Top menu

"Αίθριος και σήμερα!": Μια ανάγνωση του βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη

 

Γράφει η Τούλα Αντωνάκου, εκπαιδευτικός

Με τον ειρωνικά αισιόδοξο τίτλο «Αίθριος και σήμερα!» (εκδ. Νησίδες 2021), η Αρχοντούλα Διαβάτη μας προϊδεάζει θετικά -με την επιφύλαξη πάντα που υπάρχει στον πρόλογο-  για το περιεχόμενο του νέου βιβλίου.

Πρόκειται για τη νέα της συλλογή διηγημάτων, ποιημάτων, μικρών κειμένων, και αυτοβιογραφικών αφηγημάτων, μέσω των οποίων η συγγραφέας φωτογραφίζει τα δυο τελευταία χρόνια, δίνοντας άλλη διάσταση στην καθημερινότητα, και συναντά τους φόβους όλων μας κατά τον εγκλεισμό του 2020 λόγω της πανδημίας του «COVID-19, ενός αρκτικόλεξου που σφράγισε σαν πυρωμένο μέταλλο τις πίσω της σελίδες».

Βρήκα το βιβλίο εξαιρετικά βαθύ, ενδιαφέρον και συγκινητικό.

Στην προ κορονοϊού εποχή η αφηγήτρια, χωρίς «διακόνημα» ή «χειροτέχνημα» επιμένει να ασχολείται «εις έργα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας», ομνύει στο «θαύμα της ανάγνωσης» και αφήνεται να στοχάζεται «ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΝΥΧΤΑ», έναντι των σοβαρά  εργαζομένων που πέφτουν για ύπνο, για «να αναπαραγάγουν την εργασιακή τους δύναμη».

Φιλοσοφώντας για  το χρόνο, στο MAGIC BLUE, στέκεται στον ορθολογικά οργανωμένο «ελεύθερο χρόνο», στο όνομα του κέρδους πάντα, και στα κατευθυνόμενα θαλάσσια  παιχνίδια της εποχής μας, που μαραίνουν τη φαντασία, ενώ η ίδια δηλώνει με χιούμορ για τον εαυτό της, «βίντατζ».

Η αφηγήτρια, δεδηλωμένη βιβλιομανής, εξομολογείται την εξάρτησή της σήμερα από το διαδίκτυο, από την «πλοήγηση στον μυστηριακό ωκεανό του πλανήτη Σολάρις», ενώ  «το αληθινό φάρμακο, η νηφάλια ανάγνωση του βιβλίου, για να αναμαγευτεί ο κόσμος» δεν λειτουργεί πλέον όπως στην εφηβεία της.

Με πίκρα στο ποίημα «Λεόντειος εταιρεία» καταθέτει την εξαργύρωση ιδεών και αισθημάτων της γενιάς της για τις «καρέκλες».

Στο υπέροχο ποίημα «Καραβάνι», ζωγραφίζει την εμμονή της με τη νεότητα, απέναντι στην  επερχόμενη παρακμή.

Ο υφέρπων πόνος της απώλειας αγαπημένου προσώπου οδηγεί πάντα τη συγγραφέα σε εξαιρετικές αφηγήσεις, όπως στο «ΣΤΟ 318», όπου δείχνει και τη λογοτεχνική μαεστρία της. Από την άλλη, κι ο υποβόσκων φόβος του γήρατος αντιμετωπίζεται με χιούμορ στο «ΣΤΟ ΓΟΝΑΤΟ».

Και φθάνει η πανδημία «απροειδοποίητα/ χωρίς προπομπό κανένα/ όνειρο μαύρο κανένα..» (ΑΤΙΤΛΟ)

Και αρχίζει η καραντίνα «μ’ ένα αόρατο βραχιόλι, «ελεύθερος», / να τριγυρνώ στον οριοθετημένο χώρο μου» (ΣΤΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ), όπου «όλοι μας ανέγγιχτοι στη μοναξιά» προσπαθούμε να κρατηθούμε από αναγνώσματα και ανα-νοηματοδότηση της καθημερινότητάς μας.

Χωρίς επαφές, μοναχικοί και μόνοι, αντιλαμβανόμαστε ότι «η κόλαση σίγουρα δεν είναι οι άλλοι», όπως μέχρι τότε «ναρκισσευόμασταν» να πιστεύουμε.

Εν αναμονή του τέλους του πολέμου (έτσι χαρακτηρίζεται η πανδημία), χωρίς ορατό μέλλον, μόνο με την αναμονή του αύριο, βιώνουμε το θάνατο του φίλου μας από απόσταση και ίσως την «αντιπελάργηση», την φροντίδα από τα παιδιά των ηλικιωμένων γονιών, που ξαφνικά ανήκουν σε «ευπαθείς ομάδες» και έχουν «υποκείμενα νοσήματα» (ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ).

Με θλίψη η συγγραφέας καταλήγει μέσω δύο δυνατών ποιημάτων:

«περάσαμε το καλοκαίρι / σαν μια βαριά αρρώστια» ( ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ),

ένα καλοκαίρι που «θα ταξινομηθεί» σαν «αποξηραμένο άνθος» (ΦΥΤΟΛΟΓΙΟ).

Ωστόσο, στα δυο τελευταία διηγήματα, η αφηγήτρια μέσα από το «θαύμα της ανάγνωσης», νιώθει  «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ» στους αγαπημένους κλασικούς συγγραφείς και παρόλο που αναζητεί «την εσωτερική φωνή που της υπαγόρευε ιδέες, σκέψεις  και σχέδια…», κρατιέται από τον καθημερινό περίπατο, «σαν προσευχή στη φύση, που είναι τώρα ο θεός (της)» (Η ΦΩΝΗ).