Top menu

"Οδός Πόλεως 28 του Απόστολου Θηβαίου

 
Από την ποιητική συλλογή "Οδός Πόλεως 28" του Απόστολου Θηβαίου, που θα κυκλοφορήσει αυτή την εβδομάδα από τις Εκδόσεις Χάρη Πάτση.
 
*


ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Περνά η Κυριακή μες από τον ήλιο και στερεύει η μέρα.
Στο τζάμι ακολουθείς το διάφανο σημάδι της βροχής.
Το δρύινο γραφείο με τη θλιμμένη προτομή, ο καθρέφτης με τη βαθιά
συνείδηση, οι ίσκιοι που διαπερνούν τα χαλάσματα.
Όλα τούτα στοιβάζονται στους πάγκους των φθινοπώρων.
Σε λίγο καιρό, θα ριζώσει η παγωνιά μες στα ολόφωτα δωμάτια των
αρχαίων κάστρων και θα απομείνει σκουριασμένη η άγκυρα στης
ελπίδας το πετρωμένο σώμα.
Σε λίγο θα ξεσπάσουν μανιασμένες  οι θρυλικές, σιωπηλές σου μάχες
και η μοίρα, η μοίρα λέω,  θα λάβει την περίφημη θέση της.

ΞΕΦΤΙΑ

Μαρκίζες, φωτεινές επιγραφές , προσκλητήρια , συνθήματα
ξεθωριασμένα από κίτρινες, μονότονες βροχές.
Η μαρέα  της πόλης φορτωμένη ακάτια που έχουν τα  εμπρόσθια
φανάρια τους βαριά.
Κάτω από το χαλασμένο φανοστάτη ο ναύτης του Τσαρούχη με θλίψη
ζεϊμπέκικη κεντά όλο ευλάβεια τη σάρκινη, ακριβή περιβολή του.
Φορεί τη νύχτα με τα στρας η πόλη και στα ξενυχτάδικα του Σαββάτου οι
ψάθινες, αδειανές καρέκλες στασίδια μοιάζουν σε ναούς που δεν
αλυχτούν πια μήτε προσευχές, μηδέ κατάρες.
Σπάει ο καθρέφτης των ματιών σου και στάζεις φιλιά.
Θα σε ζητήσω στα μνήματα που ανθίζουν πλάι σε οδούς εθνικές, θα σε
γυρέψω στους παλιούς , ανύσταχτους καφενέδες των
επαρχιακών πόλεων.
Στην καύτρα του διαβάτη καίγεται η αγωνιώδης πεποίθησή σου και ο
Πιερ στα προάστια επιμένει αρρωστημένα.
«Στο άγγιγμα ξεφτίζει ο έρωτας, αγόρι μου.»

ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ


Τα πέτρινα, ερωτικά αγάλματα της πόλης , ανταμώνουν στο ασκητικό
πεδίο κάθε που υψώνεται το κάτωχρο, βασιλικό άστρο της
Αφροδίτης.
Με νύχια τανυσμένα, τραχιά, σκάβουν βαθιά στα άψυχα  κορμιά,
αναζητώντας μια στάλα σάρκας, αποζητώντας σπαραχτικά τη
διακριτική εκείνη, ηδονική οσμή της ανθρωπιάς.
Στις σκοταδιασμένες πλατείες και στους υγρούς, ολοσκότεινους
δημόσιους κήπους, τα πέτρινα , ερωτικά αγάλματα της πόλης
μοιράζονται πρόστυχες, φωτεινές στιγμές, σαν εκείνες που
επαναλαμβάνονται ακατάληπτα μες στις λερές κάμαρες, με τις
βαθιές ρωγμές στους τοίχους τους μεσιανούς και τα άδεια
πρόσωπα.
Τα πέτρινα, ερωτικά αγάλματα φορούν την ευπρέπεια σαν χαράζει η
μέρα, σιωπούν δύσκαμπτα, καθώς στολίζουν τις προσόψεις των
αρχαϊκών κτιρίων, παραδέρνονται από εφήμερες, κίτρινες βροχές
και συλλογίζονται με θρήνο σιγαλινό τις ανέραστες, ατέλευτες
ώρες.
Τα πέτρινα, ερωτικά αγάλματα της πόλης  αναθιβάζουν (1) τα νεκρά,
ολόγιομα φεγγάρια χειμώνων περαστικών, στυλώνονται
ασάλευτα στα ακράνυχα και δοκιμάζουν βουβά, την αστείρευτη μοναξιά
του πηγαδιού.

ΣΙΩΠΗ


Μίλα μου με σιωπή, σαν εκείνη που επιζεί μες στην άφραστη παλαιότητα
κάποιας θερμής νυκτός.
Άγγιξε το πρόσωπό μου με σιωπή, όμοια με ετούτη που χαράζουν χέρια
ερωτευμένα σε ανύσταχτα κορμιά τις ώρες της αναπλάσεως των
εφήμερων, ερωτικών σπασμών..
Κοίτα με σιωπή, σαν αυτή που φορούν τα αδειανά βλέμματα των
εράσμιων, φερέγγυων αγαλμάτων, καθώς συνωστίζονται σε
προσόψεις και αίθουσες μουσειακές.
Και ύστερα, με μια κραυγή σύθρηνη, σπαραχτική κοινώνησέ με τον
πάνσεπτο, αρχαίο λόγο των σπασμένων βωμών, των φιλέρημων
ιερατείων.
Τούτη η σιωπή χίλιες φωνές σταλάζει.
Περισσεύματα πάθους, φθαρμένα, κουβαλά και όλο εντείνεται.

ΦΟΡΕΣΙΑ


Ψιθυρίζει το φθινόπωρο νεκρό στο ρημαγμένο δρόμο.
Σαπίζουν τα φύλλα , σαν το γλυκό του βάζου που μετρά στόματα
αδηφάγα και σοδειές περασμένες, αδιάθετες.
Τι λύπη να νιώθει άραγε εκείνο το λυγερόκορμο κορίτσι στην πλατεία με
τα αδειανά χέρια και τη δειλή κραυγή που όλο γερνά, φορώντας
μια φθαρμένη άνοιξη.
Ο σκύλος οσμίζεται το κρέας και αλυχτά χαρούμενος πίσω από τις
πυκνές φυλλωσιές, με το φίδι και τη λάσπη να κυλούν στις φλέβες
του.
Θολό το τζαμωτό και πάει καιρός που δεν χωρούν πια εκεί τα ονόματα
και οι δαχτυλικές σου ζωγραφιές.

ΤΕΛΕΤΑΙ

Καταρχάς θα περισυλλέξω από το τραπέζι τα ψίχουλα των προσδοκιών.
Θα τακτοποιήσω το μικρό δώμα με τη θέα προς το μεγάλο δρόμο, εκείνον που

ορίζεται από διαβάτες θλιμμένους, ανθρώπους νικημένους, ανθρώπους που
πάντα ακολουθούν την πορεία ενός ξυπόλητου, βρώμικου νερού.
Θα περπατήσω πλάι στη σιωπή, κάτω από ντροπιασμένα φώτα, δίπλα σε
σφραγισμένα πηγάδια και λάβαρα κατεστραμμένα, λησμονημένων επετείων.
Σαν γονατίσει η αυγή πάνω στα ανθρώπινα είδωλα θα επιστρέψω ξανά στη
σκοτεινή κάμαρη με τις αρχαίες δημιουργίες και τους λυπημένους τοίχους.
Θα κοιτάξω για άλλη μια φορά το παραμορφωμένο παραπέτασμα του κόσμου
μέσα από τις μυριάδες ψηφίδες κάποιας κίτρινης βροχής.
Με τρόπο σεπτό και ταπεινό, άλλη μια από εκείνες τις νύκτιες τελετές της
αθωότητας θα λάβει τέλος.
Η νύχτα τότε, κατάκοπη από τις ύποπτες λατρείες και τους αδιέξοδους έρωτες,
θα σωριαστεί πλάι σε σώματα ασάλευτα, σώματα επερχόμενων ημερών,
νεκρών απογευμάτων.
 

«αναθιβάζω»= θυμάμαι

Ο Απόστολος Θηβαίος είναι συγγραφέας και ποιητής. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες ποίησης, ενώ έχει εκδώσει : τη νουβέλα «Νόμισμα στην Όχθη» (Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, 2008), το παιδικό - θεατρικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους «Πολύχρωμο Θάρρος» (Εκδόσεις Μιχάλης Σιδέρης, 2009), και το μυθιστόρημα «Mendizabal» (Εκδόσεις Μιχάλης Σιδέρης, 2010).