Top menu

Το σύγχρονο, ελληνικό αλλόκοτο σινεμά

θόδωρος-σούμας-κινηματογράφος

Γράφει ο Θόδωρος Σούμας*

Στο άρθρο αυτό θα προσεγγίσουμε και θα σχολιάσουμε τους νεότερους Έλληνες σκηνοθέτες, του ελληνικού σύγχρονου και “αλλόκοτου σινεμά”. Το να καθορίσουμε ποιοί είναι αυτοί οι σκηνοθέτες είναι κάπως αυθαίρετο, παρ'όλα αυτά θα επιχειρήσουμε αυτό το εγχείρημα επειδή απλά αυτοί οι προσδιορισμοί διευκολύνουν τη συναγωγή γενικών και χρήσιμων συμπερασμάτων για τον ελληνικό κινηματογράφο, τα χαρακτηριστικά, τον προσανατολισμό και την πορεία του.

Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ο πιο αναγνωρισμένος διεθνώς νέος Έλληνας σκηνοθέτης, πετυχημένος και με αρχόμενη διεθνή καριέρα. Δημιούργησε πρωτότυπες, (μετα)μοντέρνες, διαφορετικές και πολύ αξιόλογες ταινίες: Κινέττα (2005), Κυνόδοντας (2009), Άλπεις (2011) και Lobster (2014). Ο Λάνθιμος έχει κατορθώσει να βάλει την προσωπική σφραγίδα του σε μια συνεκτική, ιδιότυπη κι ελλειπτική αισθητική που έχει συλλάβει, σε συνεργασία με το σεναριογράφο του Ευθύμη Φιλίππου. Η προβληματική και θεματική του επικεντρώνονται σε καταστάσεις που μοιάζουν με (καλλιτεχνικά) πειράματα με ανθρώπους, ανθρώπινες καταστάσεις που λες και αναπτύσσονται σε δοκιμαστικό σωλήνα, όπου τίθενται ορισμένοι αυστηροί κανόνες διαβίωσης. Σε δοκιμαστικό σωλήνα, κατά κάποιο τρόπο κεκλεισμένων των θυρών, ο σκηνοθέτης τεστάρει ορισμένα, κυρίαρχα ή αιρετικά πρότυπα συμπεριφορών: συμπεριφορών επικοινωνίας, γλωσσικής έκφρασης, σεξουαλικής συνεύρεσης, επιβολής κι υποταγής, ανθρώπινης απώλειας ή θανάτου. Στην εξέλιξη αυτών των υποκινούμενων, πειραματικών καταστάσεων υπεισέρχονται τα στοιχεία της ατομικής πρωτοβουλίας και εξέγερσης, καθώς και του τυχαίου.

Ο Κυνόδοντας, πολύ στέρεος και μεστός νοήματος, αν και ελλειπτικός, είναι ένα αλληγορικό, δυνατό φιλμ που διαδραματίζεται σε μια κλειστή, απομονωμένη βίλλα, όπου ο αυταρχικός πάτερ-φαμίλιας κρατά φυλακισμένα τα παιδιά του, μαθαίνοντάς τους τα όλα, τη γλώσσα και το σεξ, με λάθος τρόπο.

Αντίστοιχο και το στόρι των Άλπεων, όπου μια ομάδα ανθρώπων υποκαθιστά επί πληρωμή, για λίγο καιρό, τους αποθανόντες, στο πλευρό των συγγενών τους. Η Κινέττα και οι Άλπεις θα κέρδιζαν αν ήταν περισσότερο κοινωνικού και ανθρωποκεντρικού προβληματισμού, όπως τα φιλμ των μεγάλων σύγχρονων ευρωπαίων, και λιγότερο αφαιρετικά και στυλίστικα.

Αυτό κατορθώνει το Lobster, αγγλοελληνική, αγγλόφωνη παραγωγή, με σημαντικούς διεθνείς ηθοποιούς, η οποία βραβεύτηκε στις Κάννες του 2015. Το Lobster περιγράφει, με σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό, μια δυστοπική, μελλοντική, αυταρχική κοινωνία. Κοινωνία που επιβάλλει απολυταρχικά στα μέλη της ένα δημογραφικό μοντέλο (του οποίου η αυστηρότητα δεν απέχει και πάρα πολύ από αυτήν του δημογραφικού μοντέλου της Κίνας), το οποίο διατάζει τους ανθρώπους να ζευγαρώνουν και να έχουν πάντοτε ταίρι. Η κοινωνία αυτή τιμωρεί όσους ανθρώπους μένουν μόνοι, χωρίς ερωτικό σύντροφο, μετατρέποντάς τους σε ζώα. Το σινεμά αυτό βρίσκεται στο μεταίχμιο του πολιτικοποιημένου σουρεαλισμού, της οργουελικής αλληγορίας, του μαύρου χιούμορ και του φανταστικού κινηματογράφου. (Ο Λάνθιμος θυμίζει αμυδρά Μπουνιουέλ όπως και στον Κυνόδοντα, που θυμίζει τον Μεξικανό Ριπστάιν, που θυμίζει Μπουνιουέλ).

Όπως παρατηρήσαμε για όλες τις ταινίες του, μοιάζουν με ανθρωπολογικό πείραμα που γίνεται κεκλεισμένων θυρών, σε απομονωμένο δοκιμαστικό σωλήνα, ένα κλειστό σύμπαν με άτεγκτους κανόνες, (εδώ τη συγκεκριμένη, αυταρχική και δυστοπική κοινωνία ενός ζοφερού, εφιαλτικού τεχνοκρατούμενου μέλλοντος). Το πείραμα του Λάνθιμου και του σεναριογράφου Ευθ. Φιλίππου ξεκινάει και εξελίσσεται με βάση τη δική του αποτρόπαιη δυναμική. Ο κόσμος αυτός χαρακτηρίζεται από τυποποιημένα κι αυτοματοποιημένα συναισθήματα, ήθη, συμπεριφορές και πεποιθήσεις. Έχουμε απέναντί μας παγωμένα, απάνθρωπα ηθικά και συμπεριφορικά, άκαμπτα πρότυπα. Οι κεντρικοί ήρωες αγωνίζονται να δραπετεύσουν από αυτή την αυστηρότατα ρυθμισμένη, κομφορμιστική κοινωνία, για να εμπλακούν σε μια άλλη, εξίσου αυταρχική, την κοινότητα των “αντιπολιτευόμενων”, μοναχικών ατόμων-ανταρτών που, από αντίδραση, πρεσβεύουν την αγαμία και την κατάργηση του έρωτα και του σεξ... Οι χαρακτήρες του Κ. Φάρελ και της Ρ. Βάις ακολουθούν την οδό της εξέγερσης, ερωτεύονται και αγωνίζονται για να ζήσουν μαζί. Ενώ το παγιωμένο καθεστώς καταδιώκει τους μοναχικούς, το αντάρτικο διώκει όσους φλερτάρουν, ερωτοτροπούν κι αγαπιούνται.

Το Lobster υιοθετεί, όπως και τα προηγούμενα φιλμ του Λάνθιμου, ένα ψυχρό, ειρωνικό, πρωτότυπο και αισθητικά ελεγχόμενο στυλ: την παγερή σκηνοθεσία, με επιμονή στις λεπτομέρειες, ενός τυποποιημένου και μηχανικού, παράλογου ανθρώπινου σύμπαντος. Ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται, όπως στον Κυνόδοντα και τις Άλπεις, για τη γλώσσα και οι ταινίες του αποτελούν σπουδή της. Οι χειρονομίες και οι νέες λέξεις γίνονται σήματα, νέα σύμβολα, για το σχεδιασμό μιας διαφορετικής επικοινωνίας. Ο Λάνθιμος με τον σεναριογράφο του Φιλίππου τείνουν να δημιουργήσουν μια σχολή ελλειπτικού, αφαιρετικού και συγχρόνως ιδιόμορφα κοινωνικού σινεμά, περί οικογένειας, σχέσεων και έρωτα, (που ακολούθησε εν μέρει η Τσαγγάρη στο Αttenberg).

Ο Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο, 2003,  Η ψυχή στο στόμα, 2006, Μαχαιροβγάλτης, 2009, Το μικρό ψάρι,  2013) κάνει ένα σινεμά σκληρού ρεαλισμού, δυνατό κι επιθετικό, που αμφισβητεί τα κοινώς παραδεκτά κοινωνικά πράγματα, με ένταση και παλμό, με εικαστική δύναμη στη λιτή και λειτουργική εικόνα του, και σκληρό, αθυρόστομο λόγο. Το σπιρτόκουτο, πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Οικονομίδη, είναι μια ακραία νατουραλιστική ταινία πάνω στον αλληλοσπαραγμό των μελών μιας μικροαστικής οικογένειας,  που ζει στον Κορυδαλλό. Το φιλμ, λόγω της οξύτητας, της βίας και του παροξυσμού του, ξεπερνά το ρεαλισμό και την αληθοφάνεια. Πρόκειται για την τραγική κωμωδία της ζωής των φτωχών που δεν τολμούν να ονειρευτούν και πνίγουν οι ίδιοι τα όνειρά τους, εξοντώνοντας ο ένας τον άλλο.

Η ψυχή στο στόμα, βραβευμένη από τους Έλληνες κριτικούς, απογειώνει το έργο του σε ένα πολύ επεξεργασμένο, υψηλό επίπεδο, από δραματουργική, σκηνοθετική και οπτική-εικαστική άποψη, όπου συνυπάρχουν, με καρποφόρο τρόπο, ο ρεαλισμός, η ωμότητα και η αφαίρεση. Ο Μαχαιροβγάλτης είναι η μεταφορά μιας αφηγηματικής ιδέας του φιλμ νουάρ του Κέην (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές) σε ένα αποπνιχτικό, αδυσώπητο, ρεαλιστικό ελληνικό περιβάλλον, μια συνοικία της δυτικής Αττικής. Σκληρός, αψύς ρεαλισμός στα όρια ενός αναβράζοντος, εκρηκτικού νατουραλισμού. Ζωγραφίζεται, σε ασπρόμαυρο με έντονα κοντράστα, ο κοινωνικός χώρος μα και ένα κολασμένο ερωτικό τρίγωνο μοιραίου, ψυχρού, ανελέητου πάθους.

Το 2013 σκηνοθέτησε το στιβαρό κοινωνικό γκαγκστερικό  φιλμ Το μικρό ψάρι. Πρόκειται για μια δυνατή, ατμοσφαιρική και υποβλητική αστυνομική ταινία, επικεντρωμένη στους ανθρώπους του περιθωρίου και του υποκόσμου. Μια ταινία ώριμη από αισθητική, δραματική, νοηματική, κοινωνική και ηθική άποψη. Βασισμένη στην εκφραστικότητα που έχουν οι εικόνες, οι σοφά επιλεγμένοι χώροι, οι πράξεις και τα λόγια των προσώπων (το βρισίδι τους έχει μουσικότητα και σημασία). Τα πλάνα είναι λειτουργικότατα στην εικαστικότητά τους. Οι χαρακτήρες των κακοποιών που άγονται και φέρονται στην ιστορία, με κρυμμένα τα κίνητρα και τις επιδιώξεις τους, είναι πειστικοί. Από τις ενέργειές τους συνάγεται το κυνήγι του εύκολου κέρδους, η απάτη και η πρόστυχη λαμογιά που ταλανίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα.  

Ο Πάνος Κούτρας  σκηνοθέτησε το 2009 την ακραία, δυνατή και δραματική ταινία Στρέλλα, πάνω στον κόσμο των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί, που αντιστρέφει κατά κάποιο τρόπο το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και δίνει μια ομοφυλόφιλη εκδοχή του: παρουσιάζει ως κεντρικό ήρωα ένα νεαρό τρανσέξουαλ που αναζητεί τον φυλακόβιο πατέρα του όταν βγαίνει από τη φυλακή και κάνει έρωτα μαζί του (μιας και εδώ ο πατέρας αποτελεί αντικείμενο της επιθυμίας του και όχι η μητέρα του, όπως συμβαίνει στο κλασικό οιδιπόδειο σχήμα). Ο νεαρός τραβεστί κάνει σεξ μαζί του εν γνώσει του και όχι εν αγνοία του όπως ο Οιδίποδας, ο οποίος συνευρίσκεται, λόγω της μοίρας, με τη μητέρα του. Το φιλμ είναι πετυχημένο όσο κινείται σε ένα ρεαλιστικό και λιτό ύφος. Ο τόνος του ίσως φαλτσάρει κάπως και γίνεται λιγάκι γκροτέσκος στις σκηνές των τραβεστί με την παρουσία της Μπέτυ και άλλων.

Βέβαια το γκροτέσκο και το κωμικό υπάρχει στη ματιά του Κούτρα ακόμη και στην πρώτη ταινία του, την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά (1999). Η Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά είναι μια κοινωνική σάτιρα με διαστάσεις φανταστικού κινηματογράφου και έξυπνα σπέσιαλ εφέ, που κατάφερε να γίνει cult. Ο Κούτρας σκηνοθέτησε επίσης, το 2004, το στιλίστικο οικογενειακό μελόδραμα Αληθινή ζωή.

Το 2014 δημιούργησε την ταινία αναζήτησης ταυτότητας, επώδυνης ενηλικίωσης και περιπλάνησης στον ελλαδικό χώρο, Xenia, με ένα καλοκουρδισμένο σενάριο, φτιαγμένο σε συνεργασία με τον Π. Ευαγγελίδη. Πρόκειται για ένα καλό κοινωνικό φιλμ χαρακτήρων, πάνω σε δύο νεαρούς ελληνοαλβανούς, δυο αδέλφια (ο ένας νεαρός ομοφυλόφιλος), σε αναζήτηση του εξαφανισμένου στη Β. Ελλάδα, και σκοτεινού, Έλληνα πατέρα τους, για να τους δώσει την ελληνική ιθαγένεια και χρήματα. Το φιλμ πραγματεύεται το θέμα της διαφορετικότητας, την αφέλεια κι αγριότητα της εφηβείας και την ωρίμανση. Είναι αστείο, συναισθηματικό, σκληρό και ταυτόχρονα γλυκό, ανάλαφρο, μουσικοχορευτικό, περιπετειώδες και έντονα σωματικό. Αφορά στη νεολαία και στην αφύπνισή της, είναι άμεσα κοινωνικοπολιτικό με αναφορές στο ρατσισμό εναντίον των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων. Είναι queer φιλμ και φιλμ ποπ (εξ ου οι αναφορές στην Ιταλίδα τραγουδίστρια Πάτυ Πράβο). Το Xenia είναι η καλύτερη, ωριμότερη και πιο ισορροπημένη σεναριακά και σκηνοθετικά ταινία του ταλαντούχου Κούτρα. Έχει αμεσότητα, χιούμορ, αυθορμητισμό και ρεαλισμό, και αποφεύγει το υπερβολικά σοβαρό στιλιζάρισμα της Αληθινής ζωής και ορισμένους κάπως κιτς τόνους στην περιγραφή των τρανσέξουαλ, που ίσως υπήρχαν στην Στρέλλα. Αντίθετα εδώ, για παράδειγμα, το στήσιμο της παρουσίας της καλλιτεχνικής και τηλεοπτικής, gay περσόνας του σόουμαν Άγγελου Παπαδημητρίου είναι πετυχημένη, βοηθούντος και του ίδιου. Ο δε χαριτωμένος κι αστείος, νεαρός gay Ντάνι, που τον υποδύεται ο Κώστας Νικούλι, κλέβει την παράσταση με το άσπρο κουνέλι του.

Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη το 2000 σκηνοθέτησε το «διαφορετικό» φιλμ Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ (Ελλάδα-ΗΠΑ), ταινία με ατμόσφαιρα που μάλλον θυμίζει αντεργκράουντ και Σαντάλ Ακερμάν. Το 2010 γύρισε το Attenberg, που πήρε βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας. Το Attenberg περιγράφει με κλινική, σχεδόν βιολογική ματιά, τη γυναικεία φιλία και το ξύπνημα της γυναικείας σεξουαλικότητας, παράλληλα με την έλευση του θανάτου (του πατέρα της νεαρής ηρωίδας). Παρακολουθούμε, δηλαδή, στο φιλμ, το ξεκίνημα της ενήλικης ζωής, την αφύπνιση του έρωτα, και το τέλος, το πλησίασμα του θανάτου. Η Τσαγγάρη περιγράφει τις πράξεις μα και τα συναισθήματα των ηρώων της με ηθελημένα ψυχρό και διαυγή τρόπο, με έναν τρόπο που να μπορεί να διατηρεί την απόσταση της κλινικής παρατήρησης, μα και να αναδεικνύει διακριτικά τα συναισθήματα των προσώπων (σχέση κόρης-πατέρα κ.λπ.).

Το 2014 γύρισε το Chevalier, σε ένα σκάφος, με τους Γ. Πυρπασόπουλο, Σάκη Ρουβά, Γ. Κέντρο, Β. Μουρίκη και Μ. Παπαδημητρίου, πάνω στις ανδρικές σχέσεις ανταγωνισμού, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λονδίνου. Πρόκειται για την ιστορία μιας παρέας κάπως macho ανδρών, πετυχημένων επαγγελματικά κι απομονωμένων σε ένα γιοτ, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα αυτοσχέδιο, συγκρουσιακό παιχνίδι για το ποιος είναι ο καλύτερος. Το σενάριο και κατά προέκταση η μυθοπλασία της Τσαγγάρη έχουν τη σφραγίδα του Ευθ. Φιλίππου. Αν και το φιλμ έχει χαρακτηρισθεί κωμωδία ή σάτιρα, αυτό που το χαρακτηρίζει είναι η σεναριακή δομή του Φιλίππου, έχει δηλαδή τα χαρακτηριστικά ταινίας κεκλεισμένων των θυρών. Παρακολουθούμε τα διαδραματιζόμενα σε έναν απομονωμένο χώρο, το γιοτ, τον τόπο μιας σαρκαστικής και τρόπον τινά αλληγορικής δράσης. Η προσέγγιση εμπεριέχει την ειρωνεία και την αφαίρεση. Τα πράγματα μισολέγονται, εκφράζονται διακριτικά. Ίσως εκεί εστιάζεται και το όποιο πρόβλημα της ταινίας, σχετικά δηλαδή με τους κενούς από δράση χρόνους. Εάν εξαιρέσεις το τελευταίο μέρος του φιλμ λείπει η ένταση κι η δραματουργική πυκνότητα.  Στο Chevalier υπάρχουν άτονες μικροδράσεις που δεν πολυλειτουργούν, φυσικά όμως υπάρχουν και τα ευτυχέστερα, εντονότερα κομμάτια του φιλμ, ιδίως προς το τέλος.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα βασικότερα χαρακτηριστικά της ταινίας. Το Chevalier είναι μια ειρωνική, χλευστική κοινωνική ταινία πικρού χιούμορ, που μας παρουσιάζει μια τυπικά νεοελληνική μικροκοινωνία μεσοαστών και μικροαστών. Μας δείχνει τα χαρακτηριστικά ανδρών προσκολλημένων στη δυνατότητα κυριαρχίας κι επιβολής, που επιζητούν αναγνώριση και παραδοχή από τους άλλους, ενώ είναι φανερό πως έχουν ζητήματα αυτοπαραδοχής και κόμπλεξ. Γι' αυτούς μετρά πρωτίστως η επαγγελματική ισχύς, η κοινωνική θέση, το χρήμα, η κοινωνική αναγνώριση και η φαλλοκρατική σεξουαλική ευρωστία. Για να τις μετρήσουν εμπλέκονται στο χαζό ανταγωνιστικό παιχνίδι τους, όπου ο καθένας βαθμολογεί τις επιδόσεις των άλλων (μετρούν μέχρι και τις ...στύσεις τους), με αποτέλεσμα μπηχτές, ύπουλες ή βλακώδεις κινήσεις και συγκρούσεις. Στο τέλος όλα ξανά μέλι γάλα, απλά μεταβιβάζουν το μικρόβιο του ανταγωνιστικού παιχνιδιού στο κατώτερο, εργατικό προσωπικό του γιοτ...   

Ο στυλίστας Αλέξανδρος Αβρανάς, με εικαστικές καταβολές που περνούν στο κινηματογραφικό έργο του, σκηνοθέτησε το 2008 το φροντισμένο από εικαστική άποψη, υπερστυλιζαρισμένο και αφαιρετικό Without. Το 2013 γύρισε το Miss Violence, δυνατή, ερεβώδη και σοκαριστική ταινία για την ενδοοικογενειακή, ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική βία που κρύβεται πίσω από την καλογυαλισμένη βιτρίνα μιας ελληνικής αγίας οικογένειας, ταινία που βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Σε πρώτη προσέγγιση μπορούμε να ορίσουμε το Miss Violence ως ένα οικογενειακό δράμα, σκηνοθετημένο ταυτοχρόνως παγερά, ρεαλιστικά και ελλειπτικά, σε μια εύθραυστη ισορροπία. Το Miss Violence είναι στιβαρό, με ισχυρό, τολμηρό σενάριο και στερεή σκηνοθεσία, που ελέγχει επίμονα το χώρο του διαμερίσματος της οικογένειας των κρυμμένων σεξουαλικών εγκλημάτων, καθορίζοντας αυστηρά την έκφραση της βίας και τα περάσματα από δωμάτιο σε δωμάτιο, μέσα από πόρτες και λογιών λογιών περάσματα στο χώρο, μέσα και έξω από το σπίτι, παντού όπου καραδοκεί η απειλή. Ο Αβρανάς, δημιουργώντας μια ασφυκτική ατμόσφαιρα, κατορθώνει να φτιάξει μια εφιαλτική και πνιγηρή ταινία. Παρουσιάζει αμείλικτα και ψυχρά την αδυσώπητη εφαρμογή της πειθαρχίας και την οικογενειακή σεξουαλική βία του παππού-πατέρα αφέντη-βιαστή-προαγωγού-τέρατος, τη σκληρή επιβολή της στα εξαναγκασμένα να υπακούσουν μέλη της οικογένειάς του, ιδίως τα πειθαναγκασμένα παθητικά θηλυκά, που εκπορνεύει ή βιάζει. Στο διαμέρισμα της οικογένειας του παππού κυριαρχεί η απόλυτη τάξη και η σιωπή. Το φιλμ είναι αποκαλυπτικό, με όλες τις έννοιες, σκληρό και ηθικά προκλητικό. (Ο Αβρανάς, στα πλαίσια της παγερότητάς του, εκθέτει ψυχικά τα παιδιά-ηθοποιούς, βάζοντάς τα να ασκούν βία το ένα στο άλλο κ.λπ.)

Η αισθητική του φιλμ ισορροπεί πετυχημένα μεταξύ του ρεαλισμού και της ψυχρής εξωτερικής ματιάς. Η προσέγγιση, το βλέμμα πάνω στους χαρακτήρες, είναι φαινομενολογικό, εξωτερικό και στεγνό, δεν χρησιμοποιεί προνομιακά την ψυχολογία. Η σκηνοθεσία συνθέτει έτσι ένα συνεκτικό από αισθητική άποψη σύνολο, ένα αρραγές κι αδυσώπητο ηθικά σύμπαν, που παρουσιάζει τις αρρώστιες και τη βαρβαρότητα μιας ανάλγητης κοινωνίας, μας προβοκάρει και μας αφήνει άναυδους με τη σκληρότητά της επειδή, χωρίς καθωσπρεπισμό, δεν ταμπουρώνεται πίσω από κοινωνικά άλλοθι και δεν τηρεί τα ηθικά προσχήματα.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος το 2010 έφτιαξε, σε συσκηνοθεσία με τον Γερμανό κινηματογραφιστή Γιαν Φόγκελ, το πολύ φρέσκο κοινωνικό φιλμ Wasted youth, που χρησιμοποιεί και την επικαιρότητα, έχοντας σαν θέμα την αιματηρή, μοιραία και φονική συνάντηση ενός ανέμελου, «εξεγερμένου» εφήβου με έναν βουλιαγμένο στα ψυχολογικά του προβλήματα, αστυνόμο. Δροσερός και εύστοχος ρεαλισμός, άμεση κινηματογράφηση, στυλ που θυμίζει ντοκιμαντέρ. Ο Παπαδημητρόπουλος είχε γυρίσει το 2008 την αστυνομική κωμωδία Bank bang. Το 2015 σκηνοθετεί το Suntan, φιλμ που εξιστορεί τη συνάντηση ενός γιατρού στην Αντίπαρο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με μια νεανική παρέα.

Ο Σύλλας Τζουμέρκας αφηγείται τις μυθοπλασίες του με μη γραμμικό και αποσπασματικό τρόπο, δίνοντας αρχικά στο θεατή ένα μπερδεμένο κουβάρι που του το ξεμπερδεύει σταδιακά. Στην πρώτη ταινία του Χώρα προέλευσης (2010) το παρακάνει ως προς τα πρόσωπα της μυθοπλασίας: Ο θεατής χρειάζεται πολλή ώρα για να καταλάβει ποιος είναι ποιος και τι κάνει. Το αφηγηματικό τοπίο αργεί να ξεδιαλύνει. Στο Η έκρηξη (2014) παίζει με το μοντάζ και τη μετακίνηση της αφήγησης στο χρόνο: Μια πηγαίνει προς τα πίσω και μια προς τα εμπρός, αλλά οι χαρακτήρες είναι ευτυχώς κατανοητοί. Το θετικό του Τζουμέρκα είναι πως ασχολείται με το κοινωνικό περιβάλλον και τα προβλήματά του, πως οι ιστορίες του αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.

Ενδιαφέρουσες ταινίες μυθοπλασίας έχουν κάνει και οι σύγχρονοι Έλληνες σκηνοθέτες Αλέξης Αλεξίου (Ιστορία 52, 2008, Τετάρτη 04:45 , 2014), Γιώργος Γκικαπέππας (Η πόλη των παιδιών, 2012, Silent, 2015), Κωνσταντίνα Βούλγαρη (Valse sentimental, 2007, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους;, 2012),  Έκτορας Λυγίζος (Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, 2012), Ελίνα Ψύκου (Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά, 2013, Γιος της σοφίας, 2015), Αθανάσιος Καρανικόλας (Στο σπίτι, 2014 και ορισμένες γερμανικές ταινίες), Σπύρος Σταθουλόπουλος (Μετέωρα, 2013, και PVC-1, κολομβιανή ταινία του 2007), Ελισάβετ Χρονοπούλου (Μικρή Άρκτος, 2015) και άλλοι σκηνοθέτες...

**

*Ο Θόδωρος Σούμας ζει στην Αθήνα. Eίναι κριτικός και θεωρητικός του κινηματογράφου. Από τις εκδόσεις Αιγόκερως κυκλοφορούν τα κινηματογραφικά βιβλία του, Κινηματογράφος και σεξουαλικότητα-ερωτισμός (1983), Έρωτας, ψυχολογία και αισθητικό στο χολιγοντιανό σινεμά (1992), 12 ευρωπαίοι σκηνοθέτες (1999), Κινηματογράφος και έρωτας (2005) και Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες (2009). Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Η Κλαίρη και η θάλασσα (εκδόσεις Απόπειρα 2001).