Top menu

Ο ποιητής εν θερμώ, του Απόστολου Θηβαίου

ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ

Κάποιος γέρνει πάνω στα γραπτά του, με μια θαυμάσια επιμονή. Η ιεροτελεστία λαμβάνει χώρα στο ιερό ενός δώματος, ανάμεσα σε ρούχα με χρώμα και  οσμή σωμάτων περασμένων. Τα έμβρυα των λέξεων που σχηματίζονται δειλά και απρόσμενα από τα σπέρματα των φθόγγων. Οι προτάσεις με τα σημεία της στίξεως, την εξαίσια γεωμετρία των λέξεων που αναιρείται, καταργείται και συγκροτείται πάλι μες σε νέα, πιο στέρεα και ανθεκτικά πλαίσια. Ύστερα ο ποιητής, με εκείνη την απροσδιόριστη ιδιότητα των προσώπων, παρατηρεί με απογοήτευση την επίμονα ατελή ιδέα. Πώς να περιγράψει κανείς το κορίτσι με το κάτασπρο πρόσωπο, που προσμένει στωικά στην κορυφή των γύρω  λόφων; Τη λαϊκή πάροδο με τα ντροπιασμένα φώτα πώς να περιγράψει κανείς, καθώς η νύχτα απαλάσσει το τοπίο από το εξωφρενικό  φως αβάσταχτων πρωινών;

Ο ποιητής θρηνεί. Πλάι του ο φιλόσοφος στέκει σιωπηλός με τη βαρύνουσα σημασία της καταδίκης. Γύρω οι πραίτωρες με τα άγρια, διψασμένα μάτια διατάσσουν την εκδίωξη από την πολιτεία. Ο ποιητής με τη θρηνητική μορφή κατευθύνεται προς την έξοδο της πόλεως. Τα αδέσποτα, οι πλανόδιοι με την ανάγκη της φωτιάς, μια γυναίκα κατακόκκινη, ένα παιδί σακατεμένο, οι έρημες αυλές των παλαϊκών σπιτιών, όλα κουρνιάζουν με λύπη εμπρός στο εκδιωκόμενο σαρκίο. Στους εξώστες οι άντρες καπνίζουν με τα στρογγυλά, αξύριστα πρόσωπα και τα άσπρα ρούχα των εργατών. Επίμονα πουλιά καραδοκούν στα ακροποικίλματα των σκοτεινών κτισμάτων. Καμιά φορά, ως ορχηστρίδες εκτελούν τα παράτολμα νούμερά τους, κράζουν με θυμό το διωγμένο άνδρα και το πέταγμά τους μοιάζει τόσο με μια έκαψη πανικού.

 Πέρα από την πόλη και τα χαλάσματα με τους νευρικούς ανεμοδείκτες, πέρα από την ώρα και τις μέρες που σχηματίζουν ακαθόριστους λόφους και σαρκώματα, υπάρχει μια τρομαγμένη γυναίκα. Ο ποιητής αναγνωρίζει τη μορφή της από τα σκισμένα ρούχα, τα άκρα που σχηματίζουν μια προέκταση φτερών, ρημαγμένων. Κάποτε μιλά.

«Εμένα που επόθησες τόσο μες στη νυχτερινή νηνεμία της κάμαρης, εμένα που γυρεύεις  μες στα στριμωγμένα σύμβολα, δεν θα με βρεις στην ώχρα του λαμπτήρα. Την εικόνα μου δεν θα ξεχωρίσεις πάνω από τις αιχμηρές στέγες, στις κορυφές των αψίδων τίποτα δεν θα βρεις από την ακριβή μου όψη. Γύρεψέ με, πέρα από τα χαμηλοτάβανα σπίτια με τα δοκάρια και το γατζωμένο φως, πέρα πολύ από τις πλυμμένες λεωφόρους με τις νησίδες και τις μεσημεριανές διαγραμμίσεις. Αν κάποτε με βρεις, θα είναι γιατί χαμήλωσες στο ελάχιστο ύψος των πιο ταπεινών παθών.»

Ο άνδρας προχώρησε και από τα σφιγμένα χείλη αναδύθηκαν οι νέοι στίχοι. Τώρα τα χέρια ζεσταίνει το άγγιγμα της Αμφιλύκης και εκείνα σπάνε. Τα δάχτυλα απαλάσσουν τα νεογνά. Η πτώση συνιστά τον πρώτο εμπειρικό θρίαμβο της αιώρησης.  Στο βάθος οι γερανοί πραγματοποιούν τα παράτολμα ακροβατικά τους.