Top menu

Τρεις γυναίκες, τρεις γενιές και οι ανταύγειες της μνήμης

 

Γράφει η Ολυμπία Τσίτση, φιλόλογος

«Οι μνήμες που θέλουμε να σβήσουμε έρχονται απρόσκλητες», η  φράση αυτή του μυθιστορήματος  «Ανταύγειες» της Γεωργίας Μακρογιώργου (εκδ. ΑΩ, 2023)  είναι το έναυσμα της περιήγησης στον κόσμο των ηρωίδων της.

Τρείς γυναίκες, τρεις γενιές, μάνα, κόρη και εγγονή συμβιώνουν την περίοδο της καραντίνας στη Θεσσαλονίκη του 2020. Η γιαγιά Φιλιώ, η μητέρα Ματίνα και η εγγονή Αντιγόνη που αποφασίζει να καταγράψει την ιστορία της Φιλιώς ή τουλάχιστον τα απομεινάρια της μνήμης μιας γυναίκας που παλεύει με την άνοια. Οι «ανταύγειες» της μνήμης  της Φιλιώς δίνουν το έναυσμα για μια ψυχαναλυτική ματιά στη σχέση των τριών γυναικών. Το παρελθόν της γιαγιάς, ο εμφύλιος, η στέρηση, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και το «Παρίσι» της καθορίζουν και νοηματοδοτούν το παρόν, ίσως και το μέλλον, των άλλων δύο.

Κυρίαρχη, μέχρι το τέλος,  φιγούρα η γιαγιά Φιλιώ θυμάται τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, τα τραγικά περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή της, αλλά από τις «ανταύγειες» της μνήμης της απουσιάζει η κόρη της, η Ματίνα. Η Ματίνα, από την άλλη, φανερά έχει λάβει μια αγάπη «υπό προϋποθέσεις, μια αγάπη που της δόθηκε σαν καθήκον, σαν διεκπεραίωση ενός ρόλου». «Βλέπει τη μάνα της και θυμάται. Τα μισόλογα και τα κρυφά αγγίγματα. Την ώρα την κακή. Την απουσία της. Το βλέμμα της που έλεγε «εσύ φταις». Βρίσκει διέξοδο στη ζωγραφική. Ακόμα και εκεί όμως τα περισσότερα έργα της είναι αντιγραφές, όπως αντιγραφή ήταν και η ζωή της.

Η Αντιγόνη, η εγγονή, η νέα γενιά, προσπαθεί να κατανοήσει τις άλλες δύο μέσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς. Η επιθυμία της να γράψει μυθιστόρημα την καθιστά αυτόματα το «ρεπόρτερ» της υπόθεσης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση,  όταν αναφέρεται στη γιαγιά και την ίδια όμως, σε αντιπαράθεση με την τριτοπρόσωπη αφήγηση των βιωμάτων της μητέρα της φανερώνει την ανάγκη της να αποστασιοποιηθεί από τη Ματίνα, να σταθεί αντικειμενικά και ουδέτερα απέναντί της, αλλά τελικά το σύνδρομο της «Ηλέκτρας» είναι πιο ισχυρό. 

Η αυτοαναφορικότητα της λογοτεχνικής δημιουργίας, η αγωνία του δημιουργού να αποφύγει την κοινοτοπία, να δώσει το δικό του στίγμα στην πεζογραφία, να απελευθερωθεί από τους  περιορισμούς  της ακαδημαϊκής γραφής είναι  το κίνητρο και ο εφιάλτης της Αντιγόνης. Αυτό είναι που αφήνει στον αναγνώστη έντονα την εντύπωση ότι έχει να κάνει με ένα μυθιστόρημα «εν τῇ γενέσει» του και τον καθιστά κοινωνό της περιπέτειας αυτής. Μιας περιπέτειας με  σκηνικό τη Θεσσαλονίκη του 2020, που μετά την οικονομική κρίση παλεύει με φαντάσματα του παρελθόντος: ξενοφοβία, πουριτανισμός, βία, συντηρητισμός, φόβος , ανασφάλεια και κορονοϊός , ανατρέπουν το όραμα της γενιάς που πάλεψε (ή έτσι πίστευε) να αλλάξει τον κόσμο.

Οι ηρωίδες βιώνουν ενοχικά και ατομικά πλέον καταστάσεις που άλλοτε θα είχαν κοινωνικές προεκτάσεις. Από την άλλη είναι ευκρινής η προοδευτική ματιά του κάθε ανθρώπου που θέλει να πιστεύει, να ελπίζει, να αγαπά και να αποδέχεται. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρει το πώς. Ένα αριστερό βλέμμα , με την απόγνωση της αριστεράς να μένει θεατής σε ένα παιχνίδι στερεοτύπων τόσο ισχυρών που την αφοπλίζουν, την απογυμνώνουν και, εν τέλει,  την ακυρώνουν. «Και από εκείνους τους ηρωισμούς τι απέμεινε; Το μνήμα το χορταριασμένο και ένα άγαλμα στην πλατεία του χωριού , κουτσουλισμένο από περιστέρια».

Ο λόγος  της συγγραφέως κοφτός, μικροπερίοδος με έντονη προφορικότητα, μας μεταφέρει μεν στον παραληρηματικό λόγο της ψυχανάλυσης, είναι δε τόσο καίριος και ουσιαστικός που δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει τον Αναγνωστάκη «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Να μην τις παίρνει ο άνεμος».

Ταυτόχρονα το κείμενο αποκτά  θεατρικότητα. Η Φιλιώ, η Ματίνα και η Αντιγόνη γίνονται με ζωντάνια ηρωίδες ενός αστικού ή αρχαίου (όπως θέλει να το δει κανείς) δράματος στο οποίο αόρατες δυνάμεις καθορίζουν το παρόν τους, ανεκπλήρωτοι πόθοι σηματοδοτούν το μέλλον τους και οι ίδιες αποδέχονται ή παλεύουν τη διάψευση των προσδοκιών τους. Η απομυθοποίηση των σταθερών του παρελθόντος γίνεται ανάγκη επιβίωσης σε ένα παρόν που ακόμα εξερευνούν. Η λήθη της Φιλιώς είναι λύτρωση. Οι άλλες δύο αγωνίζονται  και παραπαίουν στην κόψη μια κοινωνίας που τσαλακώνει κάθε σύνθημα και αυτοαναιρείται.

Τελικά, το πιο δυνατό σημείο του μυθιστορήματος, είναι οι αναδρομικές αφηγήσεις, η βουτιά στο υποσυνείδητο και στο όνειρο, με τη συνειρμική σύνδεση παρελθόντος- παρόντος των γυναικών, που αποτελεί  και δομικό στοιχείο. Η «στέρνα με το χρυσόψαρο»,  απαγορευμένη φράση,  κινητοποιεί τις ψυχικές και συναισθηματικές τους δυνάμεις και αδυναμίες και ταυτόχρονα τις δένει σε μια κοινή μοίρα: «Μη με υποτιμάς» λέει το υποσυνείδητο. «Είμαι και εγώ εδώ. Και όσο εσύ θα προσπαθείς να με ξεχάσεις , άλλο τόσο εγώ θα θεριεύω». Θα ξεφύγουν άραγε;

Οι «Ανταύγειες» είναι το τρίτο πεζογραφικό έργο της Γεωργίας Μακρογιώργου και το πιο ώριμο, μετά την «Τύχη στα Τείχη» και τις «Πικραλίδες». Μια οπτική στην ψυχή της γυναίκας και της ελληνικής κοινωνίας, με τη γνώση και την πείρα της λογοτεχνικής πένας.