Top menu

"Big Bang" του Νίκου Λούβρου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Άρτεμις Μιχαηλίδου

Έχοντας διαβάσει στο παρελθόν ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Λούβρου, ανέμενα με ενθουσιασμό την πρώτη ποιητική του συλλογή. Το Big Bang, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Libron, δικαίωσε τις προσδοκίες μου στο έπακρον. Ξεκινώντας από τον τίτλο, είναι εμφανές ότι ο ποιητής βάζει ένα μεγάλο στοίχημα, όχι μόνο με τον αναγνώστη, αλλά πρωτίστως με τον εαυτό του και την τέχνη του: δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν θα αρκεστεί στο σύνηθες και στο μέτριο, και ότι αναζητά τη δημιουργική έκρηξη του καινούριου και του επαναστατικού. Ας μην δημιουργηθούν, ωστόσο, λανθασμένες εντυπώσεις έπαρσης για το έργο ενός ανθρώπου που, όσοι τον γνωρίζουν, ξέρουν ότι χαρακτηρίζεται από ευγένεια και σεμνότητα: στην ποίηση του Λούβρου, από το εισαγωγικό επίγραμμα ήδη, είναι σαφές ότι το επαναστατικά νέο περνά μέσα από το επαναστατικά παλιό: «εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» (Ψαλμός 35:10), μας λέει ο ποιητής, υπονοώντας έτσι ότι η μεγάλη έκρηξη και η αναζήτηση του δημιουργικού φωτός συνδέονται άρρηκτα με τα θεμελιώδη ερωτήματα που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη – και η θρησκεία είναι σίγουρα ένα από αυτά. Η ποίηση του Λούβρου δείχνει έναν άνθρωπο βαθύτατα θρησκευόμενο, αλλά σε καμία περίπτωση θρησκόληπτο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το «Απεταξάμην», το πρώτο ποίημα της συλλογής, ισορροπεί έντεχνα ανάμεσα στο θείο και το κοσμικό, δίνοντας στον αναγνώστη μια πρόγευση του τί έπεται: «Πριν το βάπτισμα ζητούσα αναδόχους / Τώρα χαρίζω το όνομά μου» (σελ. 13). Πράγματι, στον αναγνώστη προσφέρεται αυτή ακριβώς η ισορροπία μεταξύ της αρχικής εντύπωσης και της ανατροπής της, το αέναο, και συχνά βασανιστικό παιχνίδι ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, την έναρξη και τη λήξη, την επιθυμία και τον αγώνα της πλήρωσης: «Κάτω απ’ το ποίημα / σε βάθος αιώνων / ευρήματα Ανεκπλήρωτου / Όστρακα λέξεων / λείψανα ηδονών / σπόροι Ανάστασης / Στα περιθώρια άφθαρτο / σκήνωμα ποιητή» («Ανασκαφή», σελ. 16). Στις λέξεις του Νίκου Λούβρου, συνοψίζεται με τον πιο ελκυστικό τρόπο το πάθος του λόγου και ο λόγος της ποίησης, το βάθος της αναζήτησης και η μοναξιά του ποιητή. Ο ποιητής είναι όντως μόνος, σαν ημίθεος ήρωας παραμυθιού, και προσπαθεί ν’ αντέξει, με μοναδικό εφόδιο «ένα γοβάκι μελάνι», τόσο τις διαρκείς μεταμορφώσεις της τέχνης, όσο και την απώλεια της Σταχτοπούτας του (βλ. το ομώνυμο ποίημα, σελ. 18).

Όσο προχωρά η ανάγνωση, καθίσταται σαφές ότι το Big Bang οικοδομεί κι οικοδομείται πάνω σ’ έναν κόσμο «Δυαδικής Μονοκρατορίας», όπου «το ένα κρύβει μέσα του / μηδέν Μεγάλης Έκρηξης», όπου «το πιο απόλυτο / δυαδικό σύστημα» εξουσιάζει, «με ένα ναι κι ένα όχι», το σύμπαν του ποιητή (βλ. σελ. 36). Στους στίχους του Λούβρου, η ζωογόνος πίστη δεν μπορεί να αγνοήσει την αμφιβολία, όπως ακριβώς η θρησκεία συμπληρώνεται από την επιστήμη, η ιστορία από τον μύθο, και το «εγώ» ψάχνει τη λύτρωση μέσα από το «εσύ». Κι όλα αυτά γίνονται με τρόπο ευαίσθητο, όσο και πρωτότυπο – με γλωσσικούς και μορφικούς πειραματισμούς οι οποίοι (σε αντίθεση με ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ποίησης) προκαλούν το θαυμασμό γιατί είναι αυθεντικοί και όχι «δήθεν». Ενδεικτικά αναφέρω ποιήματα όπως το «Καλειδοσκόπιο» (σελ. 24), με τον πολλαπλό αντικατοπτρισμό του ειδώλου στον καθρέφτη / χαρτί, ή το «Παζλ» (σελ. 34), με τις διάσπαρτες λέξεις στη σελίδα του βιβλίου που συνθέτουν μια διαφορετική εικόνα κάθε φορά. Ποιήματα όπως τα παραπάνω «κλείνουν το μάτι» στις αγαπημένες τεχνικές του Μοντερνισμού και ξαφνιάζουν με την οικονομία και την αμεσότητα της γλώσσας τους. Νομίζω, ωστόσο, ότι το αγαπημένο μου ποίημα σε αυτή την κατηγορία είναι η «Μετάληψη» (σελ. 20), γιατί συνδυάζει σχεδόν όλα τα στοιχεία που κάνουν την ποίηση του Λούβρου αξιόλογη και ιδιαίτερη:

Να σμίγουμε
σαν χρώματα
σε παλέτα

Θαλαεσσί Πορφυρεγό

Δύο μάτια
σ’ ένα πινέλο
βλέμμα

Ηλιοβασίλεμα

Κι όταν
στεγνώνουν
οι πίνακες

Κηλίδα
στου ζωγράφου
τα δάχτυλα

Άγιον Ποτήριον

Φως
να μεταλαμβάνει
το χρώμα

Η «Μετάληψη» είναι χαρακτηριστικό δείγμα έξυπνου (και όχι «εξυπνακίστικου») ποιήματος: το σμίξιμο των χρωμάτων στην παλέτα («θαλαεσσί» και «πορφυρεγό») τονίζει τη μαγεία της ένωσης σωμάτων και ψυχών. Το κοσμικό / ποιητικό γίνεται ταυτόσημο με το θείο και το μεταφυσικό σε μία σύνθεση εξαιρετικού ρυθμού και εικονοποιϊας, η οποία επιτρέπει, σχεδόν, στον αναγνώστη να μεταλάβει την ίδια, μοναδική εμπειρία.

Το ίδιο έξυπνα είναι και τα «επιγραμματικά» ποιήματα της συλλογής, που συνδυάζουν ώριμο στοχασμό με λεπτή ειρωνεία (βλ., π.χ. «Λαχείο», σελ. 30: «Να σου δοθεί ολόκληρη θάλασσα / κι εσύ να πέσεις πάνω στ’ αγκίστρι»), ή εκείνα που πατάνε σε παραδοσιακές φόρμες, όπως το σονέτο. Ποιήματα όπως «Ο Χορός των Εφτά Πέπλων» υπογραμμίζουν τόσο την εξοικείωση του Λούβρου με ένα είδος με το οποίο λίγοι θα αποτολμούσαν να αναμετρηθούν επιτυχώς, όσο και τις αξιοθαύμαστες δυνατότητες του ποιητή. Αν πρέπει, ωστόσο, να επιλέξω το ένα και μόνο στοιχείο που με ελκύει στο Big Bang, δεν θα επέλεγα την ευφυϊα ή τον πειραματισμό, αλλά την ευαισθησία που διατρέχει σχεδόν κάθε στίχο του βιβλίου, μένοντας ως γλυκόπικρη επίγευση στη μνήμη του αναγνώστη. Με αυτό το σκεπτικό, ίσως το πιο όμορφο ποίημα της συλλογής να είναι ο «Επικήδειος» (σελ. 47):

Τα θερισμένα στην πλάτη σου χρόνια
σαν στάχυα φορτώθηκες κι έφυγες
με το γαϊδουράκι της γραμμής
Μ’ έναν ήλιο κατάματα
και τα μάτια ανήλιαγα
ξερίζωνες με της ανάσας το σταλαγμίτη
μνήμες που σε στέριωναν στο χρόνο

Με τι επικυριαρχία μας έγδυνες
τα μέτρα να μας πάρει η Απουσία

Συγχώρεσέ μας που τόσο λίγο σ’ αγαπήσαμε
λες και ποτέ δεν θα πέθαινες
Συγχώρεσέ μας που τόσο πολύ σε θρηνήσαμε
λες και θα ζούμε για πάντα
Δεν είναι βαρύ το φέρετρό σου
Είναι βαρύ το φέρετρο του κόσμου μέσα μας
χωρίς το στήριγμά σου.

Φτάνοντας, λοιπόν, στο φινάλε αυτής της κριτικής, νομίζω ότι είναι περιττό να επαναλάβω ότι η ποίηση του Λούβρου κάνει αυτό ακριβώς που υπόσχεται, κι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο δημιουργός της: ότι, δηλαδή, συνθέτει και ανασυνθέτει «ψυχών μελωδίες αιώνιες / μοναχά σε εικοσιτέσσερις / νότες» («Ο Σολίστας», σελ. 43). Θα αρκεστώ λοιπόν στο να ευχηθώ να κάνει το Big Bang τη μεγάλη έκρηξη που του αρμόζει.