Top menu

6 προτάσεις για αναγνώσεις βιβλίων τον Μάρτιο

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει:

Διάλογος περί ρητόρων, δοκίμιο, Τάκιτος, μυφρ. Γ. Κεντρωτής, εκδόσεις Gutenberg 2017

Η επικαιρότητα ενός βιβλίου αποτελεί σπάνιο προτέρημα στην σύγχρονη, εκδοτική μας πραγματικότητα. Μιλώ για τις ευθείες αναλογίες που αποκαλύπτει ένα έργο όταν συνδυάζει την αξία της ιστορικής μνήμης και την καλλιτεχνική μοναδικότητα με το αμείωτο ενδιαφέρον της θεματολογίας του.Σ΄αυτόν τον καιρό της εγχώριας, δημοκρατικής κρίσης με το παρελθόν της ασυδοσίας να επανέρχεται με τις συνέπειές του σκληρές, σαν αρρώστιες που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ, ο Τάκιτος του Γ. Κεντρωτή που κυκλοφορεί από τις εξαιρετικές εκδόσεις Gutemberg κάνει τη διαφορά. Γνώστης της ιστορίας της ρητορικής που τόσο στενά αλληλεπίδρασε με μια ευρύτατη, χρονολογικά, ιστορική περίοδο, ο Κεντρωτής επαναφέρει στο προσκήνιο μερικά από τα πιο εξαίσια δείγμα της λατινικής ανθολογίας.

Ο μεταφραστής παραθέτει στην εισαγωγή του βιβλίου μερικές ουσιώδεις πληροφορίες, κατατοπίζοντας τον αναγνώστη γύρω από την ιστορική περίοδο που εμφανίζεται το έργο του Τάκιτου. Επισημαίνει τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της ρητορικής αλλά και την πτώση του είδους στο διάστημα που μεσολαβεί από την εμφάνιση του Κικέρωνα ως και τις μέρες που ζει και δημιουργεί ο Τάκιτος. Ο δημιουργός, διακόπτει με το έργο του μια μακρά περίοδο κικερώνειας επιρροής στην τέχνη της ρητορικής. Η πρακτική της μίμησης που τόσο αναπτύχθηκε μετά το θάνατο του σπουδαίου Ρωμαίου ρήτορα, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο την επίδραση που άσκησε ο Κικέρωνας στη λατινική γραμματολογία. Τα σημάδια που αφήνει στους κατοπινούς του είδους η πληθωρική και ανεπανάληπτη παρουσία του Κικέρωνα σε κάθε τομέα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής συμπυκνώνουν εν πολλοίς τον λεγόμενο χρυσό αιώνα της ρητορικής.Ο Τάκιτος σ΄αντίθεση με τους σύγχρονούς του επιφέρει μια τομή στον μιμητισμό του ύφους και την τετριμμένη θεματολογία εισάγοντας στον πεζό λόγο μια νέα, θαυμαστή ισορροπία. Παράδοση κα νεωτερισμός σκορπούν την αδυνατισμένη τεχνική των “επαγγελματιών “ του είδους που ελάχιστα συνέβαλαν στην εξέλιξη του είδους.

Η εισαγωγή του Γιώργου Κεντρωτή αποδεικνύει την αποφασιστική επιρροή του Τάκιτου σε μια περίοδο παρακμής και απαξίωσης της ρητορικής. Το πλήθος των παραπομπών και των υποσημειώσεων, -αναγκαίων σε κάθε κορυφαίο, φιλολογικό πόνημα-, παραθέτει όχι μόνο τις πηγές του μεταφραστή αλλά και τα υλικά που επιστράτευσε ο ίδιος ο Τάκιτος προκειμένου να συνθέσει το εξαίσιο δείγμα της τεχνικής του αρτιότητας. Οι έξοχες μεταφράσεις προσφέρουν νέα στοιχεία και διαρκή ερεθίσματα στον αναγνώστη για να ανακαλύψει τη μορφωτική ευρύτητα που προϋποθέτει ένα τέτοιο έργο. Την ίδια στιγμή αυτά τα μικρά, μεταφραστικά στολίδια επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο το μεράκι του Γ. Κ. Για το είδος που υπηρετεί με την εξαιρετική, μεταφραστική και φιλολογική του επιμέλεια.

Όσοι έρχονται σε επαφή με το έργο, δίχως να έχουν αρκούντως εμβαθύνει στη λατινική λογοτεχνία, αμέσως καταννοούν τη σημασία που διαδραμάτισε αυτό το ουσιώδες στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μιας Ρώμης που παραδίνεται στη φυσική φθορά του χρόνου. Θέματα όπως η ασυδοσία και η νωθρότητα που επιφέρει η μακρά και καθιερωμένη δημοκρατία, η ανθρώπινη φύση με τις μικρότητες και τις ανείπωτες φιλοδοξίες της, η θέση της ποίησης σε μια εποχή αφετηρίας της επανάστασης που σημειώνει σε κάθε τομέα η λογική χαρακτηρίζουν τη θεματολογία των διαλόγων του Τάκιτου. Φήμη, δόξα, περιφρόνηση, θέτονται στο προσκήνιο της πρώιμης αντιδικίας ανάμεσα στην τέχνη και το ωφέλιμο.

[...Τονίζω ότι η ανά χείρας εργασία έχει χαρακτήρα πρωτίστως μεταφραστικό. Ανέκαθεν με είλκυε η τόλμη του Τάκιτου, όχι τόσο στην εκ μέρους του σύλληψη και αφήγηση της ιστορίας, όσο στον τρόπο χειρισμού της γλώσσας, μιας γλώσσας αναφανδόν ποιητικής. Γι΄αυτό και δοκίμασα να μεταφέρω τον περί ρητόρων Διάλογό του ποιητικά στη γλώσσα μας, ακολουθώντας το κατά δύναμιν εννοείται κατά βήμα τον από πάσης απόψεως τολμηρό λόγο του: δίνοντας πρωτίστως έμφαση όχι στο υλικό νόημα, αλλά στη μορφική επανεκφορά των σχημάτων λόγου και διανοίας εντός των συντεταγμένων της ελληνίδος φωνής, της ελληνικής λαλιάς. Πέραν τούτου στο μεταφραστικό εγχείρημά μου με ώθησε και το ότι η avant la lettre νεωτερικότητα του Τάκιτου αποτελούσε για μένα από μιας αρχής πρόκληση, γι΄αυτό και στους υποτιθέμενους νεωτερικούς καιρούς που ζούμε και όπου επελαύνει σχεδόν ανεμπόδιστο το αντιδραστικό πνεύμα περιβεβλημένο τη μία την λεοντή της μετανεωτερικότητας και την άλλη τον μανδύα του νεοφιλελευθερισμού το έργο του Τάκιτου είναι σωτήριο remendium: μας διδάσκει την αληθινή libertas , την ελευθερία του πνεύματος που δεν υποτάσσεται σε κανέναν και σε τίποτα, κάτι που για μένα τουλάχιστον είναι όρος πρωταρχικός και κρίσιμος, για την όποια ενασχόλησή μου με οτιδήποτε...]

Με αυτήν την επισήμανση που ο ίδιος ο μεταφραστής εισάγει στο τελευταίο μέρος της εισαγωγής του, αποκαλύπτονται οι πιο προσωπικές αφετηρίες που ωθούν τον σημερινό μελετητή σε μια αναβίωση όλων εκείνων των συστατικών στοιχείων που εμποτίζουν τον λόγο με αξία, βάθος, νόημα και ειδίκευση, κόντρα σε κάθε επίφαση και ρηχή απεικόνιση της ζωής και των όρων που τη συνθέτουν.

Ο Τάκιτος των εκδόσεων Gutemberg κρίνεται όχι μόνο απ΄την αναμνηστική αξία μιας γοητευτικής για την ανθρωπότητα εποχής που γέννησε νέα είδη και αφετηρίες για τα είδη του λόγου. Η σημασία του εντοπίζεται στο περιεχόμενο.που αξιολογεί, αδυνατίζει και προσθέτει νέα επιχειρήματα προχωρώντας μερικά βήματα εμπρός την ανθρώπινη διάννοια. Κάθε ακέραιο φεγγάρι, είναι γνωστό άλλωστε πως κρύβει κινδύνους λένε οι οιωνοσκόποι και οι διάνοιες οι πιο εξωτικές, οι φύσεις οι πιο παιγνιώδεις κάθε αιώνα έρχονται στο προσκήνιο για την τομή που επιφέρουν στο τετριμμένο.

Οι εξειδικευμένες αναφορές στα θέματα που θίγει ο Τάκιτος συνιστούν ένα άλλο ζήτημα. Στους κόλπους του κειμένου περιλαμβάνονται αναφορές και παραπομπές σε μια ποικιλία ζητημάτων. Η μελέτη και η παρουσίασή τους συνεπάγεται ένα άλλο σημείωμα, μια άλλη ερμηνεία προικισμένη με την απαραίτητη, επιστημονική εξειδίκευση και επάρκεια. Εμείς, κλείνοντας αυτήν την μικρή παρουσίαση του έργου που φέρνουν ο Γ. Κεντρωτής και οι εκδόσεις Gutemberg στα ράφια της χειμαζόμενης, ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, δεν μπορούμε παρά να μην κρατήσουμε μέσα μας εκείνη την σημείωση που θέλει ως αφετηρία της πτώσης κάθε κοινωνίας την ασυδοσία μιας δημοκρατίας εγκατεστημένης με αδυνατισμένα αντανακλαστικά, με μειωμένες αντιστάσεις και θέλγητρα. Το βιβλίο του αξιότιμου κυρίου Κεντρωτή συνιστά ένα άξιο και διδακτικό έργο. Στους καιρούς της παιδευτικής απαξίωσης που επιφυλάσσει η παράξενη και εγωπαθής, ελληνική πολιτεία για τους θεμελιώδεις κώδικες αυτού του κόσμοι, οι μεταφράσεις του Τάκιτου δεν χάνουν σε καμία περίπτωση της αξία τους.

Απόστολος Θηβαίος

*

Εγχειρίδιο ναυαγού, ποιήματα, Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Εκάτη 2016

Πριν από λίγο καιρό διαβάσαμε το καινούργιο βιβλίο του Τάσου Ψάρρη: «Εγχειρίδιο ναυαγού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη». Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που περιλαμβάνει ποιήματα λιτά και κατανοητά, παρά τον εντοπισμό ορισμένων υπερρεαλιστικών στοιχείων. Ένα «εγχειρίδιο ναυαγού» στις συμπληγάδες του έρωτα και των υπαρξιακών αναζητήσεων.

Ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής συλλογής του Τάσου Ψάρρη, καταλαμβάνουν ερωτικά ποιήματα. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι η ερωτική άποψη του ποιητή είναι καθαρά απαισιόδοξη: «Είπαμε πολλά / αλλά είναι πολλά ακόμα που δεν είπαμε / λόγια που έμειναν για πάντα σκέψεις.» και αλλού: «Αν υπάρχει μια λάμπα που τρέμει / αυτή είναι για μας.» Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να αναφέρουμε τα ποιήματα: «Χαρτογράφηση» και «Πίνακας», που θεωρούμε ως τα πιο δυνατά από το ερωτικό μέρος της συλλογής. Στο ποίημα «Χαρτογράφηση» ο ένας ερωτικός σύντροφος, δεν μπορεί με τίποτα να καταλάβει τον άλλο, ενώ στο ποίημα «Πίνακας», ένας άντρας ζωγραφίζει έναν πίνακα, που παριστάνει την γυναίκα, που αγαπά, έτσι ώστε να την έχει για πάντα μαζί του.

Όμως, αν η ποιητική συλλογή του Τάσου Ψάρρη «Εγχειρίδιο ναυαγού» ήταν μόνο ερωτική, ίσως να της έλειπε κάτι. Συναντήσαμε, λοιπόν και ορισμένα ποιήματα, που αναφέρονται η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου και η πάλη του ανθρώπου με τον εαυτό του, με στίχους, που απογειώνουν συνολικά τη συλλογή. «Υπάρχει ένας δρόμος πίσω από κάθε καθρέφτη / μόνο κοιτώντας καλά τον βλέπεις /ή σπρώχνοντας προς τα πάνω τα βλέφαρα / με το περίστροφο.», γράφει ο Τάσος Ψάρρης για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του, ενώ στο ποίημα «ανασκαφή» θα μας ξεναγήσει στο μυαλό ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος, αφού αναφέρεται σε α’ πρόσωπο και τα ευρήματα καταγράφονται με μια ειρωνεία, που σε ορισμένα σημεία γίνεται τραγική.

Στο τέλος της ποιητικής συλλογής ο ποιητής παραμένει απαισιόδοξος, όχι, όμως και άτολμος, αλλά οπαδός της αέναης κίνησης και αλλαγής ακόμα και αν οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες: «Θα έρθουν χειρότερες μέρες, το ξέρουμε, / αλλά τουλάχιστον θα έρθει κάτι. / Είναι αβάσταχτο να μη γίνεται τίποτα / όταν μέσα μας τα πάντα αλλάζουν.» Ελπίζουμε, λοιπόν, ο Τάσος Ψάρρης να παραμείνει αεικίνητος στο χώρο της λογοτεχνίας.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

Λευκάδιος Χερν και Πιερ Λοτί, δοκίμιο, Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, εκδόσεις Βακχικόν 2017

Τρόποι τεμνόμενοι

Μελετώντας τις σχέσεις λογοτεχνίας και ψυχανάλυσης, ο Φρόυντ είπε κάποια στιγμή: Όπου κι αν φτάσαμε με όχημα την Ψυχανάλυση, διαπιστώσαμε ότι πάντοτε κάποιος λογοτέχνης είχε βρεθεί εκεί πριν από μας.

Μετά από χρόνια μελέτης του ίδιου ζητήματος, θεωρώ ότι αυτή η διατύπωση, καρπός υψηλής διανοητικής διαύγειας και εντιμότητας, μπορεί να συμπληρωθεί ως εξής: Και όποτε κατασκευάζουμε τον ψυχαναλυτικό χάρτη της διαδρομής ενός καλλιτέχνη μέχρι τη δημιουργία του έργου, μόλις ο χάρτης αποκτήσει αναγλυφή διαπιστώνουμε ότι καίρια στοιχεία του είχαν ήδη αναδειχθεί από κάποιον ικανό φιλόλογο.

Στο πλαίσιο του φιλολογικού διαβήματος, προφανώς, οι ψυχικές διεργασίες κατά κανόνα αναπαριστώνται με εργαλείο τη γλώσσα της φιλολογίας. Ήτοι, με ακριβείς περιγραφές του φαινομένου, καίριες ερμηνείες, αλλά και με πολλά σχήματα λόγου – κυρίως παρομοιώσεις, μεταφορές και περιφράσεις. Τουτέστιν, η φαινομενολογία της ψυχικής ζωής αποδίδεται με γόνιμη ενάργεια, ακόμη και αν οι έννοιες της ψυχολογίας γενικά, και ειδικότερα της ψυχολογίας του βάθους που είναι η Ψυχανάλυση, δεν αποτελούν οργανικό στοιχείο της φιλολογικής εργαλειοθήκης. Ακόμη και αν η προσφυγή σε αυτές κατά κανόνα δεν χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα και συστηματικότητα, αλλά επιχειρείται κατ' αρχήν μέσα από ποικίλα σχήματα λόγου.

Όμως, ότι είναι αληθές εκδηλώνεται παντού. Γι' αυτό, έχοντας επίγνωση μιας εν τω βάθει σύγκλισης, ο Φρόυντ παρότρυνε επίμονα τους ψυχαναλυτές να μελετούν και λογοτεχνία, φιλολογία και άλλες παρόμοιες περιοχές του κόσμου της γλώσσας και ευρύτερα των σημείων και των έργων του πνεύματος, για να εξοπλιστούν καλύτερα στην καταβύθισή τους στο αίνιγμα κάθε ψυχής.

Το δοκίμιο της Βιβής Κοψιδά αποτελεί άριστη εικονογράφηση των συγκλίσεων και συναντήσεων ανάμεσα στη Φιλολογία και την Ψυχανάλυση. Κι αυτή η αλληλεπικάλυψη αποκτά μεγαλύτερη ενάργεια, αναγλυφή, βάθος και αντήχηση στο μέτρο που η συγγραφέας συγκρίνει το λογοτεχνικό έργο δύο δημιουργών υπερπολιτισμικής ευαισθησίας και λεπτοφυούς γραφής, όπως ο Λευκάδιος Χερν και ο Πιερ Λοτί.

Μηχανισμοί γεφύρωσης

Ποια είναι άραγε η βαθύτερη λογική, η συστημική δυναμική που καθιστά την Ψυχανάλυση και τη Φιλολογία πνευματικές αδελφοποιτές; Ποια συνθήκη επιτρέπει στον φιλόλογο να φτάσει εκεί που οδηγούν οι έννοιες της ψυχανάλυσης με τα δικά του ειδοποιά εργαλεία εμπλουτισμένα (ας το πούμε κι αυτό) με το αισθητήριο, την ευαισθησία και τη έμπνευση του αληθινού εραστή του λόγου;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα προϋποθέτει μια συνεκτική θεωρία περί της δημιουργίας (λογοτεχνικής ή άλλης). Η πολύχρονη αναζήτησή μου, εμπειρία μαζί και σπουδή, έχει κατασταλάξει σε δύο θεμελιώδη συμπεράσματα:
1. Η λειτουργία του δημιουργού προσδιορίζεται από ένα πεντάπτυχο, που συνιστούν ο μύθος, η ιστορία, η βιογραφία, η φαντασία και το έργο. Η συνάρθρωση αυτών των πέντε διαστάσεων πραγματώνεται στο πεδίο της θεμελιακής φαντασίωσης, η οποία αντιστοιχεί στην κατά φαντασίαν περιγραφή του κόσμου και του προσωπικού πεπρωμένου του δημιουργού.
2. Η δημιουργία (διεργασία και καρπός, καλλιτεχνική πράξη και έργο τέχνης) ισοδυναμεί με αναδιατύπωση της φαντασίωσης του καλλιτέχνη στη γλώσσα της συγκεκριμένης τέχνης. Κάτι που συνοψίζεται στον τύπο:
Ε = (φκ)γτ
όπου
Ε = έργο, καλλιτεχνική δημιουργία
φκ = η φαντασίωση του καλλιτέχνη
γτ = η γλώσσα της τέχνης του. (Ως γλώσσα μιας τέχνης νοείται το σύστημα αναπαραστάσεων και πρακτικών, το σύνολο των τεχνικών, διανοητικών και πολιτισμικών εργαλείων, τα οποία καθιστούν εφικτή την παραγωγή του έργου στο πεδίο της συγκεκριμένης τέχνης.)
Εξειδικεύοντας αυτή τη γενική θεωρία στο πεδίο της λογοτεχνίας, έχουμε τη φόρμουλα
Ε = (φδ)γλ
Τουτέστιν, το λογοτέχνημα, πεζό ή ποιητικό, αντιστοιχεί σε αναδιατύπωση της φαντασίωσης -- της αίσθησης του κόσμου -- του δημιουργού στη γλώσσα της λογοτεχνίας (πρόζα ή ποίηση).

Όπως μπορεί εύκολα να διακρίνει το ενήμερο βλέμμα, το ψυχο-σημειωτικό δίπτυχο «φαντασίωση του δημιουργού – γλώσσα της λογοτεχνίας» εμφανίζει δομικό ισομορφισμό με το δίπτυχο «περιεχόμενο-μορφή», τόσο οικείο στις επιστήμες του κειμένου, όπως η Φιλολογία. Η ίδια η ΒΚ, για παράδειγμα, προσφεύγει αυτονόητα σ' αυτό αναφέροντας ότι ο Χερν αμφισβητεί την " "καθαρή τέχνη" ... η οποία θέτει ως αυτοσκοπό της τέχνης τη μορφική τελειότητα ... περιορίζοντας δραματικά το περιεχόμενο ..."

Προφανώς, κάθε δίπτυχο συντάσσεται σε διαφορετικό επιστημολογικό περιβάλλον και λειτουργεί στο πλαίσιο μιας ιδιοσυστασιακής εννοιολογικής σκηνής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Προσεγγίζουν σε άλλο επίπεδο, σε συνάρτηση με την ειδοποιό εργαλειοθήκη καθεμιάς, τόσο τη γλώσσα του λογοτεχνήματος -- μορφή, ύφος, διακειμενικότητες... όσο και τη φαντασίωση του συγγραφέα -- τον πυρήνα της υποκειμενικής του συγκρότησης. Ωστόσο, η εν λόγω εννοιολογική και μεθοδολογική διαφοροποίηση δεν εμποδίζει διόλου τη σύγκλιση και τη συνάντηση των δύο αυτών μεγάλων τρόπων της ευαισθησίας και της γνώσης, κυρίως σε δύο πεδία: συγκρότηση του έργου και διαδικασία μετάβασης από την υποκειμενικότητα στο έργο.

Αν αυτό είναι το μυστικό κλειδί που γεφυρώνει το φιλολογικό και το ψυχαναλυτικό διάβημα, ας δούμε τώρα πώς ο φιλολογικός τρόπος συναντά τον ψυχαναλυτικό στο πλαίσιο του δοκιμίου της Βιβής Κοψιδά.
Λόγω χρονικών περιορισμών, θα εστιάσουμε τη σύγκριση-σύγκλιση σε δύο σημεία:

Η γλώσσα της αγάπης
Το πρώτο που δημιουργεί αίσθηση στον αναγνώστη είναι το ότι η συγγραφέας χρησιμοποιεί γονιμότατα ένα εξαίρετο γλωσσικό όργανο, που αναδεικνύει με ευγλωττία λεπτές αποχρώσεις της ψυχικής ζωής και της πνευματικής άσκησης δύο "αέρινων" δημιουργών. Η υποκειμενική ευαισθησία της φιλολόγου έτσι συνηχεί αβίαστα με λεπτοφυείς ψυχικές ιδιομορφίες που συγκροτούν το ύφος των δύο δημιουργών: Πειστήριο υπέρ του ότι η Βιβή Κοψιδά καλώς ανέλαβε το ρίσκο και συνάντησε φιλολογικά (και όχι μόνο) δύο έργα ειδικής χροιάς, χωρίς η ισχύς του εργαλείου να μετατραπεί σε ισοπεδωτή της ιδιοτροπίας κάθε δημιουργού και έργου. Ίνα πληρωθεί το υπό του Βάγκνερ ρηθέν, που και η ίδια προσυπογράφει: "Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσεις είναι να αγαπήσεις". Επειδή, ακριβώς, η γλώσσα που σέβεται το περί ου ο λόγος της κείμενο είναι μια γλώσσα αγάπης για το αντικείμενο του υποκειμενικού ενδιαφέροντος.

Η φαντασίωση του δημιουργού
Από το εξώφυλλο ακόμη του βιβλίου, η ΒΚ ορίζει τον ορίζοντα. Ο υπότιτλος που θέτει είναι "Συνάντηση στη μαγική μελαγχολία της απόδρασης". Διατύπωση που συνθέτει, ακριβώς, τα δύο συστατικά του έργου :
- "Μελαγχολία της απόδρασης" είναι η αίσθηση του κόσμου, δηλαδή οι βιωματικές αρμονικές της φαντασίωσης των δύο δημιουργών, που αντιστοιχεί και στις θεματικές επιλογές και στις ιδιοτυπίες της γραφής τους.
- "Μαγική", πάλι, είναι ακριβώς η επίπτωση του σημειωτικού περιβάλλοντος στο οποίο μεταγράφεται η φαντασίωση του δημιουργού: Η γλώσσα της λογοτεχνίας, η οποία έχει ακριβώς αυτή την ειδοποιό ισχύ: Μεταστοιχειώνει δύσκολες, έως και τραυματικές πραγματικότητες της ψυχής και του κόσμου, σε απόλαυση -- κάτι που την αντιδιαστέλλει, για παράδειγμα, από την επιστήμη που παράγει "ψυχρό" επιχείρημα ή τη θρησκεία που λειτουργεί την άνωθεν επιβολή.
- (Το τρίτο συστατικό, "συνάντηση", αντιστοιχεί στον μηχανισμό της ταύτισης.)
Ελάχιστα δείγματα από το περιεχόμενο του δοκιμίου εικονογραφούν αυτό που ήδη έχει ειπωθεί πριν καν το διαβάσει ο ενήμερος νους:

... το ενδιαφέρον των πολλών πατρίδων του για τη στέγαση και την ανάδειξη αυτού του μυθιστορικού «έπους», που συνιστά την περιπέτεια και το άπλωμα της ζωής του σε τόσους και διαφορετικούς τόπους, από τη Λευκάδα μέχρι και την Ιαπωνία, όπου και θα προσπαθήσει να γαληνέψει την ανήσυχη σκέψη και την τρωμένη ψυχή του.

Η πρόταση αυτή περιέχει πλήθος τόπους καίριας συνάντησης του φιλολογικού και του ψυχαναλυτικού τρόπου:

Α - Αποδίδει, με τη γλώσσα της φιλολογίας (εδώ, με σχήμα λόγου -- βλέπε τα εισαγωγικά στον όρο "έπος"), την πεμπτουσία της θεμελιακής φαντασίωσης. Η οποία συνιστά, ακριβώς, ένα μυθιστορικό "έπος". Δηλαδή, την προσωπική μυθολογία του υποκειμένου, πλασμένη με οδηγό της την υπέρβαση του αρχαίου τραύματος και την ίαση της "τρωμένης ψυχής" μέσα απ' το έργο της φαντασίας και του λόγου που είναι η φαντασίωση. Και το οποίο απεικονίζεται στη γλώσσα της φιλολογίας με φράσεις της ΒΚ όπως οι ακόλουθες:

...ο Λευκάδιος Χερν συνιστά φύσει μια περίπτωση «δραπέτη του Δυτικού πολιτισμού" ... από μιαν εγγενή, ευαίσθητη στον ιδεαλισμό της ανθρώπινη φύση παρακινημένος, την οποία καθιστά περισσότερο εύθραυστη και τραυματική η επώδυνη συγκυρία των συνθηκών της ζωής του από την παιδική ακόμα ηλικία, και που θα τον κατατρέχει σαν μοίρα σε όλη του την πορεία.
.
.. ο Χερν θα αναπτύξει τη δική του μυθοπλασία ... που η ατμόσφαιρά της είναι προέκταση του προσωπικού βιωμένου κόσμου του.

Ακριβώς αυτό το πνεύμα εξέγερσης και φυγής προς την αναζήτηση μιας αρχετυπικής αθωότητας... -- του κόσμου πριν από το τραύμα, θα έλεγε η ψυχανάλυση.

Β - Αναδεικνύει τη θεμέλια αλήθεια, ότι ο βίος του υποκειμένου είναι μια φούγκα. Δηλαδή, παραλλαγές στο ίδιο θέμα (θεμελιακή φαντασίωση) που ξαναπαίζεται αενάως σε ποικίλα σκηνικά που "στεγάζουν" : χώρους, γλώσσες, πράξεις, παραλείψεις, λόγους, σιγές, απολαύσεις, πένθη... Ακόμη μια φορά, το σχήμα λόγου αποδίδει εναργώς τους ψυχικούς μηχανισμούς που η ψυχανάλυση αποτυπώνει με έννοιες.

Γ - Περιγράφει πειστικά τον βασικό νόμο της ψυχικής ζωής, που είναι ο εξής: Η ιστορία εσωτερικεύεται ως δομή και εκδιπλώνεται ως λόγος. Όντως, και για τον πιο συνηθισμένο άνθρωπο, η συστατική "δυσφορία μέσα στον πολιτισμό" (Φρόυντ) καθιστά τη βιοτική πορεία του έπος με τη διττή σημασία της λέξης: Εποποιία και λόγος. Όλβιος δε όποιος φτάνει ο εν λόγω λόγος του να είναι λογοτεχνία. Κάτι που στη γλώσσα της φιλολογίας η ΒΚ αποδίδει ως εξής:

... να ανασκάψει την ουσία και την «ποιητική» του έργου τους καθώς επίσης και το βλέμμα με το οποίο θεώνται τον κόσμο. Να δημιουργήσει... μιαν εγγύτητα του αναγνώστη με τον ψυχισμό δύο ξεχωριστών δημιουργών, των οποίων η περιπέτεια της ζωής έγινε το αξιοθαύμαστο περιεχόμενο μιας εξωτικής μυθιστορίας, που απευθύνεται σε όλους μας, ως υλικό ανθρωπογνωσίας και διαπολιτισμικής ανθρωπιάς.

Φιλολογία και ψυχή

Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραθέματα, τα σχόλια και τις απέραντες περιδιαβάσεις στην ψυχική πραγματικότητα και στη λογοτεχνική και φιλολογική της ανάπλαση, που εκλύει το βιβλίο της Βιβής -- της αγαπημένης συμμαθήτριάς μου από τα παιδικά μας χρόνια. Θα περιοριστώ εδώ σε μία επισήμανση:

Όπως βλέπουμε, ο φιλόλογος μπορεί να λειτουργήσει ως δυνάμει διαμεσολαβητής• να γίνει ένας τολμηρός, επαΐων περάτης, ο οποίος, με ρίσκο κι απόλαυση, χτίζει στον κόσμο του κειμένου γέφυρες ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Ιδού λοιπόν μια ακόμη, πιθανόν αναξιοποίητη, γη επαγγελίας για τον άξιο φιλόλογο. Και η ΒΚ, όπως δείχνει και αυτό το έργο της, είναι άξια φιλόλογος. Η οποία, επειδή αγαπά, κατανοεί με τρόπο θαυμαστό τα έπη της ψυχής του δημιουργού, ακόμη και δίχως τις αυστηρές έννοιες της ψυχανάλυσης. Κι αυτό το δώρο το μετατρέπει, γενναιόδωρη ψυχή, σε αντίδωρο λόγου για όλους μας. Αξίζει να την ευχαριστήσουμε γι' αυτό.

Νίκος Σιδέρης

*

Εν μέσω ψιθύρων, ποιήματα, Θάνος Πανταζής, εκδόσεις ΑΩ 2017

Ο κόσμος της Τέχνης και ο κόσμος που μας περιβάλλει πάντα ισορροπούν σε μια συμφωνημένη θαρρείς αμοιβαία συνθήκη. Δάνειες εικόνες εναλλάσσονται σε μια αμφίδρομη πορεία. Γιατί αλίμονο αν πιστέψουμε πως η αλήθεια βρίσκεται μόνο στη μία πλευρά, αυτή της ζωής που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας ή μόνο στην άλλη, της καλλιτεχνικής επινόησης. Αλίμονο αν δεν μπορούμε να δούμε και τη ζωή συχνά να ακολουθεί την Τέχνη. Ωστόσο, το θέμα δεν βρίσκεται μόνον εκεί. Μιλώντας για τη Λογοτεχνία, εν προκειμένω για την Ποίηση, αξίζει να δούμε κατά πόσον μπορεί να αποδώσει την αίσθηση της ζωής που βιώνει ο δημιουργός των ποιημάτων. Όσο δύσκολο (πιθανόν και αδύνατον) είναι να αποδοθεί η όντως πραγματικότητα τη στιγμή που βιώνεται μέσα στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα), τόσο ανοίγεται πιο βατό μονοπάτι για να δοθούν στιγμές της ζωής μέσα στη μικρή πεζογραφική φόρμα, και ακόμη περισσότερο μέσα στο ποιητικό σχήμα. Ακριβώς γιατί η αποτύπωση στιγμών, η διάσωση μέσα σε λέξεις της αποσπασματικής εικόνας από το όλον που βιώνουμε γίνεται δυνατή, γιατί δεν απαιτεί τη χρονική απόσταση προκειμένου να συνειδητοποιηθεί το μέγεθος, το εύρος και το βάθος (φυσικά και οι συνέπειες στον μακρό χρόνο) των γεγονότων. Η μικρή αφήγηση, πολύ περισσότερο όταν περικλείεται στη φόρμα ενός ποιήματος (γιατί και το ποίημα μια μικρή αφηγούμενη ιστορία είναι) αιχμαλωτίζει τη στιγμή, σ’ αυτήν εστιάζει, από αυτήν ξεκινά και σ’ αυτήν καταλήγει ολοκληρώνοντας το νόημα. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί στην ποίηση να αποδοθεί η αίσθηση της πολύπλευρης κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Να αποδοθούν οι σκοτεινές και οδυνηρές διαπιστώσεις.

Τα παραπάνω προέκυψαν διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Εν μέσω ψιθύρων του Θάνου Πανταζή. Οι προσωπικές αναγνώσεις είναι πολλές μιλώντας ιδίως για την ποίηση, και ο κάθε αναγνώστης επιλέγει τον τρόπο που θα προσεγγίσει τη γραφή και τη σκέψη του ποιητή. Σημειώνοντας, έτσι, ποιήματα που άξιζαν μια δεύτερη ματιά (και δεν ήταν λίγα), μέσα σε όσα ο ποιητής εκφράζει τη στάση του απέναντι στον χρόνο που περνά (κυρίως εκεί εστιάζει), είδα και τρία που από μόνα τους αρκούσαν για να διαβαστεί το βιβλίο, φυσικά με μια απολύτως θεμιτή προσωπική ανάγνωση. Μάλιστα το ένα δίπλα στο άλλο σε συγκεκριμένη σειρά έδιναν τη σημερινή εικόνα της ζωής μας σε όλο της το μέγεθος αλλά και τη συνακόλουθη τραγικότητα που τη διέπει. Εστιάζω, λοιπόν, σ’ αυτά για να δώσω την προσωπική μου εκδοχή πρόσληψης του ποιητικού λόγου.

Το πρώτο έχει τον τίτλο «Πατήσια», και αρχικά με τράβηξε για τις κοινές μου μνήμες με τον ποιητή. Μια γειτονιά κάποτε πολύ αγαπημένη, τώρα μακρινή για λόγους προσωπικούς. Τα Πατήσια, όμως, του Πανταζή ανήκουν -ως κατάσταση ζωής και όχι μόνον ως εικόνα- σε όλους μας. Είναι ο ξεπεσμός της ζωής που κάποτε άλλη αξία είχε και τώρα μετριέται ανέλπιστα φτηνή. Είναι η ζωή που δείχνει τα κομμάτια της (αποκόμματα καλύτερα να πεις) από μια παλιά πλέον ευτυχία (κι ας ήταν κατασκευασμένη και ψεύτικη στα σημεία της), και τα κρεμά στα κάγκελα να ανεμίζουν σαν πανιά στον αττικό αέρα, που μοιάζει καθόλου να μη νοιάζεται και να μην έχει αλλάξει τις συνήθειές του. Πάντα θα φυσά ήπιος και ανέμελος. Ίσως για να υπογραμμίζει την απουσία του ταξιδιού εδώ κάτω στους δρόμους αυτής της πόλης. Κι όπου βλέπεις ταξίδι να σκέφτεσαι όνειρο. Κι αυτό χαμένο.

Πατήσια

Περιδιαβαίνω γι’ άλλη μια φορά
Τα γνώριμα, εφηβικά λημέρια
Αιώνια δέσμιος της θύμησης.
Σαν άξαφνο χαστούκι με χτυπά
Ο ξεχαρβαλωμένος ξεπεσμός.
Γωνία Καυτατζόγλου με Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Κοιτώ ψηλά.
Πολύχρωμα σεντόνια στα μπαλκόνια,
Μπουγάδες στις ταράτσες ανεμίζουνε.
Και γίνονται τούτα τα μουντά τσιμέντα
Σκούνες κομψές που ταξιδεύουνε ανέμελα
Στις γαλανές, στις μερωμένες θάλασσες
Του λιοθρεμμένου ουρανού της Αττικής.

Κι αν σ’ αυτό το πατησιώτικο σταυροδρόμι η ανθρώπινη παρουσία μόνο στην εικασία αφήνεται πίσω από τα πολύχρωμα δηλωτικά ζωής, σ’ εκείνο το άλλο με τον τίτλο «Στάση Αμπελοκήπων» αρκεί μία μόνο μορφή για να εισβάλλουν πλήθος στο τοπίο του υπόγειου συρμού οι ανθρώπινες σκιές, που μόνον σαν απουσία λογίζονται. Η μοναξιά μέσα στο πλήθος, η μηδαμινή έγνοια του σαρκίου δίπλα στην αληθινή οδύνη. Η εικόνα εδώ απολύτως συμπληρωματική της προηγούμενης. Είναι αυτοί που άπλωσαν τα πολύχρωμα ίχνη του νυχτερινού τους ύπνου κάπου στα Πατήσια και χύθηκαν στις υπόγειες της πόλης κατακόμβες.

«Στάση Αμπελοκήπων»

Στεκότανε παράμερα, αποκομμένη από του κόσμου τη βοή.
Ξεχώριζε απ’ το πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι
Κι από μια τσαλακωμένη μάσκα χειρουργείου.
Μα πιο πολύ ξεχώριζε απ’ το θλιμμένο βλέμμα,
Που ’κρυβε μέσα του μιαν ένταση, που όμοια δεν είχα ξαναδεί.

Μου θύμισε παλιές φωτογραφίες
Από γυναίκες του Έπους του ’40.
Πόνος και θλίψη.
Στεγνά δάκρυα.
Και θέληση από γρανίτη καμωμένη.

Ντράπηκα γιατί μου φάνηκαν οι έγνοιες μου τόσο φτηνές,
Καθώς λογάριαζα πόσα ευρώ μου ’χαν στην τσέπη απομείνει.
Και σαν κατέφθασε επιτέλους ο συρμός,
Με λύτρωσε το υπόκωφο άνοιγμα της πόρτας.
Κι ένοχα αφέθηκα στην κρύα ακινησία του μετρό
’Κει που των ανθρώπων οι ψυχές
Μόνο τυχαία συναντιούνται.

Κι έρχεται τώρα με το τρίτο ποίημα, με τον τίτλο «Έξοδος», να δέσει σε ενιαίο σύνολο η εικόνα. Εδώ δεν είναι μόνον ο χώρος, ούτε είναι μόνον οι αυτόνομες σκιές στο πλήθος μέσα. Εδώ είναι η συλλογική οντότητα και η ευθύνη που φθάνει στην επιφάνεια του βυθισμένου πλοίου. Και η φωνή του ποιητή που στιγματίζει τη συνολική «ύβρι», λίγο πριν την «Έξοδο».

«Έξοδος»

Τριάμισι χιλιάδες χρόνια άντεξαν
Οι γιοι των Δαναών και Πελασγών.
Τους κούρασε το πολύ μπλε του ουρανού,
Όπως το είπε ο σοφός ο ποιητής.
Το φως το δυνατό του τόπου τους
Έκανε ασήκωτους τους ίσκιους των τρανών προγόνων.
Κι εκείνοι τυφλωμένοι από τη λάμψη την παλιά,
Δεν μπόρεσαν να δουν εγκαίρως τις δικές τους αμαρτίες
Βουλιάζοντας στο βούρκο της ύβρης και της παρακμής.
Παλιοί και νέοι θεοί τους ξέχασαν.
Δε θέλαν με τους άσωτους ν’ ασχοληθούν.
Μ’ αυτούς που σαν τον Κρόνο
Άρχισαν να τρώνε από τις σάρκες των παιδιών τους
Μη νοιώθοντας τις Ερινύες να καραδοκούν.
Κι όσος καιρός μας απομένει, φτάνει
Ν’ ανοίξουμε πανιά γι’ άλλες πατρίδες,
Γι’ άλλες θάλασσες και για λιγότερο καθάριους ουρανούς
Προτού ηχήσουνε το τέλος οι βάρβαρες σάλπιγγες της Ιεριχούς.

Έτσι, μέσα σε μόλις τρεις ποιητικές εικόνες όλο το δράμα το σημερινό, όπως το βιώνει ο καθένας μόνος του, όλοι μαζί συλλογικά σαν μια πατρίδα ξεχασμένη, κι ο τόπος ο ίδιος με τη δική του την ψυχή να πλέει στο άγνωστο, σε μία έξοδο ίσως από τον ζοφερό τον χώρο – αν όχι και σε μία «Έξοδο» του τραγικού θεάτρου. Είναι ικανή (δυνατή και αρκετή) η ποίηση να απομονώσει πρώτα τα σημεία των καιρών, και κατόπιν να συναρμολογήσει το νόημα της τοιχογραφίας. Μέσα στους στίχους το κάθε μοναχό σημείο έχει το δικό του βάρος και το νόημά του -ακόμα και το μεταφορικό ή κυρίως αν είναι τέτοιο- παίρνει πλέον τις διαστάσεις που χρειάζεται η περίσταση. Και τότε η ποίηση κοινωνείται και στους άλλους, τους αποδέκτες της.

Κοιτάζω το λιτό εξώφυλλο (ο σχεδιασμός από τη Χρυσάνθη Σ. Ρέτσου), με τρία σημεία όλα κι όλα, και σκέφτομαι πως με τα πιο απλά υλικά μπορείς να δώσεις το αυτονόητο της ποίησης. Δημιουργία πλήρης μέσα στο ελάχιστο του σώματός της.

Διώνη Δημητριάδου

*

Η ιστορία της Σ, μυθιστόρημα, Χρύσα Φαντή, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017

Το δεύτερο προσωπικό έργο της Χρύσας Φαντή χαρακτηρίζεται από ένα μαγικό συνδυασμό εικόνων, στοχασμών, γεγονότων, από μια συναρπαστική αλληλουχία τριγμών, αισθήσεων, αισθημάτων, από ένα χορό χρωμάτων και λυγμών, από μια αέναη ανατροπή που σαγηνεύει τον αναγνώστη και τον παρασύρει να συνεχίζει την ανάγνωση με ενδιαφέρον και προσμονή.

Απ’ την Ερεσό του ’50 στην Αθήνα και το Παρίσι της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η Σοφία ανακαλεί την πορεία της Σ. με φανταστική συνοδοιπόρο την Κάτια. Μια μάνα κατατονική, ένα κοριτσίστικο τρίγωνο, μια εμπαθής τροφός και ένας κηδεμόνας σε θέση αξιολύπητου θύτη, ένα παντρεμένο ζευγάρι που δεν επικοινωνεί και μία γυναίκα γαντζωμένη στο πάλαι ποτέ θρυλικό παρελθόν της, ένας Γάλλος ψυχαναλυτής και ένας Έλληνας πολιτικός πρόσφυγας, ένα δίδυμο πατέρα-γιου σε μόνιμη ρήξη. Η τραυματισμένη παιδική ηλικία, η παρουσία-απουσία της μητέρας και τα προαιώνια αρχέτυπα, το τραγικό και το ιλαρό στον χώρο των αστών και των εξεγερμένων. Φέτες ζωής με μοτίβο την Κόλαση του Δάντη και τους Ψαλμούς του Δαβίδ, τον Κάφκα και τον Χούλιο Κορτάσαρ, την Ελφρίντε Γέλινεκ και την Τζέννυ ΄Ερπενμπεκ, τον Ηλία Βενέζη και τη Μαργαρίτα Καραπάνου. Ύφος μοντέρνου μπαρόκ, γλώσσα ασθμαίνουσα που ενίοτε προσεγγίζει το κόμικ. Διαλεκτικός μονόλογος ή αφήγηση με μορφή ερωταποκρίσεων; Παιχνίδι μνήμης και επινόησης ή τοιχογραφία εποχής με θραύσματα φάρσας; Θα βρεθεί τελικά ο κρίκος; Το μέσα του κρεμμυδιού, η καρδιά απ’ το μαρουλάκι;

«Η ιστορία της Σ.» δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα: ούτε στη σύνθεση, ούτε στη δομή, ούτε στην πλοκή. Και αυτή η ιδιαιτερότητα προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη κάθε στιγμή. Μοιάζει σα να συνάπτεται μια σύμβαση κατά την ανάγνωση των πρώτων σελίδων του βιβλίου, μια σύμβαση ανάμεσα στην αναγνωστική διαδικασία και τον εκάστοτε αναγνώστη: αφήσου ελεύθερος και θα σε ταξιδέψω στη μνήμη και στον μύθο, στο οικείο και στο αλλότριο, στα βάθη της ψυχής και του μυαλού. Αν συμφωνήσει ο αναγνώστης τότε «Η ιστορία της Σ.» είναι ένα μαγικό και ταυτόχρονα σκληρό ταξίδι σε όσα μας ορίζουν και μας προσδιορίζουν, σε όσα μας θρέφουν ή μας εξαντλούν, σε όσα μας νίκησαν και μας καθήλωσαν για λίγο, σε όσα μας υπηρετούν. Η εναλλαγή του ονειρικού στοιχείου ή του μαγικού ρεαλισμού με την σκληρότητα των πιο κοινών, καθημερινών ματαιώσεων λειτουργεί εξαιρετικά την ίδια ώρα που η αφήγηση αποκαλύπτει τα πιο κρυφά μυστικά όλων μας απέναντι όχι μόνο στον «άλλο» αλλά και στον «εαυτό».

Σε αυτό το πλαίσιο, «Η ιστορία της Σ.» είναι ένα ταξίδι στο ανθρώπινο σύμπαν, μια πορεία αναζήτησης της ύπαρξης, των κανόνων, των ορίων, των σταθμών. Και αυτό το καθιστά πολύ ξεχωριστό έργο.

Τζούλια Γκανάσου

*

Ιστορία χωρίς όνομα, μυθιστόρημα, Στέφανος Δάνδολος, εκδόσεις Ψυχογιός 2017

Την Πηνελόπη Δέλτα, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες φαντάζομαι, τη γνώρισα στην παιδική μου ηλικία μέσα από τα κλασικά εδώ και χρόνια βιβλία της: τον «Τρελαντώνη» (που παρεπιπτόντως παραμένει μέχρι και σήμερα ιδιαίτερα αγαπημένος λόγω της φρεσκάδας και της αθωότητας που αποπνέει), «Στα μυστικά του βάλτου» και φυσικά το «Παραμύθι χωρίς όνομα», ένα εμβληματικό μυθιστόρημα τον τίτλο του οποίο παράφρασε και ο Στέφανος Δάνδολος για να τιτλοφορήσει το νέο του βιβλίο που πραγματεύεται το μεγάλο έρωτα της συγγραφέως με τον Ίωνα Δραγούμη. Έναν έρωτα που, ομολογώ, με έκανε να πέσω από τα σύννεφα όταν έμαθα την ύπαρξή του (κάπου στα φοιτητικά μου χρόνια αν θυμάμαι καλά), γιατί ποτέ δεν είχα βάλει το μυαλό μου να σκεφτεί πως η Πηνελόπη Δέλτα δεν ήταν ένα πρόσωπο φανταστικό και άυλο, αλλά ήταν μια πραγματική γυναίκα, αληθινή πέρα ως πέρα, με σάρκα και οστά, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά της και, κυρίως, με το χαρακτηριστικό όλων των γυναικών, ανεξαρτήτως εποχής και κοινωνικών συνθηκών, την ανάγκη της να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως ο Δάνδολος δεν είχε σκοπό να γράψει μια ακόμη βιογραφία της Πηνελόπης Δέλτα. Στο κάτω – κάτω της γραφής έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη συγκεκριμένη γυναίκα, τα περισσότερα από τα οποία τα έχει ήδη αποκαλύψει η ίδια στα ημερολόγια της. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, ιστορικό εάν πρέπει να του βάλουμε μία ταμπέλα, βασισμένο σε δυο ανθρώπους που πράγματι υπήρξαν και που έζησαν έναν αληθινά μυθιστορηματικό έρωτα, ένα μυθιστόρημα που κινείται σε δύο χρονικά πλαίσια. Το πρώτο χρονικό πλαίσιο είναι στα 1908, σ’ένα σανατόριο σε κάποιο προάστιο της Βιέννης, όπου η Πηνελόπη Δέλτα έχει καταλύσει μακριά από την οικογένειά της, το σύζυγό της και τις τρεις κόρες της, για να βρει την ψυχική της ηρεμία, να αποφύγει προς το παρόν ενδεχομένως το κοινωνικό σκάνδαλο που σιγοβράζει (ας μην ξεχνάμε πως η οικογένεια της Πηνελόπης Δέλτα ήταν από τις πιο εξέχουσες οικογένειες της Ελλάδας) και κυρίως να πάρει η ίδια την πιο σημαντική απόφαση της ζωής της ως γυναίκα: να ακολουθήσει τον έρωτα της ζωής της, τον Ίωνα Δραγούμη και να ζήσει τη ζωή που η ίδια επιθυμεί και όχι τη ζωή που οι άλλοι έχουν δημιουργήσει για εκείνη ή να ‘σταθεί στο ύψος’ της κοινωνικής της τάξης και της οικογένειας της, να μην πληγώσει το σύζυγο και τις τρεις κόρες της και να υπομείνει μια ζωή δίχως ζωή;

Το δεύτερο χρονικό πλαίσιο είναι τον Απρίλιο του 1941, το τελευταίο 24/ωρο της ζωής της, λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα και η ίδια δώσει τέλος στη ζωή της όπως είχε πολλές φορές επιχειρήσει και στο παρελθόν. Είναι φανερή, ιδίως σε αυτά τα κεφάλαια, η μεγάλη και βαθιά ιστορική και αρχειακή έρευνα, καθώς δίνονται στον αναγνώστη πολλές πληροφορίες για μια πρωτεύουσα που ‘αναμένει με τρόμο’ την εισβολή των Γερμανών. Στην ουσία όμως, αυτό το 24/ωρο είναι ένα ακόμα στημένο σκηνικό για να προβληθεί εκείνο το ωραιότερο και εν τέλει τραγικότερο τριήμερο της ζωής της Πηνελόπης Δέλτα. Εκείνο το τριήμερο που θα σηματοδοτήσει την αποδοχή της μεγαλοαστικής ανατροφής της και που ο ρόλος της ως μητέρας θα υπερισχύσει έναντι του ρόλου της ως γυναίκας, ένα γεγονός που ωστόσο δεν θα μπορέσει να ξεχάσει μέχρι το τέλος της ζωής της.

Δεν θα σας πω άλλα πράγματα για την ζωή της συγγραφέως – ηρωίδας μας… πολλά γνωστά και άγνωστα στοιχεία θα τα ανακαλύψετε μέσα από την ανάγνωση του καταπληκτικού αυτού βιβλίου. Θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ στο λογοτεχνικό εγχείρημα, στη δεινή αφηγηματική ικανότητα του Στέφανου Δάνδολου και κυρίως στο ψυχολογικό υπόβαθρο της Πηνελόπης και όλων των ανθρώπων του δράματος, όπως στήνονται μέσα στο βιβλίο.

Η Πηνελόπη Δέλτα παρουσιάζεται με ιδιαίτερη επιτυχία ως μία γυναίκα πραγματική, δέσμια του περιβάλλοντος, της καταγωγής και της εποχής της. Μία γυναίκα που, ενώ γεννήθηκε αντισυμβατική, με ένα ελεύθερο πνεύμα και μία ευαίσθητη ψυχή, υποχρεώνεται να παντρευτεί τον Στέφανο Δέλτα, έναν άντρα ευγενικό, μορφωμένο, ηθικό αλλά με ένα βαθύ ελάττωμα… η Πηνελόπη δεν είναι ερωτευμένη μαζί του, δεν μπορεί να τον ερωτευτεί παρά τις προσπάθειες τους και ούτε θα τον ερωτευτεί ποτέ. Κι ενώ στην αρχή, αποδέχεται όλη αυτή τη σύμβαση, ξαφνικά εμφανίζεται στη ζωή της ως κυκλώνας ο Ίωνας Δραγούμης. Όμορφος, καλλιεργημένος, ευαίσθητος, φιλόδοξος, με ένα μεγάλο όραμα: την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Και νέος. Πολύ νέος. Τέσσερα χρόνια μικρότερος της. Και την συγκλονίζει. Και συμβαίνει κάτι που συμβαίνει σπάνια. Είναι και ο ίδιος τρελά ερωτευμένος μαζί της. Τι πιο συναρπαστικό; Τι πιο ειδυλλιακό; Μόνο που η Πηνελόπη εκείνη την εποχή δεν είναι μια νεαρή κοπελούδα, μια δεσποινίδα που ψάχνει γαμπρό. Είναι ήδη μία ευυπόληπτη σύζυγος και μητέρα τριών κοριτσιών.

Εάν ο Δάνδολος έγραφε ένα μυθιστόρημα με την ιστορία μιας παντρεμένης γυναίκας που έχει βαρεθεί στο γάμο της και συναντιέται ξαφνικά στην Αλεξάνδρεια με έναν νεαρό μικρότερο της, που είναι έτοιμη να τα παρατήσει όλα για να τον ακολουθήσει, μπορεί να λέγαμε πως η φαντασία του συγγραφέα είναι μεγάλη και πως αυτά συμβαίνουν μόνο στα βιβλία. Όμως αυτό είναι ένα κομβικό σημείο που κάνει το βιβλίο ‘page turner’ (να μην μπορούμε να σταματήσουμε) πως η ιστορία που διαδραματίζεται στις σελίδες του είναι τραγικά αληθινή. Πως ό,τι περιγράφει ο Δάνδολος σε σχέση με την ερωτική ιστορία των δύο ιστορικών προσώπων δεν είναι αποκύημα του μυαλού του, πως τα γεμάτα πάθος λόγια που ανταλλάσσουν οι δυο ήρωες δεν είναι λόγια της δημιουργικής του έμπνευσης αλλά λόγια που ανήκουν στους ίδιους, που έχουν γράψει στη μεταξύ τους αλληλογραφία ή στα ημερολόγια τους: ‘Λένε που η είμαι τρελή… μα η αγάπη κάποιον τον τρελαίνει’…

Κι ενώ ο Δάνδολος εξιστορεί τα γεγονότα αυτών των τριών ημερών, που το άνομο (;), ανήθικο (;), απελπισμένο (;), άτυχο (;) ζευγάρι καλείται να πάρει μια απόφαση για το μέλλον της σχέσης του (μάλλον η Πηνελόπη είναι αυτή που καλείται να αποφασίσει γιατί ο Ίωνας έχει από καιρό αποφασίσει), δομεί αριστοτεχνικά τον ψυχισμό της ηρωίδας και τη συναισθηματική θύελλα μέσα στην οποία βρίσκεται. Και είναι καταπληκτικό πως ένας άντρας μπορεί να αποδώσει τόσο αριστοτεχνικά τον ψυχισμό μιας γυναίκας σε μια τόσο επώδυνη κατάσταση. Από τη μια πλευρά είναι τα «θέλω», η καρδιά, το συναίσθημα, το πάθος, η ίδια η ζωή. Είναι ο δρόμος προς την ευτυχία, είναι ο δρόμος που ονειρεύεσαι να ακολουθήσεις από τότε που έχεις γεννηθεί. Και από την άλλη είναι τα «πρέπει», το καθήκον, η ηθική. Και δυστυχώς υπάρχει κι ένα μεγάλο αγκάθι. Ενώ η Πηνελόπη βρίσκει την εσωτερική δύναμη και είναι έτοιμη να ακολουθήσει την καρδιά της και να υπομείνει την όποια οικογενειακή και κοινωνική κατακραυγή, βρίσκεται αντιμέτωπη με το μεγάλο δίλημμα.

Εντάξει, η κατακραυγή είναι κάτι που μπορεί να το υπομείνει, αφορά την ίδια, έχει όμως το δικαίωμα η δικιά της ευτυχία να χτιστεί πάνω στη δυστυχία άλλων, ιδίως αθώων ψυχών όπως των τριών παιδιών της; Θα μπορεί η ίδια να χαρεί τον έρωτα, θα μπορέσει η ίδια να συνεχίσει να αγαπάει με το ίδιο πάθος τον Ίωνα όταν θα γνωρίζει πως έχει τσακίσει ψυχικά τις κόρες της; Θα αντέξει αυτή την αγωνία μέχρι να μεγαλώσουν και να καταλάβουν την απόφαση της μητέρας τους ή θα έχουν ήδη δηλητηριαστεί οι ψυχές τους σπάζοντας για πάντα το δεσμό μάνας – κόρης; Ο αγώνας που μαίνεται μέσα της είναι μεγάλος και ο Δάνδολος κατορθώνει να μας τον δώσει σε όλη του την ένταση. Η Πηνελόπη βρίσκεται ανάμεσα σε Συμπληγάδες. Από τη μία, ο σύζυγος, οι κόρες και η οικογένειά της, που την πιέζουν, που της υπενθυμίζουν τη θέση της, που την απειλούν. Από την άλλη, ο Ίωνας, που επίσης την πιέζει, που έχει βαρεθεί να βρίσκεται στο περιθώριο, που ως γνήσιο αρσενικό θέλει να κατακτήσει αυτό που επιθυμεί. Δεν του αρκεί πλέον το πνεύμα και η ψυχή της Πηνελόπης που τα έχει ήδη αλώσει, θέλει να ‘αλώσει’ και το κορμί της. Την θέλει όλη δική του. Ο ίδιος βέβαια δεν έχει να ρισκάρει όσα έχει η Πηνελόπη. Κι όσο και να προσπαθεί να την καταλάβει, δεν μπορεί πλέον να περιμένει. Ζητά μια απάντηση. Εδώ και τώρα. Και η Πηνελόπη πιέζεται ακόμα περισσότερο. Πώς να μην σπάσει ένας άνθρωπος; Ήταν τόσο έντονα όλα αυτά τα συναισθήματα με τον τρόπο που τα χρωματίζει ο Δάνδολος, που πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να σταματάει, την ανάγνωση και να αναρωτιέμαι ‘τι θα έκανα εγώ στη θέση της’;

Και αν η Πηνελόπη είναι η βασική ηρωίδα και δίπλα της ο Ίωνας, γύρω τους υπάρχουν και δευτερεύοντες ήρωες, άριστα σμιλεμένοι, με προσοχή, με ρόλους που ταιριάζουν στη θέση που έχουν στην ιστορία. Η Μαριάνθη, η γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Ένα πρόσωπο γεμάτο αφοσίωση και λατρεία για την αγαπημένη συγγραφέα των παιδικών μας χρόνων. Πιστή συνεργάτιδα, θαυμάστρια ενός ακόμα ζωντανού θρύλου που στέκεται δίπλα της στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Που γνωρίζει τη συγγραφέα Δέλτα, θέλει να μάθει για τη γυναίκα Πηνελόπη, όμως η Πηνελόπη είναι κάτι που θέλει να το κρατήσει για τον εαυτό της. ‘Αυτή η γυναίκα δεν υπάρχει πια’ θα ψελλίσει, δείχνοντας πως ακόμα και τα πιο αγαπημένα, τα πιο κοντινά μας άτομα δεν πρόκειται να μας γνωρίσουν εάν δεν θελήσουμε εμείς να τους ανοίξουμε την ψυχή μας.

Ο βιεννέζος γιατρός, ο δόκτωρ Φρίντμαν που στέκεται δίπλα στην ασθενή του, που συναισθάνεται τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις, που είναι γνήσιος μαθητής του Μπρόιερ και του Φρόιντ και υπηρετεί με πάθος τη νέα επιστήμη που αναπτύσσεται εκείνη την εποχή στη Βιέννη, την ψυχανάλυση. Είναι αυτός που μέσα σε μια του φράση κρύβει μια σοφία ανυπέρβλητη: πως είναι αυτή που πρέπει να αποφασίσει για τη ζωή της, είναι αυτή που πρέπει να επιλέξει και κανείς άλλος.

Και δίπλα του, μια φιγούρα φαντάζομαι αντιπαθητική στον αναγνώστη: ο νεαρός βοηθός του γιατρού, ο Γιόχαν Πφένιχ που μπορεί να έχει την επιστημονική κατάρτιση, την όρεξη για δουλειά, του λείπει όμως η ενσυναίσθηση. Δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει την Πηνελόπη. Του είναι αποκρουστική, την θεωρεί ανήθικη και με την πρώτη ευκαιρία ‘της το δείχνει’. Κι εκεί όμως είναι η επιτυχία του Στέφανου Δάνδολου. Γιατί ο Πφένιχ είναι ένας αληθινός χαρακτήρας. Έχει λόγους που αντιπαθεί την Πηνελόπη. Του φαίνεται εγωίστρια, αχάριστη. Μια γυναίκα που τα έχει όλα: χρήματα, κοινωνική θέση, μόρφωση, έναν άντρα που την αγαπάει και αυτή χαριεντίζεται με ένα νεαρό. Οι προσωπικές εμπειρίες, όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, είναι καταλύτης στο πως θα κρίνει τους άλλους: «Δυστυχισμένη και σαχλαμάρες. Να βλέπατε τη μάνα του. Η μάνα του σηκωνόταν πριν απ’το χάραμα, έτριβε σκάλες όλη μέρα κι έπειτα, με τα χέρια της πρησμένα, γυρνούσε σε έναν μέθυσο σύζυγο που δε σταματούσε να τη χτυπάει. Αυτό σημαίνει δυστυχία. Δυστυχισμένη ήταν η Μαρλέν Πφένιχ. Όχι τούτη η γυναίκα που τα έχει όλα, μα θέλει κι άλλα. Που έχει έναν αφοσιωμένο άντρα, παιδιά, χρήματα κι ωστόσο ονειρεύεται ακολασίες». Ναι είναι ένας αληθινός, βαθιά ανθρώπινος χαρακτήρας γιατί πιστεύω πως πολλοί από εμάς θα είχαμε ακριβώς την ίδια θεώρηση στη θέση του.

Για το τέλος άφησα, το πιο τραγικό πρόσωπο του δράματος. Και όχι, δεν πιστεύω πως είναι η Πηνελόπη. Είναι ο σύζυγος της, ο Στέφανος, ο οποίος ξαφνικά βρίσκεται σε μια δίνη που κινδυνεύει να καταστρέψει όλη τη ζωή του. Ο Στέφανος είναι ένας άνθρωπος μορφωμένος, επαγγελματικά επιτυχημένος, σωστός οικογενειάρχης, που αγαπάει τη γυναίκα του. Είναι άτυχος όμως γιατί εκείνη δεν τον αγάπησε. Προσπαθεί να την καταλάβει (ο έρωτας ούτως ή άλλως δεν ήταν κάτι που συνηθιζόταν στους γάμους της καλής κοινωνίας), είναι δίπλα της, δέχεται με στωικότητα και αξιοπρέπεια τη χλεύη της κοινωνίας, προσπαθεί να την στηρίξει. Κι αν ώρες – ώρες είναι άτεγκτος και σκληρός, αν της βάζει το ‘πιστόλι στον κρόταφο’ απειλώντας την πως δεν θα ξαναδεί τις κόρες της, πρέπει να το σεβαστούμε και να τον δούμε ως ένα σύζυγο ερωτευμένο και βαθιά πληγωμένο που διεκδικεί τη γυναίκα του. Και την αγαπάει τόσο βαθιά κι αληθινά που όταν η Πηνελόπη αποπειράται δυο φορές να δώσει τέλος στη ζωή της μετά την απόφαση της να εγκαταλείψει τον Ίωνα, ο Στέφανος κάνει πίσω «φύγε», της λέει «δεν θα σου στερήσω τα παιδιά, ζήσε…» Και η τρυφερότητά του φαίνεται μέχρι τις τελευταίες ώρες, όταν ο ίδιος έχει περάσει πλέον τα ογδόντα όταν η Πηνελόπη είναι σχεδόν εξήντα πέντε κι εκείνος την αποκαλεί τρυφερά ‘Πένη μου’.

Κι ο συγγραφέας Στέφανος κλείνει αριστοτεχνικά το βιβλίο, μ’ένα συμβολισμό, ένα σπουργίτι που περιμένει να πετάξει με αυτό που του ανήκει εδώ και χρόνια. Αξίζει να προσέξετε επίσης πως όσον αφορά τα κεφάλαια που αφορούν το ερωτικό τριήμερο, όλα τα κεφάλαια έχουν όμορφους και ποιητικούς τίτλους όπως «Το δικό τους θαύμα», «Όταν μιλάει η ψυχή», «Κυπαρίσι μαύρο κι όμορφο», σε αντίθεση με όλα τα κεφάλαια που αναφέρονται στο 1941, που η Πηνελόπη βρίσκεται δίπλα στο σύζυγό της που όλα τιτλοφορούνται με τον ίδιο τίτλο, χωρίς καμία πρωτοτυπία, χωρίς κανένα ιδιαίτερο χρώμα «Κυρία Δέλτα». Σταθερά, οργανωμένα, άχρωμα, χωρίς καμία πρωτοτυπία, όπως ακριβώς και η ζωή της, στερώντας της την πραγματική της φύση, όπως είπε στο τέλος της ζωής της «εγώ είμαι Μπενάκαινα».

Είμαι σίγουρη πως είναι ένα βιβλίο που θα σας συναρπάσει και που δεν θα μπορέσετε να ξεφύγετε από τις σελίδες του. Ένα βιβλίο γεμάτο ερωτισμό, συναρπαστικό, μαγευτικό και ιδιαίτερα τραγικό όταν αντιλαμβάνεσαι πως η πραγματικότητα τελικά είναι τραγικότερη από το πιο τραγικό μυθιστόρημα.

Σοφία Βόικου