Top menu

Πέντε ποιητές γράφουν στο περιοδικό Βακχικόν

O Συμ και ο Παν
θα ξανάρθει ο καιρός  που το όνειρο
θα μας ξυρίσει το σαράκι και το κουράγιο
μια ελπίδα που έγινε υγρασία
μια μάχη που έγινε τηλεοπτικό σόου
μια πρώην που θέλει πίσω τη γάτα
μια πληγή που στάζει τόσο,
που έγινε λίμνη και σε κατάπιε
μια αλήθεια που έγινε συνήθεια,
από αυτές που κρύβεις

κάτω από την ψυχολογική σου μοκέτα
μαζί με τις επαναστάσεις και τις τσόντες.

μια διαμαρτυρία που γέρασε
και έγινε καρκίνωμα,
ένα απλανές,
αθόρυβο μπουζούκι
στο τέλος του νου,

το κορίτσι που μένει στον πρώτο όροφο
εκείνο που σε γούσταρε
και σήμερα σε κοίταξε λες
και μόλις,
ξανά,
βγήκες από τον τάφο.

Πιάνουμε τα όνειρα κοτσίδα
και τα κάνουμε μπουγάδα
μαζί με τα ξώβυζα βράδια της εφηβείας
μαζί με τις επαναστάσεις που
δεν προλάβαμε να κάνουμε   

και τίποτα δεν θα μείνει στο τέλος, τίποτα δεν υπάρχει στα αλήθεια ξέρεις.

Το Σύμπαν που τόσο αγαπήσαμε θα σπάσει
και ο Συμ και ο Παν θα διαφωνήσουν

θα παλεύουν με τα δόντια να κατακτήσουν το χειρότερο Ιδεατό
έτσι ώστε ο Άλλος να μην μπορεί να τον Κατηγορήσει πια
αν Είσαι ο Χειρότερος τότε δεν μπορεί Κανείς να Σου πει τίποτα

θα υπάρχουν Αλλόφρονες εκδοχές Aγάπης
και Aιώνιες Eλπίδες Ανανέωσης του Είναι

Ποιο είναι

Και θα μένουν  σε διαφορετικά Μαστίγια Σκέψης ο καθένας
θα πιάσουν από μια άκρη ουράνιου τόξου
Και θα αρχίσουν να Μαστιγώνουν

Δεν θα μαλώνουν
Απλά θα υπάρχουν
Θα Διαφωνούν
Τους φτάνει
Δυο ικανοί υποστηρικτές της Aλήθειας
Ποιας αλήθειας

Ο Συμ και ο Παν
οι πρώτοι και οι τελευταίοι διεκδικητές της φαντασίας
Της ονείρωξης των προτετελεσμένων γενονότων
Της πόλωσης του φαντασιακού και του μοντερνισμού σε θέματα ανθρώπινης συνείδησης

Ο Συμ και ο Παν

Η Δημιουργία και ο Θάνατος
Η ειρήνη και ο πόλεμος
Ο Έρωτας και η Προδοσία

Η Γλώσσα κρέμεται έξω από την Ιστορία γυμνή, ξεραμένη

Ανίκανη να περιγράψει το Μέλλον,
δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη εκείνες οι λέξεις

Η Προσέγγιση θα γίνει,
ποτέ ολόκληρη,
ποτέ σίγουρη για τον Εαυτό της
θα μοιραστεί σε Γλωσσολόγους
Εικονολάγνους
Φωτογράφους και
Εικαστικούς γενικά

Αυτοί με τη σειρά τους, ανίκανοι, μικροί,
Άγνοια, ή Ανικανότητα πες το
Αυνανισμός ή μια Φευγαλέα Εντύπωση πως μπορούν να καταλάβουν τον Kόσμο

Ποιον κόσμο

Ο Συμ και ο Παν
Ιδιώτες του Γκρεμού

Όλα καταρρέουν,
κατρακυλάν εκεί,
επιτέλους κάτι να ακολουθήσω

Τη Ροή του αδηφάγου Χρόνου
Τη Ροή του Τίποτα
Μόνοι Τους,

ω ναι, τελευταίο τσιγάρο και βλέπουμε
Μόνοι Τους χωρίς το Χάος για Μανδύα

Τα παλιά τα χρόνια
έτσι ήταν ο Συμ και ο Παν

Τώρα δεν είναι Τίποτα
Είναι αυτό που λένε πως Είναι

Ένα Τίποτα που αν του φορέσεις Φτερά

Εκείνα θα μαραζώσουν
Καμία αιτία Θανάτου η Γέννησης
Καμία αιτία Ελπίδας
Η Εγκατάλειψη

Ο Συμ και ο Παν

Ξέρουν να εγκαταλείπουν
τα Γεγονότα και την Ιστορία
Μπορούν να εγκαταλείψουν και το ίδιο τους το Βάρος τους αν Χρειαστεί
Τον Εαυτό τους
Το Βάρος του Εαυτού τους
Το Βάρος της Πραγματικότητας

Ποιας πραγματικότητας

Ό,τι φεύγει, ό,τι υπάρχει, ό,τι μένει
Ό,τι θυμάσαι να Ανασύρεις από τη Σκοτεινή Λάσπη
(γιαγιάδες, πρώην, μισές επαναστάσεις, κάποια δώρα,
ξεχασμένα εισιτήρια με την τάδε,
το μεγάλο πακέτο προφυλακτικών την Τελευταία Εκείνη Ημέρα,
κάποιες Κασέτες που σου έγραψε, Σκόνη)

Ό,τι ξεχνάς μέσα στο Αέναο Γίγνεσθαι
Όλα αυτά είναι κολλημένα στο στέρνο

Μην με ρωτήσεις
Δεν ξέρω αν τα βλέπω

Ποτέ να μη ρωτήσεις
Μπορεί να τα βλέπω
Δεν ξέρω

Ποτέ δεν ήξερα
Ότι κάνεις,
μην απαντήσεις,
ό,τι ελπίζεις
ό,τι ουρανό βλέπεις

με θεό ή σκέτο
μπλε ή μαύρο
ξαναβρίσκονται εδώ
Ο Συμ και ο Παν

Για να εγγυηθούν
Πως δεν μπορούν να δοκιμάσουν ξανά τα ίδια

Ο Χρόνος
Ο Θάνατος
Έχουν Ημερολόγιο
Έχουν Φωνές που ταξιδεύουν και όλο κάπου προσγειώνονται
Σε ανθρώπους,
παλιά μεν σε αρκουδάκια, αυτά που σφίγγαμε μικροί στον ύπνο

Τώρα
Ο Συμ και ο Παν

Ξεπουλάνε ό,τι έχουν και δεν έχουν
Δεν είχαν ποτέ ιδιοκτησία, τώρα χρειάζονται, την επιζητούν

O Κωστής Αργυριάδης είναι φωτογράφος. Ζει στη Θεσσαλονίκη.

*

Συνοχή

Ήρθε η νύχτα στα χέρια μου
Βενετσιάνικο κρύσταλλο,
Από μακριά, μου ακούγονται
Κορίτσια να κλαίνε…
Τα μαλλιά τους λυτά
Σχηματίζουν οδύνες
Για αγάπες που φύγαν…
Και εγώ τρέμω
Να κρατήσω το δώρο μου
Μη μου πέσει και σπάσει…
Ο λυγμός τους με αλλάζει.

Στον καθρέφτη μου βλέπω
Μια παράξενη θάλασσα
Στα ακροδάχτυλα κρέμονται φύκια
Το ελαφρύ μου το ένδυμα,
Το βαραίνουν κοχύλια…
Και ο άνεμος δήμιος
Επιμένει να μου φέρνει την λύπη τους…

Ετοιμάζουν φθινόπωρα
Τα κορίτσια τα ωραία.
Στα λευκά τους φορέματα
Θα κεντήσουν βροχές
Από κόκκινα δάκρυα…
Στα λυτά τους μαλλιά
Θα καρφώσουν δυο σύννεφα…
και εγώ τρέμω
Να κρατήσω τη νύχτα τους
Μη γεμίσει ο κόσμος σκοτάδι.

Στον καθρέφτη μου βλέπω
Μια παράξενη άνοιξη
Στα ακροδάχτυλα σπάζουν οι λέξεις
Το ελαφρύ μου της ύπαρξης
Το βαραίνουν αλήθειες…
Τα κορίτσια μου τα όμορφα

                                                Ετοιμάζουν χειμώνες…

Η Δέσποινα  Κοντάκη ζει στη Χαλκίδα.  


*
Δυο ποιήματα για τον John Berryman
προσπάθησα να σκαρφιστώ κάτι εκεί ειδικά για εσένα,έφτασα μέχρι τα τέλη της αντοχής την μία
ασυναρτησία μετά την άλλη και αυτό το πομπώδες ύφος.διένυσα απίστευτα χιλιόμετρα μέχρι να φτάσω
σε μία μικρογραφία του βίου•αυτό είναι αποτυχία.προσπάθησα να κρατήσω τις φωνές σταθερές πειθήνιες
στο καλεσμά,οι λύκοι θα με κατατρέχουν όμοια με εσένα,φωνές της μοναξιάς και του τίποτα.
να γράψω  για την πιθανή σου προσχώρηση τα γυαλιά και τα γένια,τον βαθύ συλλογισμό σου εκείνο
το ντελίριο που διασχίζει την ισορροπία.Τι ηλίθιος που ήμουν ένα σαράβαλο για ένα άλλο,ήταν ένας
ξερός κρότος και ο δικός σου απολογισμός ;
ήταν μέσα στο μυαλό μου να ψευδίσω την τρομερή φωνή σου, - ακόμη ονειρεύομαι ο κόσμος
όλο και ασχημαίνει ή - είναι λίγο χλωμή όμως έχει διαμαντένιο κορμί και όμορφα πόδια δεν νομίζω ότι θα την ρίξω
με μωρουδίσματα.. και πάνω από κάθε τι να πω πως σαν έκλαμψη απέναντι από ένα θολό καθρέφτη
θολό όσο και οι ενοχές ένας γδούπος στο πάγο θέλησες να ειπωθεί παραιτούμαι.

το σκέφτομαι και λέω θα ήταν κάτι ωραίο όπως γρατζουνώντας το πρώτο μου πρόσωπο
μοναχικοί πίνοντας το γάλα μας μία διαφωνία θα ήταν προτιμότερο ένας άγριος καβγάς με την παραίσθηση
περσόνα σου που τόσο δυσκολεύτηκε επίσης στην πατρολογία, να συσκεφτούμε που είχες
τρεις γυναίκες και κόρες νοσοκομεία και πανεπιστήμια που πόσο ανεβαίνεις και ακόμη πόσο πιο πάνω θα ήθελες
για όλες τις αγάπες σου και το προβληματισμένο μυαλό,

είμαι ένας ανόητος σίγουρα πιστοποιημένα επικεντρωμένος στην θαυμάσια πράξη με άφησαν πίσω,
να σου δώσω μία φοβερή σκέψη μερικές συλλαβές δεν μπορούν να τρυπήσουν κανένα ουρανό ούτε η αμετάκλητη
μανία, να σου πω πως το πρώτο σπουδαίο βιβλίο ήρθε μαζί με μία σημαντική γέννηση και μία κουκουβάγια
εγκατέλειψε το κλαδί της για άλλη γειτονιά ενώ το κεφάλι μου έτρεμε, φιλάνθρωποι και ακτιβιστές διαφωνούσαν
για την ονομασία των δρόμων και την φύση του αγώνα καθώς στα γονατά ένα βιβλίο απήγγειλες φωναχτά
τον φόβο για την αγάπη  προστάτης με δάκρυα για την μόνιμη απώλεια και οράματα επαναλαμβανόμενα
σε ένα χαλασμένο δίσκο.παραμένει ένας ανόητος τοποθετημένος λάθος ,αρκετά νηφάλιος από το γραφείο του
θέλει να χαιρετίσει.

σαν να είσαι αποφασισμένος ούτε μία νότα να χαράξουμε πέρα από την σκιά του ποταμού.το έναυσμα
από την πέτρα που χτύπησε κατευθείαν τον βυθό. περιμένοντας μέσα στο γρασίδι ελπίζοντας για κάτι.μία τελευταία
πράξη η ορμή ακολούθησε την καθορισμένη πορεία εκεί κοντά στο πλευρό σου. σκάλες και η πόρτα που οδηγεί
στην πίσω αυλή. έχω αρχίσει να τα βρίσκω σκούρα.χαλαρώνω έχοντας μία βόμβα δίπλα μου έτσι σιωπηλός 
βρίσκω τα ίχνη μου μέσα στο χρόνο.κοιτάζω ψηλά και δεν είναι κανείς. μπήγοντας τα δαχτυλά καθώς ο ήλιος δύει
με μία ευγενική χειρονομία τι να πούμε.  τα χωράφια συνορεύουν με δάση και κομμάτια αρχίζουν να ξεκολλούν.
το φως έρχεται από το παράθυρο τοποθετημένος λάθος το κρύο σκοτάδι έρχεται καταπάνω. είναι θέμα ειδικών όμως τι
χρειάζεται’- για παρέτεινε λίγο ακόμη το άγχος την κατάσταση. έχω κάπου στο δωμάτιο ένα παλιό ραδιόφωνο και 
κατευθύνσεις που οδηγούν στο ίδιο σημείο. ήθελα να πω τρομερή στυγνότητα και αλκοολική τυραννία είδα,κρύβομαι.

Ο Νίκος Παναγόπουλος έχει κυκλοφορήσει τρεις ποιητικές συλλογές ιδιωτικής έκδοσης. Ζει στην Αθήνα.

*

17 Νοεμβρίου 2010Οι μπάτσοι έφταιγαν,
Οι κρότου-λάμψης και τα δακρυγόνα.
Δεν σ’ ερωτεύομαι ξανά απ’ την αρχή.

Ήταν η ένταση του πλήθους,
Το χέρι σου στον ώμο μου,
Τα ρούχα μας, υγρά απ’ τη βροχή.

Ήταν τα γνώριμα συνθήματα, η αδρεναλίνη,
Ο ενθουσιασμός στα μάτια των παιδιών,
Τα μασκοφορεμένα πρόσωπα, οι κουκούλες,
Η απαίσια μυρωδιά των χημικών.

Η μνήμη έφταιγε,
Ο σιδερένιος κρίκος της συνήθειας.
Δε λαχταρώ ξανά το παρελθόν.

Ήταν τα πρόχειρα οδοφράγματα,
Οι φωνές μες στο σκοτάδι,
Το πέταγμα αναμμένων μπουκαλιών.

Ήταν το τρέξιμο στους δρόμους και τις γέφυρες,
Οι αναμνήσεις από αλλοτινές πορείες.
Παράφορος μαυροντυμένος έρωτας
Σε μπάχαλα, φωτιές και φασαρίες.

Η Χριστίνα Σανούδου είναι δημοσιογράφος. Ζει στην Αθήνα.

*

Σήμερα έλαβα άλλη μια κακή κριτικήο ουρανός είναι καθαρός
το ψάρι χαμογελάει
και δυο παιδιά παίζουν
στην αυλή
ο Δεκέμβρης μου γελά
και
εκτοξεύομαι
χοροπηδάω
ερωτεύομαι
μυρίζω χρυσάνθεμα
στη καρδιά του χειμώνα
κύριοι
νίκησα

ανοίγω το παράθυρο και  τραγουδώ
ελεύθερος
όπως πάντα ήθελα

Ο Νίκος Σφαμένος έχει κυκλοφορήσει ποιητικές συλλογές ιδιωτικής έκδοσης. Ζει στη Μυτιλήνη.