Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΙΙ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Η Βασιλεία τηλεφώνησε το πρωί στην Ελληνοαμερικανίδα:

– Σε φωτογραφίζω σαν Σειρήνα.

– Καθώς θα προσπαθώ να παρασύρω τον Οδυσσέα;

– Όχι, μόνη σου.

– Εννοείς οι δυο μας. Πού και πότε;

– Σε μία ώρα στο Ψυχικό, το απόγευμα πάμε Χαλκίδα.

– Δεν θα πάτε.

– Μη λες μεγάλα λόγια...

Η δύο γυναίκες είχαν στηθεί αντιμέτωπες στο σπίτι μιας τρίτης που κάποια άλλη Σειρήνα της αφαίρεσε τη ζωή. Τρεις γυναικείες θεότητες με χαρακτηριστικά το νερό, τον έρωτα και τον θάνατο.

– Με βλέπεις σαν γυναικείο κεφάλι, με σώμα αρπακτικού πουλιού; ρώτησε το μοντέλο τη φωτογράφο.

– Εσύ πώς με βλέπεις;

– Σαν αρπακτικό πουλί που θέλει να σπαράξει τη μορφή μου. Θα σε παλέψω με μορφή θαλάσσιου δαίμονα. Είχα λοιπόν ερωτική σχέση με την εξαδέλφη μου. Εγώ ήμουν ο μεγάλος της έρωτας και το ένοχο μυστικό της. Ήρθα στην Ελλάδα τρεις φορές μέσα στον προηγούμενο χρόνο, το 2015.

Η φωτογραφική μηχανή δούλευε ασταμάτητα, καθώς η Νέα Ευδοξία συνέχιζε:

– Έμεινα και τις τρεις φορές σ’ αυτό το σπίτι, κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι με την οικοδέσποινα στην αγκαλιά μου, παίρναμε το πρωινό μας σ’ αυτό το τραπέζι και δεν μας είδε ανθρώπου μάτι. Στο κινητό μου έχω φωτογραφίες που τραβήξαμε εδώ μέσα. Ο Παναγιώτης σου κυνηγούσε ένα φάντασμα που ήταν δοσμένο σε μένα... Αρκετά για σήμερα...

Ο Γραβάνης σκύλιασε με αυτά που άκουσε. Όλα τα έκανε για ένα πουκάμισο αδειανό και το πουκάμισο ερχόταν και του αναστάτωνε τον ύπνο; Την πήρε τηλέφωνο:

– Δεν έδειξες στη Βασιλεία τις φωτογραφίες από το σπίτι του Ψυχικού.

– Το σπίτι του Ψυχικού σού ανήκει. Από ό,τι ξέρω δεν έχεις μπει ποτέ μέσα. Κερνάς εκεί απογευματινό καφέ;

– Θα πάμε Χαλκίδα.

– Τότε δεν θα τις δεις ποτέ.

Η Βασιλεία ήταν δίπλα του και τα κατάλαβε όλα. Πήρε την συσκευή και τους έκλεισε ραντεβού για τις επτά. Τρόμαξε ο άλλος.

– Τι έκανες;

– Ο Οδυσσέας τα κατάφερνε πάντα και η Πηνελόπη τον περίμενε.

Ο Παναγιώτης έμπαινε για πρώτη φορά στο σπίτι του Ψυχικού, αλλά του φάνηκε ιδιαίτερα οικείο, από τις φωτογραφίες της Βασιλείας. Η Νέα Ευδοξία έκανε την πρώτη κίνηση.

– Δεν βρήκα τις φωτογραφίες που περιμένεις, είναι σε κάποιο σκληρό δίσκο, ίσως στην Αμερική. Θα σε αποζημιώσω με άλλες καλύτερες.

Στην πρώτη, από αυτές που του έδειξε, ήταν η Ευδοξία στην Αμερική με ένα ωραίο αγόρι σε κάποιο πάρκο. Στην επόμενη πάλι οι δυο τους σε ένα διαμέρισμα. Στις άλλες ήταν η δύο Ευδοξίες, που εναλλάσσονταν με το αγόρι, σε όλο και πιο αποκαλυπτικές πόζες. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για τρίγωνο. Το επιβεβαίωσε και η κάτοχος των φωτογραφιών:

– Το αγόρι με ακολούθησε στο πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα και έμεινε μαζί μας σε αυτό το σπίτι. Στο δεύτερο δεν ήλθε, γιατί η αρρώστια του δεν το επέτρεψε, στο τρίτο δεν υπήρχε, είχε πεθάνει από AIDS. Εγώ και η εξαδέλφη μου είχαμε κάνει αρκετές φορές έρωτα μαζί του.

– Αυτά είναι σελίδες από το βιβλίο σου;

– Φυσικά, αλλά συνέβησαν και στην πραγματικότητα.

– Αν θέλω το πιστεύω, επικαλείσαι τη μαρτυρία δύο πεθαμένων.

– Οι φωτογραφίες δεν σου λένε τίποτε;

– Μπορεί να είναι κι το αθώο παιχνίδι μιας μεθυσμένης βραδιάς.

– Μπορεί, δεν θα προσπαθήσω να σου λύσω άλλες απορίες σήμερα. Μπορούμε να πηγαίνουμε.

– Γι’ αυτή την ασήμαντη σημερινή συνάντηση έπρεπε να γίνεις Σειρήνα και να με δέσουν στο κατάρτι για να μη με σπαράξεις;

– Μόνος σου δέθηκες με ψεύτικα δεσμά και η συνάντηση δεν ήταν τόσο ασήμαντη.

Η Νέα Ευδοξία προσπαθούσε μεθοδικά να του ξηλώσει το παραμύθι και να απομυθοποιήσει την εξαδέλφη της, μετατρέποντάς την σε ένα επιπόλαιο ερωτικά πλάσμα ή σε διαφορετική περίπτωση, άτομο ελευθερίων ηθών που δεν της ταίριαζε ο χαρακτηρισμός της ιδανικής γυναίκας. Πήρε τηλέφωνο την Βασιλεία:

– Ετοιμάσου για Χαλκίδα.

– Τι έγινε τον ρώτησε η γυναίκα του.

– Μάπα το καρπούζι...

– Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος, σχολίασε η Νέα Ευδοξία.

Κλείδωσαν το σπίτι του Ψυχικού και χώρισαν με το αινιγματικό χαμόγελο των αντιπάλων, καθώς καραδοκούσε ο καθένας για τη λάθος κίνηση του άλλου. Έκανε δύο βήματα εκείνος, γύρισε προς το μέρος της και της έστησε παγίδα:

– Σε θεωρώ σαν βασική ύποπτο για τον φόνο της Ευδοξίας...

– Και ο πατέρας της εσένα...

Πλησίασαν, πρόσφερε ο ένας στον άλλον ένα παθιασμένο φιλί και χώρισαν.

 

Πέρασαν ήρεμα την Κυριακή τους στη Χαλκίδα και τη  Δευτέρα βρέθηκαν στο γραφείο, σίγουροι για τη νέα έκπληξη που τους περίμενε στην ντουλάπα της Ευδοξίας. Άργησε λίγο αλλά ήρθε, μετά από δύο ώρες που εξάντλησαν ψάχνοντας το μεγαλύτερο μέρος των ραφιών: Δεν βρέθηκε τίποτε, ήταν σίγουροι πως στην ντουλάπα είχαν και άλλοι πρόσβαση, αλλά πάντα υπήρχε ένα μήνυμα, που κανένας δεν το πείραζε, γιατί απευθυνόταν από εκείνη σ’ εκείνον. Ήρθε τηλέφωνο από την εξαδέλφη της:

– Συνεχίζεις να με θεωρείς σαν βασική ύποπτο για τον φόνο της Ευδοξίας;

– Δεν άλλαξε τίποτε από προχθές.

– Έχω κάποια στοιχεία και θα τα παραθέσω το βράδυ.

– Το βράδυ θα καλέσουμε την παρέα στο σπίτι. Ίσως είναι μία ευκαιρία να τα καταθέσεις δημόσια.

– Καλή ιδέα.

Έκλεισαν το τηλέφωνο και μπήκε ο κάπτεν, με μια σελίδα από το βιβλίο του.

– Κύριε καθηγητά, διαβάστε και βαθμολογήστε.

Έφυγε βιαστικά ο αποδέκτης της σελίδας, και διάβασε εκείνος μεγαλόφωνα, για να ακούει και η Βασιλεία:

Ο ντετέκτιβ Γιώργος Παππάς είχε ερευνήσει το περιβάλλον του Σπύρου Φώτη και είχε προσκομίσει στον πατέρα της Ευδοξίας μία ενδιαφέρουσα πληροφορία: Η εξαδέλφη του Φώτη κατέθεσε στον ντετέκτιβ μια εξομολόγησή του. Της είπε πως περίμενε παιδί από την Ευδοξία και αυτός δεν το ήθελε με τίποτε. Ήταν ακόμη μια κίνηση τακτικής του αστυνομικού ρεπόρτερ που έπεισε την εξαδέλφη στο να καταθέσει αυτή τη μαρτυρία. Θα στρεφόταν οι υποψίες στον υπεράνω υποψιών Σπύρο Φώτη, που δεν κινδύνευε από τις ανύπαρκτες αποδείξεις. Ο φίλος της κόρης του ήταν ενήμερος για το παιχνίδι και διευκόλυνε τον πατέρα εκείνης.

Ο αστυνομικός ρεπόρτερ διερευνούσε το ταξίδι της κόρης του στην Αμερική και τον ρόλο της εξαδέλφης της, όπως και ενός νεαρού που ενώ φαίνεται ως νεκρός από AIDS, εργαζόταν σε καλή θέση στο εργοστάσιο της Ford στο Highland Park του Michigan.

Περίμεναν πια την απάντηση της εξαδέλφης το βράδυ, που ενώπιον όλων διάβασε το ίδιο απόσπασμα από το βιβλίο του θείου της. Δεν είχε διαφορά με αυτό που κατέθεσε ο συγγραφέας σε ό,τι αφορούσε την πρώτη παράγραφο, αλλά η δεύτερη ήταν διαφορετική:

Ο αστυνομικός ρεπόρτερ διερευνούσε το ταξίδι της κόρης του στην Αμερική και τη μαρτυρία της εξαδέλφης της, που προσπαθούσε να τη συμφιλιώσει με έναν νεαρό που εργαζόταν σε καλή θέση στο εργοστάσιο της Ford στο Highland Park του Michigan και τον οποίο η Eλληνίδα είχε ερωτευθεί, όταν είχαν επισκεφθεί το σπίτι του Πόε. Η εξαδέλφη κατέθεσε πως είναι νεκρός από AIDS. Ο πατέρας φοβόταν την εμπλοκή του νεκρού στην υπόθεση. Αν η κόρη του έπασχε από AIDS;

Εναρμονίζεις τα δύο κείμενα προς την ίδια κατεύθυνση, σχολίασε στην αναγνώστρια ο Γραβάνης.

– Πού ξέρεις τι γράφω εγώ;

– Διάβασέ μας.

Ο νεαρός είχε αφήσει μία επιστολή που διέψευδε πως είχε σεξουαλικές σχέσεις με γυναίκες τα τελευταία πέντε χρόνια.

Όλα αυτά είναι καλά στοιχεία και ανατροπές για την ανάπτυξη του μυθιστορήματός σου, αλλά όταν τα προσφέρεις σαν πληροφορίες με το σταγονόμετρο γίνονται εκνευριστικά, σχολίασε ο Γραβάνης, που έβλεπε τα νύχια του κορακιού να αμβλύνονται.

Η παρέα δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία στις λογοτεχνικές λεπτομέρειες, ούτε και εκνευρίστηκαν, αποδέχτηκαν τα λεχθέντα σαν συζήτηση που γέμιζε τη βραδιά.

Το σώμα της Αναστασίας επρόκειτο να εκτεθεί την επόμενη εβδομάδα σε έκθεση γνωστού φωτογράφου και σε άλλη γνωστού ζωγράφου, ενώ σύντομα ετοίμαζε και τη δική του έκθεση ο Ηλίας. Η Μυρτώ έκανε πρόβες στο Θέατρο Τέχνης και ο Άρης για το Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Παπαναστασίου τζούνιορ δεν πρόλαβε να αλλάξει ομάδα και παρέμενε προπονητής της Αστροφεγγιάς Γκύζη. Ούτε η Ευανθία πρόλαβε να υιοθετήσει άλλο στρουμπουλό γατάκι και έμεινε με τη Μουσίτσα και τη Μιράντα. Η Βασιλεία έψαχνε μοντέλο για να φωτογραφίσει τον Ερμή. Η βραδιά κυλούσε σε ρυθμό ρουτίνας και η Νέα Ευδοξία σκύλιαζε. Επικαλέστηκε το κοράκι, κι εκείνο έδειξε τα γαμψά του νύχια με τη φωνή εκείνης που το επικαλέστηκε:

– Λυπάμαι γι’ αυτό που θα πω και γι’ αυτά που θα συμβούν, αλλά τα στοιχεία όλων των ερευνητών για τον φόνο της Ευδοξίας, ακόμη και της αστυνομίας, με την οποία έχω επαφές, δείχνουν σαν ένοχο, έστω ύποπτο με συντριπτικά όμως σε βάρος του στοιχεία, τον καθηγητή Παναγιώτη Γραβάνη. Σύντομα ο εισαγγελέας θα του απαγγείλει την κατηγορία.

Τινάχθηκαν όλοι κι εκείνος εξαγριώθηκε:

– Κόψε την πλάκα.

– Κι εσύ πάψε να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου. Γι’ αυτό μπήκα στην υπόθεση, για να βοηθήσω στη διελεύκανση της αλήθειας. Προσποιηθήκαμε πως γράφουμε βιβλία εγώ και ο θείος μου. Ανοίγω τα χαρτιά μου απόψε, γιατί έχουν δέσει πια οι αποδείξεις.

– Είσαι με τα καλά σου; της επιτέθηκε ο τζούνιορ.

– Αγοράκι, τέρμα και οι δικές σου υπηρεσίες, σε σχολάω. Ήσουν ένα άλλοθι για να μπω στην υπόθεση.

– Κατέθεσε, έστω και μία πειστική απόδειξη, ζήτησε απεγνωσμένα η Βασιλεία.

– Είσαι κι εσύ, μικρή μου, αναμεμειγμένη στη βρώμικη ιστορία.

– Είσαι τρελή, στρίγκλισε η Βασιλεία.

– Τι συνέβηκε τις δύο τελευταίες μέρες του θύματος; ρώτησε με ύφος ανακριτή η Νέα Ευδοξία.

– Ήμουν παρούσα, επενέβη η Αναστασία. Την Κυριακή πήγαμε στη Χαλκίδα, για να γνωρίσουμε τα νέα πεθερικά του Παναγιώτη.

– Άρα η Ευδοξία είχε διαγραφεί από όλους σας.

– Εκείνη έσπρωχνε επίμονα τον Παναγιώτη να στραφεί κάπου αλλού, διαμαρτυρήθηκε η Βασιλεία.

– Εκείνος την ήθελε, εκείνη δεν μπορούσε να είναι κοντά του κι εκείνος προσπαθούσε να απαλλαγεί από το αδιέξοδο. Ο καλύτερος τρόπος ήταν να βγει εκείνη από τη μέση. Η εξαδέλφη μου μεγαλόψυχα πρόσφερε εργασία και στη νέα σχέση του κυρίου, του πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε, εκτός από το σώμα της. Το σκηνικό της δολοφονίας είχε στηθεί. Μετά τον θάνατό της θα ήταν ελεύθερος από τις εμμονές του και θα κληρονομούσε τα περιουσιακά της στοιχεία.

Ο Γραβάνης άκουγε και δεν πίστευε, αλλά άφησε την άλλη να ξεδιπλώσει τις κατηγορίες της, περιμένοντας τα λάθη και τις αντιφάσεις της. Εκείνη συνέχισε:

– Το βράδυ συναντήθηκαν το νέο ζευγάρι και η Ευδοξία στου Ψυρρή και μετά την πήγαν στο σπίτι της. Στη διασταύρωση των Αμπελοκήπων η Βασιλεία την αποκάλεσε «πανέμορφη» κι εκείνη την ευχαρίστησε. Κατέβηκε μπήκε στο σπίτι της, μου τηλεφώνησε και μου τα είπε όλα. Η Βασιλεία της έστειλε ένα μήνυμα: «Είσαι θεά». Συζητήσαμε αν έπρεπε να της απαντήσει και κρίναμε πως δεν πρέπει. Ο άλλος είχε εντοπίσει το σπίτι της, αναγνώρισε το αμάξι της και την άλλη μέρα έβαλε σε εφαρμογή το δολοφονικό του σχέδιο: Πλήρωσε τον άνεργο υπάλληλο συνεργείου αυτοκινήτων Ασημάκη Μπαλαούρα και έκανε τη δολιοφθορά στο αμάξι.

– Ποιος Μπαλαούρας; διαμαρτυρήθηκε ο Γραβάνης.

– Είναι υπαρκτό πρόσωπο και τα ομολόγησε όλα στην αστυνομία. Τέλος του παιχνιδιού, ματ που λέμε.

Η βραδιά είχε γίνει κομμάτια μέχρι να ανοίξει τα χαρτιά της η Νέα Ευδοξία και να τους ανακοινώσει πως όλα αυτά ειπώθηκαν με λογοτεχνική άδεια, σαν σκέψεις για το μυθιστόρημά της. Τα νεύρα του Γραβάνη δεν άντεχαν άλλο αυτό το παιχνίδι. Η κυρία ήθελε να κλέβει τις εντυπώσεις στην παρέα, αλλά όσο κυρία και διακριτική ήταν η άλλη, τόσο ανακατωσούρας ήταν η εξαδέλφη της. Κατάντησε ενοχλητική, ακόμα και με το να κοινοποιεί προσωπικές στιγμές δικές της και της άλλης, έστω κι αν το μεγαλύτερο μέρος από αυτές ήταν γεννήματα φαντασίας. Κάποια συνέβησαν, αλλά και τα άλλα δεν έπρεπε να τα λέει. Δεν την εξουσιοδότησε κανένας να κάνει μυθιστόρημα τη ζωή μιας πεθαμένης εξαδέλφης, που κοινοποιούσε μόνο αυτά που εκείνη ήθελε. Ακόμα και για τον κάπτεν αμφέβαλλε ο Γραβάνης. Ξεπουλούσε μια οικογενειακή του τραγωδία, μπλέκοντας τους φίλους της κόρης του και εμπλέκοντας κεφτέδες με ποδαράκια; 

Η Ελληνοαμερικανίδα δεν επρόκειτο να καθήσει ήσυχη. Ήταν σίγουρο πως θα τους έμπλεκε σε περιπέτειες και η δικτύωσή της στην οικογένεια της Ευδοξίας τής επέτρεπε να ελέγχει το παιχνίδι. Ο τζούνιορ ήταν ασήμαντος, σαν προσωπικότητα, για να τη βάλει σε τάξη, ενώ εκείνη ήταν προφανές πως πέρα από την όποια συναισθηματική σχέση μαζί του, τον χρησιμοποιούσε στα σχέδιά της, που ο Γραβάνης δεν ήταν πάντα σε θέση να τα ανιχνεύσει. Εύκολα έκανε λάθη εκείνη, αλλά με την ίδια ευκολία τα διόρθωνε και ελισσόταν. Ο καθηγητής ενδιαφερόταν να μάθει την αλήθεια γύρω από μια υπόθεση, που σε μικρό χρονικό διάστημα του αναστάτωσε και του χάραξε τη ζωή. Το ενδιαφέρον του δεν πήγαζε από την ανάγκη να γράψει βιβλίο, όπως οι άλλοι δύο ερευνητές, αλλά ήθελε να συγκεντρώσει πληροφορίες για προσωπική του χρήση. Η Ευδοξία φρόντισε να του έρχονται αυτές, και μετά τον θάνατό της, σε ελεγχόμενες δόσεις και στον σωστό χρόνο. Η εξαδέλφη της μπήκε στο παιχνίδι με καταιγισμό πληροφοριών και αντιφάσεων που συσκότιζαν, παρά φώτιζαν την υπόθεση. Αλληλοπαρασύρθηκαν και με τον θείο της, και ξέφυγαν μαζί προς αχαρτογράφητες περιοχές. Θα προσπαθούσε και πάλι ο Γραβάνης να επανατοποθετήσει τους όρους της έρευνας, εκμεταλλευόμενος ακόμη και τις λογοτεχνικές άδειες των άλλων δύο. Το ψέμα δηλώνει ή κρύβει μια εσωτερική αλήθεια. 

Η συνέχεια τη Δευτέρα