Top menu

Κάτια Γκορετσάν: Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου

κάτια-γκόρετσαν

photo © Στράτος Προύσαλης

Mεταφράζει η Αγγελική Δημουλή

Η Katja Gorecan γεννήθηκε το 1989 σε ένα χωριό της Σλοβενίας το Τσέλιε.

Σε ηλικία 17 ετών δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο "Άγγελοι με κοινή καταγωγή". Το 2011 πραγματοποίησε την πρώτη της έκθεση ζωγραφικής με τίτλο "Το έτος της γάτας" στη Λιουμπλιάνα. Η δεύτερη αυτοβιογραφική συλλογή ποιημάτων της "Τα βάσανα της νεαρής Χάννα" επιλέχθηκε να συμμετέχει στην 15η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών στη Ρώμη και ήταν υποψήφια για το βραβείο Γιένκοβα Ναγκράδα. Η Κάτια συμμετείχε μαζί με 120 καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο στην Δανέζικη Εβδομάδα Σχεδίου. Έχει ζωγραφίσει τον δικό της "Τοίχο της Τέχνης" στη Σρι Λάνκα και ετοιμάζει τη νέα της έκθεση ζωγραφικής στη Βιέννη με τίτλο "Ταξιδεύω τον κόσμο".

Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία και εργάζεται για στο φεστιβάλ Πράνγκερ οργανώνοντας παιδικά και νεανικά προγράμματ για τις Σλοβένικες Μέρες Βιβλίου. Γράφει άρθρα για το φεμινιστικό θέατρο. Το θεατρικό της έργο "Φρίντα" επελέγη να παρουσιαστεί στο φεστιβάλ Ούρσκα. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα μαλτέζικα, στα ισπανικά, στα βάσκικα, στα ελληνικά, στα γαλλικά, στα τσέχικα, στα σλοβάκικα, στα κροάτικα και στα ουκρανικά.

**

Γράμμα στην απόστασή μας

Σήμερα το φεγγάρι είναι ολόγιομο στον ουρανό
Και πραγματικά δεν έχω ιδέα προς τα πού πάω
Πού να είμαι
για να υπάρξω
σαν άνθρωπος
σαν γυναίκα

Αλλα θυμάμαι
ότι σε βρήκα στο βυθό της θάλασσας
τα μάτια σου
τα χέρια σου
το δέρμα σου
τα πόδια σου
την καρδιά σου

κάθε κομμάτι σου
ήταν άλλο ένα κομμάτι από ‘μένα

και αν
σα γυναίκα
θα μπορούσα να διαλέξω ζωή
θα ‘ταν μια ζωή
χωρίς τόση απόσταση

**

Ποίημα για τον γείτονά μας

Γείτονας/πριν πολλά χρόνια
βίασε στο δάσος/ κορίτσι με πνευματικές/
διαταραχές/

πριν από ένα χρόνο περπατούσε στο χωριό/
αδυνατισμένος και κατεστραμμένος από το ποτό/ τα κόκκαλα να φαίνονται απ’ το σώμα/
είχε θολά μάτια και δεν ήξερε πώς να μιλήσει/ η μητέρα μαγείρευε το φαγητό/
του το πήγα/δεν φοβόμουν τόσο όσο παλιότερα/όσο θυμάμαι/
όταν φώναζε στη γυναίκα του/σκύλα σκύλα/σάπια/πέθανε
μερικά χρόνια αργότερα/νεφρική ανεπάρκεια

**

Το σπίτι ήταν χάλια παντού σκατά και ούρα
καθάριζες πατάτες και το σκυλί γάβγιζε απ' την πείνα

τη νύχτα πήγε στο κρεβάτι/ χτύπησε με το κεφάλι στο έδαφος/
και πέθανε/δεν άφησε τίποτα/στον γιο του/
παρά μια παρηκμασμένη φάρμα και /υποχρεώσεις

Τον είδα/περνάει απ’ το χωριό με το παλιό του μοτοποδήλατο/
πάντα τον χαιρετάμε/ ο πατέρας του τον χτυπούσε σαν
μπάσταρδο/πριν πέσει απ’το κρεβάτι/τον απείλησε μ’ ένα τσεκούρι/
θα σου κόψω το κεφάλι/

σαν παιδιά παίζαμε πολύ/κάποιοι πήγαιναν σχολείο/
κάθε μέρα ως το εικοστό του έτος/ έφτυνε αίμα

**

Σαν δυο σταγόνες στον ωκεανό

Αν με βρεις και σε βρω κι εγώ,
σου υπόσχομαι πως μαζί σου θα μείνω,
στις αυπνίες σου.
Κι έτσι θα αναδυθώ ανάμεσα σε δαίμονες-μαύρες σκιές,
που θα περιφέρονται ανάμεσα σε δύο σώματα.
Γιατί τώρα ξέρω ότι πρόκειται μόνο για σκιές.
Στο υπόσχομαι ότι δε θα φύγω όταν θα νιώσω
άρρωστη- βρώμικη-σπασμένη-άσχημη-αηδιαστική-
κατώτερη ζωή κι αν δεις τα μάτια μου
να γεμίζουν από φόβο
υποσχέσου μου ότι δε θα με καταδικάσεις
ούτε θα με απεχθάνεσαι αλλά θα καταλάβεις ότι φοβάμαι.
Όταν είμαι μόνο κόκκαλα και κουρασμένη, Ηambre del alma,
όταν το πρόσωπό μου εξαφανίζεται και πια
δε βλέπεις τίποτα σε μένα,
όταν θ’ αλλάξω τη μέρα με τη νύχτα,
περιφερόμενη στα δάση,
όλοι θα με χλευάζουν και
θα σε προειδοποιούν
Φύγε, φύγε!
Αλλά θα πρέπει να μείνεις. Θα ξαναβάλεις τη σάρκα στα κόκκαλά μου.
Αν με βρεις θα σε βρω κι έτσι θα συναντηθούμε•
Ξέρω ότι αν δε ζω σαν κι εσένα δε σημαίνει ότι ζω
ή ζεις με τον λάθος τρόπο.
Σημαίνει ότι ζούμε όπως κάθε άνθρωπος που αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Και μετά φτάνουν las muertes grandotas,
θα σφίξω τα χέρια μου κι εσύ θα με κρατήσεις,
και τότε δε θα νιώθουμε ούτε φόβο ούτε τίποτα.
Θα πέσουμε σα δυό σταγόνες στον ωκεανό.

**

Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου

Και πήγαμε τον παππού στο γηροκομείο.

Όταν πήγαμε να τον επισκεφτούμε με την αδελφή μου
στάθηκα στο ασανσέρ και είπα:
δε μπορώ, δε μπορώ να τον δω. Πάω σπίτι.
Η αδελφή μου, εννοείται μεγαλύτερη, μου κράτησε το χέρι και είπε-πάμε μέσα.

Περπατήσαμε σ’ έναν λευκό χώρο.
Ο παππούς που τον αγαπάω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου,
ήταν εκεί σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
Ένας άνθρωπος που δούλεψε όλη του τη ζωή και αγάπησε τα δάση τακτοποιώντας με τόση λεπτομέρεια τα κλαδιά.
Σήμερα, αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά μου.

Και στάθηκα εκεί-νευρική και χεσμένη απ’ το φόβο- και ήθελα να του ζητήσω να μην πεθάνει αλλά δε θα μ’ άκουγε,
γιατί ήταν πάντα τόσο πολύ πεισματάρης και ούτε που θα ‘θελε ν’ ακούσει για βοήθεια.
Σκέφτηκα ότι τα μάτια μου θα πέσουν απ’το βάρος των δακρύων και είπα:
Γύρνα τον στον ήλιο.
Η αδελφή μου κι εγώ κλαίγαμε και κρατούσαμε τα χέρια του,
κι εκείνος ήταν απλώς εκεί, ήρεμος, ήσυχος, με τα μάτια κλειστά.
Πώς να του πω τώρα : λυπάμαι για όλες τις φορές που τις ξόδεψα με φλυαρίες,
λογομαχίες και άλλες παρόμοιες βλακείες;
Πώς να του πω τώρα: ντρέπομαι που δεν αφιέρωσα αυτόν το χρόνο στην αγάπη;
Πώς να του πω ο,τιδήποτε όταν δε μπορεί να με ακούσει και βρίσκεται κλεισμένος σ’ ένα άδειο, κρύο δωμάτιο;
Πώς να του πω ότι φεύγουμε ή πώς να του πω τώρα ό, τιδήποτε;

Σε τέτοιες στιγμές
η ποίηση για μένα δε σημαίνει τίποτα, βασικά, τίποτα περισσότερο:
Όταν τον κρατάω αγκαλιά
Όταν κρατάς τα παγωμένα χέρια και τα πιέζεις
Όταν προσπαθώ να του βάλω ένα πουλόβερ
Όταν γέρνω πάνω του κι εκείνος με φιλάει
Όταν του κάνω μασάζ στο σβέρκο
Όταν τον σηκώνουμε με την αδελφή μου και τον βάζουμε στην αναπηρική καρέκλα
Όταν τον ταίζω μ’ ένα κουτάλι και του δίνω να πιει
από τότε που δε μπορεί να κρατήσει με τα χέρια του το ποτήρι
Από τότε που έπεσε δίχως συναισθήματα στο λευκό κρεβάτι
Από τότε που πεθαίνει και δε μπορώ να κάνω τίποτα
για να τον προειδοποιήσω, γιατί δε μπορώ να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτόν
ώστε να τον κρατήσω ζωντανό, δε μπορώ και δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.
Ο Γιάνες πεθαίνει. Ο παππούς μου πεθαίνει
και τώρα ακριβώς
για πρώτη φορά
τον αγγίζω με τα χέρια μου.

**

Ποίημα για τη γιαγιά μου

Η γιαγιά κλαίει ακόμα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις/η γιαγιά κλαίει ακόμα/
όλες αυτές οι αναμνήσεις/είπε κάποιος/είναι όνειρο/είπε κάποιος άλλος/η γιαγιά
κλαίει ακόμα/είπε/ήταν τόσο δύσκολο έμεινα μόνη με τη μητέρα μου/μπράβο γιαγιά/
ο αδελφός δολοφονήθηκε στο δάσος επειδή έσφαζε βόδια/ από συμμορία Νάνων/τον πατέρα τον έσυραν στο έδαφος ως το καλάθι και τον πήραν μακριά/ ήταν τόσο δύσκολο/ είπε η Γιαγιά/κανείς δεν τόλμησε να έρθει στο σπίτι μας/

ο πατέρας φυλακίστηκε στην παλιά φυλακή που τη λένε stari pisker/ τον έδειραν/τον ανέκριναν/η καλή γιαγιά τον επισκεπτόταν/στην ψυχιατρική κλινική/τρελός/όχι άνθρωπος/σα σκουπίδι/η γιαγιά κλαίει ακόμα/έχουν περάσει πολλά χρόνια/και τώρα που ‘χει χαθεί η μνήμη/θυμάται μόνο τις απώλειες/

η καλή γιαγιά ονειρεύεται στο δάσος/μακρά νύχτα και νεκρός θάνατος στην πόρτα σου/στη βαθιά νύχτα τρέχω μακριά απ’ τη μαύρη σκιά που δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ/κάποιοι από ‘μας ποτέ δε θα κοιμηθούν ήρεμα/εφιαλτής όταν περπατώ στο νοσοκομείο και ψάχνω για άδεια σώματα/σώματα θανάτου/σώματα που ποτέ δεν κάηκαν/το δάσος κλαίει/καλεί τα φαντάσματα/το δάσος κλαίει/αγκαλιάζω τη γιαγιά/όταν μαζεύουμε λεβάντες μπροστά απ’το σπίτι της/περιπλανιέμαι στο δάσος/εκεί που χάθηκαν/ο χάρτης χάθηκε/η μαύρη σκιά μεγαλώνει/διατάζει να την πιάσει/να τη σκοτώσει/να τη σφάξει/ βρύση/και μετά ξεκινά η βροχή στο δάσος/δεν υπήρξε τίποτα εδώ/μετά κοιμήθηκα ήρεμα/το κομμένο δέντρο/και η γιαγιά συνέχιζαν να κλαίνε