόν από μόνη της στο «συγγραφικό δωμάτιο». Γεννήθηκε ως λογοτεχνικό πρόσωπο, για να φωτίσει από μια άλλη οπτική τα γεγονότα. Ο κύριος ρόλος της είναι να μεταφέρει τη συγκίνηση και το βάρος από τις ιστορίες βιασμών. Καλά θαμμένες  στα παλιότερα χρόνια, κρυφά ειπωμένες ή με μισόλογα μέσα στα σπίτια, ποτέ δημόσια, δεν τις αφηγούνται τα ίδια τα θύματα. Η Χαϊνίτσα όμως τολμά και μιλάει. Κουβαλά το τραύμα και τις ενοχές της. Εκδηλώνεται με μια αμφιθυμία απέναντι στον αδερφό της και τη μάνα της. Αποφεύγω όσο μπορώ να βαρύνω το έργο με ιστορικές εγγραφές. Κρύβομαι στο όστρακο των μύθων για να αποστασιοποιηθώ και να μιλήσω για τη μεγαλύτερη εικόνα, για το τραύμα όλων εκείνων των γυναικών που τις αγκαλιάζει στο τέλος του μονολόγουτης η Ευφροσύνη. Γυναίκες θύματα μιας σκληρής και βίαιης  κοινωνίας, θύματα της εισβολής του 74, αλλοδαπές θύματα ενός δολοφόνου. Μεταφέρω στοιχεία από πολλές και διαφορετικές ιστορίες, τραύματα πραγματικών γυναικών.

Η τρίτη γυναίκα παραμένει ως το τέλος ανώνυμη. Σκέφτεται απλά, ζει φτωχικά, δεν λάμπει από ομορφιά. Πατά γερά στη γη. Έχει όμως την ευλογία στη ζωή της  να αγαπηθεί αληθινά. Φωτίζει από τη δική της πλευρά τα γεγονότα. Πέρα από αυτό ο ρόλος της στο έργο είναι να φέρει μια αναγκαία  εξισορρόπηση. Η Ευφροσύνη στροβιλίζεται μέσα σε ιδέες και όνειρα, μέσα σε επαναστατικά κηρύγματα, γίνεται ρήτορας μπροστά σε ένα φανταστικό δικαστήριο και ευτυχώς για την προσωπική της εξέλιξη βυθίζεται σε αμφιβολίες, όταν διαπιστώνει την εγκατάλειψη και προδοσία από τον εραστή. Η Χαϊνίτσα βουλιάζει μέσα σε τραύματα και ενοχές. Η ανώνυμη γυναίκα μιλά τη γλώσσα των καθημερινών πραγμάτων. Ο άντρας της, που το θέμα του εισάγεται μέσα από τη δική της εξιστόρηση, είναι το αντίβαρο στη βία και τη σκληρότητα της εποχής του. Υπερβαίνει το φόβο και κινδυνεύει για τη γυναίκα του.

 

«Οι αόρατες γυναίκες μπαίνουν με το όνομά τους στο κάδρο της ιστορίας». Ήταν αυτή η πρόθεσή σας όταν γράφατε αυτό το βιβλίο. Να δώσετε φωνή στις γυναίκες που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ακουστούν;

Ήταν σίγουρα ανάμεσα σε άλλα και αυτή η πρόθεση, όταν έγραφα. Η Ιστορία συντρίβει τα πρόσωπα, ασχολείται με τις μεγάλες εικόνες των ιδεών και των κινήτρων πίσω από τα γεγονότα. Το αίτημα και η αγωνία της Ευφροσύνης είναι να ακουστεί η δική της άποψη. Είναι μια επιπλέον μορφή βίας, όταν άλλοι μιλούν για τη γυναίκα εμποδίζοντας κι αποκλείοντας τη δική της φωνή. Τα πρόσωπα μιλούν. Το όνομα σε καθιστά πρόσωπο. 

 

Με δεδομένο το πλαίσιο του βιβλίου σας, πιστεύετε ότι η καλή λογοτεχνία μπορεί να μας βοηθήσει, σε κοινωνικό επίπεδο, να κάνουμε βήματα μπροστά και με ποιον τρόπο;

Η καλή λογοτεχνία, λένε συχνά, πως είναι ιαματική. Πότε ξύνει το τραύμα και πότε το θωπεύει. Αυτή η διαδικασία ταύτισης και λύτρωσης είναι ιαματική. Η καλή λογοτεχνία ονομάζει. Δίνει όνομα ή επιχειρεί να δώσει όνομα στο άρρητο. Δίνει χώρο να εκφραστεί το ανείπωτο. Γεννά συναισθήματα και κρίσεις. Κυρίως γεννά ερωτήματα, αμφιβολίες. Παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον οδηγεί σε μια πορεία προσωπικής αναζήτησης. Καλή λογοτεχνία είναι οι στιγμές της, όταν υποδέχεται τις αγωνίες μας και τις αμφιβολίες μας. Δεν υπάρχει αλλαγή και εξέλιξη μέσα στις βεβαιότητες. Αντίθετα η λογοτεχνία που τις υπονομεύει μπορεί να μας βοηθήσει να κάνουμε βήματα μπροστά.

 

Πώς νιώθετε που παραδίδετε το συγκεκριμένο βιβλίο στους αναγνώστες και ποιες είναι οι σκέψεις σας όταν σκέφτεστε κάποιον να το διαβάζει;

Αγαπώ “Τα Κόκκινα ελάφια μου.”  Χαίρομαι που ήρθε η ώρα να μιλήσουν στους αναγνώστες, όπως μίλησαν σε μένα. Η σκέψη πως κάποιος διαβάζει το βιβλίο  με γεμίζει αμφιβολίες και ανησυχίες. Βρίσκομαι ακόμη στον αφρό της θάλασσας και ξέρω πως ο βυθός που δεν έφτασα είναι ο πλούτος και η ουσία που δεν άγγιξα. Με ταράζει και θα ήθελα να τον είχα αδράξει καλύτερα για να τον μεταφέρω και στους αναγνώστες. Το ανολοκλήρωτο της τέχνης είναι ο λόγος που ξαναγράφουμε. «Τα κόκκινα ελάφια» έχουν παραδοθεί στον αναγνώστη. Είναι η δική τους ώρα. Μπορούν να κυκλοφορήσουν. Έχουν φωνή.