Top menu

"Αηδόνι Ερείπια -και άλλα ποιήματα", του Νίκου Σιδέρη

 

 

Γράφει η Βιβή Κοψιδά - Βρεττού

Α. Η γριφώδης περιπέτεια της προ-ανάγνωσης

Πριν από μερικούς μήνες είχα στα χέρια μου την πρόσφατη ποιητική συλλογή του πολυτάλαντου επιστήμονα και πολυγραφότατου λογοτέχνη Νίκου Σιδέρη, με τον τίτλο: Αηδόνι Ερείπια, δύο λέξεις ριγμένες ασυντόνιστα με την κοινή «λογική» της γλώσσας, να επικοινωνούν μεταξύ τους σε μιαν ανοίκεια γειτόνευση. Κάπως έτσι, αρχίζει η περιπέτεια της διαδικασίας ανακάλυψης του νοήματος πριν από την πράξη της ανάγνωσης.

«Η δημιουργία», θα μας πει σε ανοιχτή διάλεξή του ο ψυχολόγος και ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης, «ισοδυναμεί με αναδιατύπωση της φαντασίωσης του δημιουργού στη γλώσσα μιας συγκεκριμένης τέχνης».

Το δεχόμαστε. Αλλά… Τι σχέση έχει -ή ποια σχέση μπορεί να φαντασιώθηκε ο ποιητής πως έχει- το Αηδόνι με τα Ερείπια; Ο καθένας γνωρίζει ότι το αηδόνι-παρά το σμικρό και ταπεινό του δέμας-  είναι ο μεγάλος τραγουδιστής της φύσης. Συνθέτει  εν ισορροπία και αρμονία όλα τα χαρακτηριστικά της φωνής των άλλων μουσικών πουλιών ενώ το κελάηδημά του, εξαιρετικά απρόβλεπτο και αυτοσχεδιαστικό, είναι ως να λειτουργεί κάτω από την επίνευση της δικής του, μοναδικής ελευθερίας του δημιουργού. Αισθάνομαι συγκίνηση συνειδητοποιώντας την επανάσταση της ελευθερίας του, καθώς το αηδόνι άδει αυτοβούλως στο φυσικό του περιβάλλον και δεν αιχμαλωτίζεται, όπως άλλα ωδικά πτηνά, που διδάσκονται σε «σχολειά» ανθρώπων να κελαηδούν φυλακισμένα. Αν το αηδόνι φυλακιστεί σε κλουβί, μελαγχολεί και συνήθως πεθαίνει.

Και κάτι επιπλέον από τη σύγχρονη σχετική γνώση και καταγραφή των φωνητικών του ικανοτήτων: επιστημονικές αναλύσεις με τη χρήση ψηφιακών συνθετητών (παλμογράφων) έχουν αναδείξει τη μεγάλη ποικιλία των φασματικών κυματομορφών της φωνής του. Το φαινόμενο είναι μοναδικής περιπλοκότητας, ώστε να αναλύεται ως ιδιόμορφο στοιχείο της ηθολογίας των ζώων ως προς τη δυνατότητα εγγραφής τόσο πολλών μουσικών μοτίβων στον εγκέφαλο ενός πουλιού. Το τραγούδι του λαμπερό, δυνατό, λαγαρό, φλερτάρει προπάντων με τη νύχτα-γι’αυτό και Νightingale αγγλ. και Nachtigall γερμ.-, αναζητώντας μέσα στη γαλήνη της τη σύντροφο φωνή.

Κι όσο περισσότερο βαθαίνουμε τη σπουδή μας στον «μεγάλο τραγουδιστή», τόσο ακατανόητα, παράλογα, αποδομητικά της ομορφιάς μοιάζουν τα συνοδά του Ερείπια. Τι είναι όμως τα «ερείπια»; Απομεινάρια, κατάλοιπα μιας ζωής -στην κυριολεξία και τη μεταφορική τους χρήση- πραγμάτων ή πολιτισμών ή ανθρώπων. Χαλάσματα, γερασμένες οντότητες, σε σήψη και παρακμή. Οδεύουν προς τον θάνατο με σταθερή ή άτακτη πορεία, αλλά ανθίστανται. Επιζητούν μνήμη. Πόσο ανατριχιαστικά τα συζευγνύει ο Έλιοτ στην Έρημη χώρα του, ένα πολιτισμικό ερείπιο κι αυτή, στη μελαγχολία του άφευκτου θανάτου παραδομένο: «Με τα συντρίμμια αυτά στήριξα τα ερείπιά μου». Μήπως μέσα από τα ερείπια εκφύεται ξανά ζωή; Μήπως στα ερείπια εμφωλεύει σε παρατεταμένη αναμονή ο σπόρος, η ελπίδα νέας ζωής; Μιας αναγέννησης, ίσως; Μήπως γι’αυτό τα ερείπια μας προκαλούν κάποτε μια παράξενη γοητεία, ευχαρίστηση ψυχική ή αισθητική, σχεδόν λιμπιντική - παρά το σκοτάδι της αποσύνθεσης και του μελλούμενου θανάτου που εκπέμπουν; (Αν ποτέ αυτό που η εποχή μας πάρει μαζί της σαν σχέση με την ιστορία επιτρέψει ένα είδος Zeitgeist - πνεύμα των καιρών, τα ερείπια θα είναι μία από τις εικόνες της, θα πει η Diane Scott).

Β. Η ανωφέρεια της ανάγνωσης

Ας έρθουμε τώρα στην αινιγματική - ποιητική - σύζευξή τους «επί το έργον»: Αηδόνι Ερείπια. Το θεατρικό σκηνικό στήνεται μέσα στη νύχτα. Ο ποιητής μας προσφέρει μια -πάλι αινιγματική και αμφίβολη- επικουρία. Την υποσημείωση - σχόλιο, ωσάν φιλοσοφική κατευθυντήρια πορεία του νου. ΑΗΔΟΝΙ ΕΡΕΙΠΙΑ - Ύλη πνεύματος ύλης πνεύμα. Και μας αφήνει να βρεθούμε αντιμέτωποι με τον κόσμο του, ανυπόδητοι και αχίτωνες, αμέσως μετά τη «Μεγάλη Έκρηξη».

Αν με ρωτούσατε τι/Θα μπορούσα να σας προσφέρω/Θ’απαντούσα, Όχι απαντήσεις,/Σιωπή, θα μας πει στη Θεία Κωμωδία ΙΙ, του Β’ μέρους της συλλογής, σ. 63. Και στο Άκου με: «…Δεν έχω τίποτα για να σου πω/μόνο άκου με/Άκου με/Άκου με! (σ.50).

Ποιος είπε όσα ξέρει;/Ποιος ξέρει όσα είπε;/Τραγούδι τι;/Σιγή;// Αυτό τ’αλλόκοτο αηδόνι απόψε/Άφησε εικόνες βιτρίνες βιβλία/Και ήρθε και στάθηκε εδώ/στα ερείπια των ανθρώπων. (σ.15)

Μ’αυτούς τους πρώτους στίχους ο ποιητής μάς έχει προσφέρει τα κλειδιά της κλειστής πύλης ώστε να εισέλθουμε στην ενδοχώρα του. Η πρώτη συντυχία του Αηδονιού και των ερειπίων, η πρώτη αποκρυπτογράφηση του ποιητικού του μύθου. Αυτό το πρώτο μέρος της ποιητικής του συλλογής αρθρώνεται σε δώδεκα ασύμμετρες ποσοτικά και διαφοροποιημένες μεταξύ τους στιχουργικά, ενότητες, μέσα στις οποίες εγκλείεται και ταυτόχρονα απελευθερώνεται η εσώτατη απορία και το άχθος της αδιέξοδης διαδρομής του.

Στο δεύτερο μέρος, ένα σύνολο από 100 περίπου ποιήματα -ελάχιστα σταχυολογημένα από προηγούμενες ποιητικές συλλογές- μιλούν με εναλλασσόμενα ύφη και γλώσσες και ρυθμούς και φόρμες για όλα. Τον μέσα άνθρωπο και τον έξω πολιτισμό του, τη σοβαρότητα και την αστειότητά του, τα πάθη και τις ματαιώσεις του, το παν και το κενό του, τη ματαιότητα και την αστοχασιά, τη γνώση και την άγνοια, τον πλούτο και τη φτώχεια, τις εκδιπλώσεις της ζωής και τις μεταμορφώσεις του θανάτου, την τραγικότητά του. Κι όλα αυτά κολυμπούν κάποτε μέσα στην ομορφιά εποχών και εικόνων που ως να μένουν αδιάβροχες, γαλήνια απαθείς στην αήττητη επιδρομή της παρακμής. Από τον δυτικό μοντερνισμό της Έρημης χώρας μέχρι τη φροϋδική φαντασίωση του ασυνείδητου. και από τους παράλογους συνειρμούς του, υπερρεαλιστικής εικονοποιΐας, μέχρι την εγκλιματισμένη στα δικά μας πύκνωση του ανατολίτικου χαϊκού, στο οποίο ο Νίκος Σιδέρης έχει-και σ’αυτό το είδος ποίησης- δοκιμαστεί (Η τέχνη του κόκκου, Μεταίχμιο 2011), παρακολουθούμε την κυκλική φορά της φθοράς-πραγμάτων, ανθρώπων, ψυχών, συνειδήσεων, ηθών. Θα μπορούσε με μια τεχνική ένταξης να αποτελούν το περιεχόμενο του τραγουδιού που το Αηδόνι εκπέμπει στο Α’ μέρος.

Ο Νίκος Σιδέρης βαθαίνει μ’αυτό το διμερές σύνθεμα τον ψύχραιμο στοχασμό του πάνω στα ανθρώπινα και στο εγώ του ποιητή, που αλλάζει προσωπεία στη μεγάλη αφηγημένη του ιεροπραξία της δημιουργίας και του δημιουργού, στην αρχή και στο ενδιάμεσο και στο τέλος της.

Μια λυρική «μυθιστορία ποιητικής» θα την έλεγα την όλη σύνθεση -δομημένη σε 12 ενότητες-, με ήρωα το ένα Αηδόνι, τον ποιητή, να ιχνηλατεί ήρεμος μέσα στην αφόρητη σκεπτόμενη μοναξιά του, τα ανθρώπινα και να συνδιαλέγεται με τον ανώνυμο της γης -με τον καθένα μας- για το είναι και το τίποτα, ή από το είναι ως το τίποτα: της ύπαρξής του και του κόσμου. Υπαρξιακή αναμέτρηση του ποιητή με τον κοινό εαυτό του, με το «ποίημά» του, με τους ανθρώπους, με τα ερείπια-παντού ερείπια ως να πρόκειται για μια πανταχού παρούσα ειμαρμένη των πάντων.

Ο ποιητής - το Αηδόνι. Ο κάθε ποιητής - ένα Αηδόνι. Με ποια πανοπλία, με ποιο ξέχωρο ντύμα στέκεται απέναντι στα ερείπια για να διαβάσει την ψυχή του δερόμενου μέσα στη νύχτα του, ανθρώπου; Γιατί όλα τα μυστήρια νύχτα συμβαίνουν. Κι η νύχτα ένα μυστήριο. Την έχει πρωταγωνίστρια και σΤο όνομα της νύχτας, άλλο ποίημα από τη Β’ενότητα της συλλογής: «…δύσκολο να φανταστείς τον κόσμο/δίχως το όνομα της νύχτας», θα πει. (σ. 52) Τις νύχτες τ’αηδόνι κελαηδεί για ν’ακουστεί δυνατή η φωνή του. Τις νύχτες πάλι ο άνθρωπος που πονά, που ερωτεύεται, που ποθεί, που διαλογίζεται, που φοβάται, τότε είναι που ακούει καθάρια τη φωνή του Αηδονιού, σύντονη με τη φωνή της αγωνίας του:

Όταν τ’ αηδόνι σκέφτεται τον κόσμο,/ο κόσμος τρέμει…/Έχει μαζί του Ανώτερες Δυνάμεις/-Το σώμα του και τη λαλιά του,/Μ’αυτά τα βγάζει πέρα/Σε κρύα εορτές ζέστες απώλειες/Πένθη γενεών ιαχές αιώνων/… (σ. 18).

Οι εικόνες των ερειπίων-της αμφίβολης ύπαρξής τους. Ένας συνεχής διάλογος με τον εαυτό του είναι το παιχνίδι του Αηδονιού, ένας στοχασμός μεταβαλλόμενος με θέα τα ερείπια:

Τα πάντα σχέδια, μήπως; Παιχνίδια/ Του μολυβιού, του μυαλού, του χρωστήρα/Σπινθηρισμοί ροές καμένα γράμματα/Ψόφοι χορδές χωρίς βιολί κιθάρα; Άδικοι άρχοντες; Άδικοι κόποι; Προφήτες σε απρόσμενες συχνότητες;/Τα πάντα παραίσθηση; Ακόμη/ Και τα τόσο οδυνηρά ερείπια/των ανθρώπων; (σ. 19).

Η ζωή -η πραγματική βιωμένη ζωή- όπως μεταμορφώνεται στη συνείδηση του βασανισμένου Αηδονιού για να καταλάβει. Τα πράγματα μεταποιούνται σε ερείπια, ζει τη μοίρα τους μέσα στους χρόνους, και των ανθρώπων και τη δική του. Αντικείμενα όλα-οργανικά και ανόργανα- καθιζάνουν στο νου και στην ψυχή του και γίνονται έσχατες απορίες που υφαίνουν σε ιστό μαζί το είναι με το τίποτα, και παράγουν αντιμεταθετικά από το είναι το τίποτα (ή το κάτι) κι από το τίποτα το είναι. (Το τίποτα, το κενό θα το ανατάμει συμπυκνωμένα με τη μορφή μιας αέναης Πτώσης, σύντομο ποίημα της Β’ενότητας:

Πέφτουμε πέφτουμε πέφτουμε πέφτουμε/ Στις τρύπες που τρυπάμε να χωθούμε/να κρυφτούμε/απ’το κενό (σ.56).

Σε καμιά απάντηση δεν στέκει το Αηδόνι - ο ποιητής. Ακουμπάει τα πάντα, οδηγεί το μαχαίρι στο κόκκαλο, διερωτάται, απαντά, αίρει την απάντηση, αντιστρέφει τα νοήματα, παράγει συνεχώς με τον αγνωστικισμό του μια μακροσκοπική αρχή απροσδιοριστίας:

Για να δούμε λίγο. Αφού χάνω, ξέρω./ Ό,τι δεν είναι, ποτέ δεν χάνεται./Και ό,τι χάνεται, είναι. Όπως και ό,τι πονάει. Βλέπεις ερείπια, διαβάζεις άνθρωποι./ Βλέπεις ανθρώπους, διαβάζεις ερείπια./ Μήπως το τίποτα και το κάτι, λοιπόν;/Είναι αχώριστα και σώμα και σκιά… (σ. 19).

Η κίνηση επιστρέφει στο εγώ -ο ποιητής στέκεται ενώπιον του εαυτού- του Αηδονιού. Αυτοκρίνεται. Σε ένα άλλο επίπεδο προσωπικής διαλεκτικής και διαλογισμού:

Καμιά φορά σκέφτομαι πως θα ήθελα/-θα μου άρεσε-/Να ήμουν αηδόνι ή να ήμουν γεράκι/ή και τα δύο/Ή το κελάηδημά τους ή το κρώξιμο/Πανέμορφο ή άχαρο, αδιάφορο, Μονάχα αυθεντικό χωρίς φτιασίδια/ Υπάρχει όπως υπάρχει, άλλο τίποτα./Ή πάλι ένα δέντρο ή ένας βράχος/Ή ακόμη μια ημέρα δίχως τίποτα μέσα/ Μόνο ημεροσύνη (21-22).

Θα συνεχίσει - ποιος; Ο άνθρωπος - Ποιητής τώρα, ενδεδυμένος το ντύμα και τον ρόλο του Αηδονιού, αφού αναρωτηθεί με δέος και απορία για το εκτόπισμα της ύπαρξης και της αποστολής του. Άρωμα δημοτικού τραγουδιού ανασαίνουν οι εισαγωγικοί της 4ης ενότητας στίχοι (ΙV-σ.23):

Τι είν’αηδόνι; Τι δεν είναι; /Και ποιος αντέχει να το πει; (σ.23).

Θα το δοκιμάσει ο ενανθρωπισμένος ποιητής πριν ταυτιστεί με τη δημιουργία του, με το ποίημά του. Μοιάζει να λυγίζει και η πολύτροπη σοφία του να εξαντλείται ενώπιόν του. Ώσπου θα φτάσει με κλιμακούμενους αναβαθμούς στην ταύτιση, ποιητής - Αηδόνι - ποίημα, έχοντας παραχωρήσει την «ύλη» του στο Αηδόνι, κι εκείνο πάλι στο ποίημα - τραγούδι του. Το τελευταίο -το ποίημα- έχει γίνει ένα με τον δημιουργό του. Γιατί; Γιατί «το αηδόνι (που) αργά ή γρήγορα/Θα γίνει ποίημα/ Αφού το να υπάρχει αηδόνι συνεπάγεται/Υπάρχει ο κόσμος/Εδώ, τόσο εδώ/Κι αφού θα’ταν αβίωτος ο κόσμος/Δίχως ποίηση;» (Κορυφαία στιγμή: η ταύτιση της ποίησης με τη ζωή και τον κόσμο, η απουσία της, με τον αβίωτο βίο). (σ.23).

Στην ενότητα VΙΙ, σ.26, αλλάζει ο ποιητής τα υφολογικά και μορφολογικά του δεδομένα. Σε πρώτο πρόσωπο τώρα, το προσωποποιημένο Τραγούδι (και σε έμμετρους στίχους), αναλαμβάνει το ίδιο τον ρόλο της αυτοπαρουσίασής του, άδει το νόημα της ύπαρξής του. Ποια είναι η γλώσσα του, ποια τα συστατικά του, οι χρόνοι και οι τρόποι του, η διαχείριση και οι προσμονές του. Ο λόγος του είναι διαυγής, απλός, εξηγητικός - συν-ομιλιακός, παραινετικός. Δεν χρησιμοποιεί την «άγνωστη, ξένη γλώσσα» του κατορθωμένου ποιητικού λόγου - τη γλώσσα την απρόσιτη και σιβυλλική, την ακατανόητη, τη γλώσσα όμως που καταλαβαίνει μόνον η ψυχή. Έτσι, προσδιορίζεται και παίρνει απάντηση η διαμαρτυρία τού (μη) αναγνώστη της ποίησης, για το μη κατανοητό της γλώσσας της:

Μιλώ μια γλώσσα/ Άγνωστη ξένη/Έτσι η ψυχή σου/ Καταλαβαίνει…

Μη με ρωτήσεις/Δεν είμαι γνώση/Σου δείχνω μόνο/ τι έχεις νιώσει…

Στιγμούλες πλάθω/Αιώνες τρέφω/Αλλού κοιτάζεις/Εδώ σου γνέφω

Πέρασες, ώρα/Βουλιάζεις, χώρα/Άνθρωπε, είσαι/Ποτέ και τώρα (σ. 26-27).

Μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, η απόσταση από το ποτέ στο τώρα, μυθιστορεί φαντασιακά την αέναη κίνηση της ζωής, τον χαμένο χρόνο, τη φθορά-την κυκλική διαδοχή γέννησης-θανάτου-γέννησης, τη δραματική σύμπτυξη του ποτέ και του τώρα, μέσα από τα οποία ανα-παράγεται (ανα-γεννώμενη) ολοένα η ζωή.

Πέφτει η αυλαία της νύχτας. Αίφνης ξημερώνει. Μετά τη διαδικασία ταύτισης, αρχίζει, εξουθενωτική στην αγωνία της, η διαδικασία διάλυσης. Ο ποιητής ξαναγίνεται άνθρωπος, απλός αναγνώστης του ποιητή-Αηδονιού. Απομαγεύεται η ύπαρξή του, η μαγική μεταρσιωμένη φύση του δημιουργού της νύχτας. ο εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό του ανοίγει μια νέα πηγή απροσδιοριστίας: της πραγματικότητας του δημιουργού-ποιητή.

Τι με διαβεβαιώνει τάχα/Ότι υπάρχεις όσο θα υπάρχεις/Με τον δικό σου τρόπο, ξέχωρα από μένα/Ότι δεν είσαι μόνο παιδεμένο πλάσμα/Μιας έρημης ψυχής που λαχταρά/Να κατοικεί σ’έναν άλλο κόσμο/Κι επινοεί σαν τέχνασμα εργαλείο/Να πλάθει με την ύλη της αηδόνια/ Μήπως και σώσει κάτι το ανθρώπινο/Ακόμη και σ’απάνθρωπους καιρούς; (σ. 28).

Αυτοταπεινώνεται ο άνθρωπος-ποιητής. Είναι ως να ενδύεται τη χθόνια φύση του, απομυθοποιημένος να μετακινείται στις γήινες διαστάσεις του καθημερινού ανθρώπου-ένα παιδεμένο πλάσμα απλώς, που μην αντέχοντας την ψυχική του ερημιά ανασύρει πότε-πότε τη σωτήρια παραμυθία της ποίησης. Για ποιο σκοπό; Το λέει τόσο καθαρά, ώστε να ορίζει την ηθική και κοινωνική λειτουργία της: μήπως και σώσει κάτι το ανθρώπινο/Ακόμη και σ’απάνθρωπους καιρούς…

Το νεύμα του αποχαιρετισμού. Μπορεί και του αποχωρισμού. Του ενανθρωπισμένου-ποιητή και του Αηδονιού-ποιητή. Συγκίνηση, δραματικότητα, όπως σε κάθε αποχαιρετισμό. Σύμπηγμα αντιθέσεων, παιχνίδια λόγων, λεξιμαγείες, εμπρόθετη κίνηση και τυχαιότητα, μεταγραφές λέξεων και νοημάτων. Μια υποψία αισιόδοξης πλήρωσης ή και επιστροφής. Ο αποχωρισμός, το «τέλος» κοντά στο: «τέλειος σκοπός», εκπληρωμένος. Και πάλι εισβάλλει η σχετικότητα, η αβεβαιότητα: Όσο μπορεί το ατελές ανθρώπινο/Όσο αφήνουν οι ζαριές του κόσμου/Όσο αντέχουν τα όντα του νου/Εντελή στην ατέλειά τους… (σ. 29).

Η μέρα ανασταίνει τον κόσμο της. Πανόραμα εικόνων, βουή αντιθέσεων, παλέτα χρωμάτων, κλίμακες παλμών και συναισθημάτων-η ευλογημένη παράσταση της ζωής στης μέρας το φως. Ο κόσμος που έπλασε ο ποιητής-Αηδόνι, ο κόσμος που έστω για μια νύχτα μας γαλήνεψε-αυτοί «οι εφήμεροι αιώνες του ποιήματος» (ενότητα Χ-σ. 30-31).

Όλοι μαζί αποχωρούν από τη σκηνή. Οδεύουμε στο τέλος της νυχτερινής παράστασης. Το ποίημα ολοκλήρωσε τον λόγο του. Αδελφώνει η μυστήρια φωνή του αηδονιού. Ο άνθρωπος - ποιητής μάς παίρνει από το χέρι, το ποίημα έχει ανοίξει δρόμο: αν όχι της γέννησης, πάντως της ανα-γέννησης.

Πάμε τώρα όλοι: Φίλες, φίλοι, αηδόνι…

Πάμε τώρα,/Από τα βήματα γεννιέστε δρόμοι./Ας γεννηθούμε, λοιπόν. Ή, έστω μόνο,/Ας ξαναγεννηθούμε… (σ. 32).

Και το αηδόνι θα χαθεί ξανά μέσα στη νύχτα. Έτσι το θέλει ο άνθρωπος ποιητής -ο πιο κοντινός του τραγουδιού του, ο ίδιος του ο εαυτός. Σε μάς απογυμνωμένα όλα, ερείπια όλα, σαν δεν ακούγεται η φωνή του αηδονιού. Όμως τη νύχτα η φωνή του ξετρυπώνει -θα ξετρυπώνει- δυνατή, πολύ δυνατή. Φτάνει μακριά, μπορεί λέει και 500 μέτρα, μπορεί και πεντακόσιους αιώνες, μπορεί και στους αιώνες των αιώνων.

Η σύνθεση του Νίκου Σιδέρη Αηδόνι Ερείπια - είναι  η ποιητική αυτοβιογραφία της ποίησης και του ποιητή-Αηδονιού, μέσω ενός σκεπτόμενου story-teller, που κρύβει το πρόσωπο και την οντότητά του με διάφανο πανί. Με μεταθέσεις, αντιστροφές, διαστρωματώσεις, αντιθέσεις, μεταφορές, εικόνες, ο Σιδέρης βουτάει στα σκοτεινά νερά της ύπαρξης, και διαχειρίζεται μοναδικά το παιχνίδι της διαλεκτικής των αντιθέτων: με μια σημαντική διαφορά από το εγελιανό σχήμα. Οι κόσμοι που ανοίγονται με τα ερωτήματα του, δεν κλείνουν, δεν συντίθενται. Αντίθετα, από την κάθε θέση, από την κάθε αντίθεση προκύπτει δευτερογενής διαλεκτική που επιζητεί, χωρίς να βρίσκει την οριστική σύνθεσή της. Αλλά μήπως αυτό το ασυμφιλίωτο κοντράστ δεν είναι όλη η ζωή, η σκέψη, η δημιουργία-η μοίρα εντέλει των ανθρώπινων;

Με μια γλώσσα χρησμική, σιβυλλική, όπως στους μαντικούς κώδικες, αλλά και παιγνιώδη, ο ποιητής Νίκος Σιδέρης  μορφοποιεί περιβάλλοντα, πότε λυρικά και γαλήνια, πότε ζοφώδη και σκιερά υπό το βάρος της σκέψης και του απορείν. Και μέσα σ’αυτά κανοναρχώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, διεισδύει στην ύπαρξη -στο σώμα και στο πνεύμα- της δημιουργίας και του δημιουργού -και μαζί στο μυστήριο της ανθρωποσύνης. Και εγχειρίζει στον ποιητή-Αηδόνι, το αποκαλυπτικά πολυπρισματικό κάτοπτρο, ώστε να διαβάσει την άπιαστη μοίρα της.

Τα τοπία του συναντώνται κάποιες φορές με τη φωστιερική Πολύτιμη λήθη και τα Τοπία του Τίποτα, μόνο που εδώ δεν καθιζάνει ο δημιουργός τους στο Τίποτα. Στις φωτοσκιάσεις τους γίνονται μυστηριακά, σεφερικά ή και ελιοτικά-σαν από διακειμενικές μνήμες αντλημένα-, όπου οι πρωτόπλαστες εικόνες και οι συνδέσεις τους εκχυλίζουν από τη σύννοια του σαρκωμένου ανθρώπου, συγγραφέα, ποιητή και επιστήμονα με τον οποίο τόσο άνετα κουβεντιάζουμε και ρωτάμε… και χαιρόμαστε απαντήσεις…

Ευχαριστούμε τον ποιητή Νίκο Σιδέρη, που θα ξαγρυπνάει για λογαριασμό μας τις νύχτες, που θα το φέρει το Αηδόνι ξανά κάποια, κάποιες νύχτες… Κι εμείς θα είμαστε σε ετοιμότητα να σιγοντάρουμε το τραγούδι του, το τραγούδι μας…