Ιδέες αλεξίσφαιρες : Ο Τάσος Ρήτος γράφει για την Πάκυ Βλασσοπούλου
Σάββατο 14 Μαΐου
18.00 – 24.00ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Τα αντικείμενα λένε την ιστορία σου
18.00 – 24.00ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Τα αντικείμενα λένε την ιστορία σου
«Το μεγάλο ριφιφί» του Φράνκο Ρεστέλι, Μουσείο Βοστόνης 1990
κείμενο της Πάκυ Βλασσοπούλου
κείμενο της Πάκυ Βλασσοπούλου
Το βιβλίο αναφέρεται σε δύο από τις μεγαλύτερες ληστείες όλων των εποχών.
Η δεύτερη είναι του Μουσείου της Βοστόνης. Τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου 1990, και λίγες ώρες μετά το τέλος των εορτασμών του Αγίου Πατρικίου, δύο άντρες με στολή αστυνομικών χτύπησαν την πόρτα του Μουσείου. Παρά τους κανόνες ασφαλείας, οι φρουροί του μουσείου άνοιξαν ανυποψίαστοι την πόρτα επιτρέποντας την είσοδο στους ληστές. Όταν τελικά συνειδητοποίησαν ότι δεν επρόκειτο για αστυνομικούς ακολούθησε συμπλοκή. Χωρίς όπλα οι ληστές ακινητοποίησαν τους φρουρούς, τους έδεσαν με χειροπέδες και τελικά έκλεψαν τρεις πίνακες του Ρέμπραντ, ένα πορτρέτο του Μανέ, τρία σχέδια του Ντεγκά και ένα χάλκινο αετό από σημαία των Ναπολεόντειων πολέμων. Συνολική λεία αξίας στο χρηματιστήριο της τέχνης 300 εκατομμυρίων σημερινών δολαρίων.
Ιδέες αλεξίσφαιρες
κείμενο του Τάσου Ρήτου
κείμενο του Τάσου Ρήτου
Ίσως με κάποιες «ιδέες αλεξίσφαιρες»,
αντίκρυ σε κάποια πρόσωπα ανεμοδαρμένα.
Πλάι σε ανέμελες σκιές,
διαβάζοντας λασπωμένα βιβλία.
Παρατηρώ και ένα τοίχο με εξοστρακίζοντα είδωλα, από ένα βίντεο-προβολέα.
Οικογενειακές ζωγραφιές από τα σκουπίδια
και μια βαλίτσα ταξιδίου που κατέφθασε από άλλο πλανήτη.
Χειροποίητα καλλιτεχνήματα πάνω σε χειροποίητα πανιά.
Παιδικά δημιουργήματα αυτό-στιγμής.
Δεκαετία του ‘50, γυμναστήρια ψυχών ταλαιπωρημένων,
Μετανάστευση και κουκλοθέατρο. Μετανάστευση και άγριος ξυλοδαρμός.
Μετανάστευση και οι αξίες παίρνουν φωτιά. Η ανθρώπινη φύση γίνεται ολοένα και πιο σκληρή, ακατανόητη, αηδιαστική.Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα, κι περιπλάνηση στα σκοτεινά μονοπάτια ενός λασπωμένου βιβλίου, αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός. Ίσως το περιεχόμενο του να μου μείνει για πάντα άγνωστο. Ίσως την περιέργεια μου να την σακατέψει ο χρόνος. Ίσως να μην θυμάμαι την απογευματινή βόλτα στα στέκια του Μεγάρου ΔΙΟΜΗΔΗ, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Ίσως να μην θυμάμαι το ότι διασχίσαμε με τον φίλο Άγγελο Λιάπατα, τους δρόμους που είχαν πλημμυρίσει φασίστες και εθνικόφρονες. Ίσως να μην θυμάμαι τα βλέμματά των, καθώς περνούσαμε ανάμεσα τους, θέλοντας να δείξουμε ότι δεν σας φοβόμαστε. Ίσως να με είχε επηρεάσει και το γεγονός ότι με συνεπήρε πολύ η ανάγνωση της «Σιδερένιας Φτέρνας» του Τζακ Λόντον. Ίσως να μην θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά, αλλά θυμάμαι πολύ καλά, ότι αυτό που παρακολούθησα με έκπληκτο ενδιαφέρον μου προκάλεσε σύγχυση για το μέλλον που έρχεται.
Τι πρέπει να κάνουμε εμείς σαν αυτόνομοι οργανισμοί; Πως μπορούμε να σώσουμε ότι πολυτιμότερο έχουμε, τις αξίες μας; Πως μπορούμε να εμβαθύνουμε τόσο στον εαυτό μας, ώστε να φτάσουμε στην πραγματική υπόστασή μας που θα μας διαπρέψει σαν όντα; Μήπως μοιάζουμε κι εμείς οι άνθρωποι σαν λασπωμένα βιβλία; Και προτιμώ να διάλεγα ένα λασπωμένο βιβλίο ανάμεσα σε τόσα κομψά και όμορφα ταξινομημένα, διότι πιθανότατα είμαι κι εγώ ένα λασπωμένο όν. Το οποίο σέρνεται στο χώμα για να βρει τροφή, στέγη και θαλπωρή κάτω από το φυλλαράκι ενός δέντρου.