Top menu

Δυο ποιήματα από την Γεωργία Γιώτα

© Ave Calvar Martinez

 

Δάκρυ

Δάκρυ
Ζεστό και διάφανο
Κρύσταλλο καθάριο καμωμένο από τα υλικά της καρδιάς
Συναισθήματα τα λένε, θαρρώ
Το αόρατο άυλο που μετατρέπεται σε ορατό υλικό
Τα χείλη νιώθουνε τη γεύση της θαλασσινής αλμύρας
Ρυάκι λάβας πυρώνει τις παρειές
Τούτη τη στιγμή η ψυχή αγγίζει τη σάρκα
Το αθάνατο καταδέχεται τη θνητότητα και τη φθορά
Ένα χιλιοστόγραμμο ζωής που αξίζει το χρυσάφι του ουρανού
Γιατί μέσα του αγκαλιάζει όλο τον πόνο του Ανθρώπου
αλλά και των Πραμάτων.
Το δάκρυ των αλόγων του Αχιλλέα σαν έπεσε ο Πάτροκλος νεκρός
κι έκανε τον Κρονίδη να λυγίσει με τη μοίρα που τους έλαχε
Το δάκρυ της μοιχαλίδας που άπλωσε μύρο της ψυχής πολύτιμο
στα πόδια Εκείνου που το θάνατο πατήσαν
Το δάκρυ της Παναγιάς που έπεφτε καυτό πάνω στο σώμα
του μοναχογιού που είχε πριν λίγο ξεψυχήσει στο Σταυρό
Το δάκρυ των αναστεναγμών
Της οδύνης
Της πίκρας
Της απογοήτευσης
Της απελπισίας
Περίλυπος η ψυχή μου εστί μέχρι θανάτου
Αλλά και κείνο όμως της συγκίνησης
Της χαράς
Της ευγνωμοσύνης
Της περηφάνιας
της ηδονής
Την ώρα που ο άνθρωπος αντικρίζει το φως
Εύχαρις η ψυχή μου εστί μέχρι ζωής
αθάνατης και θείας
Δες τούτη τη σταγόνα, σε παρακαλώ,
Νιώσε το νόημά της, σε ικετεύω
Είναι το κλειδί για να ανοίξεις το πολύτιμο σεντούκι μου
Κληρονομιά του είδους μου και ειδοποιός διαφορά μου
Εκτίμησέ το, στο ζητώ σαν χάρη
Επέλεξα να σε εμπιστευτώ
την ώρα που σκοτείνιαζε ο ήλιος
Η χαραμάδα του φωτός σου μου δάνεισε τα φτερά της ελπίδας
Θυμήσου…
Όσα κι αν νέφη μαζωχτούν, φεγγάρια δεν θα κρύβουν
Κι όσο η Φύση αγρυπνά, ποτάμια δεν στερεύουν.
γιατί όσα κι αν δάκρυα χυθούν, περβόλια θα ανθίζουν.

 


 

Ακολούθησέ με

Ακολούθησέ με
Λέω να πάω μια βόλτα
αλλά όχι από εκείνες τις απλές και βαρετές,
χωρίς σκοπό και προορισμό,
ξοδεύοντας λαίμαργα λίγα λεπτά πολύτιμης ζωής.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω
δεν τοκίζεται
δεν είναι αναβλητός ούτε αναστρέψιμος
Ακολούθησε με
Λέω να πάω μια βόλτα
από κείνες τις πολύχρωμες που συναντάς πεταλούδες στο διάβα σου
αθώες και ανυποψίαστες,
γεμάτες ουρανό και εμπιστοσύνη
που αγγίζουν τρυφερά το δάχτυλο και αφήνονται ανέμελα να ξαποστάσουν
τις στιγμές τις ιερές
που η αθανασία βρεφουργείται
Ακολούθησε με
Λέω να πάω μια βόλτα
να φυσήξει του δειλινού βαρδάρης
να δροσίσει το δάκρυ
νυχτοφύλακα παγιδευμένων ονείρων, ναυαγισμένο επιθυμιών
Έχει άπνοια σήμερα
τι ατυχία, τί δυστυχία, ποιος γνωρίζει τα μυστήρια σφραγισμένων πυραμίδων
Απόκαμα, μα… θα περιμένω
δεν έχω άλλη επιλογή
Ξοδεύω απόθεμα
Είχα κάνει το κουμάντο μου τις μέρες
που οι δόσεις της επίπλαστης ευτυχίας ανατοκίζονταν
και τις νύχτες πού τις φίλαγα φρουρός ακοίμητος σε θυρίδες οδύνης
Ακολούθησε με
Λέω να πάω μια βόλτα
Λαχτάρησα τα καλοκαίρια της ψυχής
τις ανάσες της θάλασσας, φιλί της ζωής,
τις ώρες της αφρισμένης ηδονής
τις λυτρωτικές αγκαλιές τις ηλιοστάλαχτες
που διαπερνούσαν το σώμα κυρίαρχες,
προσφέροντας στην ψυχή γλυκό τριαντάφυλλο
να αναστηθεί από τη βασανιστική λιποθυμιά μιας ξαφνικής υπογλυκαιμίας
Ακολούθησε με
Θα πάω μια βόλτα
Η μουσική των Ναϊάδων φαντάζει απόκοσμη
όταν οι ψυχές συγχρονίζονται στο κλειδί του σολ
Νότες χαράς
νότες περιπλάνησης στα παιδία τα Ηλύσια
Ακολούθησέ με
θα πάω μια βόλτα
η Σταχτοπούτα φορά τα γοβάκια της περήφανα
και το νούμερο κατάλληλο…
το μισό ακριβώς από τους ρυθμικούς της καρδιάς τους υπόγειους χτύπους.