Top menu

6 προτάσεις για αναγνώσεις τον Δεκέμβριο

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον Δεκέμβριο:

Ζήτω ο άνθρωπος, θέατρο, Κώστας Γραμματικόπουλος, εκδόσεις Βακχικόν 2018

 

Η επιλογή των προσώπων δίνει από μόνη της στο έργο ένα ειδικό βάρος: Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Τζίμι Χέντριξ, Ιησούς Χριστός, Μαρία Μαγδαληνή και η Σκιά. Η συνύπαρξή τους ανάγει τους διαλόγους σε μια αλληλουχία στοχασμών, οι οποίοι στη δεύτερη πράξη οδηγούν σε μια έκβαση με αισιόδοξες νότες, οδηγούν στην αποθέωση του ανθρωπισμού.

Πώς, όμως, έφτασε ως εδώ, κατά τη γνώμη μας, ο συγγραφέας; Γιατί ο διάλογος των προσώπων αυτών αποτελεί μια ριψοκίνδυνη προσέγγιση, που υπήρξε, ασφαλώς, αποτέλεσμα εσωτερικών ζυμώσεων, φιλοσοφικής αναζήτησης και ανθρωποκεντρικής θεώρησης. Ειδικά, η πρώτη πράξη αποτελεί μια συνεχή ενατένιση στο παρελθόν των προσώπων και την προβολή του στο σήμερα, όπου οι απόψεις τους συναντιούνται ή συγκρούονται συνεχώς σε μια απόπειρα να ορίσουν εκείνες τις συντεταγμένες πλεύσης που ορίζουν το δρομολόγιο του σύγχρονου κόσμου.

Η μουσική του Τζίμι Χέντριξ (1942 - 1970) διανθίζει καίρια το ηχητικό τοπίο του έργου και αποτελεί, μάλλον, υπόμνηση των μουσικών επιλογών του συγγραφέα. Υπήρξε ο κορυφαίος κιθαρίστας της ροκ μουσικής, όχι μόνο για την τεχνική που ανέπτυξε, όχι μόνο για την ηλεκτρική ενίσχυση της κιθάρας που ανέδειξε, όχι μόνο για τη συνθετική του πρωτοτυπία, αλλά και γιατί κατόρθωσε, στη σύντομη ζωή του, να ερμηνεύσει με πρωτόγνωρη εκφραστική δύναμη τόσο στην κιθάρα όσο και στη φωνή του το πανανθρώπινο αίτημα για ειρήνη, αγάπη και ομορφιά.

Σχετικά σύντομη ήταν και η ζωή δύο ακόμη προσώπων του έργου: του Ιησού Χριστού και του Τσε Γκεβάρα. Ο τελευταίος, που έζησε από το 1928 ως το 1967, υπήρξε το συνώνυμο της επανάστασης, εκατό και πλέον χρόνια μετά τον Σιμόν Μπολίβαρ και τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική. Υπήρξε ακάματος μαχητής, υπέρμαχος του κομμουνισμού, ανέπτυξε νέες τεχνικές στον ανταρτοπόλεμο, αλλά κυρίως ανέδειξε σε όλες τις δράσεις του τον ανθρωπισμό ασκώντας παράλληλα τα ιατρικά του καθήκοντα. Προφανώς και ο συγγραφέας θαυμάζει όλα όσα συνδυάζει ο Τσε Γκεβάρα στις δράσεις του.

Ο Ιησούς Χριστός του "Αγαπάτε αλλήλους" και του "Συγχωρείν" συμβάλλει στο διάλογο αναδεικνύοντας την ανθρωπιστική διάσταση του χριστιανισμού. Δε διστάζει, ωστόσο, να συμμετάσχει και στο σχολιασμό άλλων απόψεων, να διατυπώσει κρίσεις για την εποχή μας και να μιλήσει παραβολικά για την αγάπη της μάνας. Η Μαρία Μαγδαληνή, αντίθετα, κάνει μόνο ένα σύντομο αλλά καίριο πέρασμα στο τέλος του έργου. Η θρησκευτική διάσταση του έργου έχει ήδη προαναγγελθεί στην ποιητική συλλογή "Νεκρό φιλί" του ίδιου του συγγραφέα και συγκεκριμένα, στο ομώνυμο ποίημα, καταδεικνύοντας το σχετικό ενδιαφέρον του.

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821 - 1881), κορυφαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος, έχει, επίσης, απασχολήσει τον συγγραφέα μας. Στη νουβέλα του "Οι απόκληροι" ανιχνεύουμε ήδη σημάδια επιρροής του μεγάλου συγγραφέα, αλλά και προβληματισμούς που συμπίπτουν σε κάποια θέματα με αυτά του θεατρικού έργου. Ειδικά, η σχέση του Ντοστογιέφσκι με το θρησκευτικό συναίσθημα και τις κοινωνικές ισορροπίες αναπηδούν συνεχώς μες από τις γραμμές του κειμένου και φέρνουν στο επίκεντρο τα "δύο θηρία της ανθρώπινης ύπαρξης", όπως τα χαρακτηρίζει, το συναίσθημα και τη λογική. Πάλι μας έχει ήδη προϊδεάσει γι' αυτό στην ποιητική συλλογή "Νεκρό φιλί" με το ποίημα "Συναίσθημα και λογική".

Τίποτε, λοιπόν, δεν είναι πρωτόγνωρο εδώ, αλλά μια επεξεργασία των ιδεών του συγγραφέα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να συντάσσει ένα γαϊτανάκι από σκέψεις που σχολιάζουν το παρόν και το μέλλον μας. Εξαιρετική στιγμή είναι, κατά τη γνώμη μας, εκείνη που η ηρωίδα της Σκιάς κάνει σχόλιο στη δεύτερη πράξη για τη σύγχρονη Ελλάδα και εκτοξεύει δέσμες φωτεινές προς τη νέα ζωή που αναδύεται. Η Σκιά εμφανίζεται μόνο στη δεύτερη πράξη και η ίδια ομολογεί ότι είναι "η υπέρτατη αλήθεια". Οι διάλογοί της με τα υπόλοιπα πρόσωπα θέτουν ερωτήματα, αμφισβητούν σκέψεις και επαναξιολογούν τα γεγονότα στην ιστορία. Η Σκιά μοιάζει περισσότερο από κάθε άλλο πρόσωπο με τον κινητήριο μοχλό δράσης και αντίδρασης που εκπροσωπεί τον ίδιο τον συγγραφέα.

Το έργο δεν παρουσιάζει την πλοκή ενός κλασικού έργου. Και με αυτή την έννοια, ένα πιθανό ανέβασμα του έργου συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες. Εδώ η πλοκή έχει αντικατασταθεί από μια αλληλουχία στοχασμών, όπως προείπαμε. Και είναι αυτοί, ακριβώς, οι στοχασμοί που ρέοντας στη διάρκεια του έργου, εμπλουτίζουν τη διαδρομή μας, καθορίζουν τις όχθες μας, υποδέχονται τους προβληματισμούς μας και εκβάλλουν με μουσικές ανταύγειες προς το μέλλον. Παραφράζοντας τον τίτλο του έργου από "Ζήτω ο άνθρωπος" σε "Ζητώ τον άνθρωπο", δε θα ήμασταν μακριά, πιστεύω, από το νόημα της βαθύτερης αναζήτησης του συγγραφέα. Κι αυτό, γιατί, σε μια εποχή που επελαύνει η τεχνολογία με τρόπο που εκφεύγει ο έλεγχος της χρήσης της, είναι δείγμα λογικής κι ευαισθησίας ν' αναρωτιέται κανείς ποιος είναι ο ρόλος του ανθρώπου μπροστά στα νέα δεδομένα, ποιος υπήρξε πραγματικά, τι αναζητούσε διαχρονικά και με ποια εφόδια εισέρχεται στη νέα εποχή.

"Ζήτω ο άνθρωπος"! Πόσο ενθουσιασμό δικαιούμαστε να δείχνουμε σήμερα; Είμαστε υπερήφανοι για τα επιτεύγματά μας; Είμαστε ικανοποιημένοι από τη συμπεριφορά μας; Επαληθεύθηκαν οι προσδοκίες μας; Μας οδήγησαν στο δρόμο της αρετής οι μεγάλες φυσιογνωμίες; Τι κρύβει πίσω της η σκιά; Μπορεί το φως να εκπροσωπεί την αλήθεια; Αμείλικτα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς ν' απαιτούν άμεση απάντηση. Ίσως, η απάντηση να μη δοθεί ποτέ. Ίσως, δε χρειάζεται να δοθούν τελικές απαντήσεις. Μόνο να είμαστε σε εγρήγορση και να πλέουμε στο ποτάμι των στοχασμών κωπηλατώντας μ' ανοιχτό μυαλό κι ευαίσθητες κεραίες.

Θανάσης Βαβλίδας

**

Με νοιάζει, θέλω και μπορώ, παιδικό, Χρυσή Μαρούση, εκδόσεις Ownbook 2018

 

Μια απ΄τις άμυνες όταν με βαραίνει το φορτίο μιας ολόκληρης μέρας, μιας ολόκληρης περιπέτειας είναι η ώρα που διαβάζω στον γιο μου το βραδινό του παραμύθι. Υπέροχες ιστορίες, με θαύματα, δέντρα που μιλούν, ποτάμια, λωτούς, τρυφερούς λέοντες, παράξενα ζώα με ανθρώπινη μιλιά που διδάσκουν μια για πάντα αυτόν τον κόσμο. Πόσα δεν ξετυλίγονται εκείνες τις νυχτερινές ώρες, στην κρυψώνα της φαντασίας, πόσα μυστικά δεν λάμπουν ξανά, διάφανα, πόση ελευθερία.

Τα παιδιά πιστεύουν στα παραμύθια γιατί μπορούν να νιώσουν την σπάνια εκείνη ατμόσφαιρα. Η καρδιά τους βρίσκεται ακόμη στ΄άστρα, για ΄κείνα η ευτυχία γράφεται με το τίποτε. Κάπου βαθιά μέσα τους μαθαίνουν να συμπάσχουν με το δίκαιο του κόσμου, γνωρίζουν την αγάπη, το πρωταρχικό θεμέλιο αυτού του έξαλλου κόσμου. Διδάσκονται δίχως προοπτική, μα με τη συνείδησή τους οξυμένη, σαν από κάποιο πολύτιμο χάρισμα, το πώς και το γιατί αυτού του κόσμου. Στα μάτια τους φέγγουν πάντα οι βασιλιάδες. Εκμαγεία φαντάσματα ανακοινώνουν πως κάποτε στον κόσμο βασίλεψαν τα κορίτσια που ονόμασαν Αμαζόνες και παράταιροι εύζωνες καλούν σε προσκλητήριο μες στο έμψυχο δάσος.

Σε μια τέτοια κατηγορία καταγράφεται το “Με νοιάζει , θέλω και μπορώ” της Χρυσής Μαρούση. Οι εκδόσεις wnbook προσθέτουν ακόμη μια ψηφίδα στις ιδιαίτερα καλαίσθητες εκδόσεις που διαμορφώνουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Οι εξαιρετικές, υπέροχα μελαγχολικές εικόνες της Εμμανουέλας Κακαβιά ολοκληρώνουν την έκδοση. Διδακτικό, επίκαιρο για τώρα και για πάντα. Για τους αυριανούς πολίτες ενός κόσμου που καμιά φορά μας ξεπερνά σε ταχύτητα.

Αυτή η ζωή έχει πλέον απαιτήσεις. Η ενεργή, πολιτική ύπαρξη συνιστά τον νέο τύπο ανθρώπου που ήδη σχηματοποιείται στις καινούριες κοσμοπόλεις. Τα σημερινά παιδιά ίσως βρεθούν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, τόσο σε επίπεδο οικολογίας όσο και κοινωνικών δομών.Η Χρυσή ανασύρει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Η ιστορία της πλασμένη για τα παιδιά, με πολλαπλά μηνύματα, εύστοχα όχι μόνο για τον καιρό μας. Οι τρεις βασιλιάδες που αφοσιώνονται στο κοινό καλό, οι μυθολογικές προσεγγίσεις των στοιχείων του σύμπαντος, η γραφή που διατηρεί αμείωτο τον ρυθμό της, κινδυνεύοντας διαφορετικά να χάσει το εξαιρετικά δύσκολο και αυθεντικό, παιδικό κοινό, συνθέτουν τις αρετές του βιβλίου.

Η αξία ενός βιβλίου στην εποχή μας είναι χαμηλή. Στο θηριώδες χρηματιστήριο του 21ου αιώνα τα έντυπα υλικά κερδίζουν τη θέση τους με μια αξία μονάχα αναμνηστική. Η νέα, οικιακή τεχνολογία καταλύει τον ελεύθερο χρόνο, βάλλει εναντίον όλων των παλιών συνήθειών μας, κερδίζοντας διαρκώς έδαφος. Ένα παιδικό βιβλίο συνιστά τον καταλληλότερο τρόπο για να διατηρήσουμε αλώβητη την παιδική ψυχή. Σε κάποια άλλη τράπεζα, έξω απ΄αυτό το σύστημα καταθέτουμε τ΄απόθεμα της παιδικής φαντασίας που τόσο απαραίτητο φαντάζει στον αιώνα μας. Σε μια εποχή που όλα τα εξηγεί απ΄την αρχή. Οφείλουμε, λοιπόν ένα μεγάλο ευχαριστώ στα πρόσωπα που αφιερώνονται στην δημιουργία για χάρη των παιδιών αυτού του κόσμου.

Στην περίπτωση αυτού του σημειώματος η εκτίμησή μας απευθύνεται στην Χρυσή Μαρούση και την εικονογράφο Εμμανουέλα Κακαβιά. Συγγραφέας και εικονογράφος αντίστοιχα, με τη γυναικεία, αφοπλιστική τους χάρη προσφέρουν στο κοινό το εκπαιδευτικό παραμύθι “Με νοιάζει, θέλω και μπορώ.” Ο τίτλος του θα μπορούσε κάλλιστα ν ΄αποτελέσει ένα πεδίο έμπνευσης.

Aπόστολος Θηβαίος

**

Με το π της ποίησης, συλλογικό, εκδόσεις ΑΩ 2018

 

Όταν ξεκινούσα να διαβάζω το βιβλίο αυτό, δε γνώριζα ούτε φανταζόμουν το μέγεθος και το βάθος του εγχειρήματος, που έχει πάνω απ' όλα έναν κοινωνικό στόχο με ευρύτητα αντιλήψεων. Ο κοινωνικός στόχος είναι να προκαλέσει και να προάγει μέσω εκδηλώσεων το διάλογο για θέματα της τρίτης ηλικίας και η ευρύτητα αντιλήψεων έχει να κάνει με τα πολλαπλές πτυχές που θίγει πάνω σε αυτά τα θέματα.

Πρόκειται για μια μικτή φόρμα με ποίηση και διήγηση για την οποία συνεργάστηκαν δεκατρείς λογοτέχνες συνθέτοντας ένα ενιαίο αφήγημα.

Όταν το διάβασα, της έγραψα μεταξύ άλλων:
"Η ιδέα είναι εξαιρετική και η υλοποίηση εξαιρετικότερη. Ένα δυνατό, συγκινητικό διήγημα περικλείει και ταυτόχρονα περιφέρεται σε όλα τα ποιήματα της σύνθεσης, σε μια αγαστή συνομιλία, που ακόμα και όταν τα ποιήματα είναι εκτενή, δεν λοξοδρομούν από την κεντρική θεματική. Για τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας", καθρεφτίζει μια πολυσύνθετη πραγματικότητα που σχετίζεται με το αναπόφευκτο τέλος. "Για νέους και μεσήλικες είναι μια έντονα εκφραστική υπενθύμιση ότι υπάρχει κι αυτή η φάση της ζωής, αυτή η πιθανότητα, αυτό το μέλλον". Και πρέπει να την αποδεχτούμε ως αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, προκειμένου να προσδώσουμε στις πτυχές του βίου μας την διάνοιξη και όχι τον αποκλεισμό, την ενέργεια και όχι την αδρανοποίηση, ένα φάσμα χρωμάτων και όχι το μονοσήμαντο σκότος.

Κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται απλώς για ένα καλό βιβλίο, αλλά για ένα σημαντικό βιβλίο και θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σας αναπτύξω εν συντομία τους λόγους αυτής της κρίσης.

Πρώτον, η μορφή του. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα διήγημα που συνδέεται με νήματα ποιητικής μνήμης από αφηγητή σε αφηγητή, όπου ένας ηλικιωμένος, έγκλειστος σε κελί, αναμένει να του ανακοινώσουν την εκτέλεσή του. Και παρ' ότι γράφτηκε εκ των υστέρων προκειμένου να συνομιλήσει τμηματικά και κατ' ιδίαν με τα δώδεκα ποιήματα της σύνθεσης, καταφέρνει να αφηγηθεί μια ενιαία ιστορία μαζί τους σε παράλληλους και σε διασταυρούμενους χρόνους. Τα ποιήματα δεν ακολουθούν συγκεκριμένη στιχουργική τεχνοτροπία, σηματοδοτώντας με την ποικιλία τους τις πολυκύμαντες εκφάνσεις της ζωής.

Δεύτερον, το περιεχόμενό του. Οι δεκατρείς λογοτέχνες μετρούν και ανατέμνουν το χρόνο, κοιτούν από την τρίτη ηλικία προς τα πίσω, στην δεύτερη και στην πρώτη, ιδίως στην πρώτη, οι μνήμες πλέκουν το κουβάρι μιας ζωής που σωρεύεται και στέλνει στη λήθη τα ξέφτια και στο καλάθι τα αταίριαστα νήματα, μνήμες που έρχονται, φεύγουν και επανέρχονται μετρώντας τις απώλειες της φθοράς και ρυθμίζοντας τις προσδοκίες μιας ανεπιθύμητης αποχώρησης. Βλέπεις τους άλλους ν' αποχωρούν και σε καταλαμβάνει η επιθυμία να μην αρχίσει ποτέ το δίχως τέλος ταξίδι, εκτός αν το δεις ανάποδα: ένα ταξίδι που έχει ήδη αρχίσει και δε θες να τελειώσει ποτέ και όπου η άφιξη δεν είναι το τέλος, αλλά μια νέα αρχή.

Και τρίτον, ο απώτερος στόχος του: η δια μέσω της λογοτεχνίας ευαισθητοποίηση του κοινού στα θέματα που ταλανίζουν σήμερα την τρίτη ηλικία και που σε μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με τη μνήμη (ατομική ή και συλλογική), όπως η γεροντική άνοια με αποκορύφωμα τη νόσο του Αλτσχάιμερ, η γεροντική αδυναμία με αποκορύφωμα την ορθοπεδικού ή παθολογικού τύπου κατάκλιση, η κοινωνική αναλγησία που εκούσια ή ακούσια κωφεύει τόσο στα φθογγόσημα της σοφίας των γερόντων όσο και στις ριπές των εκκλήσεών τους για στήριξη. Τα ζητήματα της τρίτης ηλικίας, ειδικά για τη χώρα μας, με την έντονη δημογραφική γήρανση, θα μας απασχολούν όλο και πιο έντονα τις επόμενες δεκαετίες και η διαχείρισή τους θα είναι, ίσως, το υπ' αριθμόν ένα θέμα. Όσο πιο νωρίς γίνει αντιληπτό αυτό, τόσο πιο νωρίς θα δώσουμε στα νήματα της ζωής μας την ελευθερία που χρειάζονται για να πλέξουν το ένδυμα της ευτυχίας και όχι το κουβάρι της δυστυχίας.

Έχοντας, λοιπόν, διαβάσει τα κείμενα και μη θέλοντας να μακρηγορήσω, είχα την ιδέα να γράψω για κάθε ποίημα - κείμενο έναν στίχο, αφιερωμένο στον εκάστοτε λογοτέχνη. Και αφού το π της ποίησης μπορεί να είναι το π=3,14, το π του παππού και το γ της γιαγιάς, το π της περπατούρας και το β της βακτηρίας, το π του πάντα και του ποτέ, το π του παρελθόντος και το θ του θυμάμαι, θα καταλάβετε πού παραπέμπουν και οι στίχοι.

Για τη Διώνη Δημητριάδου
Το παιδί κοιμάται σ' έναν ίσκιο που απλώνεται μέχρι να το σκεπάσει.
Για την Ξανθίππη Ζαχοπούλου
Όταν τυλίγεις το κουβάρι του ήλιου, οι σκιές είναι τα νήματα.
Για τον Αντώνη Θ. Παπαδόπουλο
Ποτέ να μην αποδιώχνεις τις ρίζες που έθρεψαν τα όνειρά σου.
Για τον Ηλία Παπακωνσταντίνου
Το φως χαράζει τις ρυτίδες και το σκοτάδι τις θωπεύει.
Για τη Ματίνα Κ. Καρελιώτη
Ησυχία και περίσκεψη για να νιώσεις τους κελαηδισμούς του ονείρου.
Για τον Θεοχάρη Παπαδόπουλο
Συναντά ο φαιόχρωμος ίσκιος σου τα κίτρινα φύλλα της μνήμης.
Για τον Στάθη Κεφαλούρο
Πριν έρθει ο χειμώνας, υπήρχαν κάποτε τρεις άλλες εποχές.
Για τον Γιώργο Ρούσκα
Όσο κι αν θυμηθείς, η λήθη έχει δυνατότερο ίσκιο.
Για τον Αντρέα Πολυκάρπου
Ίσως η ώρα που σε σκιάζει ο ύπνος είναι ταυτόχρονα της γης και τ' ουρανού.
Για την Αναστασία Ν. Μαργέτη
Ήταν μια στιγμή, κι άλλη μια στιγμή, κι άλλη μια στιγμή, και μια αιωνιότητα.
Για τη Φαίη Ρέμπελου
Συσπειρώνονται τα μέλη του σώματος για να σβήσουν τα ίχνη του χρόνου.
Για την Αγγελική Ζερβαντωνάκη
Ήρθε η ώρα να μαδήσεις τα φύλλα, αυτές τις νευρικές απολήξεις της ρίζας.
Για τον Χαράλαμπο Μαγουλά
Σηκώθηκε το παιδί απ' τον ίσκιο του και άφησε μια τρύπα φως.

Αυτοί ήταν οι δεκατρείς στίχοι. Με το αρχικό γράμμα κάθε στίχου έφτιαξα την ακροστοιχίδα "Το π της ποίησης", δηλαδή σχεδόν τον τίτλο του βιβλίου. Προσθέτοντας τη λέξη "ΜΕ" θέλω να ευχηθώ σε όλους τους δημιουργούς να είναι πάντα με το π του πάθους.

Θανάσης Βαβλίδας

**

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, μυθιστόρημα, Αλέξης Πανσέληνος, εκδόσεις Μεταίχμιο 2018

 

Πώς προσεγγίζεις ένα μυθιστόρημα που δεν εστιάζει την ιστορία του σε κεντρικό πρόσωπο, που δεν έχει την αφήγησή του δομημένη γύρω από βασικές συνιστώσες της πλοκής, που δεν έχει στην ουσία μία και μόνον πλοκή; Θα μπορούσαν, λοιπόν, τα κεφάλαια του βιβλίου να αποτελούν αυτόνομες ιστορίες; Λέω πως όχι. Κάποια από τα πρόσωπα επανέρχονται ως παρουσίες, μετά την πρώτη τους εμφάνιση, ωστόσο αυτό δεν θα ήταν αρκετό σε μια παραδοσιακή γραφή μυθοπλασίας, ούτε και είναι ο λόγος που συνδέει τις «ιστορίες» του βιβλίου μεταξύ τους. Ο συνδετικός ιστός του βιβλίου είναι η εποχή, είναι η ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του ’50 (που διατηρήθηκε με μικρές αλλαγές ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας) στην Αθήνα, την πόλη που τότε εξελισσόταν, ενηλικιωνόταν με αμφίβολα τα αποτελέσματα της ωρίμασής της, όπως αποδείχθηκε. Για τον συγγραφέα, ωστόσο, αυτά τα χρόνια ήταν ένα κομμάτι από τη δική του παιδική ηλικία, είναι οι δικές του αποθηκευμένες εικόνες μνήμης, που με την τωρινή ματιά αναπλάθονται στη γραφή διατηρώντας την αλήθεια τους (συχνά σκληρή) και ενσωματώνοντας μέσα τους την αναπόφευκτη γνώση για την εξέλιξη που είχαν. Να διευκρινιστεί εδώ πως για μυθοπλασία πρόκειται, ακόμα κι αν γνωστά πρόσωπα ανιχνεύονται μέσα της, ακόμα κι αν κάποια από αυτά καθαρά ονομάζονται. Άλλωστε, γνωστό αυτό σε όποιον έχει δοκιμαστεί στη γραφή, ακόμα και η πιο αληθινή ιστορία ακουμπά στο λογοτεχνικό «ψεύδος», ακόμα και η πιο ευφάνταστη μυθοπλασία έχει την αφορμή της σε προσωπικά βιώματα.

Τα πιο σκληρά συλλογικά βιώματα (η εποχή γειτνιάζει με ζοφερές σελίδες της ιστορίας του τόπου που ακόμη ηχούν) συντροφεύονται (ευφυής στη δισημία του ο τίτλος) από «ελαφρά τραγούδια», έτσι όπως ακουγόντουσαν από τα ραδιόφωνα της εποχής, κι ας μην ήταν όλα ελαφρά. Μια αντίστιξη της ελαφρότητας με το βάρος των βιωμάτων. Η ανάγκη τότε του κόσμου να δει τη ζωή με πιο αισιόδοξα μάτια – κι ας μη φαινόταν το άνοιγμα του ορίζοντα σε ένα καλύτερο μέλλον. Η αρχή της ανοικοδόμησης της ζωής από τα ερείπια του πολέμου και του εμφυλίου –δύο πόλεμοι μαζί– αλλά και η αρχή της ολέθριας οικοδόμησης της Αθήνας, η αρχή του νεοπλουτισμού, το ξεκίνημα μιας ατέλειωτης ως τα σήμερα πορείας καταστροφής. Ποιος, όμως, τότε μπορούσε να τα δει όλα αυτά στην απαισιόδοξη προοπτική τους;

«Ω, τι ευτυχισμένος κόσμος! Τρυφερά, χαρούμενα βαλσάκια μάς παίζει το ραδιόφωνο στην καθημερινή εκπομπή ‘Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια’ και διακόπτουν καμιά φορά το Δελτίον Ειδήσεων, η Πρόβλεψις Καιρού Ελληνικών Θαλασσών και αι Αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού […]

Το βαθύ υπόστρωμα με τα ψήγματα του μαύρου επισκιαζόταν από τη ζωτική ανάγκη για χαμόγελα. Ένας κόσμος που με τα σάπια του δόντια τολμούσε να χαμογελάει, χωρίς να βλέπει τις διώξεις των ηττημένων του εμφυλίου, την κατάργηση των οραμάτων, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τις θανατικές εκτελέσεις – είναι αλήθεια πως αυτά όλα τραγουδιούνται αλλιώς, χωρίς κανένα άλλοθι ελαφρότητας, γιατί δεν το χρειάζονται. Ο Πανσέληνος έχει τον τρόπο να δώσει όχι τα ίδια τα γεγονότα (αυτά είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα χωρίς ωστόσο να χάνουν το βαρύ σημαινόμενο μέσα τους) αλλά το πώς αυτά περνούσαν στην καθημερινότητα της αστικής ζωής της Αθήνας.

«Εξάλλου η ώρα που επελέγη για να γίνει ό,τι έγινε πρέπει κι αυτή να τονιστεί. Τέσσερις το πρωί, ξημερώματα Κυριακής, προτού ξυπνήσει η πόλη, προτού ξυπνήσει ο κόσμος, προτού μαθευτεί το νέο και υπάρξουν αντιδράσεις οξύτατες της τελευταίας στιγμής – λαθραία, σχεδόν, κρυφά από το φως του ήλιου έγινε.
- Θα μπορούσαν να τους τουφεκίσουν μέσα στα κελιά τους, για πιο γρήγορα, σχολιάζει ο κύριος με τα λάστιχα στα μανίκια του πουκαμίσου, που έχει επιστρέψει στο πόστο του, έχει πείσει την αναποφάσιστη πελάτισσα να αγοράσει για τον σύζυγο τη Μενούνος φουζέρ (την οποία ήδη πληρώνει στο ταμείο), και τώρα δείχνει με το δάχτυλο το κείμενο της σύντομης είδησης στον συνάδελφο από το τμήμα ειδών εξοχής.
- Να σας το τυλίξω! προθυμοποιείται η πωλήτρια του καπέλου μου και πιάνει ένα κουτί.
- Δεν χρειάζεται. Θα το φορέσω πάραυτα… Αυτός ο ήλιος! Λέω εγώ. Αυτός ο ήλιος είναι πολύ σκληρός…
- Ζεστός, με διορθώνει.
- Σκληρός, επιμένω. Μιλάμε για το φως, όχι για τη θερμοκρασία. Μιλάμε για το φως, ματάκια μου!»
(η αναφορά στην εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του)

Ανάμεσα στα πρόσωπα που ντύνονται με τις ιστορίες του βιβλίου, υπάρχει και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (αναιρώντας έτσι τη συνθήκη του αμιγώς παντογνώστη συγγραφέα/αφηγηματικού υποκειμένου), ο παρατηρητής αλλά και συμμετέχων ενίοτε, ο οποίος σχολιάζει από μια οπτική πιο σοφή μιας εγνωσμένης ήδη πραγματικότητας. Μια υπέροχη μείξη γνώσης και άγνοιας των ηρώων, ταυτόχρονα μια ανάμειξη των αφηγηματικών τρόπων. Περισσότερο, όμως, μια αλλαγή ύφους του πολυγραφότατου συγγραφέα· κάτι που δείχνει εμφανέστατα πως ο πειραματισμός και η εισχώρηση σε νέες μορφές δεν είναι μόνον ίδιον των νεότερων της συγγραφής αλλά ένδειξη ενάργειας του πνεύματος και τόλμης για τους δοκιμασμένους.

Μυθιστόρημα, λοιπόν, κι ας μην μοιάζει για τέτοιο. Μυθιστόρημα, γιατί όταν δεις από μια απόσταση αναγνωστική όλες τις ιστορίες μαζί, σου φέρνουν στον νου μια τοιχογραφία τεράστια. Από κοντά παρατηρείς μόνον τα επιμέρους, μορφές και σχήματα, που δεν νιώθεις αμέσως το μερίδιό τους στη συνολική εικόνα· η απόσταση είναι που σου προσφέρει και τη σχεδιαστική ιδέα του δημιουργού αλλά και το νόημά της. Όπως εδώ. Είναι το μωσαϊκό του βιβλίου. Η πρώτη ύλη από την οποία φτιάχνεται η μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα. Η παρατήρηση, η μνήμη, η γνώση. Είναι η εποχή. Είναι η μνήμη που αποθηκεύει και η γνώση που καταγράφει – όπως κι αν ο δημιουργός θελήσει να τα διατάξει όλα αυτά τα πρωτογενή υλικά για να συνθέσει το έξοχο σύνολο.

Το λέει και ο ίδιος ο Πανσέληνος:
«Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής, θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν την χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους• το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου».

Διώνη Δημητριάδου

**

Ογδόντα χαϊκού, ποίηση, Ανδρέας Πίττας, εκδόσεις Κέδρος 2018

 

Δεν γράφουν πολλοί σύγχρονοι ποιητές χαϊκού. Ή αν γράφουν συνήθως, ποιητική αδεία, καταστρατηγούν τον κανόνα των 5-7-5 συλλαβών παραθέτοντας μια πιο ελεύθερη εκδοχή. Στη χώρα μας πριν από τον Σεφέρη είχαν καταθέσει χαίκού οι Αντωνίου και Λορεντζάτος. Οι μεγάλοι δάσκαλοι που ακόμα συγκινούν είναι φυσικά οι: Basho, Buson, Issa και αργότερα ο Shiki.

Ο Αντρέας Πίττας γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1943. Ιατρός και σύμβουλος επιχειρήσεων, ωστόσο έχει την ευαισθησία να μας χαρίζει χαϊκού πιστά στον κανόνα του 17σύλλαβου, αλλά και χαϊκού που δεν αφήνουν αδιάφορες τις αισθήσεις. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα «Ογδόντα χαϊκού (1966-2003)» του. Έξι μεστές και καλοδουλεμένες ενότητες. Αφροδίτη, Ομηρικά, Βενετία, Βενετία ξανά, Αλγεσίδωρος έρως, του Αιγαίου, Σκόρπια...

Στην Αφροδίτη, ήλιος και φως. Έρωτες χίλιοι που σκύβουν να προσκυνήσουν το σώμα. Αύρα που χορεύει. Λυρισμός διάχυτος και δροσερός. Στην υπονενότητα Αρχαϊκό θα γράψει: «Παιχνιδιάρικος/έρως το σώμα σφίγγει/σ' ένδυμα λευκό.» Ενώ στην υποενότητα Μουσείο διαβάζω: «Καθηλωμένοι./Αγάλματα σμπαράλια/στην αγκαλιά σου./» και «Απαστράπτουσα/Κύπρις. Κυκλοδίωκτος/ο χρόνος φεύγει.»

Στα Ομηρικά αρχαίο είναι το άρωμα και μυθικό συνάμα. Εικόνες από την Ιλιάδα. Διαβάζω: «Ο Πάρης φεύγει,/τον αδερφό του κλαίει/η Ανδρομάχη.» Και στη σελ 33: «Παράπονα και/κλάψες παλ' οι Τρώες-αχ,/αυτ' η Ελένη./»

Στη Βενετία αισθήματα και αισθήσεις μας κατακλύζουν σε ιδανικό περιβάλλον. «Ενα φυρμένο/χιόνι οι γόνδολες χορό,/χορό κι οι γλάροι.» Στη σελ 44: «Γλάροι τρομάζουν./Η βάρκα που περνάει/θερίζει μνήμες./»

«Αλγεσίδωρος» είναι ο έρως που σου φέρνει πόνο. Ίσως δια της συνεχούς απουσίας του. Η προσμονή, η ψευδαίσθηση που η λαχτάρα χαρίζει. «Δεν είσαι εδώ/ούτε η φωνή σου καν,/κι όμως σε βλέπω.» (σελ.60)

Στου Αιγαίου τα μικρά ποιήματα η φύση κυριαρχεί. Οι θαλασσινές εικόνες αφήνουν το στίγμα τους. Μυρίζει καλοκαίρι και ξεγνοιασιά. Μπορείς να αφουγκραστείς τη γαλήνη. Στο «Αμμούδι (ιε') γράφει: «Γυμνά κορίτσια/στο αμμούδι επάνω/μεθούν στον ήλιο.» Ενώ στο Σιβυλλικό: «Θάλασσα πρώτη./Μαρμαρωμένα ψάρια/στα τρεχαντήρια./» (σελ.92)

Στα Σκόρπια ποικίλη θεματολογία. Το όνειρο, ο χρόνος, η νιότη, η τρυφερότητα. «Με μάτια πλάνα/πώς μας κοιτάζεις όλους,/σκαντζοχοιράκι./» γράφει στην Aριάδνη.

Δεν είναι ευκολο είδος του xαϊκού, όμως ο ποιητής καταφέρνει να συμπυκώσει την εμπειρία, να την εγκλωβίσει μέσα σε τρεις στίχους. Στην μικρή εισαγωγή του βιβλίου μάς λέει ότι πρωτοδιάβασε χαϊκού το 1965 στα γερμανικά και γοητεύθηκε από αυτό. Η σύχρονη τάση για βερμπαλισμό μπαίνει συχνά εμπόδιο στη σωστή οικονομία του ποιήματος. Η οικονομία που απαιτεί το είδος προυποθέτει σθεναρή αντίδραση στις λέξεις που από παντού σε κατακλύζουν. Και ο Πίττας αντιστέκεται κρατώντας τις ισορροπίες δημιουργώντας ένα λειτουργικό αποτέλεσμα.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

**

Ο κυνηγός, μυθιστόρημα, Χούλιο Κορτάσαρ, μτφρ. Mάγια-Μαρία Ρούσσου, εκδόσεις Απόπειρα 2014

 

Ένα αφήγημα (νουβέλα;) που αναφέρεται στη ζωή ενός τζαζίστα, στην προκειμένη περίπτωση του περίφημου (Bird) Charlie Parker θα ήταν βαρετή, μονοδιάστατη και κατά πάσα πιθανότητα δοξαστική στα χέρια οποιουδήποτε άλλου συγγράφοντος. Όμως στα χέρια του Χούλιο Κορτάσαρ αποδεικνύει αυτό που είχε πει ο Φώκνερ και που γνωρίζουν όλοι οι δημιουργοί: η λογοτεχνία είναι θέμα επεξεργασίας υλικού. Η πρώτη ύλη μπορεί να είναι καθοριστική ή μπορεί να μην είναι. Η οπτική του συγγραφέα, ο κόσμος που αποκαλύπτει, η μοναδική εμπειρία, αυτή όπου το σύμπαν ενός ανθρώπου βγαίνει από μέσα του κι εξωτερικεύεται, είναι, ίσως, η ουσία της λογοτεχνίας.

Έτσι λοιπόν, ο αφηγητής, το προσωπείο του Κορτάσαρ, περιπλανιέται στο Παρίσι, συναντιέται με τον Τζόνυ Κάρτερ, το προσωπείο του Bird και μετατρέπει μια μονολογική αφήγηση σε ένα πολυδιάστατο αφήγημα με δοκιμιακά στοιχεία, στο επίκεντρο του οποίου περιδινούνται ερωτήματα σχετικά με την τέχνη, την δημιουργία και την διασημότητα. Κάθε άλλο παρά εξυμνητικός, παρ’ ότι λάτρης του Charlie Parker και μέτριος μουσικός και ο ίδιος, ο Κορτάσαρ αντιλαμβάνεται την πολυδιάστατη αλήθεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την συμπτωματικότητα και τυχαιότητα της επιτυχίας, την υποκειμενικότητα, την έλλειψη μεγαλείου των μεγάλων, αλλά και την αντιστροφή των εννοιών θύματος και θύτη. Άλλωστε σε αυτό επικεντρώνεται η νουβέλα.

Ο Τζόνυ Κάρτερ – Πάρκερ φαίνεται κυνηγημένος, έρμαιο των παθών του, με κατεστραμμένη υγεία από το αλκοόλ και την ηρωίνη, όμως στην πραγματικότητα επιλέγει τη ζωή του, συνεισφέρει, με την καταστροφή, στο μουσικό μεγαλείο του και μετατρέπεται σε κυνηγό. «Όσα του συμβαίνουν στη ζωή είναι οι ατυχίες ενός κυνηγού κι όχι του ζώου που καταδιώκουν», γράφει ο Κορτάσαρ (σελ 75). Και αλλού: «στον Τζόνυ δεν υπάρχει η παραμικρή μεγαλοσύνη. Το κατάλαβα απ’ όταν τον γνώρισα, απ’ όταν άρχισα να τον θαυμάζω». Και, τρίτο χαρακτηριστικό απόσπασμα: «ο Τζόνυ δεν είναι μεγαλοφυΐα, δεν έχει ανακαλύψει τίποτα, κάνει τζάζ όπως χιλιάδες μαύροι και λευκοί και παρ’ όλο που το κάνει καλύτερα απ’ όλους, πρέπει να παραδεχθούμε πως τούτο εξαρτάται λίγο και από τα γούστα του κοινού, τις μόδες, την εποχή με λίγα λόγια».

Για να είμαστε λοιπόν στα πλαίσια της σκέψης του Κορτάσαρ, ας μην αρκεστούμε να εξυμνούμε τον Κορτάσαρ. Είναι αναμφισβήτητα ένας μεγάλος συγγραφέας, υπό την έννοια ότι συνέβαλε στην μεταβολή της λογοτεχνικής πραγματικότητας και με το «Κουτσό» το 1963 έδωσε υπόσταση στον μεταμοντερνισμό κι εισήγαγε ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας την λογική της μη γραμμικής αφήγησης και της ενεργού συμμετοχής του αναγνώστη στην ανάγνωση. Όμως επίσης οφείλουμε να δούμε ότι σε κανένα εκτεταμένο έργο του δεν μπόρεσε να δημιουργήσει συνεκτικότητα και οι πολλαπλές εικόνες που παρουσιάζει σπάνια, (ίσως μόνο στο «βιβλίο του Μανουέλ», όπου η αποσπασματικότητα και η τυχαιότητα είναι η ιδέα του βιβλίου) μπορούν να δεθούν μεταξύ τους σε μια ενιαία, τελική θέση. Αυτά ισχύουν και για τον «Κυνηγό».

Γιάννης Παπαγιάννης