Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [KK' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Το πρωί τηλεφώνησε από το γραφείο του στον κάπτεν: 

– Ασημάκης Μπαλαούρας, σου λέει τίποτε;

– Γνωστός στο αστυνομικό ρεπορτάζ και στην ασφάλεια. Κλοπές, διαρρήξεις και τέτοια. Όχι σπουδαία πράγματα, τρώει πέντε-έξι μήνες, βγαίνει και συνεχίζει το βιολί του. Μια φορά που τον συνάντησα μου είπε: «Αυτό το επάγγελμα διάλεξα. Οι μπάτσοι τη δουλειά τους κι εγώ τη δική μου».

Ζήτησε το τηλέφωνo του μεσαίου βεληνεκούς παραβατικού, και ο κάπτεν διέταξε τη γραμματέα του να το βρει και να το δώσει στον ιστορικό. Ο Γραβάνης του τηλεφώνησε και ο άλλος συμφώνησε να βρεθούν σε μία ώρα στο cafe Julia. Τον κέρασε ένα ποτό, από τα χέρια της Μυρτώς, έπιασαν την κουβέντα, του ανέφερε το όνομα της Eλληνοαμερικανίδας, και ο άλλος δαγκώθηκε. Συνέχισε την επίθεση ο Γραβάνης, τον κέρασε δύο ακόμη ποτά που τα κατέβαζε μονορούφι και η γλώσσα του Μπαλαούρα λύθηκε, έστω και με μισόλογα. Η Νέα Ευδοξία τον είχε εντοπίσει, μέσω συναδέλφου του, που δρούσε στην Αμερική και του έταξε μια γερή αμοιβή αν εκτελούσε ένα συμβόλαιο θανάτου με στόχο την εξαδέλφη της. Ο Μπαλαούρας δεν το τόλμησε, φοβήθηκε την κοινωνική θέση της οικογένειας και τη δημοσιότητα που θα έπαιρνε η υπόθεση. Εξάλλου δεν ήταν ειδικότητά του τα συμβόλαια θανάτου. Πρότεινε άλλο συνάδελφό του ειδικευμένο σ’ αυτά, που το όνομά του κρατήθηκε απόρρητο. Ο Μπαλαούρας θα έπαιρνε μία αμοιβή για την πληροφορία που έδωσε στην Ελληνοαμερικανίδα, αλλά εκείνη τον εξαπάτησε και η αμοιβή δεν ήρθε ποτέ. Για λόγους δικής της ασφάλειας έκανε πως δεν τον ξέρει. Τον εξαπάτησε και θέλοντας να την εκδικηθεί κατέθεσε στον Γραβάνη αυτά που γνώριζε για την ανάμιξή της στην υπόθεση. Ήπιε άλλο ένα κερασμένο και εξαφανίστηκε.

Γύρισε στο γραφείο του ο καθηγητής, συζήτησε τα νέα δεδομένα με τη σύζυγο και μαθήτριά του και μετά τηλεφώνησε στη Νέα Ευδοξία:

– Και το έξυπνο πουλί κάποτε πιάνεται από τη μύτη. Κάποτε ο δολοφόνος κάνει το μοιραίο λάθος και αποκαλύπτεται.

– Πού το έκανα;

– Ο Μπαλαούρας είναι υπαρκτό πρόσωπο.

– Λες αυτό το βόδι που ήρθε στο cafe Julia και σου κατέθεσε αυτά που τον έβαλα να αποστηθίσει; Ένα πενηντάρι του έδωσα για τον κόπο του, χρέωσε κι εσένα τέσσερα ποτά.

Το τηλέφωνο είχε πέσει από το χέρι του. Ψέλλισε:

– Βασιλεία, βοήθεια.

Πήρε εκείνη το τηλέφωνο από κάτω και το έβαλε στο χέρι του άνδρα της. Ψέλλισε ξανά εκείνος, αυτή τη φορά προς την κυρία που απολάμβανε το θρίαμβό της στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής:

– Τι θέλεις από μένα;

– Να χωρίσεις τη Βασιλεία και να παντρευτούμε. Έτσι θα ηρεμήσουμε όλοι, ζωντανοί και πεθαμένοι.

Τα έπαιξε εκείνος. Ψέλλισε ξανά:

– Το συζητάμε, αν είναι να ηρεμήσουμε...

Έκλεισε το τηλέφωνο και το συζήτησε με την Βασιλεία. Εκείνη ψύχραιμη του είπε:

– Αν είναι να ηρεμήσουμε, θα κάνω την κουμπάρα.

Η γλυκύτατη Βασιλεία είναι το μόνο ισορροπημένο πλάσμα, μέσα σ’ αυτή την ανισόρροπη ιστορία, σκέφτηκε ο Γραβάνης. Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο κάπτεν:

– Βρέθηκες με τον Μπαλαούρα, έμαθα. Έβγαλες τίποτε;

– Με δουλεύεις, χριστιανέ μου, και συ;

– Κάποιο παιχνίδι έχει παίξει στην υπόθεση. Βόδι τον θεωρεί η ανιψιά μου, αλλά είναι παλιά καραβάνα κι εγώ ακόμα παλιότερη. Όταν έριχνα άδεια να πιάσω γεμάτα, έψαξα για την πιθανή ανάμειξή του στην ιστορία. Είχε κάποτε γίνει το πρόσωπο της ημέρας στο αστυνομικό ρεπορτάζ, όταν έσκασε τα λάστιχα ενός υπουργού με σουγιά. Μια τηλεπαρουσιάστρια κατήγγειλε πέρυσι πως κάποιος της είχε κόψει με μαχαίρι το σωληνάκι με το υγρό φρένων του αυτοκινήτου της. Οι υποψίες της αστυνομίας στράφηκαν προς τον Μπαλαούρα, αλλά δεν συγκεντρώθηκαν αποδείξεις. Είναι και λίγο φαντασιόπληκτη η κυρία...

– Από εκεί εμπνεύσθηκες την ιστορία με τα φρένα του αυτοκινήτου της κόρης σου;

– Ένας ρεπόρτερ της αξίας μου δεν έχει ανάγκη να κλέψει ιδέες από τηλεοπτικές γλάστρες. Είχα μία επισήμανση στο βιβλίο μου γι’ αυτόν, αλλά τη λογόκρινε η ανιψιά μου και πέρασε την πληροφορία στο δικό της.

– Σαν παιδάκια κάνετε...

– Κοίταξε τον εαυτό σου στον καθρέφτη.

 

Ο Γραβάνης κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, πριν φύγει για το ραντεβού του με τη Νέα Ευδοξία, στην καφετέρια Νέα Ορλεάνη, πίσω από τον Πύργο των Αμπελοκήπων. Δεν είχε ξαναπάει εκεί.

– Γαμπρό σε έντυσα, του είπε η Βασιλεία, αποχαιρετώντας τον.

Πήγε στη Νέα Ορλεάνη, αλλά δεν βρήκε καφετέρια με τέτοιο όνομα και το τηλέφωνο της κυρίας που είχε ραντεβού ήταν κλειστό. Ρώτησε τα διπλανά μαγαζιά και τον παρέπεμψαν στην υπερατλαντική Ορλεάνη. Ίσως είχε φύγει και η Νέα Ευδοξία για εκεί, φοβούμενη μην αποκαλυφθεί το έγκλημά της. Τα πήρε στο κρανίο ο καθηγητής, πήρε στο τηλέφωνο τον κάπτεν:

– Την κόρη σου τη σκότωσε η ανιψιά σου. Έφυγε με πλαστό διαβατήριο για τη Νέα Ορλεάνη.

– Για το διαβατήριο που λες φρόντισα εγώ, γιατί αν πήγαινε με το δικό της θα μπλέκαμε με την πρεσβεία της και έπρεπε να φύγει απόψε.

– Κι εμένα γιατί μου έδωσε ραντεβού στους Αμπελοκήπους;

– Αμπελοκήπους ήθελες να ακούσεις, Αμερική σου είπε.

– Γιατί την έστειλες εκεί;

– Γιατί ο νεαρός, που υποτίθεται πέθανε από AIDS, άνοιξε το στόμα του και λέει μαλακίες. Σε τρεις μέρες θα είναι πίσω. Δεν το διαδίδουμε γιατί στη δουλειά της ξέρουν πως συνοδεύει τον φίλο της στη θεσσαλονίκη, είναι και η αργία για την εθνική μας εορτή μεθαύριο και έχει το χρόνο.

Γύρισε σπίτι του. Η Βασιλεία τα ήξερε όλα, τον πρόλαβε ο τζούνιορ από τη Θεσσαλονίκη. Είχε πάει να πάρει συνέντευξη από τον Ιβάν Σαββίδη. Έπεσε αποκαμωμένος στην πολυθρόνα, κάτω από τον πίνακα της Αναστασίας. Τον είχαν ακυρώσει όλοι και συνέχιζαν να τον ακύρωναν κάθε ώρα και στιγμή. Ένιωσε στον ώμο του το χέρι της Βασιλείας.

– Διασκέδασέ το, «τα παιδία παίζει».

– Τα παιδιά, ναι, αλλά εγώ αισθάνομαι γέρος.

– Είσαι πιο παιδί από όλους μας.

Το βράδυ τον επισκέφθηκε στον ύπνο του η Ευδοξία. Ήταν τυλιγμένη με την αμερικανική σημαία και χαρούμενη που ταξίδεψε στην Αμερική. Του ζήτησε να τη συνοδεύσει στο επόμενο ταξίδι της. Η Βασιλεία του παραπονέθηκε το πρωί γιατί η Ευδοξία δεν ήρθε και στον δικό της ύπνο να καλέσει και εκείνη στην Αμερική.

Αργότερα του τηλεφώνησε από την Αγγλία η Ελένη Ραγκούση, η μαθήτριά του και σύζυγος του πρωτότοκου. Θα ερχόταν το βράδυ και σκόπευε να του αποκαλύψει πράγματα, αφού πια είχε αποκαλυφθεί η σχέση της Ευδοξίας με την Αμερική. Υπήρχε και άλλο ταξίδι της στην Αμερική, μέσω Λονδίνου. Λεπτομέρειες θα του έλεγε από κοντά και αυτές θα του έλυναν πολλές απορίες.

Η Ελένη δεν ήρθε το βράδυ, γιατί μια έκτακτη υπηρεσία του πρωτότοκου στο BBC, ματαίωσε το ταξίδι τους. Ο Γραβάνης προσπάθησε να της αποσπάσει πληροφορίες από το τηλέφωνο, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Μόνο από κοντά θα μάθαινε αυτά που έπρεπε, έτσι η μαρτυρία της έμεινε σε εκκρεμότητα.  

Η συνέχεια αύριο