Top menu

Βωμολόχος : Johnny Handsome, ιστορία [Eπιφυλλίδα]

του Johnny Handsome

Σάπιες ευχές

Όλα ξεκίνησαν από εκείνη την υγρή σπηλιά. Προθάλαμος για το χάος. Το λιγοστό φώς που υπήρχε στα πρώτα μέτρα χανόταν έπειτα στο απόλυτο σκοτάδι. Ακόμα και κάποιες αχτίδες που μέσα από οπές στενές κατάφερναν να εισχωρήσουν έστω λιγο πιο βαθειά, ξεθώριαζαν και τέλος έσβηναν αντικρύζοντας το απόλυτο τίποτα... Χαρά Θεού έξω κι ο Ράσταμαν για ώρες σκυφτός, περιτρυγιρισμένος από νερά και λάσπες, προκειμένου να βγάλει τη γαμημένη φωτογραφία που του έκατσε στο μάτι. Είχε φάει τον κόσμο να βρεί ένα κλίκ της προκοπής και ξαφνικά νά σου εκείνο το άνοιγμα στο βουνό. Χαλάλι όμως μιας και σε κάθε κλίκ της μηχανής του πλήρωνε ενοίκιο, φαγητό, τσιγάρα κλπ. Γράμματα δεν ήξερε μα ευτυχώς με τη μηχανή ήταν πολύ ικανός. Στο τέλος της φωτογράφσης έκανε μια σκέψη να εξερευνήσει τα ενδότερα της σπηλιάς, μα καθότι κλασμένος από κάτι μπάφους που είχε πιει στο ενδιάμεσο την ακύρωσε αυτόματα, άσε που κάθε φορά που σηκωνόταν το χοντρό του ράστα ακουμπούσε στο ταβάνι και γέμιζε με λάσπη. Έτσι αποφάσισε να πάρει ως αναμνηστικό μία από τις πολυάριθμες  πέτρες που βρίσκονταν στα πόδια του. Έσκυψε, έριξε μια ματιά στην γύρα και πήρε μία που του κατσε στο μάτι. Ένα ρίγος τον διαπέρασε μα δεν έδωσε σημασία. Την έχωσε βαθειά στην τσέπη και την έκανε για το ξενοδοχείο. Σ’ όλη την διαδρομή σκεφτόταν το Γκομενάκι  που είχε αφήσει πίσω στο διαμέρισμα, εκείνο του τρίτου όπου συζούσαν τα τελευταία δύο χρόνια. Έκανε σαν τρελός για κείνη. «Να είμαστε για πάντα μαζί», σκέφτηκε μια στιγμή κι ένα κύμα ευφορίας κατέκλυσε όλο του το είναι. Μέχρι να φτάσει η νύχτα  είχε ήδη πέσει πάνω στο μικρό γραφικό χωριό στους πρόποδες του βουνού. Το δωμάτιο λιτό, φτηνιάρικο σαν  καμπίνα παλιού καραβιού. Λίγο πριν ξαπλώσει αποφάσισε να ασχοληθεί με το αναμνηστικό του από εκείνη την σκοτεινή τρύπα. Έξ’ αρχής είχε παρατηρήσει πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τούτο το πράμα. Ήλπιζε μπάς και ήταν τουλάχιστον κάνα ματσάκι τίγκα σε κοκό ή τίποτα αμφεταμίνες ή εν πάσει περιπτώσει κάποια σκόνη που ν’ άξιζε κάνα φράγκο. Άναψε ένα τσιγάρο και το ακούμπησε στο στόμα. Ξεκίνησε αφαιρώντας προσεχτικά την λευκή μονωτική ταινία στο εξωτερικό. Παράξενο... Η επόμενη στρώση ήταν μία κόλλα χαρτί, omnis desiderius mortem afferre, μέσα της υπήρχε ένα πεντάευρω επιμελώς τυλιγμένο με πολύ λεπτό συρματάκι γύρω από μια πέτρα ματ μαύρη. Είχε ζωγραφισμένη στη μέση μία πολύ πολύ μικρή πεντάλφα και σε κάθε άκρη του με μικροσκοπικά γράμματα τους αριθμούς  I, II, III, IV.  Έσκασε ένα χαμόγελο άκρως ειρωνικό στην γκαντεμιά του, έσβησε εκνευρισμένος το τσιγάρο και τα πέταξε όλα στα σκουπίδια. Όλα εκτός από το τάλιρο, που ξανάβαλε στην τσέπη. Λίγο πριν αποκοιμηθεί έστειλε μήνυμα στο Γκομενάκι πως θα καθυστερούσε μία μέρα ακόμα να επιστρέψει, ήθελε να του κάνει έκπληξη.

Σχεδόν είκοσι ώρες αργότερα πατούσε το χοντροκομμένο στρογγυλό μπουτόν του ασανσέρ που έγραφε 3ος. Αδημονούσε να αγγίξει ξανά την απαλή επιδερμίδα της, να φιλήσει τα σαρκώδη της χείλη, να χώσει τα μακριά του δάχτυλα στα μαλλιά της για να την πετάξει στο πάτωμα και να γαμηθούν σαν λυσασμένα σκυλιά. Άνοιξε την πόρτα της εισόδου κι έκανε δύο βήματα στον διάδρομο όταν ξαφνικά άκουσε βογκητά. Ναι, σίγουρα βογκητά ήταν. Εναλλάξ, μία γυναικεία μία αντρικά... Το πάτωμα σκίστηκε στα δυο και η γή τον κατάπιε στα σωθικά της. Ασυναίσθητα ακούμπησε με όλη του την δύναμη τα κλειδιά πάνω στο παλιό μαρμάρινο τραπεζάκι. Πόσο σιχαινόταν εκείνο το χοντροκομμένο ακαλαίσθητο τραπεζάκι, μα εκείνης της άρεσε τόσο. Έκανε λίγα βήματα και βρέθηκε έξω από την κρεβατοκάμαρα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να παραμείνει όσο  περισσότερο μπορεί ψύχραιμος  μπροστά σ’αυτό που πρόκειται να αντικρίσει. Άνοιξε απότομα την πόρτα « Τί στο διά....», ίσα που πρόλαβε να ξεστομίσει. Την κοίταξε στα μάτια και... σα  να ράγισε η  καρδιά του μονομιάς. Ένας πόνος στιγμιαίος που μετατράπηκε σε κάψιμο και του απαγόρευε άλλο πια να ανασάνει. Τα γόνατα του λύγισαν κι έπεσε νεκρός στο πάτωμα την ίδια στιγμή που η κάνη απ’ το όπλο του Τρόμπα άχνιζε. «Μαλάκα, σκότωσες τον Ράσταμαν» ούρλιαζε σαν δαιμονισμένο το Γκομενάκι. «Μαλάκα σκότωσες τον Ράσταμαν». Ο Τρόμπας σάστισε για λίγο, έπειτα  έστρεψε το περίστροφο προς εκείνη και με μια κίνηση -μπάμ- της σκόρπισε τα μυαλά στους φρεσκοσοβατισμένους τοίχους. «Άντε γαμήσου παλιοκαργιόλα», είπε και σκούπισε το αίμα από το προσωπό του. Σηκώθηκε ατάραχος απ’ το κρεβάτι και μπήκε στο μπάνιο. Έκανε ένα ντους κι επέστρεψε στο δωμάτιο να ντυθεί. Πήρε ανα χείρας τον χαρτοφύλακα του κι έκανε να φύγει όταν πάνω στο αντρικό πτώμα παρατήρησε ένα χαρτονόμισμα. Παράξενο, θα ορκιζόταν ότι λίγα λεπτά πρίν δεν υπήρχε. Έσκυψε και το σήκωσε. Σα να ανατρίχιασε όλο του τo κορμί, το απέδωσε στην αδρεναλίνη. Πήγε να το πετάξει  μα κάτι τον έκανε να το βάλει ασυναίσθητα στο πορτοφόλι. Ξανάπιασε τον χαρτοφύλακα και κατέβηκε στο αμάξι. Έβαλε μπροστά κι έφυγε, το ράδιο έπαιζε Bernard Purdie.

Ο Τρόμπας είχε διάφορα αξιώματα στην τοπική μαφία. Εκτελεστής, εισπράκτορας, που και που έκανε και κατι μεγάλα ντηλς με ντρόγκες. Αρρωστάκι μεγάλο με τον ιππόδρομο, τον τελευταίο καιρό είχε ταίσει χοντρά κάτι ψωράλογα με αποτελεσμά να χρωστάει από δώ κι από κει ποσά μεγάλα . Ήταν ευέξαπτος, σιχαινόταν τις εκπλήξεις και δεν αποχωριζόταν ποτέ το μαύρο ΚΖ-45 Γουίλσον με το νικελωμένο κόκορα και την ευαίσθητη σκανδάλη. Το σκηνικό με τον Ράσταμαν ήταν ατύχημα, τον συμπαθούσε τον βλακάκο. Ένα αποχαιρετιστήριο πήδημα είχε πάει απλώς να ρίξει. Η αλήθεια είναι πως ο θόρυβος των κλειδιών στο μάρμαρο τον ξάφνιασε κι έπειτα έτσι όπως άνοιξε απότομα η πόρτα... Τα υπόλοιπα ήταν απλοί αυτοματισμοί συν το γεγονός πως ποτέ δεν άφηνε πίσω του μάρτυρες ζωντανούς. Είχε δύσκολη μέρα κι εκείνο το συμβάν ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Νωρίτερα είχε τελειώσει με τις εισπράξεις για λογαριασμό του τοπικού κάπο μάφια, μα δεν είχε σκοπό να τις παραδώσει. Καλή μπάζα για ν’ αρχίσει απ' το μηδέν κάπου μακριά. «Να την βγάλω καθαρή και γίναμε Μανάρι», ευχήθηκε και ρούφηξε δύο μεγάλες γουλιές από την πέρδικα που είχε κρυμμένη στο ντουλαπάκι. Μανάρι αποκαλούσε τον πύθωνα-κατοικίδιο που τη συγκεκριμένη στιγμή βρισκόταν κουλουριασμένος στο πορτ-μπαγκαζ. Οδηγούσε για ώρες χωρίς στάση μέχρι που τα βλέφαρά του άρχισαν να γέρνουν όλο και πιο συχνά και το αμάξι κάποιες φορές έχανε την ευθεία. Αποφάσισε να κάνει μια στάση για ύπνο στην πρώτη πόλη που θα συναντούσε, άλλωστε είχε απομακρυνθεί αρκετά χωρίς ν’ αφήσει ίχνη κι αισθανόταν πια ασφαλής. Νοίκιασε ένα δωμάτιο και πήρε μαζί το Μανάρι και τον πολύτιμο χαρτοφύλακα. Γδύθηκε, άφησε το ερπετό να αλωνίζει, έκρυψε τα λεφτά κάτω απ’ το κρεβάτι και κατάκοπος αποκοιμήθηκε πάνω στα κόκκινα σεντόνια.

Ο Οπισθογεμής έφτανε στη δουλειά πάλι αργοπορημένος με μάτια κόκκινα και πρησμένα. Το ίδιο τροπάρι από τότε που τον παράτησε εκείνος ο Ιταλός για μια γυναίκα, κάθε βράδυ έβλεπε ταινίες με χωρισμούς και λοιπές παπαριές και πλάνταζε στο κλάμα. Σήμερα η Ρουμάνα έλειπε και είχε καθήκοντα καμαριέρας. Κουνάμενος λυγάμενος μπαινόβγαινε στα δωμάτια για να αλλάξει σεντόνια, πετσέτες κλπ. Κοντοστάθηκε έξω απ’ το 66. Χτύπησε τρεις φορές, καμία απάντηση. Άνοιξε με το πασπαρτού και μπήκε. Το πτώμα του Tρόμπα κείτοταν πάνω στα φτηνά σεντόνια. Τυλιγμένο γύρω απ’ το λαιμό του το Μανάρι. Το πρόσωπό του είχε μελανιάσει και τα μάτια είχαν πεταχτεί ελαφρώς προς τα έξω. Ο Οπισθογεμής ταραγμένος κάλεσε τους μπάτσους. Δίπλα στη συσκευή του τηλεφώνου υπήρχε ένα πεντάευρο. Πάνω είχε μια μικρή πεντάλφα και στις δύο άκρες τους αριθμούς III και IV. Μια ανατριχίλα εξαπλώθηκε στο κορμί του. Το καβάτζωσε κι έτρεξε στη ρεσεψιόν να διαδώσει τα νέα. Όταν πια τέλειωσε η βάρδια πήγε κατευθειαν σπίτι στην απομόνωσή του αγκαλιά με τη μοναξιά. Καθισμένος στην πολυθρόνα αναπολούσε τις στιγμές με τον κάποτε εραστή του. Κρατούσε το ταληράκι σφιχτά στα χέρια όταν ευχήθηκε «Ας γινόταν να ακούσω για  μια τελευταία φορά την φωνή του...». Το κινητό άρχισε να δονείται. Το σήκωσε, «Μη με ενοχλήσεις ποτέ ξανά, θα την παντρευτώ» είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής και η κλήση τερματίστηκε. Σηκώθηκε, ακούμπησε το κινητό στο πάσο της κουζίνας, άνοιξε το παράθυρο και βγήκε στο περβάζι. Το χαρτονόμισμα πέταξε απ’ τα χέρια του, εκείνος άνοιξε τα φτερά του κι έκανε βουτιά στο κενό. Πέντε ορόφους πιο κάτω μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα λέρωνε το πεζοδρόμιο.

Ήταν αργά το απόγευμα Παρασκευής, τριγυρνούσε σαν φάντασμα από νωρίς στους δρόμους της πόλης κρατώντας στο χέρι μια νάυλον σακούλα με λίγα πορτοκάλια. Η πόλη φάνταζε πιο ωραία εκείνη τη μέρα, ίσως το χιόνι σε συνδυασμό με τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. Εκλιπαρούσε για λίγη γαλήνη στις σκέψεις του. Τον φώναζαν Εσπάνικο και κάποτε ήθελε να γίνει μεγάλος συγγραφέας. Έψαχνε όμως για έμπνευση σε λάθος μέρη και τελευταίως κάθε μονοπάτι που έπαιρνε έβγαζε σε αδιέξοδο. Το βιβλίο του στην φορμόλη. Τα βράδια φοβόταν να κοιμηθεί, δεν άντεχε άλλο εκείνους τους εφιάλτες. Προσπαθούσε να τους πνίξει στο αλκοόλ, ενίοτε σε καμιά ντρόγκα  και σε φτηνά γαμήσια. Χθες μέσα στην πλάνη του είδε όνειρο προφητικό. Έριξε λέει ένα στοίχημα με δέκα αγώνες του σαββατοκύριακου και το 'πιασε. Όταν ξύπνησε σημείωσε τους αγώνες αυτούς. «Ποτέ δεν ξέρεις καμιά φορά τι φάλτσα παίρνει η τύχη!» σκέφτηκε. Άναψε ένα λάκυ μαύρο, γύρισε την καύτρα προς το μέρος του και φύσηξε τον καπνό πάνω της. Κατευθυνόταν στο πλησιέστερο στοιχηματζίδικο όταν ξαφνικά κάτι ένιωσε στη σόλα του παπουτσιού. Χα! Πέντε ευρώ κολλημένα! Το σήκωσε από χάμω. Είχε στη μέση μια μικρή πεντάλφα. Δεν έδωσε σημασία  στο ρίγος ούτε και στον αριθμό IV στη μια άκρη. «Λάκυ στράικ;» ψιθύρισε.

Διάλεξε τους δέκα αγώνες προσεχτικά και έδωσε το δελτίο στην κοπέλα στον γκισέ. Είχε αποφασίσει να πληρώσει με το τυχερό χαρτονόμισμα. «Αυτό το δελτίο θα πάει ταμείο», είπε στην κοπέλα και της χαμογέλασε πονηρά σχεδόν σατανικά. Βήκε έξω και στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου κοιτώντας το ποσό που αναγραφόταν στο χαρτάκι, περίμενε ν’ ανάψει πράσινο για να διασχίσει την διάβαση. Οι διερχόμενοι περαστικοί δεν κατάλαβαν για ποιό λόγο έχασε ξαφνικά την ισορροπία του και βρέθηκε κάτω απο τις ρόδες του φορτηγού που περνούσε από μπροστά του. Το αίμα στην άσφαλτο μύριζε πορτοκάλι... «Ταίζω το φευγιό με δρόμο, εκείνο τρώει μα δεν χορταίνει-με κατατρώει» οι τελευταίες λέξεις στο βιβλίο του.

Την ίδια στιγμή η κοκαλιάρα μελαχρινή του στοιχηματζίδικου παρατηρούσε την πεντάλφα πάνω στο χαρτονόμισμα που της έδωσε ο μυστήριος εκκεντρικός τύπος. Το έψαξε λίγο ακόμα και δεν βρήκε κάποιο άλλο σημάδι  πάνω του. Δεν ένιωθε καθόλου καλά με τέτοια σύμβολα και σίγουρα δεν το θελε στο μαγαζί της. Είχε δει και κάτι εκπομπές περί μαύρης μαγείας και φοβόταν. Σκέφτηκε να το ανταλλάξει μ’ ένα άλλο. Έτρεξε λίγα δευτερόλεπτα μετά ξοπίσω του και αντίκρυσε το θέαμα εκείνο που θα της έμενε χαραγμένο στη μνήμη για πάντα. Τσαλάκωσε ταραγμένη το πεντάευρω και το πέταξε στον υπόνομο. Αυτό έκανε ένα σύντόμο ταξίδι στο νερό μέχρι που κόλλησε σε κάποιο σημείο στεγνό. Οι αρουραίοι που το μασούλησαν ψόφησαν στη στιγμή.

Στον δεύτερο παράλληλο δρόμο απ’ το σημείο του ατυχήματος, λίγα μέτρα πιο κάτω, ένας άντρας και μία κοπέλα επέστρεφαν σπίτι έπειτα από μια πορεία διαμαρτυρίας που ‘χαν πάρει μέρος. Εκείνη περπατούσε όλο χαρά, εκείνος βυθισμένος στις σκέψεις. Αναρωτιόταν αν είχε αρχίσει να γερνάει ή αν οι μπάτσοι όσο τα χρόνια περνούν βρίσκουν ολοένα και πιο δυνατά χημικά! «Οι πορείες συνήθιζαν να είναι η φωνή του λαού. Τις πότισαν όμως με βία και τρομοκρατία και εκφυλίστηκαν. Κάποτε κατέβαινε κόσμος και κοσμάκης, τώρα ψόφια πράγματα. Οι μπάσταρδοι έχουν βρεί την συνταγή και εμείς σαν κρετίνοι παίζουμε κάθε φορά το παιχνίδι τους. Διαδηλωτές-Προβοκάτορες-Μπάτσοι-Ξύλο-Μολότωφ-Δακρυγόνα. Τα ίδια και τα ίδια, σαπουνόπερα καταντήσαμε. Και γιατί στην τελική να κατέβει κανείς σε πορεία, ε; Για να του ανοίξουν το κεφάλι ή μήπως για να τον ψεκάσουν; Οι πορείες πέθαναν, τέλος. Ας κάνουμε κι ετούτη την κηδεία, τόσα και τόσα έχουμε θάψει. Νέους τρόπους διαμαρτυρίας αυτό χρειαζόμαστε, νέες ιδέες στις οποίες να πιστέψουμε -καινοτομίες ρε ζώα! Αφού βλέπουμε πως τα παλιά δεν πιάνουν, να εφεύρουμε νέα! Να ερημώσουμε για μια μέρα τις πόλεις να μην κυκλοφορεί ψυχή, να δώ τότε ποιός χαφιές θα πετάει μολότωφ και ποιόν θα δέρνουν τα μαλακιστήρια. Τίποτα ρε, να μην κυκλοφορήσει ψυχή για μία μέρα. Κάνείς για δουλειά, κανείς πουθενά. Η αποχή όταν γίνεται μαζικά είναι απ’ τα πιο δυνατά όπλα. Μαζικά όμως ρε κότες και βολεψάκηδες, μαζικά. Ξέρω γω; Ας μείνουν μια μέρα όλοι σπίτια. Να γαμάνε τις γυναίκες τους, να περάσουν χρόνο με τα παιδιά τους, να τρώνε, να πίνουν και να γελούν. Να ζήσουν για μια μέρα σαν άνθρωποι ρε γαμώτη κι όχι σαν ξύλινα στρατιωτάκια μ’ ένα ρολόι καρφωμένο στον εγκέφαλό τους. Δεν ξέρω, δεν είμαι κανένας ηγέτης απλή λογική χρησιμοποιώ. Και νέες ιδέες, φρέσκο πράγμα, βαρέθηκα τα τετριμμένα. Αφού τίποτα δεν αποδίδει ρε πια, τι σκατά κανείς δεν το βλέπει; Μα σε ποιόν να το πείς και να μην σε λιθοβολήσει. Πρώτος θα πιάσει την πέτρα ο αναρχικός, ο κομμουνιστής θα φέρει την σφεντόνα, ο σοσιαλιστής θα τεντώσει το λάστιχο και ο καπιταλιστής θα την εκτοξεύσει! Γαμημένοι! Ανθρώπινο γένος σου λέει, γένος κρετίνων έτσι θα ‘πρεπε να λεγόμαστε. Στο διάολο όλα.»

« Μωρό μου δεν τά 'σπασε η πορεία; ’Ηταν και πολύ γαμώ έτσι;», η φωνή της κοπέλας έβαλε φρένο στο ενδόμυχο και σιωπηλό  το παραλληρημά του.
Γύρισε και της χαμογέλασε... «θα φάς κι εσύ τα σκατά και θα μάθεις...ακόμα μικρή είσαι» είπε από μέσα του.

«Μωρό μου κοίτα τι βρήκα!» είπε εκείνη και του έδειξε ένα δελτίο στοιχήματος  μ’ ένα αξιοσέβαστο ποσό γραμμένο πάνω.
«Χμμμ κάποιος θα το ‘χασε σίγουρα, αυτοί οι αγώνες είναι αυριανοί και μεθαυριανοί»  της απάντησε. «Έχει κι ένα μικρό λεκέ από αίμα, να εδώ στην γωνία. Μα σα ν’ ανατρίχιασα για μια στιγμή...»
«Παράξενο κι εγώ όταν το ακούμπησα. Δηλαδή αν κερδίσει όλα αυτά τα  λεφτά θα γίνουν δικα μας;» ρώτησε με χαρά η κοπέλα.
«Ναι! Αν κερδίσει αυτά τα φράγκα θα γίνουν δικά μας!»
«Σούπερ!» ξεφώνισε γεμάτη ενθουσιασμό η νεαρή. «Τότε εύχομαι να κερδίσει! Εσύ τί εύχεσαι μωρό μου;» τον ρώτησε.
«Να γίνουν όλα στάχτη μπας κι αναγκαστεί να κατεβάσει κάτι νέο η κούτρα μας» αποκρίθηκε εκείνος.
«Τί;»
Άσε, τίποτα.» της είπε κι έβαλε στην τσέπη το δελτίο με τα χιλιάδες νέα χαρτονομίσματα και τίς χιλιάδες σάπιες ευχές πρός κυκλοφορία.

P.S. : stop wishing start acting...                                                                                                                                                                        

J.H.