Top menu

"Ποιήματα" του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς

Ποιήματα του William Butler Yeats, μτφρ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος - Θωμάς Τσαλαπάτης, Εκδόσεις Εκάτη
 
Θα κυκλοφορήσει μες στον Οκτώβριο του 2011
Ο Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς (Δουβλίνο, 1865- Μεντόν Γαλλίας, 1939) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα. O «μεγαλύτερος ποιητής του καιρού μας – σίγουρα ο μεγαλύτερος από όσους έγραψαν στη δική μας γλώσσα και απ’ όσο μπορώ να κρίνω, σε οποιαδήποτε άλλη», σύμφωνα με τον Τ. Σ. Έλιοτ, ο Γέητς δημιούργησε ταυτόχρονα ως θεατρικός συγγραφέας, και δοκιμιογράφος, έγραψε διηγήματα και πεζά, συνέθεσε ανθολογίες, ενώ υπήρξε ιδρυτής του Abbey Theatre (του εθνικού θεάτρου της Ιρλανδίας), της Ιρλανδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και μέλος της πρώτης ιρλανδικής Γερουσίας. To 1923, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία.

Η τέχνη του περιέγραψε τον ιρλανδικό κόσμο, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε κάτι που ελάχιστες καλλιτεχνικές εκφράσεις μπορούν να διεκδικήσουν: τη μέγιστη συμβολή της στην ιρλανδική συνείδηση και ταυτότητα, στον τρόπο που η ίδια η Ιρλανδία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Ο Γέητς αποτελεί επίσης μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις, όπου μέσα στο έργο του συναντάμε την επίτευξη της παγκοσμιότητας, μέσα από μια διαδικασία εστίασης στο απόλυτα τοπικό και, συγκεκριμένα, στο απόλυτα ιρλανδικό.

Οι ρυθμοί, οι τόνοι και η μουσικότητα των στίχων του, ένα σπάνιο επίτευγμα λυρισμού και ποιητικής ουσίας, διηγήθηκαν με τρόπο μοναδικό το καλλιτεχνικό του σύμπαν: η ιρλανδική μυθολογία, ο θεοσοφισμός και η μεταφυσική, που αργότερα μετατράπηκαν σε προσωπική φιλοσοφία και εσωτερικό σύστημα, η ταυτότητα και η προσπάθεια της Ιρλανδίας για ανεξαρτησία, αλλά και συμβάντα της καθημερινής ζωής, όπως ο απελπισμένος έρωτας, η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στη φθορά, η αισθητική ανάταση και η σχέση του ανθρώπου με τη φύση αποτέλεσαν ψηφίδες ενός πολλαπλού –πλην όμως, συμπαγούς– έργου, ταυτόχρονα.

Ήδη από τις πρώτες του δημοσιεύσεις, ο Γέητς εντάσσει τον εαυτό του ως συνεχιστή της παράδοσης των μεγάλων μεταφυσικών ποιητών της αγγλικής γλώσσας. Ξεκινώντας από τον Μπλέηκ, τον Σβέντενμποργκ και τους νεοπλατωνιστές, ο ποιητής θα περιπλανηθεί σε μια σειρά από μυστικά τοπία, αντλώντας  σκέψεις και εικόνες, από διαφορετικές κουλτούρες, μυθολογίες και παραδόσεις. Και αν στα πρώτα του κείμενα, ο συγκρητισμός αυτός γίνεται ορατός ως ένας μωσαϊκός συνδυασμός, όπου οι διαφορετικές επιρροές είναι εμφανείς ταυτόχρονα , στην περίοδο της ωριμότητάς του, θα καταφέρει να αποδώσει, με τους όρους μιας συγκροτημένης λογοτεχνικά σύνθεσης, μια μεταφυσική που περιέχει όλες τις μεταφυσικές, ένα ενιαίο σώμα και ένα όραμα συλλογικό, βγαλμένο από την ανθρώπινη ψυχή του κόσμου.

Πάνω σε αυτή τη μεταφυσική, ο Γέητς καλλιέργησε μια σειρά από ποιητικές εικόνες: συμβολικά κλειστές με τις πολύπλοκες αναφορές τους και ταυτόχρονα αισθητικά διαυγείς και ξεκάθαρες. Το απλό υπάρχει σε συγχρονία με το σύνθετο. Η πιο απλή αναφορά σε ένα ρόδο, έναν κύκνο, ένα δαχτυλίδι ή το σχήμα ενός κύκλου, αποτελεί παράλληλα και χρήση ή επινόηση ενός συμβόλου – μυστικού, μυθολογικού ή αυστηρά προσωπικού.
 
Η λογοτεχνική διαδρομή του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη μετάβαση από τον παλαιό κόσμο και το γερασμένο ρομαντισμό της βικτωριανής περιόδου στη νέα ποίηση και το μοντερνισμό με τους όρους που αυτός θα επιβληθεί από τις δύο επόμενες αγγλόφωνες λογοτεχνικές γενιές (Έλιοτ, Πάουντ, Όντεν, Σπένσερ). Το έργο του, ακριβώς λόγω της μεταιχμιακής του θέσης, αποτελεί μια δίοδο του σύγχρονου προς έναν κόσμο παλαιό, προς ένα σύνολο διαθέσεων και αισθήσεων που μοιάζουν να έχουν εκλείψει.  Η σημαντικότερη, όμως, συμβολή του είναι το ίδιο το καλλιτεχνικό  του παράδειγμα, η προσπάθειά του να τονίσει τη σημασία της τέχνης στον προσδιορισμό της ανθρώπινης διάστασης, και κυρίως το ιδανικό της ποιητικής ζωής. Γιατί ο Γέητς δεν δημιούργησε απλώς μια ποίηση απόλυτα ζωντανή, αλλά πολύ περισσότερο, τη λογοτεχνική έκφραση ενός  τρόπου ζωής, ενός τρόπου που μπορεί να βιωθεί αποκλειστικά μέσα από την ποίηση.
Θωμάς Τσαλαπάτης

Όχι άλλη Τροία
Tι φταίει αυτή που γέμισε τις μέρες μου
Με θλίψη, τι φταίει αυτή που -τώρα τελευταία-
Δίδαξε στους αδαείς τούς πιο βάναυσους τρόπους
Και τα στενά να παίρνουν για λεωφόρους, τι φταίει
Αν δεν έδεσε αρμονικά το θάρρος τους με την επιθυμία;
Tι άλλο θα της χάριζε γαλήνη; Δεν εξάγνιζε
Η ευγένεια το μυαλό της σαν άσπιλη φωτιά;
Δεν ήταν όμορφη σαν τόξο τεντωμένο,
Πράγμα παράξενο, αφύσικο σ' αυτήν την ηλικία;
Δεν έδειχνε αυστηρή, απόμακρη και αριστοκρατική;
Tι άλλο να 'κανε τέτοια που ήταν;
Mήπως υπήρχε -να την κάψει- κι άλλη Tροία;

(Το πράσινο κράνος και άλλα ποιήματα, 1910)
Μτφρ.: Μ.Π.

Ένα παλτό
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Απ’ τη φτέρνα ώς το λαιμό.
Μ’ άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν,
Στου κόσμου τα μάτια                                                           
Φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν.
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ,
Να περπατάς γυμνός.

(Ευθύνες, 1914)
Μτφρ.: Θ. Τσ.

Οι αγριόκυκνοι στο Κουλ
Όμορφα τα δέντρα το φθινόπωρο,  
Ξερά τα μονοπάτια,
Κάτω απ’ του Οκτώβρη το λυκόφως, το νερό
Καθρεφτίζει έναν αρυτίδωτο ουρανό.
Και στης λίμνης τα χείλη, ανάμεσα σε πέτρες και νερά,
Πενήντα κύκνοι βρίσκονται και εννιά.
Τα δεκαεννιά φθινόπωρα με ’φτάσαν
Από τότε που άρχισα να τους μετρώ
Και πριν καλά καλά το μέτρημα τελειώσω,
Είδα ξάφνου το βουερό τους το φτερό
Να τους σηκώνει σε μεγάλα δαχτυλίδια,
Λίγο πριν σκορπίσουν, ψηλά στον ουρανό.
Τα μάτια μου έχουν δει τα υπέροχα αυτά πλάσματα
Και έκτοτε η καρδιά μου είναι πικραμένη.
Όλα έχουν αλλάξει από κείνη τη φορά
Όταν στην όχθη, μέσα στο  λυκόφως, τους άκουσα.
Και ο χτύπος των φτερών τους ψηλά στον ουρανό,
Έκανε το βήμα μου στη γη πιο ελαφρό.
Ακούραστοι εραστές και ερωμένες
Παίζουν στα παγωμένα τα νερά,
Στο ήρεμο το ρέμα ή σκαρφαλώνουν ουρανούς
Οι καρδιές τους δεν γεράσαν,
το πάθος και η κατάκτηση μαζί τους ταξιδεύουν,
και στο ταξίδι τους, γλυκά τους προστατεύουν.
Μα τώρα τριγυρνούν στ’ ακίνητο νερό,
Με μυστήριο λουσμένοι κι ομορφιά
Σε ποια καλάμια ανάμεσα θα χτίσουν τις φωλιές τους;
σε ποια όχθη, σε ποια κρήνη
και ποιων ανθρώπων θα ομορφαίνουν τη ματιά,
όταν ξυπνήσω μια μέρα και δω πως ’φύγαν ξαφνικά;

(Οι αγριόκυκνοι στο Κουλ, 1919)
Μτφρ.: Θ. Τσ.

Πάσχα 1916

Τους συναντούσα κλείνοντας η μέρα
-Πρόσωπα ζωντανά- καθώς
Έρχονταν απ' το γραφείο ή τη θυρίδα
Μέσ' από γκρίζα σπίτια του δέκατου όγδοου αιώνα.
Περνούσα νεύοντας το κεφάλι
Ή κάποια ανούσια φράση από ευγένεια*
Κι άλλοτε χασομερούσα κι έσερνα
Κάποια ανούσια φράση από ευγένεια
Κι έπειτα σκεπτόμουν καμιά
Αστεία ιστορία, κάνα πείραγμα
Για να ευχαριστήσω την παρέα
Γύρω απ' τη φωτιά, στη λέσχη
- Βέβαιος πως τόσο αυτοί όσο κι εγώ
Κατοικούσαμε μια χώρα παρδαλών:
Μ' άλλαξαν τα πάντα, άλλαξαν εντελώς:
Κι η τρομερή ομορφιά γεννήθηκε.

Κι αυτή η γυναίκα: οι μέρες της ξοδεύτηκαν
Σ' αυτό που λέμε καλή θέληση και τίποτα δεν ξέρει*
Κι οι νύχτες της σε τσακωμούς και διαφωνίες
Ως που η φωνή της τσίριζε μια κοφτερή λαλιά.
Κι όμως, υπήρχε πιο γλυκιά φωνή απ' τη δική της
Όταν -στα νιάτα και την ομορφιά της-
Έβγαινε με τα κυνηγόσκυλά της;
Κι αυτός - κρατούσε ολόκληρο σχολείο
Κι ανέβηκε στον φτερωτό μας Πήγασο*
Κι ο άλλος: -φίλος του και βοηθός-
Πέρασε στην εξουσία του*
Στο τέλος, θα γινότανε γνωστός:
Τόσο ευαίσθητη έμοιαζ' η φύση του
Κι ο στοχασμός του εξίσου γενναίος κι ευγενικός.
Kι ο τρίτος -που ονειρεύτηκα-,
Μέθυσος και ματαιόδοξος αγροίκος,
Αδίκησε κατάφωρα εκείνους
Που είχα στην καρδιά* κι όμως,
Στο ποίημά μου κι αυτόν τον μνημονεύω.
Kι αυτός από τον ρόλο του
Στην καθ' ημέρα κωμωδία παραιτήθηκε.
Kι αυτός με τη σειρά του άλλαξε,
Μεταμορφώθηκε εντελώς:
Κι η τρομερή ομορφιά γεννήθηκε.

Καρδιές που τρέφουν έναν και μόνο στόχο
Σκληραίνουν πέτρα χειμώνα-καλοκαίρι
Και φράζουν το ποτάμι.
Τ' άλογο που φτάνει από τον δρόμο,
Ο καβαλάρης, και τα πουλιά φτεροκοπούν
Γκρεμούς τα σύννεφα - κι αυτά
Αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη*
Μια σκιά το σύννεφο κυλάει με το ποτάμι
Κι αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη*
Μια οπλή γλιστράει στην επιφάνεια
Και τ' άλογο ξεχύνεται στα νερά*
Δες: βουτάν οι νερόκοτες το κεφάλι,
Τα θηλυκά καλούν τ' αρσενικά -
Ζουν τη μια στιγμή μετά την άλλη:
Κι η πέτρα σκληραίνει καταμεσής στο ποτάμι.

Η επί μακρόν θυσία
Φτιάχνει πέτρα απ' την καρδιά.
Ω, μα πότε θα σημαίνει πως αρκεί;
Αυτό 'ναι μέρισμα των Ουρανών* και το δικό μας:
Να ψιθυρίζουμε το 'να όνομα μετά το άλλο -
Πώς η μητέρα προφέρει τ' όνομα του παιδιού της
Μόλις ο ύπνος έλθει
Σε μέλη που έτρεξαν τρελά όλ' την ημέρα.
Τι 'ναι αυτό, αν όχι σούρουπο;
Όχι, όχι, όχι νύχτα, μόνο θάνατος*
Τελικά, αποδείχτηκε άχρηστος;
Εφόσον η Αγγλία τηρεί τα πιστεύω της
Παρ' όσα έγιναν κι έχουν λεχθεί.
Γνωρίζουμε τι ονειρεύτηκαν* γνωρίζουμε αρκετά
Για να εννοήσουμε τα όνειρα και τον θάνατό τους.
Tι κι αν η απροσμέτρητη, η υπερβολική αγάπη
Τούς άφησε εμβρόντητους μέχρι που πέθαναν;
Θα το πω σε μια στροφή:
Ο Mακ Nτόνα κι ο Mακ Mπράιντ,
Ο Kόνολλυ κι ο Πηρς,
Τώρα και εις τον άπαντα αιώνα,
Κατ' όπου το πράσινο κυριαρχεί,
Αλλάζουν, αλλάζουν εντελώς:
Κι η τρομερή ομορφιά γεννήθηκε.


(Ο Μάικλ Ρόμπαρτς και η Χορεύτρια, 1921)
Μτφρ.: Μ.Π.