Top menu

6 νέες βιβλιοπροτάσεις για τον Φεβρουάριο

H συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον μήνα Φεβρουάριο:

Η ζωή και το έργο του Αισχύλου, βιογραφία, μτφρ. Π. Πολυκάρπου, εκδόσεις Gutenberg 2018

Ξαναδιαβάζοντας τον Αισχύλο θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός από τα σημαντικότερα βιβλία στο χώρο των κλασσικών σπουδών που φέρνουν στην Ελλάδα οι εκδόσεις Gutenberg . Μέσα από το πολύπλευρο αυτό έργο του Βρετανού φιλολόγου Alan Sommerstein «Η ζωή και το έργο του Αισχύλου σε μιαν εξαιρετική μετάφραση του Πολύκαρπου Πολυκάρπου όχι μόνο ξαναδιαβάζουμε τον Αισχύλο και τον ταραχώδη βίο του με τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα, στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας αλλά βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο δραματουργικά ξεδιπλώνει τη θεατρική του γλώσσα ο μεγάλος τραγωδός.

Ο Αισχύλος θεωρούσε ως το μεγαλύτερο κατόρθωμα του τη συμμετοχή του στις μάχες αυτές γι’ αυτό και ζητάει πριν πεθάνει στον τάφο του να γράψουν:
Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεῦθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας•
ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Mαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.
(Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο
κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια•
την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος
κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει.)

Ξεκινώντας από το σημείο αυτό τίθεται εξ αρχής το ερώτημα για την έννοια του Πολιτικού στο έργο του Αισχύλου.

Ο Άγγλος μελετητής δεν επαναπαύεται σε μια ακόμα πραγματεία και σε μια από τις δεκάδες που ήδη υπάρχουν φιλολογική ανάλυση του έργου και της ζωής του Αισχύλου ο οποίος υπήρξε ένα από τα μοναδικά παραδείγματα του Ελληνικού Πολιτικού όπως οριζόταν στην αρχαία Ελλάδα και του ύψιστου αγαθού της πατρίδας ως μιας άυλης οντότητας πέρα από δογματισμούς.

Η πατρίδα του Αισχύλου δεν ήταν η Ελλάδα. Ήταν η ιδεατή εκδοχή αυτής με όσα συμπαραδηλούμενα φέρει. Κάτι που μας θυμίzει ο Πλάτωνας στο διάλογο «Κρίτων»: « μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων, τιμιότερον εστίν πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρᾳ και παρὰ θεοίς και παρ᾽ ανθρώποις τοις νούν έχουσι».

Πέρα από τη σε βάθος θεατρική και δραματουργική ανάλυση των έργων του Αισχύλου, ο Sommerstein αναζητά και βρίσκει την πολιτική και την κοινωνική αλήθεια πίσω από τα ίδια τα έργα. Προτάσσει το μέχρι πρότινος κενό του νοήματος που υπήρχε πίσω από τα κείμενα του Αισχύλου ξεκαθαρίζοντας σταδιακά το ρόλο του ανθρώπου στην κοινωνία του μεγάλου δραματουργού εν σχέσει με τη θέση των Θεών και της μοίρας.

Στην αισχύλεια πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι μέρος ενός γενικού θεϊκού σχεδίου αλλά και της ίδιας της μοίρας που φέρνει τις νεότερες γενιές να είναι υπόλογες απέναντι στα σφάλματα των προπατόρων τους. Πρόκειται για μια εποχή πριν επέλθει η παντελής απομάγευση της ιστορίας και του μετανεωτερικού τρόπου προσέγγισης του βίου.
Παρόλα αυτά, ο άνθρωπος δεν είναι έρμαιο στους Θεούς. Αυτό το ξεκαθαρίζει ο Sommerstein ο οποίος σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο θέτει μπροστά μας όλες τις διαφοροποιήσεις του νεωτερικού και μετανεωτερικού βίου με την εποχή του Αισχύλου όπου όλα είχαν νόημα. Η απόφαση δεν ήταν εξαρχής προδιαγεγραμμένη αλλά αποτελούσε την αρχή για μια σειρά αντιδράσεων.

Αυτό, όμως, δεν αποτελεί μιαν πανανθρώπινη και ιστορική αλήθεια; Οι αποφάσεις του σήμερα δεν θα φέρουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα αύριο; Μέσα σε όλα αυτά ορθώνεται, λοιπόν, ο άνθρωπος ως μια οντότητα που διακατέχεται από την εφήμερη γνώση του και από τα θνητά πάθη του.

Η καινοτομία του εν λόγω βιβλίου στην πολιτική και κοινωνιολογική ανάλυση του έργου του Αισχύλου έγκειται στη λεπτομερή ανάλυση του θρησκευτικού πλαισίου (κάτι που δεν διαχωριζόταν από το πολιτικό πριν τη νεωτερικότητα) μέσα από την περίτεχνη δραματουργική και σημασιολογική ανάλυση των ίδιων των έργων του δραματουργού.

Δεν αρκείται σε μια φιλολογική ανάλυση ούτε σε μια πολιτική/θρησκειολογική προσέγγιση. Συνενώνει το θέατρο με την πολιτική (όχι την ιδεολογική) πτυχή του θέτοντας μας σε λίγες μόνο σελίδες ολόκληρο το πλαίσιο της τότε αρχαίας Ελλάδας από τα Ομηρικά χρόνια μέχρι και το Μένανδρο. Βάσει αυτών των πλαισίων, εισάγει μιαν καινοτόμα ματιά στο έργο του Αισχύλου.

Για τον Άγγλο μελετητή, ο Αισχύλος υπήρξε παιδί του αιώνα του. Έζησε σε μιαν εποχή όπου η μυθοπλαστική παράδοση διέφερε σε μεγάλο βαθμό από τη σύγχρονη δραματουργία. Στον κόσμο του, οι νέοι Θεοί έρχονται σε πλήρη ρήξη με τους παλαιούς νομοθέτες που απείχαν από τα ανθρώπινα. Οι Θεού του Αισχύλου- μέσα από την προσεκτική ματιά του Sommerstein - αποδεικνύονται ανθρώπινοι και πιο ώριμοι για να δεχτούν τα θνητά μας σφάλματα. Πέφτουν οι ίδιοι, μάλιστα, στην ύβρη για να διασώσουν τον άνθρωπο.

Πρόκειται για μια εξελικτική- όπως την ορίζει ο ίδιος ο μελετητής- θεολογία που φτάνει στις μέρες μας και παίρνει τη μορφή του νεωτερικού πριν την τελική απόρριψη των πάντων στη μετανεωτερική – ενίοτε- μάστιγα.

Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι η νέα αυτή θεολογική τάξη των νεώτερων θεών εγκαθιδρύει- όπως γράφει- μια νέα σταθερή κοινωνική και θρησκευτική τάξη επάνω στην οποία δομείται το Πολιτικό της Αθήνας το οποίο διαφαίνεται εξελικτικά μέσα στα έργα του μεγάλου τραγωδού.

Ο Sommerstein μας μεταφέρει στα «πολιτικά» έργα του Αισχύλου. Στα έργα του, δηλαδή, που εμπεριέχουν το πολιτικό στοιχείο. Κάτι που πολλές φορές είδαμε να απορρίπτεται στις σύγχρονες θεατρικές αναφορές των έργων του. Σε αντίθεση με την παγιωμένη πλέον απολιτική – στην καλύτερη- ή την ιδεολογικά φορτισμένη σύγχρονη αναφορά στο έργο του Αισχύλου, ο Άγγλος καθηγητής μας εισάγει σε ένα νέο μονοπάτι. Μας παρουσιάζει τον Αισχύλο ως τον απόστολο της δημοκρατίας ο οποίος ανασκαλεύει να βρει το γιατρικό στην αυθαιρεσία της εξουσίας μέσα από το ίδιο του το έργο. Θέτει ενώπιον μας τους αναγκαίους περιορισμούς μιας θεσμοθετημένης κοινωνίας που δεν επέτρεπαν στον έναν να επιβάλλεται στους πολλούς. Ανοίγει έτσι, λοιπόν, το δρόμο για τη δημοκρατία αφού όπως γράφει ο Sommerstein: «Και ο Αισχύλος, που έζησε τη γέννηση, την εφηβεία και την ενηλικίωση της αθηναϊκής δημοκρατίας αναδεικνύεται επανειλημμένως ως αυτός που έδωσε σάρκα και οστά σε αυτήν την άποψη μέσα από αξιοσημείωτες δραματικές μορφές».
Εν κατακλείδι, μέσα από την εκτενή και ιδιαιτέρως ζωντανή δραματολογική, θεατρολογική και κοινωνιολογική ανάλυση του Sommerstein- συμπεριλαμβανομένων και των ιστορικών πλαισίων με τα οποία ντύνει τα συμπεράσματα του από την τότε ιστορική πραγματικότητα- ο Αισχύλος διαφαίνεται όχι ως ένας συγκαιρινός μας δραματουργός αλλά και ως ένας προκάτοχος της αλήθειας του μελλοντικού βίου μας…

Αντρέας Πολυκάρπου

**

Αχαρτογράφηση βαριάντα, ποιήματα, Έλλη Δέδε, εκδόσεις Λιβάνης 2017

Πολλοί ποιητές αναζητούν ένα εύρημα για να γράψουν μια ποιητική σύνθεση και όταν το εύρημα είναι έξυπνο και δεν γίνεται μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει, τότε η σύνθεση τραβάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από το ξεκίνημά της.

Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο της Έλλης Δέδε: «Αχαρτογράφητη Βαριάντα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις: «Λιβάνη». Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση, που από τον τίτλο και μόνο παραπέμπει στο σκάκι, (η λέξη βαριάντα είναι σκακιστικός όρος) και ο υπότιτλος: «Επιστολή σε έναν σκακιστή» γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο, ότι για σκάκι θα διαβάσουμε. Σε όσους έχουν ασχοληθεί με την ποίηση, ο νους τους θα μπει στον πειρασμό να θυμηθεί το περίφημο «Σκάκι» του Μανόλη Αναγνωστάκη, αλλά εδώ έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Το εύρημα της ποιήτριας είναι μια ερωτική επιστολή σε έναν σκακιστή, που διαιρείται σε κεφάλαια ανάλογα με τα μέρη μιας παρτίδας σκάκι από το στήσιμο των κομματιών μέχρι την τελετή λήξης και τις απονομές.

Αρχικά, ο έρωτας δίνεται σαν ένα παιχνίδι, που χρειάζεται τόλμη, ρίσκο, θάρρος και θράσος, όμως και σαν ένας πόλεμος αφού έχει νικητές και ηττημένους, ή μήπως ο πόλεμος δεν έχει νικητές, τελικά; Άρα και ο έρωτας παρουσιάζει μια αμφισημία, αφού δεν έχει κατακτητή και κατακτημένο και αφού αν οι δύο παίκτες τον δουν σαν πόλεμο, έχουν χάσει και οι δύο.

Δεν είναι, όμως, μόνο η παρτίδα σκάκι το εύρημα της ποιήτριας. Η Έλλη Δέδε έχει εύρημα μέσα στο εύρημα, καθώς μέσα από την ερωτική επιστολή βγαίνει ένα πλήθος από κοινωνικοπολιτικές και υπαρξιακές αναφορές. Έτσι, βλέπουμε αναφορές στο Παλαιστινιακό με την αναφορά στη Γάζα, καθώς και αποφθεγματικές εκφράσεις, όπως: «Μια Σκακιέρα είναι η ζωή!» ή το απαισιόδοξο συμπέρασμα: «Ωκεανούς δεν έχει πια για ατίθασα καράβια!» Ειδικότερα στο θέμα του πολέμου η ποιήτρια αναφέρεται στη μάνα του στρατιώτη, που θα είναι πάντα δυστυχισμένη, πάντα «Ζάβαλη», για να θυμηθούμε λίγο και τον Μυριβήλη: «Και ενώ τα πλήθη / για νέους πάλι Μεσσίες αλαλάζουν, / εκείνη μόνο ξέρει την απάτη / κάθε «εθνικού» θριάμβου - / …γιατί πίσω / απ’ του ταριχευμένου εχθρού την όψη / ενός γιου της το λακκάκι βλέπει και θρηνεί…» Πιο πέρα, ενάντια σε κάθε ρατσιστική διάκριση η Έλλη Δέδε θα γράψει: «Κι όμως! / Εν τη τόση «δόξη» του / ανομολόγητα πάντα φθονεί / του Μπάρμπα Θωμά / το άσημο καλυβάκι. / Εκεί Λευκοί και Μαύροι μόνιασαν / υπήκοοι πιστοί / της πιο λαμπρής «Βασίλισσας» / που το κλέος της αυτός δε γνώρισε, μα άκουσε τυχαία / να την καλούν «ΕΙΡΗΝΗ»…» Και ακόμα πιο μετά η ποιήτρια αναρωτιέται πότε ο άνθρωπος ξεχωρίζει από το ζώο παραλλάσσοντας το αίνιγμα της Σφίγγας: «Τι είν’ αυτό που το τετράποδο / στα δύο πόδια “ανυψώνει;”»

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια μικρή σειρά χαϊκού, που αναφέρονται στο σκάκι δίνοντας μια τελευταία πινελιά στον καμβά της σύνθεσης: «Ας το ξεχνάμε / σε πεσσών παρηγοριά: / Πιόνια είμαστε!»

Το μόνο, που ίσως, μας μπέρδεψε λίγο ήταν οι πάρα πολλοί σκακιστικοί όροι, που χρησιμοποιεί η ποιήτρια αν και υπάρχει ένα λεξιλόγιο στο τέλος του βιβλίου, που βοηθάει στην κατανόηση όσων δεν έχουν ασχοληθεί με το σκάκι.

Συμπερασματικά, η ποιητική σύνθεση της Έλλης Δέδε «Αχαρτογράφητη Βαριάντα» είναι αρκετά αξιόλογη και η ποιήτρια μας δίνει με τον δικό της τρόπο, ό,τι επιτάσσει η σημερινή εποχή, όπως η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει: «Δεν έχουμε καιρό για πολύχρωμες γιορτές / κι ολόχρυσες βραβεύσεις: / Στους χαλεπούς καιρούς / οι Ποιητές γράφουν με κόκκινο…»

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

**

To ταίρι, παραμύθι, Κέλλυ Κουναλάκη, εκδόσεις Βακχικόν 2017

"Το ταίρι" είναι ένα παραμύθι που παντρεύει τόσο γλυκά το ιδανικό με το πραγματικό, την τρυφερή με την πιο ρεαλιστική θέαση των σχέσεων, μέσα από την γνωριμία του Αιμίλιου και της Μίρκας: μια γνωριμία σαν αυτές που νιώθουμε πως δεν υπήρξε κανείς ξανά στη ζωή μας, με ένα μοίρασμα της καθημερινότητας που δίνει νόημα και στις πιο άχαρες πτυχές της, έναν άτσαλο χωρισμό που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε που φταίξαμε και μια αναπάντεχη επανένωση σε έναν άλλο κόσμο, καθόλου όμορφο, μα τόσο δικό μας. Διαβάζοντας «το ταίρι» για πρώτη φορά, βίωσα μια σειρά συναισθημάτων, τόσο κοντινών με αυτά που βιώνουμε στις σημαντικές, διαπροσωπικές μας σχέσεις: ενθουσιασμός, προσδοκία, χαρά, φόβος, θλίψη, θυμός, ανυπομονησία, απογοήτευση, ανακούφιση.

Ένα ταξίδι συναισθημάτων που μεταδίδει στον αναγνώστη με ευαισθησία και ειλικρίνεια την αλήθεια των σχέσεων, δίνοντας μάλιστα έμφαση στο βασικό συστατικό που μια σχέση χρειάζεται τελικά για να επιβιώσει αλλά και για να είναι υγιής και ισορροπημένη ως σύστημα: την ώριμη αγάπη. Μια αγάπη που εστιάζει στην προσπάθεια, στη συγχώρεση, στη συναισθηματική δικαίωση. Άλλωστε, το να αγαπά ώριμα κανείς κάποιον δεν είναι απλώς ένα δυνατό συναίσθημα – είναι μια απόφαση, μια κρίση, μια υπόσχεση.
Στο Ταίρι διάβασα μια ιστορία βιβλιοθεραπευτική για εμάς και τα παιδιά μας, που μας κάνει να θέλουμε να ερωτευτούμε, να αντέχουμε να πονέσουμε αλλά κυρίως να μη χάνουμε την ελπίδα και την πίστη μας σε ότι σπουδαιότερο φτιάχνουμε στο πέρασμά μας από εδώ: στις σχέσεις!

Ένα βιβλίο, ικανό να μεταδώσει στα παιδιά το ουσιαστικό νόημα της αγάπης, και να τα βοηθήσει -μέσα από την διαδικασία ταύτισης με τα λογοτεχνικά πρότυπα- να αισθανθούν αυτό το πηγαίο αίσθημα συναισθηματικής ασφάλειας που φέρνει το «μαζί»!

Για ένα «μαζί» άλλωστε αξίζει να κοπιάζουμε οι άνθρωποι, για ένα «μαζί» που κάνει τις στιγμές , τις ημέρες, τη ζωή να αποκτούν νόημα, το νόημα του να μοιράζεσαι. Είναι αλήθεια πως στην υφεσιακή οικονομικά μα κυρίως ψυχικά κοινωνία μας χρειάζεται ένα τέτοιο παραμύθι για μικρούς και μεγάλους που εξυψώνει την σπουδαιότητα της συντροφικότητας μα κυρίως μας αφήνει με την εικόνα ενός κόσμου που, ακόμη κι όταν καταρρέει, εμείς, μαζί, μπορούμε να χαμογελάμε αγκαλιά.

Φρόσω Φωτεινάκη

**

Φύλλα ύπνου, ποιήματα, Ρενέ Σαρ, μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, εκδόσεις Πόλις 2017

237+1 αποσπασματικές, επιγραμματικές καταγραφές τυπώνονται σε βιβλίο το 1946, με τον τίτλο "Φύλλα του Υπνου" (Hypnos στο πρωτότυπο, μυθολογικό παρωνύμιο του συγγραφέα). Πρόκειται για σημειώσεις των ετών 1943-1944. Εκείνη τη χρονιά με τον κωδικό όνομα Αλέξανδρος, ο Σαρ ασκεί διοικητικά καθήκοντα. Σε μετάφραση του ποιητή και έμπειρου μεταφραστή Θανάση Χατζόπουλου κυκλοφορούν τα πεζο-ποιητικά του αυτά ημερολόγια από τις εκδόσεις Πόλις. Ο αναγνώστης που γνωρίζει, έχει την ευκαιρία να απολαύσει και το γαλλικό κείμενο και να ανοίξει διάλογο με τον μεταφραστή στον οποίο ανήκει και η κατατοπιστική εισαγωγή.

Ο Ρενέ Σαρ γράφει: «Αυτές οι σημειώσεις σημαδεύουν την αντίσταση ενός ανθρωπισμού που έχει συνείδηση των καθηκόντων του, διακριτικού ως προς τις αρετές του, που επιθυμεί να κρατήσει ελεύθερο στη φαντασία των ήλων του το απρόσιτο πεδίο και είναι αποφασισμένο να πληρώσει το τίμημα γι΄ αυτό.»

Σε μια γλώσσα «κλειστή», αποφθεγματική, ελλειπτική, αλλά άκρως ουσιαστική, ο Σαρ σε προσκαλεί σε ένα κόσμο που θα ανοιχτεί μπροστά σου αν κατορθώσεις να υπερβείς την ερμητική γλώσσα, τον υπαινικτικό τρόπο, την οικονομία των εκφραστικών μέσων. Διαβάζεται αργά γιατί απαιτείται αποκωδικοποίηση, γεννιούνται απορίες και γίνονται συνδέσεις που οφείλει κάθε απαιτητικός αναγνώστης να ξεκλειδώσει, χρειάζεται οι διανοητικές πόρτες να ανοίξουν. Υπαρξιακά ζητήματα, αγωνίες εσωτερικές, αλλά και με πρόσωπο κοινωνικό, λεπτές αποχρώσεις της νόησης, βουτιά στη φιλοσοφία, είναι κάποια από τα στοιχεία που εσωκλείονται στο καινοτόμο αυτό έργο. Αφορισμοί (Ευεπίφορος στην υπερβολή, ο ποιητής αποτιμά σωστά μέσα στο μαρτύριο), υποθετικοί λόγοι (Αν δεν υπήρχε μερικές φορές η ερμητικότητα της πλήξης, η καρδιά θα έπαυε να χτυπά.), παραινέσεις προς εαυτόν (π.χ Να δρας σαν πρωτόγονος και να προβλέπεις σαν στρατηγός). Ο Σαρ συγκρατεί τον στίχο, ο στίχος του είναι σκεπτόμενος και αποπνέει μια αυστηρότητα. Δεν είναι στίχος εύκολος, ρηχός, ελαφρύς αλλά εμποτισμένος με μια βαθιά πνευματικότητα που αν μπεις στη διαδικασία να κολυμπήσεις στα νερά της, θα βγεις κερδισμένος, αφού θα έρθεις στη θέση να αναμετρηθείς με τις διαστάσεις της αλήθειας.

Β΄Παγκόσμιος, ναζιστικό στίγμα και έπρεπε κάπως να βρει τον τρόπο να μιλήσει για όλα αυτά, που θα έλεγε και ο Αναγνωστάκης. Πολιτική ποίηση λοιπόν που όμως με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο υμνεί την Ομορφιά, την οποία μετά μανίας και «πίστης» αναζητεί να ανασύρει μέσα από τα ερείπια, το Κακό (εδώ πρόκειται για τη θηριωδία του Ναζισμού), την εχθρότητα. Για να δανειστώ στίχους του: «Στα σκοτάδια μας δεν υπάρχει μια θέση για την Ομορφιά. Ολος ο χώρος είναι για την Ομορφιά». (237)

Τα κείμενα του Σάρ είναι βαθιά και δυνατά και περιστρέφονται γύρω από τον άνθρωπο και όσα τον αφορούν και αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της ύπαρξής του, όπως ο έρωτας, η ελευθερία, η απελπισία. Γράφει: «Αυτές οι σημειώσεις γράφτηκαν μες στην ένταση, την οργή, τον φόβο, την άμιλλα, την αηδία, την πανουργία, τη λαθραία συγκέντρωση, την αυταπάτη του μέλλοντος, τη φιλία, τον έρωτα.» Χωρίς λυρικότητα. Αλλά με καθαρότητα και αλήθεια. Ψαχουλεύει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης, την υφή του Πεπρωμένου! Μέσα σε κρίσιμη στιγμή ο λόγος ακούγεται, ο λόγος κραυγάζει. Βίωμα και φιλοσοφία. Φιλοσοφία και βίωμα, σημαντικός διάλογος, μεγάλη ποίηση!

Ασημίνα Ξηρογιάννη

**

Αγαπημένη μου Lyda, μυθιστόρημα, Αποστόλης Αρτινός, εκδόσεις Κριτική 2017

«Αυτό το ίδιο αίσθημα πάλι μπροστά στις λέξεις του άλλου, λέξεις που φέρουν τη χειρονομία του, την ιδιόχειρη γραφή του, το ίχνος πάντα μιας αδυναμίας. Αυτή η εκκεντρική πλευρά της απεύθυνσης, όπου έξω απ’ τον ορίζοντά της τίποτε πλέον δεν είναι ορατό. Ένα παιχνίδι συνεπώς χαμένο, μια θέση ακυρωμένη από την ίδια τη συνθήκη της, βυθισμένη πάντα σ’ ένα αίσθημα μοναξιάς».

Η αμηχανία αρχικά απέναντι στην εκμυστήρευση του άλλου, του ξένου, η ιδιότυπη ενοχή της παρείσφρησης σε τόπο που εσύ δεν χωράς, γιατί δεν συγκαταλέγεσαι στους οικείους. Η συμμετοχή σου (βαθμιαία αυτόν τον χαρακτήρα παίρνει η ανάγνωση) στη ζωή του άλλου, μέσα από τη δική του γραφή, τη συχνά (υποθέτουμε) αναπάντητη. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά. Να ακούσεις αυτόν τον λόγο, όπως γράφτηκε, να βρεθείς εσύ στη θέση του αποδέκτη, να δώσεις -έστω και τόσα χρόνια μετά- την απάντηση στα ερωτήματα ή τη σύμπλευση με τον πόνο του άλλου, το μοίρασμα του άχθους. Γιατί το ξέρουμε πως μια επιστολή είναι στην ουσία μια προσωπική κατάθεση προς εαυτόν, αδιάφορο αν φέρει γραμμένη πάνω της τη διεύθυνση του ιδιαίτερου αποδέκτη. Και ψυχοθεραπευτική η λειτουργία της αποδεικνύεται, όπως γνωρίζει ο κάθε μοναχικός συντάκτης.
Δύο αδελφές στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλληλογραφούν, ή μάλλον η μία γράφει και ξαναγράφει, χωρίς να γνωρίζουμε αν η άλλη πλευρά σιωπά τις περισσότερες φορές ή απαντά σε μια χαμένη πλευρά αλληλογραφίας. Με τη λογοτεχνική, ωστόσο, υπόδειξη εμείς διαβάζουμε μόνο τη μία πλευρά, η οποία έτσι ακούγεται ακόμα πιο μοναχική και αδιέξοδη. Η Αικατερίνη (η Μπεμπούλα, όπως προτιμά να υπογράφει) και η Ροζαλίνδη (η Lyda των επιστολών). Γύρω τους ο κόσμος που βγαίνει τραυματισμένος από τον Μεγάλο Πόλεμο χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ακολουθεί και δεύτερος σύντομα. Η οικονομική κρίση, η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, η απόφαση της μεγάλης αδελφής να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια, η μετάθεση στην επαρχία για την Μπεμπούλα, η Κέρκυρα, γενέθλιος τόπος και απόμακρος πλέον για τη δασκάλα που θα βρεθεί σε ένα χωριό της Ηπείρου, το Τουρκοπάλουκο. Απομόνωση, συχνά απελπισία (όποιος είχε την τύχη να γνωρίσει αυτή την πλευρά της ελληνικής επαρχίας κατανοεί), διάβασμα, γραφή και όλο και πιο απόμακρη η ελπίδα μιας αλλαγής του σκηνικού.

«Δεύτερη βδομάδα για μένα εδώ πάνω σ’ αυτό το χωριό του διαβόλου. […] Ένα σπίτι που μπάζει από παντού, ο αέρας που φυσάει παίρνει τις κουρτίνες σαν να ’ναι ρούχα απλωμένα στο σύρμα της αυλής. […] Με τους γειτόνους δεν έχω ακόμη και πολλά πολλά, κάποιες τυπικές καλημέρες και καλησπέρες. Είναι πολύ κλειστοί άνθρωποι».
Η Αθήνα κατόπιν με τις διαφορετικές ενασχολήσεις/πάρεργα. Η Μπεμπούλα κουβαλά μέσα της το πρόβλημα της επικοινωνίας, η λιγοστή και αραιή επαφή με τους δικούς της δεν της αρκεί. «Περισσότερο παρατηρεί παρά συμμετέχει». Στα τελευταία γράμματα (το τελευταίο στις 15-2-41) είναι πιο πολύ η σιωπή που μιλά παρά τα λόγια. Σαν μια ζωή που πλέον φθίνει, που αφήνεται στη «βία των ημερών», που δεν ενδιαφέρεται να πάρει μια απάντηση στα δικά της γραμμένα. Αρκείται στη μονόπλευρη επικοινωνία. Αυτή την αίσθηση δίνει και το απόσπασμα (Charlotte Brontë, The Professor), που αντέγραψε η Μπεμπούλα στο τετράδιό της: […] κι ενώ ποτέ η θλίψη δεν θα τον εγκαταλείψει εντελώς, βρίσκει ωστόσο το κουράγιο που χρειάζεται να την αντέξει». Η συνειδητοποίηση της απουσίας και η συμπόρευση με τη μοναχικότητα στο εξής.

Ο Αποστόλης Αρτινός -καταργώντας τα σύνορα της ιδιωτικότητας- φέρνει στη δημοσιότητα την αλληλογραφία αυτή. Το όλο εγχείρημα το ονομάζει μυθιστόρημα κινητοποιώντας έτσι την υποψία: υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αληθινό και το επινοημένο; Ο ίδιος βέβαια αρχικά θα μας δείξει τον τρόπο που οι επιστολές ήρθαν και τον βρήκαν. Παράλληλα θα υπογραμμίσει την αυθεντικότητα του κειμένου με φωτογραφικό υλικό. Θα κάνει τις καίριες παρεμβάσεις του, όταν θέλει να σχολιάσει το περιεχόμενο των επιστολών. Να πούμε, φυσικά, ότι δεν έχει και τόση σημασία (μιλώντας για τη λογοτεχνία) η εύρεση της «ραφής» που υποδηλώνει τη διάκριση του αληθινού από το μυθοπλαστικό. Συμβαίνει στις γραφές που διαβάζουμε να ανιχνεύεται η συγγραφική εκδοχή μιας αλήθειας χωρίς να αλλοιώνεται στο ελάχιστο η αναγνωστική απόλαυση. Έτσι κι εδώ. Διαβάζουμε το όλον μέσα από τη ματιά του συγγραφέα, μέσα από τη δική του αλήθεια. Και αυτό είναι αρκετό. Άλλωστε, όπως γράφει στο τέλος και ο ίδιος, αυτές τις επιστολές τις διάβασε «όπως διαβάζει κανείς ένα βιβλίο». Σωστά, λοιπόν, το ονόμασε μυθιστόρημα, ακόμα κι αν δεχθούμε πως ελάχιστη μπορεί να είναι η μυθοπλαστική «νόθευση» του πρωταρχικού υλικού. Ένα μυθιστόρημα του ανεκπλήρωτου στόχου, του ανέφικτου οράματος, του ανεπίδοτου μηνύματος. Του ενός προσώπου, του μοναχικού.

Διώνη Δημητριάδου

**

Μοιραία συνάντηση, ποιήματα, Ελένη Σεργίου, εκδόσεις Ελευθερουδάκη 2017

Η δεύτερη Ποιητική Συλλογή της Ελένης Σεργίου με τίτλο «Μοιραία Συνάντηση (Παραμύθι σε 90 σκηνές)» είναι συνθετική με 90 σκηνές. Η Σεργίου προσπαθεί να σπάσει τα μάγια του άντρα με τον οποίο θέλει να ενωθεί. Μπορεί όμως; Τί διαθέτει; Μια πένα αιχμηρή, έχει ως ξόρκια της, χρώματα και θέρμη, βγαλμένα απ’ την καρδιά της, έχει ήχους με λέξεις δυνατές σταλμένες απ’ το νου, βγαλμένες απ’ το στόμα. Νιώθει ή βλέπει μια αντανάκλαση ενός ιδεώδους άνδρα, και αναζητεί με πάθος μια πρόσβαση στο όνειρο. Θέλει τα μάτια του ποιητή της γεμάτα άστρα-ποιήματα, να μη χρειάζεται η ίδια να κοιτά ψηλά στον ουρανό. Αν όμως στην πορεία διαπιστώσει ότι αυτός είναι ένας καθρέφτης δίχως είδωλο, ‘ένα πουκάμισο αδειανό’, τότε αρχίζει να τον συνθέτει με τη φαντασία της, να τον κοιμίζει στο κρεβάτι της για να σβήνει τον πόνο της.

Γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Μόνο ο επιλεγμένος της διασώθηκε, μα αυτός πάει να κρυφτεί στο ποίημα της. Αντί για στέμμα, τής προσφέρει ένα μολύβι. Ωστόσο, η Ελένη είναι ποιήτρια της αυτονομίας, της δημιουργίας, θέλει ερωτικό στίχο χωρίς ασφυχτικούς κανόνες. Αλλιώς πνίγεται. Της φτάνει ένα τόσο δα μολύβι να ζωγραφίσει το βασιλικό στέμμα και να το φορέσει τελικά μόνη της. Και αντικρούει το ψέμα: ‘Δύο τεράστια μάτια με ξεγέλασαν κι έχασα τη ζωή μου στα ψέματά τους… Αναζητώντας το ‘γιατί’ βρήκα την αγάπη εκεί που την άφησαν: στην αναμονή, στο φως που παράγεται απ’ την τριβή του μολυβιού πάνω στο χαρτί’, δικαιολογείται στο ποίημα της ‘Ο πλούτος μου’.

Τα ποιήματα αυτής της Συλλογής θα μπορούσαν να περιοριστούν στα μισά, και κάποια να είχαν μικρότερο μέγεθος. Γράφει πολλά γιατί ψάχνει το θέμα απ’ όλες τις γωνίες, σε κάθε λεπτομέρεια, κάνει μια ψυχολογική αυτοανάλυση: ίσως να τη βοηθήσει να βρει τον δρόμο της αυτονομίας, της απελευθέρωσης, αν και συχνά ομολογεί πως δεν μπορεί να ξεφύγει από τον μαγνήτη του άνδρα που την ευεργέτησε αλλά και την παγίδευε. Στο ανατρεπτικό ποίημα ‘Θα κουνήσω την ουρά μου’ προσπαθεί να κάνει μια άλλη έξοδο, μα νομίζω στο βάθος τη σαρκάζει, δεν τη νιώθει καν ως διεξοδική ή μόνιμη λύση.

Το ότι στη Συλλογή υπάρχουν δύο μόνο υπαρκτά πρόσωπα (και ο απροσδιόριστος φανταστικός τρίτος, ως ιδανικός) κάνει την ποιήτρια να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια ‘πραγματικότητα’ και ‘φαντασία’. Σκαλίζει μάλλον ψυχαναλυτικά την κάθε κίνηση του ήρωα της, και κάποτε τον γκρεμίζει, ως αντι-ήρωα. Παρασύρεται κι επανέρχεται στο ίδιο θέμα - γι’ αυτό έγραψε τόσα. Θα φταίει η ζωντανή απογοήτευσή της, η εμμονή της να βρει τον ιδεώδη Άλλο – κρυμμένη φτιάχνει τις προδιαγραφές του. Ψάχνει ένα αυτόνομο δρόμο, να απογαλακτιστεί από τον ευεργέτη της, που την έμαθε να γράφει στίχο, αλλά την ελέγχει με αόρατο δίκτυ. Ας θυμηθούμε τον μαθητή του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, που τελικά βρήκε στη φιλοσοφία τον δικό του δρόμο, της Λογικής, αντί των Ιδεών. Ή ας θυμηθούμε τον Κύπριο Φιλόσοφο Ζήνωνα, που μαθήτευσε σε Μεγαρείς, Κυνικούς και Νεοπλατωνικούς, πήρε απ’ αυτούς όσα νόμιζε κι έστησε τη Στοά του, την Πολιτεία του. Έτσι και η ίδια, ίσως στοχεύει στο μέλλον να γίνει ένας ελεύθερος θηλυκός Cummings!

Η Συλλογή έχει στόχο, κάτι Ιδανικό αλλά ακαθόριστο. Το ψάχνει η ποιήτρια μέσα στη μέθη της. Τα νυχτερινά φώτα είναι συνεχώς αναμμένα στην ποίησή της και δεν την αφήνουν να κοιμηθεί. Η Αγάπη, ως ιδανικό, είναι σκόρπια σε φράσεις της σε μερικά ποιήματα της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναφέρω είναι τα εξής ‘Η Αγάπη είναι το λαμπρό πρόσωπο που κατοικεί στον ουρανό… ή κατοικεί εδώ στο κέντρο της πόλης μαζί με τον θόρυβο του βηματισμού της ύπαρξής σου’, και ‘Το πρόσωπο αγάπης που διεκδικεί θέση στο φτωχικό ποιητικό μου τοπίο. Τοπίο άγριο, άγονο, ερημικό’.

Από τα 90 ποιήματα της συλλογής ξεχωρίζω τα εξής: Απ' το παράθυρο, Αποχρώσεις, Ψυχής ποιήματα, Τέλος της Ελπίδας, Αόρατες οι ατέλειες στους θεούς, Καταβύθιση, Και ζήσαν αυτοί καλά, και ως αντιπροσωπευτικό, καλά δομημένο το ποίημα ‘Αυτή είναι η ζωή μου’. Με λυρισμό, ευαισθησία και παρρησία, ο άνθρωπος Ελένη, μάς προσφέρει μια σύνθετη βιογραφική εικόνα. Αρχικά μας αποκαλύπτει ότι είναι ‘ένας ριψοκίνδυνος κύβος που τολμά να ριχτεί με τα μούτρα στα σχήματα που συναγωνίζονται τις λέξεις ποιο θα ξεκλειδώσει τις αξίες καλύτερα’. Μετά η ίδια ομολογεί με σιωπηρή ευαισθησία πως έχει μετασχηματιστεί σε ‘ένα κύμα αθόρυβο σε παραλία ξεχασμένη που αγγίζει τα βότσαλα απαλά σαν χάδι που δεν νοιώθει κανείς.’ Νιώθει να είναι μια μετέωρη ελαφριά στάλα βροχής, ανήμπορη να πέσει ανάμεσα σε σύννεφα και κορυφές, ενώ φαντάζεται πως ταξιδεύει. Είναι η ίδια, γράφει, ένας απόμερος δρόμος. Και αν οι φωνές δεν φτάνουν εκεί, της αρκεί που τα λουλούδια οργιάζουν χωρίς να εγκλωβίζονται σε βάζα ή γλάστρες. Δεν κρύβει και τις φοβίες της, ότι μπορεί να είναι μία παράφραση ερωτικού κουαρτέτου, και ωστόσο κρατά ενδόμυχα την πιθανότητα ευτυχίας. Φοβάται μην είναι απλώς ένα νεύμα όλο νόημα που ξεφεύγει απ’ τα γραφτά ενός μεγάλου ποιητή, και που σκορπά και σβήνει.

Ναι, μοιάζει να είναι ένα λουλούδι που, σε πείσμα των καιρών και συνθηκών, επιμένει να φυτρώνει σε γκρεμό ή χαράδρα και έχει κουράγιο να μας μειδιά…

Σε κατακλείδα σημειώνω ότι ακόμα και σε μέτρια ποιήματα της συναντά κανείς όμορφο, έξυπνο και ελκυστικό στίχο όπως π.χ. ‘Ακόμη κι αν πεθάνεις ανασταίνεσαι έστω μέσα σ’ ένα ποίημα’, ‘Στην αγκαλιά του, την πιο όμορφη γωνιά του κόσμου’, ‘θα το μάθετε κι εσείς απ’ τα αμέτρητα πουλιά του δάσους μου που θα χαλούν τον κόσμο’, ‘φιλί στην άκρη των χειλιών, το άρωμά του να αναδύεται σιωπηρά, απ’ τις φυλλωσιές της ημέρας’. Ακόμα ξαφνιάζει με στίχους όπως ‘Λαμπαδιασμένος καύσωνας που ανεξήγητα με δροσίζει’.

Με τις δύο πρώτες Συλλογές της (ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΟΥ και ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ) η Ελένη Σεργίου προβάλλει ως το εύθραυστο θηλυκό, που αναζητεί με απαιτήσεις έρωτα βελούδινο, ποιοτικό. Αν δεν τα καταφέρει στέκει όρθια και συνεχίζει πεισματικά. Σαν απελπίζεται έχει ως καταφύγιο, τη δική της ποίηση, ποιητές, ζωγράφους, μουσικούς μα και τη φαντασία της όπου εκκολάπτει το αυγό της ελπίδας.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδες οι δύο ποιητικές Συλλογές της Ελένης Σεργίου, και να παραδώσουν τη μυθική πραμάτεια τους σε πολλά λιμάνια – πραγματικά, όχι φανταστικά.

Όσο για την επόμενη Ποιητική Συλλογή της, περιμένω τον καρπό να έχει ωριμάσει κι άλλο μέσα της και να μας χαρίσει περισσότερους χυμούς.

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης