Top menu

Πυκνή φωνή, απτικό σώμα. (Bernard Heidsieck 1928 - 2014)

O Bernard Heidsieck στο Μουσείο Συγχρονης Τέχνης, Στρασβούργο, Γαλλία, φωτ.δα/δα (Δημοσθένης Αγραφιώτης)

 

Γράφει ο Δημοσθένης Αγραφιώτης, ποιητής - καλλιτέχνης διαμέσων, για τον Bernard Heidsieck, Γάλλο ηχητικό - εικαστικό - επιτελεστικό ποιητή, με σημαντική συνεισφορά στην πειραματική ποίηση και στην έρευνα στο πεδίο των διαμέσων - intermedia.

Α. Απρόσμενα

Οι επισκέψεις μου στο Στρασβούργο ήταν σχεδόν πάντα συνδεδεμένες με τονPhilippe Lacoue-Labarthe, την Claire Nancy και τον Jean-Luc Nancy. Με την εγκατάσταση των δύο πρώτων στο Παρίσι και τις περιπέτειες υγείας του τρίτου, η παραμονή μου στην συνοριακή πόλη έμοιαζε συχνά ημιτελής αν όχι ορφανή. Ένα απόγευμα με αρκετή συννεφιά και βαριά ατμόσφαιρα αποφάσισα να επισκεφτώ το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της πόλης. Είχα διαβάσει ότι είχε στη συλλογή και τους εκθεσιακούς του χώρους έργα αντιπροσωπευτικά των κινημάτων πρωτοπορίας dada, υπερρεαλισμού, Fluxus, Arte Povera κ.ά.  καθώς και γενικότερα έργα μεταπολεμικής και σύγχρονης (contemporain) τέχνης, και είχα τη σφοδρή επιθυμία να τα δω από κοντά και ταυτόχρονα να αποτίνω τιμή στον ντανταϊστή καλλιτέχνη της πόλης Hans Arp. (https://www.musees.strasbourg.eu/musee-d-art-moderne-et-contemporain).  Το κτίριο, εντυπωσιακό στην εξωτερική του όψη με τα κυρίαρχα υλικά από μέταλλο και γυαλί, έμοιαζε να έχει βρει μια θέση στην αρχιτεκτονική στρωματογραφία του ιστορικού κέντρου. Μεγάλοι χώροι, άνετη πρόσβαση στις αίθουσες εκθέσεων, αλλά λίγοι επισκέπτες, σανσε αναμονή ενός πιο δημοφιλούς και λαμπρού μέλλοντος. Άρχισα να περιδιαβαίνω μπρος από τα διάφορα εκθέματα, όταν ξαφνικά διέκρινα στο καφενείο του Μουσείου μια φιγούρα καθισμένη να καπνίζει, σχεδόν ακίνητη, σαν να επιδίδεται σε μια αναπόληση ή σε κάποιο βαθύστοχασμό. Όταν πλησίασα διαπίστωσα ότι ήταν ο Bernard Heidsieck (Μπέρναρ Χέϊντσιεκ 28/11/1928-22/11/2014). Συστήθηκα και του υπενθύμισα ότι είχαμε ήδη γνωριστεί στο Φεστιβάλ «Φωνές της Μεσογείου» στη Lodève (βλέπε 1η εικόνα). Μου εξήγησε ότι βρισκόταν στο Στρασβούργο για μια εκδήλωση με επιτελέσεις (συνάντηση οργανωμένη από τους Jörg Drews και Claude Riehl στις 6 Απριλίου 2002) που θα λάμβανε χώρα στο Μουσείο και στην όποια θα συμμετείχε το ίδιο βράδυ και ότι μόλις είχε φτάσει από το Παρίσι με το τραίνο. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο κενός χώρος ήταν εκεί για να μας δεχτεί και ότι μπορούσαμε να διεκδικήσουμε την αποκλειστική χρήση του.

Ο Β.Η στην πόλη της LODEVE-FR, στρογγυλή τράπεζα του Φεστιβάλ Ποίησης προς τιμήν του. Ο ίδιος, 2ος από δεξιά της φωτογραφίας 2007, φωτ. δα/δα.

 

Β. Πρώτη ανταλλαγή

Αρχίσαμε την κουβέντα κάπως συγκαταβατικά, ωστόσο τρία θέματα μας απασχόλησαν και στη συνέχεια μεταμόρφωσαν την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ μας. Το πρώτο θέμα αναφερόταν στη σύγκριση μεταξύ των δεκαετιώντου ‘50 και του‘60 αφενός και των αρχών της νέας χιλιετηρίδας αφετέρου. Δήλωσε χαρούμενος και ικανοποιημένος για την όλη πορεία της πειραματικής ποίησης, καθώς αναφέρθηκε στις «σκληρές» και «δύσκολες» συνθήκες των πρώτων πειραματισμών με τη βοήθεια των τότε τεχνολογικών μέσων και κυρίως στη διόλου εύκολη υποδοχή της ηχητικής ποίησης από το κοινό. Το δεύτερο ήταν το ξάφνιασμα και η έξαψη που είχε βιώσει όταν παρακολούθησε στο Αμερικανικό Κέντρο του Παρισιού τις δράσεις  Αμερικανών ποιητών, μία πραγματική αποκάλυψη που σημάδεψε καίρια το έργο του. Το τρίτο θέμα ήταν το «αιώνιο» ζήτημα του καπνίσματος, καθώς ήταν φανατικός καπνιστής,  γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις τεχνικές των επιτελέσεων που απαιτούν σημαντική ισχύ των ηχητικών και πνευμονολογικών οργάνων του ποιητή, μιας και η φωνή αποτελεί την κυρία πρώτη τους ύλη. Επέμεινε να ισχυρίζεται ότι με το που πατούσε το πόδι του στην σκηνή της επιτέλεσης ξεχνούσε όλες τις αδυναμίες και τους περιορισμούς του βιολογικού σώματός του. Το σώμα του επιτελεστή δεν ήταν πια αυτό του ανθρώπινου όντος που άκουγε στο όνομα «Βernhard Heidsieck», αλλά έναδια-λαλούν σώμα. Στη συνέχεια δεν παραλείψαμε  να αναφερθούμε και στην παράλληλη και ιδιότυπη υπόστασή του ως υψηλού στελέχους σε Επενδυτική Τράπεζα της Γαλλίας (vice-président de la Banque française du commerce extérieur) και στους τρόπους με τους οποίους ήταν δυνατό να περνάει από το επαγγελματικό στο καλλιτεχνικό σύμπαν χωρίς αποκλεισμούς και συγχύσεις. Άλλωστε αυτή η άνεση καθρεφτιζόταν στο χαμόγελό του που έδινε την εντύπωση μιας στωικής αποδοχής των πραγμάτων. Είχε μια συγκρατημένη ευγένεια με αποχρώσεις ειρωνείας και μια στάση του σώματος  που παρέπεμπε σε μια  φυσική αρχοντιά. Υποθέτω ότι το περιεχόμενο αυτής της προαναφερόμενης συζήτησης είναι λίγο-πολύ γνωστό στους βιογράφους του ποιητή, ωστόσο αποτέλεσε ένα εφαλτήριο για την ανταλλαγή που ακολούθησε πάνω στη σχέση ανάμεσα στην ποίηση και άλλες μορφές τέχνης γενικά, και επίσης τις νέες τεχνολογίες.

Γ. Αμφιλεγόμενη συνύφανση

Ο Bernard Heidsieck περιέγραψε με ενθουσιασμό τον τρόπο με τον οποίο οι νέες τεχνολογίες (π.χ. το μαγνητόφωνο) είχαν ανοίξει ένα νέο πεδίο για την καλλιτεχνική δημιουργία και την ποιητική αναγέννηση. Ωστόσο παραμένει ανοιχτό το ζήτημα σχετικά με την υπόσταση και την τύχη της σύζευξης ποίησης (τέχνης) και νέων τεχνολογιών και επιστημών, και σίγουρα το δίπολο ποίηση/τεχνολογία χαρακτηρίζεται από μια σύνθετη πολυπλοκότητα. Αναμφίβολα για τους πρωτοπόρους - βετεράνους όπως ο ίδιος, το ζήτημα της προαναφερόμενης σύζευξης ήταν άμεσο και πρακτικό: έξοδος από τη λευκή σελίδα του βιβλίου, ηχητική ποίηση, προφορικότητα, νέα υποστρώματα  μνήμης,  καινοτομικά (κοινωνικά) δίκτυα για τη διασπορά της ποίησης. Πενήντα χρόνια μετά τις πρώτες απόπειρες των πειραματιστών να ξεφύγουν από το βιβλίο, ήταν εν τέλει λογικό και νόμιμο να τεθούν κάποια ερωτήματα για τη συνύφανση ποίησης και τεχνικής, δεδομένου ότι οι νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και τηλεπικοινωνίας είχαν εισχωρήσει σε κάθε έκφραση του ατομικού και συλλογικού βίου. Έτσι ο διάλογός μας μετατοπίστηκε προς την «τεχνολογική»και την «ποιητική» απαξίωση (obsolescence) ή καλύτερα, προς τους ρυθμούς μεταβολής σε επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο και σε συσχέτιση με την σφοδρότητα της ποιητικής δημιουργικότητας και αριστείας.  Οι ανακατατάξεις αυτές είναι ραγδαίες και μια τεχνολογική γενεά διαδέχεται την άλλη με σχεδόν κανιβαλιστική διάθεση ενώ δεν μπορεί να λεχθεί κάτι ανάλογο για την ποίηση της οποίας οι περίοδοι αναταξινόμησης είναι πιο μεγάλες σε διάρκεια από αυτές της τεχνολογίας. (Είναι γνωστό ότι τα τεχνολογικά συστήματα μεταβάλλονται τόσο γρήγορα ώστε ορισμένα υποστρώματά τους παύουν να είναι χρήσιμα και μετατρέπονται σε πολιτιστικά απορρίμματα π.χ. οι κασέτες ήτα cd).  Σε αυτή την προοπτική, η σύμπλεξη ποίησης (τέχνης) και τεχνολογίας ενέχει σε κάποιο βαθμό κινδύνους αποκλεισμού και απομόνωσης. Ο Bernard Heidsieck υποβάθμισε αυτό το στοιχείο ασυμβατότητας (incomensurabilité)μεταξύ των ρυθμών μεταβολής σε σχέση με την «χειραφέτηση» που έφεραν οι νέες τεχνολογίες και αυτών των ποιητικών ανανεώσεων. Βεβαίως, η όλη συζήτηση παρέμεινε σε ένα πνεύμα πραγματoλογικό και συγκεκριμένο και δεν ετέθησαν ερωτήματα που άπτονται σε προβληματικές σχετικά με τα σοβαρά θεωρητικά εμπόδια στην προσέγγιση του δίπολου «ποίηση και νέες τεχνολογίες».

Ένα άλλο διαφορετικό πεδίο διερώτησης που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον μας ήταν εκείνο των συγκλίσεων ή αποκλίσεων ανάμεσα στον κόσμο της ποίησης και αυτόν της τεχνολογίας και της επιστήμης. Μάλιστα έγινε αναφορά και στην επαγγελματική εμπειρία του Bernard Heidsieck στο τραπεζικό σύστημα ως πεδίου λήψης αποφάσεων οικονομικού και χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα. Τα κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο πεδία αφορούνστη συγκέντρωση υλικού, τη διατύπωση αποριών, την επίκληση των παραδόσεων, την επεξεργασία του υλικού, τη διαμόρφωση του τεχνικού προϊόντος, και τη διάχυσή του… Ωστόσο, οι θεσμικοί τόποι δεν είναι ίδιοι για την ποίηση και τις νέες τεχνολογίες (π.χ. τα ερευνητικά κέντρα για τις καινοτομίες διαφέρουν ουσιαστικά από το εργαστήριο του ποιητή). Επίσης οι τεχνολογίες ανήκουν στην  κοινωνική σφαίρα μεταμόρφωσης των υλικών και μετασχηματισμού των πραγμάτων, ενώ η ποίηση δεν διεκδικεί κάποια άμεση χρησιμότητα ούτε την αποτελεσματικότητα των εργαλείων και των μηχανημάτων - στην καλύτερη δε των περιπτώσεων η ποίηση χρεώνεται την ανάδειξη ερωτημάτων, την κατάδειξη ορίων και την καλλιέργεια αισθητικής απόλαυσης. Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στην ποίηση και τις νέες τεχνολογίες σε διαδοχή τομών και χασμάτων! Συμφωνήσαμε ότι αυτή η διαδοχή αποτελεί ένα συνεχές έναυσμα για να αναμετρηθεί η ποίηση με τα πανίσχυρα τεχνολογικά συστήματα.

[Σήμερα καθώς αναπολώ τη συνάντησή μας και επανέρχομαι στον προαναφερόμενο διάλογο, θεωρώ ότι η ποίηση θα μπορούσε όχι μόνο να χρησιμοποιήσει τις νέες τεχνολογίες για να κατασκευάσει το «ποίημα»(σε πολλές μορφές, υποστάσεις και διατάξεις) αλλά και να θέσει κάποια θεμελιακά ζητήματα για τη «φύση» των νέων τεχνολογιών και τους τρόπους (σύγχρονους και δυσδιάκριτους) με τους οποίους αυτές υπεισέρχονται όχι μόνο στη γλώσσα αλλά και σε όλα τα πρότυπα που καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε έναν πλανήτη οικολογικά ευάλωτο και σε μία  οικουμένη σε συνεχήπορεία προς την πολιτιστική ένδεια. Την εποχή πού ο Bernard Heidsieck ξεκινούσε τις έρευνές του, η σχέση ποίησης και νέων τεχνολογιών έμοιαζε αθώα και πολλά υποσχόμενη, όμως στο παρόν και στο μέλλον, η σχέση αυτή κινδυνεύει να μετατραπεί σε αμφιλεγόμενη και ασαφή ως προς τις προοπτικές της.]

Δ. Ειρωνεία

Στη συνέχεια, ο Bernard Heidsieck μίλησε για τις δυσκολίες σχετικά με την ανάδυση της ηχητικής ποίησης στη γαλλική σκηνή και στις αντιστάσεις της καθιερωμένης τάξης των γραμμάτων και των τεχνών της χώρας του. Επίσης αναφέρθηκε στη βράβευσή του με το κρατικό βραβείο ποίησης (1991) και την απέδωσε στη διαίρεση της επιτροπής, καθώς η περίπτωσή του είχε αποτελέσει τη λύση συμβιβασμού μεταξύ των αντιμαχόμενων ομάδων, ώστε, εντέλει να του απονεμηθεί το ετήσιο βραβείο. Αναφέρθηκα στην περίπτωση του Baudelaire που είχε θέσει υποψηφιότητα για την Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, χωρίς ωστόσο να επιτύχει την εκλογή του, αποδεικνύοντας έτσι το «αιώνιο» παιχνίδι της παραναγνώρισης και της τύφλωσης. [Το 2019 διετέλεσα μέλος της επιτροπής για το διεθνές βραβείο «Bernard Heidsieck» που δίνεται κάθε χρόνο σε ποιητές που δοκιμάζονται πέραν του βιβλίου στα πεδία της επιτέλεσης, των εικαστικών τεχνών, της μουσικής και των βιβλίων-καλλιτεχνημάτων. Η απονομή γίνεται στο Παρίσι κάθε Σεπτέμβριο στο Centre Pompidou σε συνεργασία με τη Fondazione Bonotto (Ιταλία). [https://www.oanagnostis.gr/%CE%B1-%CE%B4%CF%85%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%AE-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%AF%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B7/]

 

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Στρασβούργο, Γαλλία, φωτ. δα/δα

Ε. Τέρατα και σημεία

Όταν τελειώσαμε τη συνομιλία μας άφησα τον Bernard Heidsieck να συγκεντρωθεί για την επιτέλεσή του. Βγήκα από το κτίριο του Μουσείου και περπάτησα στο διπλανό τοίχος - γέφυρα που ήταν φτιαγμένο με την χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα του Στρασβούργου και παρατήρησα ότι στην τάφρο είχαν στοιβάξει πέτρινα γκαργκόιλ (gargouilles), δηλαδή αγάλματα φανταστικών ζώων σαν αυτά που συνήθιζαν να τοποθετούν οι γλύπτες στις γοτθικές εκκλησίες του Μεσαίωνα. Οι τερατώδεις αυτές μορφές φαίνονταν εγκαταλειμμένες. Ίσως τα είχαν συλλέξει από διάφορα μέρη της πόλης και των περιχώρων και τα είχαν αποθέσει εκεί για κάποια μελλοντική συντήρηση και αξιοποίηση. Καθώς η σκόνη τα είχε καλύψει και το φως ήταν λιγοστό έμοιαζαν με απόκοσμα, κοιμισμένα ζώα. Η πρώτη μου σκέψη με οδήγησε στον κόσμο των σαμάνων καθώς οι τελευταίοι όφειλαν να ταξιδεύουν στο σύμπαν των ζώων και να δημιουργούν γέφυρες μεταξύ του ορατού και του αόρατου και μέσα από τους  ήχους της μουσικής, του χορού και της γλώσσας να επαναφέρουν την ευταξία στις κοινωνίες των κτηνοτρόφων και των κυνηγών. (βλέπε σχέδιό μου, εικόνα 2) Ξαφνικά η κατατομή (profil) του BernardHeidsieck μεταπλάστηκε στο μυαλό μου, και εμφανίστηκε ως μορφή μύστη, μορφή σαμάνου που είναι μέλος μιας κοινωνίας, αλλά αποκομμένης πιά από τη φύση. Ό,τι γεννήθηκε στη σχεδόν δίωρη συνάντησή μας απέκτησε έτσι μία  άλλη διάσταση. Τα λόγια μας έχασαν προς στιγμή τις αναφορές τους και έγιναν απόηχοι από την κίνηση των σπλάχνων μας, τους χτύπους της καρδιάς μας και τις εναλλαγές των αναπνοών και εκπνοών μας. Η πυκνότητα, η συχνότητα και οι εντάσεις των ήχων και των χειρονομιών μας που υποστηρίζονταν από την σαρκία υπόσταση του σώματός μας (forme viscérale) αναζητούσαν τώρα ρυθμό και διάρκεια σε ένα ελαχιστοποιημένο δημιουργικό σύμπαν. Η φωνή απελευθερωμένη από τη χρήση και την κατάχρηση των επιχειρημάτων άνοιξε τη δίοδο στην αντίληψη ενός χωροχρόνου σε συνεχή μεταμόρφωση. Μία αλυσίδα μορφών: Εμπεδοκλής, Πυθαγόρας και Ορφέας οργανώθηκε ως άυλο τύμπανο για να εκφέρουμε τις φράσεις, τις λέξεις και τα γράμματά μας και σαν σκιώδης καθρέφτης να μπορέσουμε με τα σώματά μας να στήσουμε μία παράσταση αμοιβαιότητας. Υπέθεσα ότι τη στιγμή εκείνη ο Bernard Heidsieck θα είχε αρχίσει να πραγματώνει την επιτέλεσή του όσο εγώ πλησίαζα πιά το κέντρο (βάρους) της πόλης.

Αγάλματα, gargoyles, 1, φωτ. δα/δα

 

Αγάλματα, gargoyles, 2, φωτ. da/da

 
 

Αποθήκη αγαλμάτων, gargoyles, φωτ. δα/δα

 

https://archives.villa-arson.org/stories/accompagnement/2011HEID_AC_FR.pdf

https://www.moma.org/artists/41145

https://www.fondazionebonotto.org/en/news/1-events/150-prix_litt_raire_bernard_heidsieck_-_centre_pompidou.html

[Ευχαριστίες στην Michèle Valley και στον Γιάννη Ρηγάδη για τη βοήθεια τους στην τελική διαμόρφωση του κειμένου].