Top menu

11 ποιητές & 11 ποιήματα σε πρώτη δημοσίευση

Tο πουκάμισο

Στη μνήμη σου με έστησα
Βακχίδα
φορώντας μου χιτώνα
το πράσινο, εκείνο το δικό σου,
που λάφυρο μου σώριασες
του πόθου.

Το θαλασσί μου ιστόρησες
μα ήτανε του φόνου
και δάκρυα σου θύμιζε,
του τραγουδιού ο χρόνος.

Αμέσως το αρνήθηκα!

Του Κένταυρου ξεθώριαζε
στα ράφια μου
το φορεμένο μίσος.
Και κείνο, τ’ αδειανό
το σάβανο της Τροίας,
σε καραβιού κατάρτι
ανέμιζε σαν ξένο!

Ιόλη – Δηιάνειρα,
Ελένη – Ναυσικά ή
μήπως Πηνελόπη;
Χορός των στεναγμών
μισογερμένων μίσχων
που έρωτας ανίκητος
σας δώριζε τα όπλα του
ανδρών επιφανών.

2012 Σεπτέμβρης Φθινοπώρου.
Για δάνειο μου φόρεσα το πράσινό σου
σε κρίσιμους καιρούς.
Έτσι
που η ματαίωση
να μη σωρεύει ήττες
σε βίους ναυαγούς.

MADE IN TURKEY έγραφε
κρυμμένη ετικέτα
λόγω οικονομίας.
Με σώμα σου το γέμισα
κάθε ταξίδι λυτρωμός
να έχεις μιαν αιτία!

Κι εγώ
που κέρδισα στο νήμα,
αναμετρώ τις μάχες μου
όλες σε μιαν αράδα.
Κι αν μες στον πόλεμο χαθώ
στο θάνατο αντιφωνώ:.
«ΠΑΡ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ…
ΣΥΝ ΟΛΑ Τ’ ΑΛΛΑ..
ΠΑΝΤΑ!

Η Κατερίνα Αξούγκα έχει συμμετάσχει στη συλλογή διηγημάτων Γραφής Έργα (Ωριώνας, 2011). Ζει στη Λάρισα.

*

Ποιητικά σχόλια πάνω σε πίνακες του Egon Schiele

Υστεροφημικόν

Το καπάκι το σφράγισαν. Γιατί όλοι θα έβλεπαν τα διαλυμένα μέλη. Όλοι θα καταλάβαιναν και δεν έπρεπε.
Ανοίξτε το. Δώστε πίσω τον θάνατό μου

Μνήσθητε

Ανακάτεψε χλωρίνη -Aqua forte και το ήπιε. Ανάστροφα κύλισε το αίμα και διέλυσε τον δυνατό μυ
της γλώσσας. Αναστασία, φώναξα. Δεν ήσουν πια εκεί

Τελεολογικόν

Αυτοκίνητο ακίνητο στην άκρη. Τζάμι χαρακωμένο από βροχή. Δάχτυλα τρέχουν στις σκιές της σάρκας
χωρίς επιστροφή.
Ό,τι τραγούδησε έχει τελειώσει

Ψευδαισθητικόν

Τον κοίταζα στην φωτογραφία, ανάμεσα στους άλλους. Καμία σχέση με το όνειρο. Εκεί ήταν πάντα μόνος

Ενοχικόν

Μόλις έκλεινε τα εξώφυλλα ξεχνούσε πως η μικρή κοιμόταν ακόμη με τις κούκλες. Το φως έδειχνε πάλι
την παράδοξη θέση τους
Η Άννα Αφεντουλίδου έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ελλειπόν Σημείο (Πανδώρα, 2010) και έχει συμμετάσχει
στη συλλογή διηγημάτων Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός Διηγήματος (Ιανός, 2011). Ζει στην Πρέβεζα.

*

Έφυγε ο ποιητής Κώστας Κομπόστας

Σήμερα το πρωί στις 09 και 45
στην οδό Ποιητικού Υπονόμου 14
συνάντησα τον ποιητή
Κωνσταντίνο Κώστα του Κωνσταντίνου
και μου είπε:
Διογένη πριν από λίγο
έμαθα πως πέθανε
ο
ποιητής Κώστας Κομπόστας
Κατάλαβες
Θα γράψουν πως
"Έφυγε" ο ποιητής
"Πέθανε" ο ποιητής
"Ταξίδεψε" ο ποιητής
κ.ο.κ.
Σε ποια συμμορία
ανήκε
ο
ποιητής
δεν
θα
το
πούνε
και δεν θα το γράψουν ποτέ

Ο Γιώργος Βλάχος έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Μέσα στης ζωής το τετραβάγγελο (Ιδ. έκδοση, 2000).

*

Μαζί

Μαζί ανεβαίναμε
κάθε καινούρια φορά
προς τον πορφυρό λόφο
με την ίδια λαχτάρα
με την ίδια ανάπνευση,
λάβα καυτή,
την ίδια έκσταση στην κορυφή.
Θέματα στο ίδιο σύμπλεγμα
πάθους με αδρόσιστα
μέτωπα και τα λόγια μας καρφωμένα
στο λεπτοδείκτη του ρολογιού,
αιωρήσεις χτυπιούνται
στο σκληρό αύριο που σήμερα ζούμε.
Κάθε βλέμμα πληγή,
πόνος κι ευτυχία.
Μας σφίγγαμε στην ίδια αγκαλιά
ξεχνώντας τα ροχαλητά
των κοιμισμένων λύκων.
Κρατάμε ιερή σιγή
μιλώντας βουβά με κινήσεις
των πλεγμένων δακτύλων
σα να παίρναμε τα μηνύματά μας
από κείνη την αβέβαιη άλλη φορά.
Αγάλματα απείρου ωραιότητας,
θαύματα της ψυχής
μας ξετύλιξε η γάζα του δειλινού
σώματα γυμνωμένα να κυλιστούμε
στον κατήφορο του πορφυρού λόφου.

Ο Σπύρος Βουτσινάς ζει στον Βόλο.

*

Άτιτλο

Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη,
γδυμένη από σκέψεις και πράξεις που βαφτίστηκαν λάθη.
Με λευκή δαντέλα θυλιά στο λαιμό,
με μαύρο πετσί λουστρίνι,
να καθρεφτίζει του ουρανού τα πιο μύχια πάθη.

Θέλω να βγω στο δρόμο ντυμένη,
με μία ομορφιά στο σβησμένο πρόσωπό μου.
Γερά να κρατώ της πρόποσης το ποτήρι,
για ένα πλήθος ψυχρό μυωπικό,
γευόμενη τα φιλιά του Ιούδα στο λαιμό μου.

Η Ιφιγένεια Δεριζιώτη ζει στην Καλαμάτα.

*

Kάτω από την λάμπα

Βαδίζουμε νύκτα
σ’ ένα δρομάκι απεριποίητο
και ταυτοχρόνως
- το νοιώθουμε πλέον ξεκάθαρα
προς της σχέσης μας βαδίζουμε το τέλος.
Και καταλήγουμε κάτω από μία σκοτοδιαλύτρα λάμπα,
μέρος μιας φωτοστοιχίας
στην «όχθη»
ενός από τους πλέον κεντρικούς της πόλεώς μας δρόμους.
Και εκεί,
ευχόμενοι ο ένας στον άλλον – δείχνοντας γύρω -
δόξης πεδίον λαμπρόν,
στρίβουμε
ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά,
προς το λεωφορείο που περιμένει στην στάση,
προς το ταξί
που παίζει τα φώτα.

Ο Σταύρος Διονυσόπουλος ζει στην Αθήνα.

*

Η χιλιοστή μας ήττα

Κουρέλια ήμαστε συναισθηματικά
τρέμουμε μήπως μια αληθινή κουβέντα
ένα τραγούδι
ένα βλέμμα
κάνει την οργή μας
κάνει τη θλίψη μας
να ξεχειλίσει∙
Γεμίζουμε πλατείες, μιλάμε στον κόσμο
όμως βαθιά μέσα μας
δεν ελπίζουμε σε τίποτα
η ελπίδα μας έχει σβήσει
κάπου εκεί μετά τη χιλιοστή μας ήττα∙
και βλέπουμε το νέο Μεσαίωνα
που φοβερίζουμε πως θα ‘ρθει
να είναι ήδη εδώ
και ψάχνουμε τις αιτίες
που ο κοινός νους δεν στοχάζεται,
που τόσα χρόνια δυστυχίας
δεν τον έχουν συγκινήσει,
ποτέ ελεύθερος
ποτέ χωρίς φόβο
ποτέ χωρίς αφέντες
πάντα σκυφτός
ζυγίζει βραχυπρόθεσμες
και μεσοπρόθεσμες ισορροπίες
για να εξασφαλίσει
την αποκρουστική επιβίωσή του∙
τόσο αλλοτριωμένος
που δεν μπορεί να νιώσει
τη μπόχα της αποσύνθεσης
του δικού του πτώματος
κι ας το κουβαλάει μέρα νύχτα μαζί του∙
μαζί του μέχρι τη λύτρωση
τη λύτρωση ενός τέλους
που δεν θα ‘ρθει ούτε αυτό
με τους δικούς του όρους,
ένα τέλος θλιβερό αλλά αρμόζων
σ’ εκείνον που δεν τόλμησε ποτέ.

Ο Βασίλης Ζούμπος έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Η ερημιά του αληθινού (Ηριδανός, 2012).

*

Άποψη

intellectualismus
και η παραδοχή της νόησης ως ψυχικής δύναμης
ανώτερης
καθιστούν το κοινωνικό γίγνεσθαι επιβιώσιμο
και τις παρτιτούρες της ζωής των όντων βατές
σχετικές κι αποδεκτές .

στο κατώφλι των νεανίσκων χάσκουν νεκρολούλουδα κάθε φορά που εκείνη ακούσια τους προσπερνά
πίσω δεν κοιτά
μονάχα ευθεία τραβά
στο μελίχρυσο της μέρας φως
εκεί όπου  η  μεμψιμοιρία δεν χωρά .

η διαφορά της με τον κονσεπτουαλισμό μεγάλη
και σε κονσερβοκούτια δεν χωρά
κομφορμιστές κολπατζίδες κορτάρουν
κομπαρσιλίκια στην απάτη να κάνουν
στον κορβανά τις αξίες και τα ήθη να δούν

με έναν εμβρυουλκό θα ξεβράσει τη γνώση
και με δάδες θα αποχωρήσει κι αυτή
απατηλές και σιωπηλές δυνάμεις ξεχασμένες
επιπόλαια αποσιωπημένες
κι όμως ακόμα ζωντανές.

Η Κωνσταντίνα Ρουσσίδη ζει στην Αθήνα.

*

Για την Απουσία

Μέσα στο όνειρό σου
συλλέγεις τα φιλιά μου ένα-ένα
σαν σπάνια ρόδα
για να γεμίσεις το βάζο της απουσίας.

Το άρωμά τους εισπνέω και μεθώ
περιμένοντάς σε.

Ο Άνεμος της Απουσίας

Η σιωπή σου σκανδαλώδης άνευ όρων.
Η δυστυχία μου ανείπωτη
με τους όρους μιας άλλης διάστασης.
Και οι δυο βούλιαξαν στην απουσία,
μια νέα συνθήκη του Έρωτα.

Νικημένοι χτίσαμε ένα σπίτι από πυρόλιθο,
το σπίτι μας, το καταφύγιό μας, τη φωλιά μας.
Απομονωμένοι απ’ τον κόσμο εκεί
ξύνουμε τους τοίχους κάθε βράδυ
κι απ’ τους σοβάδες ξεπροβάλλουν αγκάθια
που θυμίζουν τα ρόδα που άνθισαν στα μάτια μας,
τα ρόδα που δεν είναι πια.

Καμιά θυσία δεν γεννήθηκε,
καμιά καταιγίδα δεν την έφερε στο σπίτι μας.
Τα σύννεφα μόνο έτρεξαν να κρυφτούν,
να κρύψουν μαζί τους τον πόθο που μας γέννησε
αφήνοντας τον ουρανό μας άδειο.
Οι λέξεις μας απόμειναν
θροίσματα στα φύλλα της καρδιάς
που χτυπούν σαν χαλασμένο παντζούρι
απ’ τον άνεμο της απουσίας.

(Πάλι σήκωσε αέρα απόψε.)

Ακόμα ένα όνειρο στην υγειά μας

Τήρησε τις αποστάσεις ασφαλείας με ευλάβεια,
της υπαγόρευσε τις κινήσεις της,
και της επέβαλε την σιωπή ως το βασικό μέσον επικοινωνίας.
Ωστόσο, μες στην αγωνία του να κερδίσει χρόνο
του διέφυγε το μολύβι της.
Όλο το βράδυ χριτς, χριτς, χριτς πάνω στη λευκή σελίδα
πώς να κοιμηθεί;
Και να ‘ταν μόνο αυτό;
Τα ποιήματα που γράφει σαν φύλλα πέφτουν στον νου του
πότε θροΐζοντας και πότε με δυνατό θόρυβο.
Κάποια δε, λοξοδρομούν χαμηλότερα
και υποσκάπτουν τον Ναό του.
Και όλα, μα όλα, τελειώνουν με την φράση-ερώτηση:
«Πότε θα ξεκινήσει η ζωή μας;»

Ακόμα ένα ποτό… ακόμα ένα…
Με το βλέμμα νοσταλγία γεμάτο σκύβει πάνω στο ποτήρι
και βλέπει το μέρος στο οποίο θέλει να ταξιδέψει.
Στην χώρα της ονειροφαντασίας μεταμορφώνεται σε Δαίδαλο.
Η σκέψη του βιάζεται να πετάξει σε κείνην
διασχίζοντας τα χιλιόμετρα σιωπής.
Τα σονέτα της καρδιάς του -αιτία του θανάτου της φωνής του-
είναι τα φτερά του.
Μέσα στο νεφέλωμα της μέθης
εκείνη ζωντανή σπαρταράει στην αγκαλιά του.
Χιλιονειρεμένο όνειρο:
το πρόσωπό της να κρατά μέσα στα δυό του χέρια
και τα χείλη του στα χείλη της ν’ απαγγέλουν στίχους.

Λίγο όνειρο απομένει ακόμα στην τελευταία γουλιά
και μετά θα σηκώσει το βλέμμα απ’ το ποτήρι
κι όλα θα εξαφανιστούν, θα σβήσουν.
Όλα.
Θα βγει και πάλι στην τσιμεντένια προβλήτα της μοναξιάς
ν’ αντικρύσει την πραγματικότητα ˙ το χρέος ˙ την ευθύνη ˙
την θυσία.
Ο ουρανός αγάπης όμως,
(αυτός που του ‘φτιαξε με τα ποιήματά της)
θα συνεχίζει να τον σκεπάζει με θαλπωρή.

Τα Χρώματα σου

Μια καρφίτσα αναζητώ να τρυπήσω το μπαλόνι σου
να χυθούν όλα τα χρώματά σου
να τα φορέσω στην ψυχή μου κατάσαρκα
γι’ αρχή.

Στη συνέχεια,
θα τα χωρίσω σε σκούρα και ανοιχτά.
Τα σκούρα θα τα κλείσω μες στα μάτια
την φλόγα που τα καίνε να σκεπάσουν,
και τα ανοιχτά θα τα απλώσω πάνω στο στήθος
να τα κοιτάζω καθώς θα κατηφορίζουν στις εσοχές μου
ώσπου να φτάσουν στην πηγή μου.

Μετά, όταν όλα τα χρώματα θα έχουν σκορπίσει
άλλο ουράνιο τόξο θα φανεί
να καταβροχθίσει την μοναξιά
που στα δύο κομμένη
κρυφά την μοιραζόμαστε.

Μια καρφίτσα μόνο
και θα ανέβω στους ουρανούς.

Κόκκινο Σονέτο

Τα χέρια σου βάφτηκαν κόκκινα
καθώς ξεφύλλιζες τα φύλλα της καρδιάς του.
Αναπάντεχα το αίμα κύλησε στα δάχτυλα
και μούσα μυστηριώδης ανέβλυσε,
αιματογέννημα τρυφερής καρδιάς δικιάς του.
Στα χέρια κρατούσε αιολική άρπα
και της καρδιάς του τις μελωδίες
σκόρπισε σαν πέταλα στα πόδια σου
θωπεύοντας του νου σου τις αιχμηρές γωνίες.
Τα χέρια σου έφερες στα χείλη
τα φιλιά να ποτιστούν με κόκκινο
πριν στα χείλη του τα εναποθέσεις απαλά
και στο βασίλειο των ονείρων ταξιδέψεις μαζί του
-Χάρη σ’ αυτόν- ακόμα μια φορά.

Χωρίς το χέρι του ποιητή

Αναζητώ την σιωπή μου μέσα στις λέξεις
που αντηχούν ανείπωτα πράγματα.
Και αναζητώ το αυτί που θα διασχίσει την σύνταξη των λέξεων
και θα συλλάβει την παγιδευμένη ομορφιά του «ιδιοκτήτη».
Και αναζητώ το πλάσμα που θα νοιώσει ελεύθερο
σ’ αυτή τη γλώσσα της σιωπής,
σαν το σπίτι του στην εξορία του ποιήματος
και σαν τουρίστας που χαζεύει τα μνημεία
πατώντας στην δική του γη.
Και αναζητώ στέγη για τις ζωές που κινούνται υπογείως
και διαβρώνουν το σήμερα αναπλάθοντας το χθες.
Και αναζητώ τα μάτια που θα εντοπίσουν
την οργή της σιωπής μου απ’ το αρχικό κείμενο
ως την ενδόμυχη μετάφραση
και αμασκάρευτα θα ξεπροβάλλουν απ’ τον νυχτερινό θόλο
της τελευταίας χειμωνιάτικης μέρας του Μαρτίου
να διατρανώσουν ότι ο Έρωτας ζει
πέρα και πάνω απ’ τις ασκήσεις που τα τρία δάχτυλα
σφίγγοντας το μολύβι επιδίδονται
για να δώσουν ζωή στις άψυχες λέξεις ‘
να ηχήσουν με διαπεραστική φωνή
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΖΕΙ!
Και αναζητώ εν τέλει αυτόν τον Έρωτα που είναι έντιμος,
που στέκει ακόμα στα πόδια του όρθιος
εκεί όπου τα όνειρά μας τον έχουν απόλυτη ανάγκη
και είναι το μόνο σταθερό σημείο που διαθέτουμε.
Ωστόσο, όταν κρατήσω το χέρι του ποιητή
θα πάψω ν’ αναζητώ.

Η Ελένη Σεργίου ζει στην Αθήνα.

*

Άτιτλο

Να βγάλω από μέσα μου την πληγή
Να την κρατάω στο ένα μου χέρι
τρόπαιο φεγγαριού
να την δείξω στους ζωντανούς νεκρούς
να τρέχουν αρτηρίες μέχρι το πάτωμα
από τα φανάρια στο χώμα θα βγαίνουν παιδιά που υπέφεραν.

Ο Δημήτρης Στενός ζει στην Αθήνα.

*

Σελήνη

Η σελήνη απόψε σαν λαμπερή ασπίδα είναι βαριά
δεν με βλέπει που την κοιτάω,
τα λόγια μου δεν ακούει

σκληρό, άσπρο πρόσωπο είναι
και ασήκωτη σαν βράχος
κρεμασμένος στον ουρανό επάνω,
δεν μπορεί να επιπλεύσει στην επιφάνεια της κόρης
του ματιού της νύχτας,
δεν μπορεί από το όνειρο της θάλασσας να πιαστεί,
μονάχα στέκεται σαν αιώνιος φάρος στα αστέρια ανάμεσα
που δεν της κρατάνε συντροφιά

Ω! πόσο μόνη πρέπει να είσαι μέσα σε τόσο ουρανό,
χλωμή μητέρα

Η Ντέπη Φαρκάτση ζει στις Σέρρες.