Top menu

Ακρωτηριασμοί και θάνατοι

 

Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος

Κατά γενική παραδοχή, η διπλή καραντίνα προκάλεσε μιαν εντυπωσιακή βιβλιοπαραγωγή, στην οποία η ποίηση κατέχει σημαντικό μερίδιο. Ενδεχομένως, ο ποιητικός λόγος και η έκδοσή του να διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καταφυγή στην ποίηση για την έκφραση των προβληματισμών, των αισθημάτων και των φοβιών αλλά και την προβολή τους σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η απομόνωση και ο θάνατος πλανιόνταν στα δελτία των ειδήσεων. Ακόμη, διογκώθηκε το αδιέξοδο και η αίσθηση πως τα σημεία αναφοράς είχαν αλλάξει.

Αυτό είναι και το νήμα που συνδέει τις δύο παρουσιαζόμενες ποιητικές συλλογές. Είναι ο θάνατος και ο ψυχοκοινωνικός ακρωτηριασμός με τη μορφή του συμβιβασμού και της υποταγής σε κοινωνικές νόρμες.

Η Κωστούλα Μάκη, στη δική της ποιητική συλλογή (Η Αλίκη μετά, εκδόσεις Μετρονόμος 2021), επιλέγει ως αφηγηματικό μοτίβο την Αλίκη. Χρησιμοποιεί το κεντρικό πρόσωπο του αφηγήματος του Cαrrol (Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων), ενάμιση αιώνα μετά την έκδοσή του, για να διοχετεύει σ’ αυτήν τις δικές της ανησυχίες. Να δανειστεί την ασυμβίβαστη προσωπικότητά της, προβάλλοντάς την στη σύγχρονη εποχή. Παρά τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει, η Αλίκη διατηρεί τον δυναμισμό της. Δεν έχουν εκλείψει όσα ήθελε να υπερβεί στο ταξίδι της στο τούνελ.

Η Μάκη νιώθει να ακρωτηριάζεται ψυχικά. Να συνθλίβεται η παρουσία της ως γυναίκας, αφομοιούμενης σταδιακά από ένα περιβάλλον που την πιέζει να αποδεχτεί τα ελατήρια της συμμόρφωσης. Αναδύονται στην ποιητική συνταγματική τάξη της, που υπονομεύεται από συνειρμούς και υπερρεαλιστικές απεικονίσεις, επιθυμίες καταχωνιασμένες, ρόλοι ματαιωμένοι, διερώτηση για την έμφυλη ταυτότητά της, συνειδητοποίηση της ρωγμής ανάμεσα σ’ αυτό που είναι που είναι κι αυτό που θα ήθελε.

Η ποιήτρια, έχοντας ιδιαίτερη ευαισθησία για τα ζητήματα, επισημαίνει τα αδιέξοδα και τον εγκλωβισμό της, ενώ την ίδια στιγμή κατανοεί την ανάγκη να υπερβεί τα όρια των αφηγήσεων/ παραμυθιών, με τα οποία έχει μεγαλώσει. Οι τόποι του αδιεξόδου της είναι τ’ Αγρίνιο (ξεχνάς τον εαυτό σου), ως η άλλη πλευρά της Πρέβεζας του Καρυωτάκη. Είναι η επιδερμική, φολκλορική οσμή, με την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, τα βουνά σοβαροφάνειας, τις αποχαυνωμένες λέξεις που γίνονται λουκουμάκια από τις «μνησίκακες γραίες του φιλόπτωχου ταμείου», που θέλουν να γλυκάνουν τη συμμόρφωση.

Η ποιήτρια, έχοντας οξεία ευαισθησία, ψαύει τον ιστό που πλέκεται γύρω της από όσους την καλούν σε συμμόρφωση προς την κοινωνική νόρμα. Μπορεί να είναι η μάνα, η πόλη, η καθημερινότητα, οι γιορτές. Καθετί. Αυτό είναι ένας είδος θανάτου, συχνά διά αποκεφαλισμού.

Αυτό που μπορεί να τη σώσει είναι η σκούπα και το φαράσι. Η αναζήτηση της ουτοπίας, που μπορεί να γίνει μέσα από νέα ταξίδια. Η έξοδος από τον εαυτό της, η συνάντηση με τις άλλες Αλίκες που υπάρχουν παντού. Να αποφύγουν τους επιτάφιους των ονείρων, να απεμπλακούν από τα παλιά παραμύθια που τους έμαθαν και να ακολουθήσουν τον δρόμο του νερού. Η καταβύθιση σ’ αυτό (θάλασσα είναι η δική μου τρύπα) αποκαθαίρει τον παλιό εαυτό. Κι έτσι να δημιουργήσουν την ωκεανογραφία του μέλλοντος.

Η Ελευθερία Θανόγλου (Ο θάνατος των πτηνών, ΑΩ εκδόσεις 2021) συναντιέται με τη Μάκη στο μοτίβο του θανάτου. Στη δική της ποιητική ο θάνατος αναπτύσσεται ως σύμβολο ποιητικό. Γίνεται το ακρόπρωρο της δημιουργίας στον αγώνα να αποκτήσει μορφή το ποίημα και να κερδίσει τη μάχη της ύπαρξης.

Τα ποιήματα της Θανόγλου οργανώνονται γύρω από μια σύζευξη ανάμεσα στο μότο που προηγείται και στο ίδιο το ποίημα. Το πρώτο είναι ο απόηχος αναστοχασμών με αφορμή ό,τι εκδηλώνεται στον ουρανό της πανδημίας. Στην ποιήτρια ο θάνατος γίνεται αφετηρία για αναστοχασμό. «Μπορεί κάποιος να διατηρεί την σκέψη του ζωντανή σκεπτόμενος τους πεθαμένους». Είναι η ιδρυτική φράση που διαποτίζει την ίδια τη συλλογή. Πρόκειται για μια κεντρομόλα σκέψη στο μοιρολόι, αλλά και στον πολιτισμό τον λαϊκό. Η ζωή είναι αυτή που δίνει νόημα στον θάνατο. Είναι η μνήμη εκείνη που καθιστά την τέχνη λειτουργική εγκαθιστώντας αρμούς σ’ αυτό το μεγάλο χάσμα.

Σ’ αυτόν τον θόλο τω στοχασμών η ποιήτρια προβάλλει τις ανησυχίες μιας νέας δημιουργού σε συνθήκες δύσκολες. Ανησυχεί για την ποίηση. Προβληματίζεται για τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούνται από τις αντανακλάσεις στις πόλεις, οι οποίες συχνά σύρουν στον θάνατο της αφάνειας τους/τις δημιουργούς. Η ποιήτρια βρίσκει αναλογίες ανάμεσα στον θάνατο και την ποίηση. Και οι δύο επιχειρούν να δημιουργήσουν νέες γεωμετρίες, αποσυνθέτοντας την ύλη και τις λέξεις και δημιουργώντας νέους κόσμους. Εκεί, «σε αιώρηση δύο μέτρων», στη δοκό της ισορροπίας, κρίνεται η μνήμη και η ζωή του νεκρού και του ποιήματος. Αυτή η άσκηση ισορροπίας χάνεται μπρος στην εκτυφλωτική αντανάκλαση της πόλης. Παρατηρεί την εκδοτική παραγωγή τον καιρό της καραντίνας που ευημερεί σε αριθμούς. Ακολουθεί την αυξητική παραγωγή των νεκρών

Σε μια κακή για την ανθρωπότητα εποχή,
η ποίηση μπορεί να ανθεί
και οι νεκροί επίσης.
τα γραφεία κηδειών γεμάτα πάντα από δουλειά
το ίδιο και τα τυπογραφεία.

Ωστόσο, αρνείται να αποδεχτεί τη λογική της επιστήμης- ενδεχομένως της κριτικής-, που εκδίδει πιστοποιητικά θανάτου για την ποίηση.
Νεκρά μετά τη γέννα τους ποιήματα
και νεκροί ποιητές
ζωντανεύουν εν τέλει την κίνηση

Αναδιατυπώνει τη ρήση την αναστάσιμη γράφοντας «τάφος ανοιχτός η ποίηση». Πάνω σ’αυτούς τους τάφους θα βλαστήσει η ζωή, η οποία θα τραφεί, σαν τα σκουλήκια, από τον ίδιο τον θάνατο.

Πρόκειται για έναν αέναο κύκλο που ουδέποτε κλείνει και δεν είναι προβλέψιμος. «Μια πένθιμη κορδέλα η γραφή», σημειώνεται. Μια συνεχής αναμέτρηση με τη φθαρτότητας της ύλης, των λέξεων. Μόνη απαντοχή «το θαύμα των λέξεων». Το φως της δημιουργίας και η ανοηματοδότησή τους.