Top menu

"Απόντες στα όνειρα" της Ιφιγένειας Τέκου [Προδημοσίευση]

Απόσπασμα από το διήγημα "Λεκές στο παντελόνι". Η συλλογή διηγημάτων "Απόντες στα όνειρα" της Ιφιγένειας Τέκου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βακχικόν τον Δεκέμβριο του 2018.

 

Η ΜΑΡΙΝΑ είχε μπει μέχρι τα γόνατα στο νερό, νιώθοντας την αλμύρα να καίει τις πληγές στα γόνατά της -παράσημο, ίσως και το μοναδικό, για τα πεντακάθαρα πατώματα και τα αστραφτερά μπάνια του σπιτιού. Το φόρεμα, που ’χε διαλέξει να φορέσει σήμερα για να ’ναι όμορφη, το μάζεψε και το ’δεσε σαν πάνα γύρω από τα μπούτια της. Βελούδο η επιδερμίδα των μη¬ρών. Τα είχε περάσει γερή ξούρα από το πρωί ένεκα της ημέρας. Μπορεί να μην ήταν στα πρώτα -άντα, πιο πολύ στα σύνορα των δεύτερων -άντα με των πρώτων -ήντα, να αφέθηκε κάπως, το παραδέχεται, να χαλάρωσε η επιτακτική ανάγκη που ένιωθε παλιότερα να είναι πάντα στην τρίχα. Δεν είναι εύκολο να ’χεις υποχρεώσεις, οικογένεια και να σου μένει χρόνος για καλλωπισμό. Αυτά που έκανε νιόπαντρη και ξύπναγε χαράματα να προλάβει να φτιαχτεί και να φρεσκαριστεί, προτού τη δει ο άντρας της και ξενερώσει, τα έκοψε από την πρώτη κιόλας εγκυμοσύνη της.

Ορίστε ποιο ήταν το λάθος της. Όχι ότι σταμάτησε να καλλωπίζεται σαν σταρ του σινεμά -εντάξει, δεν αφέθηκε και τελείως-, μα ότι καλόμαθε τον Διονύση κι όταν έπαψε να τον υποδέχεται με τα νεγκλιζέ μοσκοβολώντας σαν τους κήπους των Βερσαλλιών, του κακοφάνηκε. Φυσικά δεν το ’δειξε ούτε της είπε τίποτα στην αρχή, μην την προσβάλει, μέσα του θεώρησε προφανώς πως είναι κάτι παροδικό, μέχρι να ξεπεταχτεί το πρώτο παιδί και μετά το δεύτερο. Στη συνέχεια, ήρθαν τα κιλά, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, όμοιοι με ρουφήχτρες του σκότους, το βρακί-σκοινί, που χώριζε τα κωλομέρια στα δύο, αντικαταστήθηκε από ένα άνετο βαμβακερό σλιπ για να αγκαλιάζει τις εξέχουσες καμπύλες που είχαν προστεθεί βίαια στη μορφολογία του σώματός της και το «είμαι κουρασμένη σήμερα, το αφήνουμε για αύριο;»

Η υπόνοια, ότι ο Διονύσης ξενοκοιτάζει, τρύπωσε στη Μαρί¬να ένα βράδυ που επέστρεψε νωρίτερα στο σπίτι απ’ το τυράδικο όπου δούλευε. Ο δυνατός ήχος της τηλεόρασης την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο κι εκεί, τι το ’θελε και μπούκαρε έτσι απότομα, βρήκε τον Διονύση με το χέρι στα αχαμνά να ικανοποιείται βλέποντας τις ειδήσεις των εννιά. Δεν θα ’δινε σημασία η Μαρίνα ούτε θα γινόταν έξαλλη, αν η παρουσιάστρια των ειδήσεων δεν ήταν η καλύτερη φίλη και συμμαθήτριά της, μεγαλωμένες σαν αδελφές, με τα σπίτια τους να χωρίζονται μόνο από δύο μεγάλα δέντρα και κάτι χαμηλούς ξύλινους πασσάλους.

Του έβαλε τις φωνές και οι τσιρίδες εναλλάσσονταν με δάκρυα και ρίψη αντικειμένων. Ευτυχώς τα παιδιά βρίσκονταν στη γιαγιά τους, όπως κάθε Παρασκευή μετά το σχολείο. Η πρώτη αντίδραση του Διονύση ήταν επιθετική. Της καταλόγιζε εξολοκλήρου το δικό του ατόπημα. Εσύ φταις που κατάντησες σαν πλύστρα. Άντρας είμαι κι εγώ, τι θες να κάνω που όλο όχι και μη είσαι; Μονάχα στο ψυγείο λες πάντα ναι. Στο κάτω-κάτω δεν πήγα με άλλη. Φυσικά η Μαρίνα δεν πειθόταν. Τον κατηγόρησε ότι ανέκαθεν γούσταρε τη Νιόβη, μα εκείνη σιγά μη γύριζε ποτέ να τον κοιτάξει, ότι είναι χυδαίος και αισχρός που τραβά μαλακία στο νυφικό τους κρεβάτι βλέποντας την παιδική της φίλη να λέει τις ειδήσεις της ημέρας.

Το άλλαξε σύντομα το βιολί ο Διονύσης και η «πλύστρα» έγινε μωρό του. Έλα, βρε παραπονιάρα μου, αφού ξέρεις πόσο σε αγαπώ. Την ξεπλυμένη τη φίλη σου ούτε να τη φτύσω… Με τούτα και με τ’ άλλα την κάλμαρε και, παρόλες τις υποψίες που παρέλαυναν κατά μήκος της καρδιάς, περνώντας ξώφαλτσα δυστυχώς απ’ το κεφάλι της, η Μαρίνα έμεινε μαζί του τριάντα ολόκληρα χρόνια. Τριάντα χρόνια, με χειμώνες και καλοκαίρια την έφεραν ίσαμε εδώ, χωμένη ως τα γόνατα μέσα στη θάλασσα να τοποθετεί γράμματα, τυλιγμένα σε σπάγκο, μέσα σε μπουκάλια -πέντε τον αριθμό- και να τα ξαμολάει μακριά στο πρώτο κύμα-ταξιδευτή.
[...]