Top menu

Γιώργος Καρτέρης: "Η γραφή είναι σαν το μίτο της Αριάδνης"

Συνέντευξη
στην Χρυσάνθη Ιακώβου


Ο Ερωτευμένος τρομοκράτης (Εκδόσεις Μελάνι, 2008) είναι, θα μπορούσε κανείς να πει, ένα βιβλίο πολιτικό. Στην ουσία είναι απλώς μια ματιά στην ιστορία της μεταπολίτευσης, με τους ήρωες να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα και να διεκδικούν, να ερωτεύονται, να παλεύουν, να ρισκάρουν. Γρήγορες εξελίξεις, λιτή γλωσσική έκφραση, βαθιά σκιαγράφηση των προσώπων, ο Ερωτευμένος τρομοκράτης κυλάει γρήγορα και αβίαστα, εισάγοντας τον αναγνώστη σε έναν κόσμο απίστευτα οικείο.

Το βιβλίο σας «Ερωτευμένος τρομοκράτης», όπως εξάλλου φανερώνει και ο τίτλος του, έχει ως κεντρικό θέμα την τρομοκρατία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Ποιος ήταν ο λόγος που αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα τόσο δύσκολο και παράλληλα τόσο ευαίσθητο θέμα;   

Παρότι ακούγεται περίεργο, η αίσθηση που έχω, γράφοντας όλα αυτά τα χρόνια, είναι πως δεν τα διαλέγω εγώ τα θέματα, αλλά πως αυτά διαλέγουν εμένα. Για το συγκεκριμένο βιβλίο το ερέθισμα είχε δοθεί μετά το πρώτο χτύπημα της 17Ν, το Δεκέμβρη του 1975. Μάλιστα, η Ηλέκτρα, ηρωίδα του βιβλίου μου, πέφτει πάνω στην προκήρυξη που αναφέρεται στο θάνατο του Ρίτσαρντ Γουέλς, ξεψαχνίζοντας κάποιες κιτρινισμένες εφημερίδες γεμάτες σκόνη που τις κόβει την ανάσα. Είναι ένα κομμάτι εμβόλιμο από το πρώτο ξεκίνημα που είχα επιχειρήσει εκείνο τον καιρό και που, φυσικά, δεν καρποφόρησε. Έπρεπε να περάσουν κοντά τριάντα χρόνια, να σκάσει η μπόμπα στα χέρια του Σάββα Ξηρού, να εξαρθρωθεί η 17Ν, να γίνει η δίκη και να βγει στο φανερό η ποικιλότητα, αλλά και, σε μεγάλο βαθμό, η ασυμβατότητα των μελών της. Νετάρισε ο φακός, θα έλεγα, και καθάρισε η εικόνα. Καδράρισα σε τρία πρόσωπα: Δημήτρης Κουφοντίνας, Σάββας Ξηρός και Κώστας Τέλιος. Μέσα απ’ τις δηλώσεις που έκαναν, τις επιστολές που έστειλαν, τις συνεντεύξεις που έδωσαν, πρόβαλαν κάποια από τα χαρακτηριστικά των ηρώων μου. Τα λόγια του Κώστα Τέλιου «Ήθελα να φύγω, αλλά δεν με άφηναν. Με απειλούσαν με "απόλυση"» καθόρισαν ένα μέρος του θέματος και του δράματος του βιβλίου. Δε θα έλεγα όμως ότι αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο με κεντρικό θέμα την τρομοκρατία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, θα έλεγα ότι έγραψα ένα μυθιστόρημα με αφορμή τη 17Ν για το λόγο ότι, απ’ την αρχή της εμφάνισής της, η δράση της υπήρξε μυθιστορηματική.

Ένα τέτοιου είδους θέμα ασφαλώς απαιτεί τόσο βαθιά γνώση της ιστορίας και επίγνωση της πολιτικής κατάστασης όσο και ενδελεχή έρευνα. Με ποιον τρόπο καταφέρατε να συγκεντρώσετε το απαραίτητο υλικό για τη συγγραφή του βιβλίου; Από πού αντλήσατε τις απαιτούμενες πληροφορίες;

Παρότι το ερεύνησα το θέμα βαθύτερα, έψαξα άλλες πηγές, διάβασα κάποια βιβλία, πιστεύω ότι το μυθιστόρημα οφείλει το ύφος του στη βασική πηγή που δεν είναι άλλη από τις προκηρύξεις –όχι μόνο της 17Ν– και τα σχετικά δημοσιεύματα των εφημερίδων. Στις σελίδες του βιβλίου συναντάμε, σχεδόν ατόφια, μια προκήρυξη του ΕΛΑ ύστερα από το θάνατο του Χρήστου Τσουτσουβή. Το υλικό που χρησιμοποίησα ήταν κυρίως εφημερίδες και είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί, λόγω σκόνης, μου  δημιουργούσαν κρίσεις άσθματος και αναγκάστηκα να τις ξεφορτωθώ. Κράτησα κάποιες σημειώσεις και κάποια αποκόμματα. Από μια συρραφή αποσπασμάτων προκηρύξεων δημιούργησα ένα μακρύ και μάλλον τραχύ διάλογο ανάμεσα στον αναρχικό Δήμο και τον τρομοκράτη Στέλιο σε ένα άλλο βιβλίο μου, το «Ένας Παντελής και μισός».

Δεδομένου ότι το βιβλίο σας βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά, πού σταματά η πραγματικότητα και πού ξεκινά η μυθοπλασία;

Το βιβλίο βασίζεται στη συμπλοκή που έγινε στου Γκύζη το Μάιο του 1985 και σκοτώθηκαν ο Χρήστος Τσουτσουβής και οι αστυνομικοί που συνεπλάκησαν μαζί του. Περνάει όλη η επικαιρότητα εκείνης της εποχής και ο πόλεμος των ανακοινώσεων των δύο κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, σχετικά με τον «πράσινο τρομοκράτη». Το βιβλίο αρχίζει με ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη σε μπαρ της Καλλιθέας. Ο ιδιοκτήτης του, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, πέθανε μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του από κρανοφόρους φασίστες, ένας από τους οποίους αναδεικνύεται σε βασικό ήρωα του βιβλίου. Πιστεύω, πάντως, ότι για τον αναγνώστη δεν έχει μεγάλη σημασία πού σταματά η πραγματικότητα και πού ξεκινά η φαντασία. Για το συγγραφέα, όταν γράφει το βιβλίο, τα όρια είναι σαφή. Όταν κυλήσει ο καιρός όμως, ιδιαίτερα σε βιβλία με έντονο το αυτογραφικό στοιχείο, μπορεί να μη θυμάται ακριβώς ποια γεγονότα έζησε και ποια φαντάστηκε. Υπάρχει μια σύγχυση των ορίων που μπορεί να σε τρελάνει.

Ο «Ερωτευμένος τρομοκράτης» κινείται ανάμεσα σε δύο, κυρίως, θεματικές: το ταραγμένο πολιτικο-κοινωνικό καθεστώς και τον έρωτα. Ποιος ήταν ο λόγος που αποφασίσατε να δώσετε μια ...ερωτική διάσταση σε ένα κατεξοχήν πολιτικό θέμα;

Γράφοντας εφευρίσκω, ανακαλύπτω, πειραματίζομαι, αντιμετωπίζω το μυθιστόρημα σαν τον πραγματικό κόσμο, όπου ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί από ώρα σε ώρα. Δεν έχω συγκεκριμένο σχέδιο και οι αποφάσεις μου, αν υπάρχουν, δεν έχουν ισχύ, εύκολα μπορούν να ανατραπούν καθώς σχηματοποιείται η πλοκή και παίρνουν υπόσταση οι χαρακτήρες. Αν υπάρχει κάποιος λόγος που έγραψα ένα βιβλίο μ’ αυτές τις δυο θεματικές, όπως σωστά παρατηρήσατε, έχει σχέση με τις εμμονές μου.

Στο βιβλίο σας, διά στόματος ηρώων, εμφανίζονται πολλές κοσμοθεωρίες, διαφορετικές οπτικές θεώρησης των πραγμάτων, ιδεολογίες σε σύγκρουση. Θεωρείτε ότι καταφέρατε ως αφηγητής και συγγραφέας να διατηρήσετε ισορροπία ή μέσα από τους ήρωες σας εκφράζετε και τις προσωπικές σας απόψεις;

Γράφω για να πω μια ιστορία, όχι για να περάσω κάποιο μήνυμα. Δεν πιστεύω στα μηνύματα, πιστεύω στις συγκρούσεις, είτε ιδεολογικές είναι αυτές είτε συναισθηματικές. Έβαλα τις κοσμοθεωρίες να συγκρούονται, ακριβώς όπως το διατυπώσατε, και -ελπίζω- χωρίς να μεροληπτώ. Αν υπάρχει ισορροπία, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ξέρετε τι είναι το δύσκολο; Όχι οι απόψεις που έχει ο συγγραφέας, αλλά η συμπάθειά του απέναντι σε κάποιους ήρωες που προκύπτουν συμπαθητικοί. Η συμπάθεια, όπως και η φιλία, δεν πάνε μαζί με την αμεροληψία. Πάντως, όπως έχω ξαναπεί, ο συγγραφέας είναι άτομο περιορισμένης ευθύνης, χαμένο σε κάποιο λαβύρινθο, η γραφή είναι κάτι σαν το μίτο της Αριάδνης, τον βοηθάει να βρει το δρόμο του, να καταλάβει, να εννοήσει τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Θέλω να πω: όχι ότι δεν έχω απόψεις, απλώς δεν τις εμπιστεύομαι.

Πού στοχεύετε γράφοντας ένα βιβλίο πολιτικό; Επιδιώκετε να δώσετε φως σε ένα ιδιαίτερο ζήτημα όπως η τρομοκρατία; Να επιχειρήσετε μια ανάλυση του σύγχρονου πολιτικο-κοινωνικού σκηνικού; Να δώσετε φωνή στις τρέχουσες ιδεολογίες;

Δεν έχω στόχους γράφοντας, έχω προσδοκίες. Προσδοκώ να βρω κάτι πρωτότυπο στην έκφραση, στη γλώσσα, κάτι δραματικό στην πλοκή, ανατρεπτικό ίσως. Δεν ενδιαφέρομαι να φωτίσω κανένα ζήτημα, να το αναλύσω. Περιγράφω κάποιες καταστάσεις όσο καλύτερα μπορώ, πιστεύοντας πως η συγγραφή είναι παιχνίδι. Παίζω, αλλά παράλληλα βάζω και τους όρους του παιχνιδιού: πώς αντιμετωπίζει ο τρομοκράτης έναν απρόσμενο ξαφνικό έρωτα, μια κρίση παγκρεατίτιδας ή μια κρίση συνείδησης; Οι τρέχουσες ιδεολογίες έχουν πολλή φωνή, εδώ που τα λέμε, για να σκεφτεί κανείς να τους δώσει περισσότερη. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι προτιμότερο να αφαιρείς φωνή από το να δίνεις.

Ένα βιβλίο πολιτικού περιεχομένου που βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα αποτελεί ένα απαιτητικό εγχείρημα. Αισθάνεστε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα; Και, από την άλλη, από την ανταπόκριση του κόσμου;

Νομίζω ότι σεβάστηκα τα ιστορικά δεδομένα, έδωσα το πολιτικό και το κοινωνικό πλαίσιο των γεγονότων που περιγράφω. Το εγχείρημα είναι εξίσου απαιτητικό πάντα. Ο αναγνώστης θέλει να ξέρει τις διαστάσεις του κόσμου που μέσα του κινείται διαβάζοντας. Ο αναγνώστης θέλει να ξέρει τα πάντα, ακόμη και τις προθέσεις σου που εσύ, σαν συγγραφέας, οφείλεις να αποκρύπτεις. Η ανταπόκρισή του είναι ένας παράγοντας που δύσκολα μπορεί να σταθμιστεί. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει μια βιομηχανία αναπαραγωγής του κιτς σε όλες τις μορφές της τέχνης. Οι περισσότεροι αναγνώστες διανύουν νηπιακή ηλικία, είναι ανώριμοι και κυρίως είναι τρωτοί απέναντι στο χυδαίο.

Κάποιος από τους ήρωες σας λέει: «Η δημοκρατία μπάζει νερά σε όλον τον κόσμο, μεταλλάσσεται, μετασχηματίζεται. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, αυτή η συνεχής μεταλλαγή τη διασώζει. Δεν υπάρχει άλλο πολίτευμα έτσι ευέλικτο και με τέτοιες δυνατότητες προσαρμογής». Συμφωνείτε με μια τέτοια άποψη; Και θεωρείτε ότι μπορεί να φωτίσει περιόδους μεταβατικές όπως αυτή που διανύουμε;

Για κάποιον που δεν εμπιστεύεται τις απόψεις του, ένα τέτοιο ερώτημα μπορεί να τον αποδιοργανώσει τελείως. Μάλλον θα πρέπει να είμαι πιο προσεχτικός με τους ήρωες και με αυτά που λένε. Νιώθω να με έχετε στριμώξει. Παρόλο που συμφωνώ με την άποψη, είμαι απαισιόδοξος για την περίοδο που διανύουμε. Θα τολμούσα να πω ωστόσο ότι βρισκόμαστε σε κάποιο στάδιο προσαρμογής. Αν και μοιάζει να μην είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να περιμένει κανείς, ήταν η μόνη διαθέσιμη.