Top menu

Δύο ανέκδοτα ποιήματα της Αντωνίας Απέργη

photo © Στράτος Προύσαλης

Στον κήπο

Κυριακή μεσημέρι.
Σε κήπο βρέθηκα να βαδίζω τη μέρα μου.
Το χιόνι έχει σκεπάσει χώματα και χορτάρια
κι όλα τ’ άνθη τριγύρω σα μουσείου εκθέματα.
Εγώ τα κοιτώ.
Τίποτα δεν κινείται μέσα σε τούτο τον κήπο.
Τα βήματά μου στον πάγο, δείγμα πως ήμουνα εδώ.
Κι όπως βαδίζω στη δύση μου
στρέφω το βλέμμα στο φράχτη.
Κάπου πίσω απ’ το πλέγμα στέκει μια παπαρούνα.
Είναι μόνη κι απόμακρη.
Κηπουρός δεν πλησιάζει.
Προχωρά ολομόναχη κάπου μες στο χειμώνα.
Τώρα αντικρίζει τη μοίρα της
χωρίς πια να τρέμει,
χωρίς να μιλά.
Μόνο στη σκέψη του Απρίλη
τη βλέπεις να συννεφιάζει.

Τ’ αγριολούλουδα δε γνωρίζουν από Άνοιξη.

**

Το τέλος

Έγινε νύχτα κι έγινε μια ωραία σιωπή.
Κοίταξα τις σελίδες που τρέχαν προς τα πίσω
κι έκανα ν’ αγγίξω τις λέξεις ˙
μα τα γράμματα λιποταχτούσαν και την ιστορία διαμέλιζαν.
Και τ’ απομεινάρια έσερνε ο άνεμος κι ψάχναν πάλι χθες.

Και μέσα στους ανέμους και πίσω απ’ τα στάχυα
είδα κι εκείνους να τραβούν για το λόφο
και να βαδίζουν ο καθένας μόνος
κι όλοι μαζί να πορεύονται ˙
κρατώντας σεντόνι λευκό.

Και το λευκό γάριαζε με τα χρόνια,
και γεννούσε το κίτρινο.
Στίγματα λήθης η ιστορία ˙
αυριανές γνωματεύσεις.

Όμως εκείνοι συνέχιζαν.
Φιγούρες από αρχαία τραγωδία
με μαντίλι στα μάτια
μη βλέπουν και μπερδεύονται ˙
να ’ναι το βήμα σωστό.

Και μέσα στο πηχτό σκοτάδι έσταξε λίγο φως
και φλόγες έραναν δειλά το σύμπαν
κι έγινε ζωή.

Μα το χώμα έφερε λάσπη
και τ’ αόρατο σκοινί τράβηξε
και σε κίνηση αργή βυθίζονταν.

Τυλιγμένα σώματα σε σεντόνια και μαντίλια λυτά.
Χιλιάδες μάτια κοιτούν τον ορίζοντα.
Σιωπή.